Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

Το κρησφύγετο


Στο δωμάτιό σου που κάναμε έρωτα
κυριαρχούσε ένα σκούρο, καφέ χρώμα,
από τη μοκέτα, τα έπιπλα, τα σκεπάσματα.
Σχετικά σκοτεινά ήταν,
γιατί όταν μπήκα –απομεσήμερο, τέλη Μαΐου-
είχες ήδη κατεβάσει τα ρολά,
και οι κουρτίνες μπροστά στα παράθυρα
δεν άφηναν κανένα φως.
Σαν σκοτεινή σπηλιά και κρησφύγετο κολασμένων
έμοιαζε το δωμάτιό σου,
σε συνδυασμό με την ηδονή στο κρεβάτι.
Μετά, όταν κατέβηκα στο δρόμο
και περπάτησα αρκετή ώρα,
το δυνατό και διάχυτο φως του Μαΐου,
η πανδαισία των χρωμάτων παντού,
και η ζεστή ατμόσφαιρα
που τόσο ταίριαζε με τη διάθεσή μου.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Αλλαγή


Πάει καιρός
Που σηκώνεται απ’ το κρεβάτι
Πολύ πρωί
Πηγαίνει στο δικό του δέντρο
Και κρυφά συνομιλεί
Δεν τον ακούει κανείς
Αλλ’ αν τον άκουε
Θα του έκανε θέση
Να καθήσει δίπλα του
Να συνηθίσει κι ο άλλος
Στην ιδέα
Πως δεν είναι μονάχος

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Ποιήματα


1.
Καπνίζω.
Καμιά φορά φουμάρω μέχρι σαράντα τσιγάρα τη μέρα.
Συχνά, όμως, το τσιγάρο μου καίει ανώφελα, λησμονημένο στο τασάκι, ενώ αναπολώ
τις γυναίκες που αγάπησα.
2.
Γέρασα.
Καλύτερα που γέρασα
αν έτσι πρόκειται να βρω τη γαλήνη.
3.
Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου και
τα έντερά σου γουργουρίζουν.
Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της, ή καθόλου.
4.
Να πάρει ο Διάολος!
Ήρθα στο Βερολίνο χωρίς να φέρω μαζί μου την όμορφη έκδοση των Memoires
του Casanova.
Ευτυχώς, δεν ξέχασα το Walden του Thoreau και την Ιλιάδα
αυτά είναι τα τρία αγαπημένα μου βιβλία.
5.
δεν εζήτησα συμβουλές και συμβουλές μου δίνουν
απρόσκλητοι συμβουλάτορες φαφλατάδες μικροαστοί
λένε λένε κι όλο προφητεύουν
τάχα θα με φάνε οι ωραίες γυναίκες
ενώ χαρά μου να με φάνε οι καλλονές
κι αλίμονο σε σας δυστυχισμένοι
που τα γεγονότα δεν σας χορταίνουν
κι η ζωή σας χτισμένη σιωπή και κακομοιριά
όσο για μένα
κρυφά την αγαπώ
και είναι ωραία και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω
ούτε πουλί μάς βλέπει
ούτε ανθός μάς ακούει
φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν
1.
Γλυκό μου στήριγμα, καμάρι μου και λουλούδι, τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν. Μείνε μαζί μου. θα σου μιλήσω με πάθος και δακρυσμένα μάτια για τον ουρανό της Θεσσαλονίκης, την εικοσαετή ορφάνια μου, τον ισάδελφο Τσιτσάνη, τα νοτισμένα χώματα των Χασίων, τους ολόδροσους κλώνους· για τις θεϊκές γυναίκες του Ελύτη και του Μόραλη. Ακόμη θα σου περιγράψω την δολοφονία του Ιάκωβου Πατιερίδη τον Οκτώβριο του 1944, θα σου παραστήσω πώς βαδίζουν οι ορθόδοξοι ρεμπέτες και πώς χορεύουν ζεϊμπέκικο στην ταβέρνα του Φραγκούλη στην Μπάρα. Αγάπησε με δύναμη. Αυτό αρκεί.

Ηλίας Πετρόπουλος

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Ο Μπλάκυ στην Ανταρκτική



Υπεραστικό τηλεφώνημα από την αδελφή μου:
Κοιμήσαμε το Μπλάκυ.
Αθεράπευτη ασθένεια. Απίσχνανση. Υπέφερε.
Όλοι με σπασμένη την καρδιά.
Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να τον θάψεις η ίδια
μου λέει κλαίγοντας.
Γι’ αυτό τον τύλιξα σε κόκκινο μεταξωτό
και τον έβαλα στην κατάψυξη.
Ω Μπλάκυ, μ’ αυτό το αυταπόδεικτο, άτεχνο όνομα,
που σου δώσανε κάτι κοριτσάκια,
μαύρε γάτε που πηδούσες από στέγη σε στέγη
με το σκουφάκι και την ποδίτσα μιας κούκλας,
Ω εσύ, πανούργο είδωλο με γούνινη μουρίτσα
που ανέχτηκες λατρεία κι ατσαλοσύνη οδυνηρή,
χωρίς πολλά γρατζουνίσματα,
Ω θρηνητικέ, εθισμένε του φεγγαριού,
έκθετο παραβατικό μωρό,
νευρωτικέ αστρολόγε
μάντη καταστροφών
που αργότερα δημιουργούσες,
Ω εσύ με τα μεσονύκτια χρώματα
σύντροφε πιστέ του μεσονυκτίου,
Ω γουρουνομαξιλαρόγατε,
που έζεχνες συκώτι ωμό,
πού να ’σαι τώρα;
Δίπλα στα κατεψυγμένα χάμπουργκερ
και τις φτερούγες από κοτόπουλο·
στον παράδεισο των σαρκοβόρων. Τυλιγμένος
σε κόκκινα μεταξωτά, αγία κάρα σε προσκύνημα,
ένας Φαραώ στον άσπρο μεταλλικό ναό του, ή
κοκκαλιάρης εξερευνητής της Ανταρκτικής
μέσα στο κρουσταλλιασμένο anorák του
που απέτυχε στην αποστολή του· ή
(ας το δούμε ψύχραιμα) σαν κατεψυγμένο
ψάρι. Ελπίζω κανένας να μη σε βγάλει
απ’ το περιτύλιγμά σου καθ’ οδόν
προς το δείπνο του, κατά λάθος.
Τι προσβολή, να σ’ εξισώνουνε μ’ ένα κομμάτι
κρέας! Όπως κάθε γάτος απεχθανόσουνα
τη γελοιοποίηση. Πεινούσες για δικαιοσύνη
τις κανονισμένες ώρες, για σούπα βοδινό
σε φέτες, με τη σάλτσα του.
Ήθελες αυτό ακριβώς
που προοριζόταν για σένα.
(Ο θάνατος είναι όμως. Γελοίος. Κι ήτανε για σένα.
Όπως και για μας.
Θα στραφούμε λοιπόν στη δικαιοσύνη.
Ύστερα υπάρχει και το έλεος).

(από τη συλλογή «The Door», 2007)
Μετάφραση: Μαρία Τσάτσου
Margaret Atwood 

Στο μαγαζί της ανθοπώλισσας



Ένας άνδρας μπαίνει στο μαγαζί μιας ανθοπώλισσας
και διαλέγει κάποια άνθη
η ανθοπώλισσα περιτυλίγει τα άνθη
ο άνδρας βάζει το χέρι του στην τσέπη
να ψάξει για τα χρήματα
τα χρήματα για να πληρώσει τα άνθη
μα βάζει αυτός την ίδια ώρα
τελείως ξαφνικά
το χέρι πάνω στην καρδιά του
και ξαπλώνεται

Την ίδια ώρα που αυτός πέφτει
τα χρήματα κυλούν στη γη
κι ύστερα πέφτουνε τα άνθη
την ίδια ώρα με τον άνδρα
την ίδια ώρα με τα χρήματα
και η ανθοπώλισσα μένει εκεί
με τα χρήματα που κυλούν
με τ' άνθη που μαραίνονται
με τον άνδρα που πεθαίνει
προδήλως όλα ετούτα είναι πολύ λυπητερά
και πρέπει αυτή κάτι να κάνει
η ανθοπώλισσα
μα δεν ξέρει τον τρόπο να το κάνει
δεν ξέρει
από πού να ξεκινήσει

Υπάρχουν τόσα πράγματα να γίνουν
μ' αυτόν τον άνθρωπο που πεθαίνει
τα άνθη αυτά που παν να μαραθούν
και τούτα τα χρήματα
τα χρήματα ετούτα που κυλούν
που δε σταματάνε να κυλούν.

Jacques Prevert

Δικτάτορες


Κυβερνάμε την ώρα
ρυθμίζουμε την ώρα
προστάζουμε την ώρα
είμαστε για την ώρα.

Είμαστε κύκλωπες
ζούμε σαν κύκλωπες
καταβροχθίζουμε σαν κύκλωπες
σκεφτόμαστε σαν κύκλωπες.

Μιλάμε με διαταγές
σκεφτόμαστε με διαταγές
διατάσσουμε με διαταγές
διατάσσουμε τις διαταγές.

Η ζωή μας είναι το «τώρα»
«τώρα» είναι το «τώρα»
το χτες ήταν ανάπηρο
και το βάλαμε στο γύψο.

Ο αιώνας αρχίζει από σήμερα.
Ο αιώνας βαδίζει με το σήμερα.
Ο αιώνας είναι το σήμερα.
Ο αιώνας σβήνει σήμερα.

Κυβερνάμε το ζώο
είμαστε το ζώο
ξεκινήσαμε απ΄ το ζώο
επιστρέφουμε στο ζώο!…

Μενέλαος Λουντέμης

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο

Έχω πάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με τ᾿ άσπρο γαρούφαλο
που τον τουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν την αυγή
κάτω απ᾿ το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι
κρατά ένα γαρούφαλο
πού 'ναι σα μια φούχτα φως
απο την ελληνική θάλασσα
τα μάτια του τα τολμηρά
τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω απ' τα βαριά μαύρα τους φρύδια
έτσι άδολα
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.

Τα δόντια του είναι κάτασπρα
ο Μπελογιάννης γελά
και το γαρούφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πού 'πε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς
τη μέρα της ντροπής.

Αυτή η φωτογραφία
βγήκε στο δικαστήριο
ύστερ' απ' τη θανατική καταδίκη.

Nazim Hikmet

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Κλείσε τα παράθυρα



Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε σαν το κερί και λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.

Κλείσε μη μας βλέπουνε λοξά οι ματιές του κόσμου,
δώσ’ μου το χειλάκι σου, πούναι απαλό, νωπό.
Έχω κάτι ολόγλυκο για σένα απόψε, φως μου,
έχω κάτι ολόγλυκο σα μέλι να σου πω.

Έλα πέσε απάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δεν μας θωρεί κανείς.
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές στο δρόμο,
κι άσε να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.

Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί.

Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλισες, αχ! πες τους, να χαρείς,
πες τους πως στην κάμαρα φοβάσαι άμα νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ’ ακούς; Νωρίς

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Προσωπικό



Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει
μέρα τη μέρα, δε θα πει πως η ζωή
δεν αξίζει τον κόπο.

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη
κι ας μην είναι όπως παλιά,
δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,
κουράστηκε ίσως σαν καθετί που ανασαίνει.

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες
σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς
που δεν κλείνουν, κι εγώ πηδάω
τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,
δε θα πει πως δεν έχουμε
μοίρα στον ήλιο έχουμε
τη δική μας μοίρα.

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος
και πότε πουλί, φέρνεις στο σπίτι μας
ψωμάκια μικρά της αποδημίας
κι ελπίζουνε τα παιδιά μας
σε καλύτερες μέρες.

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι
και δεν παραιτείσαι, ντρέπομαι
για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,
μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,
αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι
δυο άγνωστοι και θ’ αρχίζαμε
απ’ το άλφα.

Τώρα ξέρουμε πού πονάς
πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,
διακοπή αίματος και κρυώνουν
τα σώματα, ώσπου μυστικό δυναμό
να φορτίσει πάλι τα μέλη
με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς
και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο
για καιρό, κάνοντας σχέδια και παιδιά
και καβγάδες, εκδρομές, έρωτα, χρέη
κι αρρώστιες, Χριστούγεννα, Κυριακές
και Δευτέρες, νόστιμα φαγητά
και καμένα, θέλοντας ο καθένας
να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο
και πηγή, κατά τις περιστάσεις
ή και όλα μαζί στην ανάγκη,
δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ
να γίνω κάτι απ’ αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω

μια ζωή στη σκλαβιά –έτσι κι αλλιώς–
ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

 Ποίημα αφιερωμένο στην γυναίκα του
"Γυάλινα Γιάννενα" (1989)
Μιχάλης Γκανάς

Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Μεταμέλεια



Ανάθεμα την πρώτ' αρχή,
που μ' είπαν να πιστέψω,
πως δεν μου σώζετ' η ψυχή,
σαν δεν καλογερέψω!

Απ' την ζωής την Πασχαλιά
μ' έκαμαν να ξεπέσω·
ν' αφήσω μακριά μαλλιά
και ράσο να φορέσω.

Να ζω με το ξερό ψωμί,
με το νερό μονάχα·
για να παιδέψω το κορμί,
και για ν' αγιάσω τάχα!…

Καλόγεροι, σας προσκυνώ,
και σας φιλώ τα χέρια.
Και σας πετώ τον ουρανό
και τα χρυσά τ' αστέρια.

Πετώ τον σκούφο στο κελί,
το ράσο στο ντουλάπι·
τον νου μου – μόνο στο φιλί
και μόνο στην αγάπη.

Θωρώ πουλάκια στην αυλή,
που παίζουν ταίρι ταίρι,
και λέγω: νάμουνα πουλί!
Να ήμουν περιστέρι!

Θωρώ κοπέλες που περνούν
να παν στο περιβόλι
κι αυτού που κοντοπροσκυνούν–
με παίρνουν οι Διαβόλοι!…



(από Tο τέλος του παραμυθιού ή η αρχή του ονείρου, Eρμής 2001)
Γεώργιος Βιζυηνός 

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Έρθης δεν έρθης


Έρθης δεν έρθης, εγώ θα σύρω
ταργά τα πόδια γοργά ως εκεί,
το κουρασμένο κορμί να γείρω
στην έρμη πέτρα τη μυστική.

Καί θα προσμένω και θα πεθαίνω
και θανασταίνομαι -μιλώ, μένω-
με τη μιλιά σου·
έρθης δεν έρθης, θα σ᾿ αγκαλιάζω
και με τη σκέψη μου θα ταιριάζω
τη ζωγραφιά σου.

Νύχτα. Στο χώμα θα πάω να ψάξω
το πάτημά σου να βρω, θα δράξω
γη μεσ᾿ στη φούχτα να τη φιλήσω,
κι από κλωνάρια κι από χορτάρια
μέσα στα χέρια δροσιά θα κλείσω,
σαν απ᾿ τη σάρκα κι απ᾿ τη δροσιά σου.
Πέρα της χώρας ανάρια ανάρια,
παιζογελώντας με, τα λυχνάρια
θα μ᾿ αχνοστέλνουν το φάντασμά σου.
Μ᾿ όλα της νύχτας τα λυχνιτάρια
θα ψάξω νάβρω το πέρασμά σου.

Καί με το σείσμα ταχνού του τρόμου
η με το κάρφωμα εκστατικό,
στη γνωρισμένη πλαγιά του δρόμου,
έρθης δεν έρθης, θα καρτερώ.

Τρελό καρτέρι, και ολόγυρά μου
η κρυφή νύχτα και η σιγανή·
μόνο γιομάτη θα είν᾿ η καρδιά μου
από την ψάλτρα σου τη φωνή.

Καί οι στρατολάτες που θα περνάνε,
και όσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι από σένα θα μου μηνάνε,
και θα μου παίρνουν κάτι από σένα.

Γιά σε ξανάβρα και ξαναπήρα
των είκοσί μου χρονών τη λύρα,
κ᾿ έρριξ᾿ απάνου
στους λυγισμένους μου ώμους του πλάνου
πάθους απότομα την πορφύρα.

Της ορμής είμ᾿ εγώ το παιδί,
τανάσασμα είσαι των άγριων κρίνων,
το λάτρεμα είσαι, το φυλαχτό
των ερωτόπαθων πελεγρίνων.

Στερνή κατάρα, μοίρα κακή
τούτ᾿ η λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
η σπλαχνισμένου αγγέλου ευκή
να ξεψυχήσω με τ᾿ όνομά σου;

Έρθης, δεν έρθης, εγώ θα σύρω
ταργά τα πόδια γοργά ως εκεί,
στην έρμη απάνου πέτρα θα γείρω,
Ίσκιε, στα πόδια σου το κορμί...

Κωστής Παλαμάς

Ανάταση


Από τενάγη πάνω, πάνω από κοιλάδες και πανώρια
όρη, και από τα δάση και τις θάλασσες μα και τα νέφη
πιο πέρα, αλλά και από τον ήλιο που όλο στους αιθέρες γνέφει,
και πέρα απ᾽ των σφαιρών του σύμπαντος τ᾽ αστερωμένα όρια,

ω πνεύμα μου, εκεί υψώνεσαι κι εκεί πετάς μ᾽ ευκινησία,
και σαν δεινός κολυμβητής που χώνεται στο μέγα κύμα
χαρούμενος των άπειρων περάτων αφαιρείς το ντύμα
ξεσκίζοντάς το με άφατη ηδονή και με αντρική λαγνεία.

Πέτα μακριά από τούτα τα φριχτά μιάσματα όσο πάει·
πέτα να εξαγνιστείς στον πιο ψηλό απ᾽ τον ψηλότερο αέρα
και πιές σαν πιόμα απάρθενο, σαν θεικό ποτό εκεί πέρα
το πυρ το καθαρό που τα διαυγή πληροί και αίθρια χάη.

Απ᾽ τις τεράστιες θλίψες πίσω, από την πλήξη, την ανία,
που ρίχνουνε το βάρος τους στην ύπαρξη την ομιχλώδη,
πανευτυχής εκείνος είναι που με φτερωμένο πόδι
εκσφενδονίζεται στα γαληνά και πάμφωτα πεδία·

με σκέψεις όποιος σαν κορυδαλλός πετάει στων διαστημάτων
τις ανοιχτές οδούς κι ελεύθερος τους ουρανούς διαβάζει,
αυτός πλανάρει πάνω απ᾽ τη ζωή και ακόπως μεταφράζει
τη γλώσσα των ανθέων και όλων των αμίλητων πραγμάτων.

Charles Baudelaire

Είμαι φτωχός

Λησμονημένες χαραυγές ζητούν τα βλέφαρά σου
σε ντύνει ο ίσκιος της αγάπης μου χλωμός
δεν έχω χρώμα προσμονής – είμαι φτωχός
δεν έχω βήματα να ’ρθώ στην άκρη της καρδιάς σου

Αγέρηδες από τα πεθαμένα χαμομήλια
χτυπούν την πόρτα που χαράζει ο λογισμός
το σχήμα του αποχωρισμού – είμαι φτωχός
δεν έχω ούτε μια χαρακιά ηδονής πάνω στα χείλια

Πίσω από τις αστέρινες της νύχτας χαραμάδες
κοιτάζω πάντα την αγάπη μοναχός
έχει το μέτωπο αυγινό – κι είμαι φτωχός
λυγίσαν απ’ το βάρος του φωτός μνήμης λαμπάδες

Γέμισαν απ’ τα γιασεμιά της σιωπής σου οι κήποι
κι ωστόσο ο ουρανός μας κλείδωσε το φως
έχεις το κλίμα φεγγαριού – κι είμαι φτωχός
δεν έχω ένα παράθυρο να μην κοιτά στη λύπη

Έρχονται τα πουλιά από τη γωνιά της άρνησής σου
κι έτσι σκληρά μού κελαηδούν :  που είναι ο λωτός ;
Αχ, δεν μπορώ να σε ξεχάσω – είμαι φτωχός
δε θα ’χω χέρια δίχως την αφή της θύμησής σου

Θα ’μαι τυφλός μέσα στη λύπη δίχως τ’ όραμά σου
χωρίς την πίκρα της φυγής σου πιο ορφανός
έχεις μια θάλασσα πλατιά – κι είμαι φτωχός
δεν έχω μήτε στάχτη να χαράξω τ’ όνομά σου

Δεν θα ’χω σκέψη δίχως την ομίχλη απ’ τ’ όνειρό σου
κι ας μη με ξέρει διόλου ο ύπνος σου ο γλυκός
δεν έχω ελπίδα ζεστασιάς – είμαι φτωχός
της νιότης μου το σύννεφο λιώνει στο πρόσωπό σου

Χωρίς τη μοναξιά μου θα ’μουνα πιο μόνος
χωρίς τη σιωπή μου ακόμα πιο βουβός
γι’ αυτό ποτέ μη ξαναρθείς – είμαι φτωχός
δε φτάνει και για σε ο μικρός κι απέραντός μου πόνος

Ούτε ένα αστέρι μακρινό δε θα ’χω να σου δώσω
ούτε πεφτάστερο μάς δίνει ο ουρανός
δεν έχω κλείσει την καρδιά – μα είμαι φτωχός
πού να ’βρω άλλο φθινόπωρο στα μάτια, να σου δώσω;

Βύρων Λεοντάρης

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Μικρός Θρήνος


Γράμματα που έγραψε στο βλέμμα τους η αγάπη
Όνειρα που κέντησαν στον ύπνο τους οι αράχνες
Ο θάνατος σαν ύφασμα σύρθηκε ανάμεσά τους
Έσβησαν έτσι τα λαμπρά τους μάτια σαν λυχνάρια
Το δέρμα τους που ήταν σφιχτό σαν το πανί στον άνεμο
Δεν νιώθει πια τη ζεστασιά που χύνουν τα κορμιά
Σαν ημερομηνίες τα ονόματά τους
Όμως καθώς χαμογελάς χαμογελούν ακόμα
Τα βήματά τους αντηχούν μέσα στα βήματά μας
Και στην καρδιά μας νιώθουμε το χτύπο της καρδιάς τους.

Νάνος Βαλαωρίτης

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

Ξεχάστε με στη θάλασσα


«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει "δικό μου είναι"
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».

(ανέκδοτο ποίημα γραμμένο το 1982 λίγο πριν από την έναρξη συγγραφής του σεναρίου της ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα»)
Θεόδωρος Αγγελόπουλος

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Σώπα μη μιλάς!

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή κόψ” τη φωνή σου σώπασε επιτέλους κι αν ο λόγος είναι αργυρός η σιωπή είναι χρυσός. Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε: «σώπα». Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή, μου λέγανε : «εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!» Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε: «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ….σώπα!» Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε. Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. Ο λόγος του μεγάλου η σιωπή του μικρού. Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε, «θα βρεις το μπελά σου, σώπα». Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι «Μη χώνεις τη μύτη σου παντού, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα» Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και ήξερε να σωπαίνει. Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα». Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα» Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές, με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα. Σώπα ο ένας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω, σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο. Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. Κατάπιαμε τη γλώσσα μας. Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε. Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα». και μαζευτήκαμε πολλοί μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή! Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα, τα πάντα κι όλα πολύ. Εύκολα , μόνο με το Σώπα. Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα». Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσα σου και κάν’την να σωπάσει. Κόψ’την σύρριζα. Πέτα την στα σκυλιά. Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά. Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες. Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς , χωρίς να μιλάς να λες «έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς» Αχ! Πόσο θα “θελα να μιλήσω ο κερατάς. και δεν θα μιλάς , θα γίνεις φαφλατάς , θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς . Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ’την αμέσως. Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός. Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμήσεις Κόψε τη γλώσσα σου. Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου, γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!….

Aziz Nesin

Ατμόσφαιρα


Η απουσία σου μικραίνει τον ουρανό

Έρχεται φεύγει
Πατά στα νύχια
Ξεκλειδώνει τις πόρτες
Στο ψύχος των μοναχικών χεριών

Τι άσχημα είναι σ’ αυτή την πολική τοποθεσία
Τι άσχημα κλεισμένος μες στο αρκτικό μου σπίτι

Αλέξης Τραϊανός

Υδρία

Σου έδινα συνέχεια σου έδινα
Και συ έπαιρνες συνέχεια έπαιρνες
Και δεν ήξερες πως παίρνεις
Δεν ήξερες κι ούτε ποτέ θα ξέρεις
Πώς η ψιχάλα γίνεται βροχή
Κατακλυσμός η βροχή κι ύστερα θύελλα
Και μένεις γυμνός δίπλα στο γκρεμισμένο σπίτι
Δίχως φωτιά δίχως βοήθεια
Στην τέλεια εγκατάλειψη στην πλήρη ερημιά
Όπως αδειάζει μια κάμαρα σαν αφαιρέσεις
Έναν πίνακα ή κάποιον καθρέφτη
Κάτι δικό σου τέλος πάντων
Αναπόσπαστο με τον εαυτό σου
Που σ’ όριζε να υπάρχεις δεμένος μαζί του
Και τώρα μόνο να θυμάσαι ξέρεις
Τώρα που λιγοστεύει η βροχή πάνω απ’ την πόλη
Και ξημερώνει πάλι όπως αύριο όπως χτες
Στα προπύλαια τούτης της μέρας παρατημένος
Θα σε θυμάμαι
Όπως το τελευταίο όνειρο τον τελευταίο λυγμό
Με μιαν υδρία ποιήματα κάθε πρωί

Από τη συλλογή Μικρές μέρες (1973)
Αλέξης Τραϊανός

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2016

Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων


Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.
Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
- να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ -
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Έναν τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σαν λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω - ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».
Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι - θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
- κίνηση του κόσμου -
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ


Ο τελευταίος ερωτικός



Κάθε σταγόνα από σένα
το τέλος του έρωτα
ό,τι έχασα στη ζωή
το ξαναχάνω στα μάτια σου
το φως έγινε τρυπάνι
μες το παράλογο σχήμα
μιας άπιαστης επαφής
όταν στα πόδια χύνεται
το κύμα
το αιώνιο πέλαγος
του ζώου - θανάτου.
Δεν υπάρχει λόγος να ζούμε
τα κόκαλα θα σπάσουν
σαν καλοκαιρινά καλάμια
κι ο μαγνήτης θα γίνει πίσσα
στα λαμπερά να ρίχνει μαύρο.
Το σώμα σου - η Πύλη
έκλεισε, έφραξε
απ' τον πολύ πόνο
κι εγώ καμένος ερημότοπος
τσουρουφλισμένη επιφάνεια
δεν υπάρχω
ενώ διπλασιάζονται οι μέρες
του φορτίου
η άμμος ξύνει
όλο ξύνει την πληγή.
Η καταστροφή είναι π' αρνιέμαι
να καταστραφώ
να σπάσει το πιθάρι
να χυθούν τα μέσα
έξω εκεί
όπου συναντιέται ολόστητος
ο βράχος.
Μες το δωμάτιο
φάνηκαν ξαφνικά τα όριά μου
τα νύχια μου σπασμένα
η σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη
κι ο ποταμός που λάτρεψα
σ' άλλη κοίτη κυλάει.
Όλο κι αλλού σκάει
το ρόδι
οι χυμοί που προχωρούσαν
τη ζωή
αλλού λιμνάζουν
απ' την αφθονία στη στέρηση
πετάω, τρομαγμένη νυχτερίδα
η νεότητα
σκοτάδι τα φτερά της.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Καντιανή μεθοδολογία



Ο τρίτος νόμος του Καντ λέει ότι πρέπει να είμαστε μαζί. Το σκουπιδιάρικο περνάει και καλείται να μαζέψει πέντε μεσήλικες κυρίες που χορεύουν ποντιακά στην Ίωνος Δραγούμη. Ο κυρ Μιχάλης ντουμανιάζει και σκέφτεται τις πουτάνες που σκότωσε με το πριόνι για τα ξύλα της σόμπας. Ένα περιπολικό λέει το ανάποδο σ’ αγαπώ στις τσιγγάνες και μετά το βλέπουμε να καίγεται. Είναι το πιο ωραίο εύφλεκτο υλικό κι όλοι το ξέρουμε. Οι ματάδες κάνουν τσεκ ιν στο άι φον και μία τύπισσα με στραφταλιζέ γατάκι μαλώνει με τον φόρμες για τον φαλλοκρατισμό του και του λέει παιδί μου δεν αλλάζεις σε κάνανε φαλοκράτη εσένα. Το πρώτο έργο του δεύτερου μέρους συμφωνική ορχήστρα του Ντεμπισί. Μπροστά στο Κίνισι Παλλάς περνάνε οι Πακιστανοί με κλειστά μάτια και οι τρύπιοι μιλάνε για τις ενέργειες και τα τσάκρα. Το σούρουπο το κρεβάτι του ψιλικατζή γίνεται ανοιχτό στα κόκαλα του Μαζόχ με μια μυρωδιά από φασολάκια της γειτόνισσας από τον φωταγωγό. Σάρκα του πατρός και της μητρός ιλί ιλί λαμά σαβαχθανί. Επόμενη στάση δημοτικό πολυϊατρείο και βαρέθηκα αυτό το λεωφορείο. Πνίγομαι. Ο ανάπηρος είναι ενενήντα τοις εκατό, άλλωστε όλες δεν είμαστε ένα ποσοστό και μία μουσουλμάνα θα μου δώσει τα λεφτά για το εισιτήριο του λεωφορείο. Το μισό σκοτάδι του κόσμου έρχεται από την ύπαρξη του Υπουργείου Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας. Ο τρίτος νόμος του Καντ λέει ότι πρέπει να είμαστε μαζί.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Η σύντροφός μου



Υπάρχει αυτή η τεράστια γυναίκα
(Ω, Θε μου είναι όμορφη)
αυτή η τεράστια γυναίκα
που παρ' όλο που είναι όλες οι γυναίκες μαζί,
έχει ένα πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα.
Αυτή η τεράστια γυναίκα
που καμιά φορά έρχεται σε μένα
πολύ νωρίς το πρωί
και μου μαδάει το δέρμα!
«Κυλιόμαστε γύρω στον παράδεισο»
αρκετά μίλια πάνω από τα πεύκα
και δεν υπάρχει χώρος ανάμεσά μας,
αλλά δεν είμαστε Ένα
ή τίποτα τέτοιο.
Είμαστε δυο τεράστιοι άνθρωποι,
δυο αχανή κορμιά
τρυφερότητας και χαράς
με όλες τις απολαύσεις που έχουμε νιώσει
και μεγεθύνει
για να ταιριάξουν με το σχήμα μας.
Όποτε συμβαίνει αυτό
είμαι συνήθως έτοιμος να συγχωρήσω οποιονδήποτε
δεν με αγαπάει αρκετά
συμπεριλαμβανομένου και εσένα, Σαχάρα,
ειδικά εσένα.

Leonard Cohen

Ενοχλημένος αυτό το πρωινό



Ω, ναι. Αυτό.
Γι' αυτό ήμουν τόσο ενοχλημένος
αυτό το πρωινό:
η επιθυμία μου ξαναγύρισε
και σε θέλω πάλι.
Τα πήγαινα μια χαρά,
ήμουν πάνω απ' όλα.
Τα αγόρια και τα κορίτσια ήταν όμορφα
και εγώ ήμουν ένας γέρος που τους αγαπούσε όλους.
Και τώρα σε θέλω πάλι,
θέλω την αποκλειστική προσοχή σου,
το εσώρουχο σου που κυλιέται κάτω
με βιασύνη
κι ακόμα κρέμεται από το ένα πόδι,
και τίποτα στο μυαλό μου
από το να είμαι μέσα,
στο μόνο μέρος που δεν υπάρχει
ούτε μέσα,
ούτε έξω.

Leonard Cohen

Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει


Καθώς η ομίχλη σημάδια δεν αφήνει
στο βαθυπράσινο το λόφο πάνω,
έτσι σημάδια δεν αφήνει και το σώμα μου
πάνω σου, ούτε ποτέ θ’ αφήσει.
Όταν γεράκι κι άνεμος συναντηθούν
μετά τι τους απομένει;
Έτσι εσύ κ’ εγώ συναντιόμαστε,
γυρίζουμε ύστερα, αποκοιμιόμαστε μετά.
Καθώς αντέχουν πολλές νύχτες
χωρίς φεγγάρι ή άστρο
έτσι κ’ εμείς θα το υπομείνουμε
αν φύγει ο ένας μας μακριά.

Leonard Cohen

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Αν ήσουν η νύχτα



Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες μυστικές, να ιδείς
κάτι σκιές θα μπορούσες, που σαλεύουν μες στα πάρκα.
Δεν είναι άνθρωποι, που στον παρόν τους κινούνται ή στο μέλλον τους.
Είναι τ’ αγάλματα, που από το παρελθόν τους αναδύονται
και στο μέλλον τους μέσα περπατούν συλλογισμένα.
Θυμούνται, αναρριγούνε και τον εαυτό τους ερωτεύονται.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που έμειναν έξω απ’ το χρόνο,
στα μεγάλα παράθυρα των πινακοθηκών θα μπορούσες
να διακρίνεις κάτι σκιές, που ασάλευτες βαριά ανασαίνουν.
Δεν είναι άνθρωποι, που μες στο χρόνο ταξιδεύουν.
Είναι τα παλιά πορτραίτα, που σταμάτησαν στο παρελθόν.
Κλείνουν τα μάτια και τον πρώτον εαυτό τους ονειρεύονται.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν έχουνε περάσει,
θα μπορούσες απ’ τα παράθυρα των ωδείων ν’ ακούσεις
κάτι βαθείς ήχους από ξεμακρυσμένες συμφωνίες.
Δεν είναι όργανα, που ανθρώπων χέρια τα κινούνε.
Είναι οι ξεχασμένες παρτιτούρες πάνω στ’ αναλόγια,
που εντός τους γρηγορεί το πνεύμα της μεγάλης μουσικής.
Καθώς αναπολούν, κραδαίνονται οι χορδές των πενταγράμμων τους.

Αν ήσουν η νύχτα, σε κάποιες ώρες, που δεν ξαναγυρίζουν,
μέσ’ απ’ των βιβλιοθηκών τα παράθυρα θα μπορούσες
ν’ ακούσεις κάτι βαθειές μελωδικές απαγγελίες.
Δεν είναι ανθρώπων φωνές, που αναδιπλώνονται στο χρόνο.
Είναι τα σκονισμένα των μεγάλων ποιητών βιβλία,
που απ’ την αρχή κατοικεί μέσα τους ο ακέριος Λόγος.

Αν ήσουν η νύχτα, σε ώρες, που όλες ίδιες είναι,
θα μπορούσες να ιδείς κι’ αγάλματα που δεν κινούνται∙
πορτραίτα που δεν ανασαίνουν∙ παρτιτούρες
βουβές και βιβλία απ’ την αρχή τους κοιμισμένα.

Είναι γιατί το μάρμαρο κ’  οι μπογιές δεν έχουν κίνηση.
Γιατί το χαρτί κ’ η μελάνη δεν μπορούν να τραγουδήσουν.

Γιώργος Βαφόπουλος

.

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Η παρουσία


Μαρία Νεφέλη : Περπατώ μες στ” αγκάθια μες στα σκοτεινά σ” αυτά που  “ναι να γίνουν και στ” αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.
Αντιφωνητής: Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο κενό. Ν” ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ” αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι αλλού — που μόνο αυτή τ” ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφι- χτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.
Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. «Ολη την ώρα μου “λεγε «θυμάσαι;» Τί να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα — πώς να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα — κει πού δεν το περίμενα καθόλου. «Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι ολα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν —ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται,το παράκανα. Επειδή —δεν ξέρω— κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι υστέρα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι υστέρα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει…
Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;» —έτσι μου “λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε απ’τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν. «Έβλεπα τα μάτια του. «“Εβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες. Α. «“Εβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα. «Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ” απ’την πέτρα.
Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.
Μ.Ν. Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.
Α. «Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ — δεν είσαι άξια!
Μ.Ν. «Ω, αν μ” αφήνανε, αν μ’αφήνανε.
Α. Ποιος να σ’αφήσει;
Μ.Ν. Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.
Α. Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται άπ’τη σκιά του κι αλλού περπατά.
Μ.Ν. Είναι τα λόγια τον άσπρα κι είναι ανείπωτα κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα…
Α. Μα” χε πάρει ολο το πάνω μέρος απ’την πέτρα. Και μαζί μ” αυτήν και τ” όνομα της.
Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ… σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέσα στο φως… αριμνα εφηελ…
Α.«Έλειπε.» Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.
Μ.Ν. αριμνα ΕΦΗΕΛ… εκεί, πάνω σ’αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.
Α. Στ” όνειρο της φαίνεται θα το “χε δει κι αυτό για να το θυμάται.
Μ.Ν. Στ” όνειρο μου, ναι. Σ” έναν ύπνο μεγάλο που θα “ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά, θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες. Από παντού θ” ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.
Α. «Ενα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φανούν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ” ο,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα γύρο κι οί χαρταετοί — ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους.»Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές επάνω της θ” αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.
Μ.Ν. «Εχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτον. «Εχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα. «Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ’ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματα μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;»Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ’αυτό καλλιεργούνε, όσοι ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Όλλανδία τις τουλίπες. Και σ” αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσακι από κολύμπι…Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές —παρασταθείτε μου!
Α. «Εχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα δαιμονικά του κόσμου τ’ανεξόρκιστα κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!
Μ.Ν.  Κι απ” τίς φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!

Οδυσσέας Ελύτης

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Μυθιστόρημα Κ'

Ανδρομέδα

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί
μου
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού
θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

Γιώργος Σεφέρης

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Ένα μόνο


είμαι ένα μονοπάτι από κάτω σου
πέντε σε μισώ
τρεις σε καταδιώκω
το μέτρο φορές χάνεται
το κεφάλι σε χάρτινη σακούλα
εϊ παιδιά υπολείπομαι
είμαι η χολή του τοίχου
δεν έχει ηλικία το σκοτάδι
πέσε σε έρωτα μαζί μου
γλείψε το χέρι μου
και μασούλα την ψυχή μου
κάπως τέχνη
είμαι χρόνιες δεσμίδες
από πεντάευρα προορισμένα
για κεράσματα μιας νύχτας
οι τσακισμένες σελίδες στο βιβλίο που ξέχασες
στο λεωφορείο
το σάλιο που σκούπισες στο δάχτυλό σου
από το πλάι του αιδοίου της
μην με κυλάς άλλο

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Κλείνουν οι δρόμοι ένας-ένας


Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο...

Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις σου επιστρέφει τον πόνο του
Ζω κλεισμένος σ' ένα φιλί
Κανείς δεν είναι μέσα στο ρίγος της νύχτας
Τα κοιμισμένα όνειρα στις παλάμες μου
Γνώρισαν το σφυγμό ενός ήλιου που μάτωνε
Άλικες πέτρες και σύννεφα
Κι οι βουνοσειρές άλικες
Πώς να 'ναι ωραίες δίχως εσένα
Δίχως τα μάτια σου να 'ναι επάνω τους

Είναι μια μακρινή γιορτή χειλιών
Που τα έβαψε όλα

Άλικα βήματα κι η ζωή ξεγυμνώνοντας τη ζωή σου
Που άρχιζε και τέλειωνε
Μέσα στο κάθε πράγμα
Μέσα στο κάθε σήμερα
Μέσα στο κάθε που έζησα

Έτσι έζησα έτσι ζω έτσι θα ζήσω
Χνούδι από άνεμο
Ίσκιωμα φύλλου
Δάκρυ νερού
Άνθρωπος τελειώνοντας μέσα σου
Χνούδι ίσκιωμα δάκρυ

Αλέξης Τραϊανός

Η περιφραστική πέτρα



Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Κική Δημουλά

Κι ήθελε ακόμη


Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Το όνειρο


«Χθες βράδυ», είπε, «κοιμήθηκα μια χαρά
αν εξαιρέσεις δυο αλλόκοτα όνειρα
που ήρθαν λίγο πριν αλλάξει ο καιρός
όταν σηκώθηκα κι άνοιξα όλα
τα πατζούρια, για να μπει στα δωμάτια
ο ζεστός πουπουλένιος άνεμος με το υγρό του φτέρωμα.
Στο πρώτο όνειρο οδηγούσα
κατεβαίνοντας τα σκότη, μέσα σε μια μαύρη νεκροφόρα
με πολλούς ανθρώπους, ώσπου τράκαρα
σ’ ένα φως κι αμέσως μια γυναίκα
μαινόμενη μας ακολούθησε κι όρμησε καταπάνω μας
να σταματήσει το αυτοκίνητό μας.
Κραυγάζοντας ήρθε στο νησί
Που είχαμε σταματήσει και με μια βλαστήμια
απαίτησε να πληρώσω πρόστιμο
επειδή φέρθηκα σαν αγροίκος επιδρομέας
και κατέστρεψα όλο το αόρατο
εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού του Σύμπαντος.
Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή
να με ειδοποιεί να της κρατήσω το χέρι
και να τη φιλήσω στο στόμα γιατί
μ’ αγαπούσε κι αν την αγκάλιαζα με θάρρος
θα γλίτωνα όλη την ποινή.
«Ξέρω, ξέρω» είπα στο φίλο μου.
Παρ’ ολ’ αυτά περίμενα να μου βάλει πρόστιμο
και πήρα της γυναίκας το λαμπερό ένταλμα
(καθώς εκείνη ξέπλενε τη διαδρομή με δάκρυα),
μετά οδήγησα νά ’ρθω σε σένα πάνω στον άνεμο.
Δεν σου λέω για τον εφιάλτη
που μου συνέβη στην Κίνα.»

*Aπόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη.
Sylvia Plath

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Μόμπιλ



Είναι ο στόχος, ο νέος κωδικός
νούμερο ένα κουτί, ασημένιος χυμός
σκόρπια δύναμη πάνω από χίλια σούπερ μάρκετ
σκόρπια λεφτά πεταμένα και χαμένα
η βροχή σ' έχει ξεπλύνει στις άκρες
σαν ένα κανάλι έχεις απήχηση στις μάζες
σπρώξε με πίσω στον αληθινό κόσμο
σπρώξε με μπρος και δείξε μου το δρόμο
σα διαφάνειες χάνεται ο ένας πίσω απ' τον άλλο
φωτοτυπίες από ένα Ζίροξ μεγάλο
ίδιοι κι απαράλλαχτοι από το ένα ως το δέκα
σε μια ατέλειωτη ουρά στο δρόμο για τη Μέκκα
η επικράτεια της ηλιοφάνειας
απ' την ταράτσα μίας διάνοιας
σα βροχερά εργοστάσια απλώνονται στο χάος
είμαι τόσο φτωχός όταν εσύ είσαι μάγος
κι όταν είσαι τόσο πλούσιος, εγώ δείχνω χαμένος
μ' αυτά που έμαθα όμως είμαι τόσο δεμένος
κι αυτό που θέλω αληθινά τώρα
πνευματική σύσφιγξη, εδώ και τώρα

Είναι ο στόχος, μια ανθρώπινη καρδιά
ακούω τα ψέματα σα μουσική στ' αυτιά
τώρα που τα περιοδικά μου δείχνουν πώς να ζήσω
πώς να κάνω σεξ, να επιβιώσω και να φιλήσω
νέα συμπεριφορά πρέπει ν' αποκτήσω
γνώση, αυτοάμυνα, αν χρειαστεί να σου δείξω
πόσα παγωτά έφαγες για να μάθεις
πως είναι πολυτέλεια ό,τι δε θέλεις;
πως το φιλί κάνει δύο ανθρώπους ένα;
το είπε ο Μαρξ, μα δεν τον πίστεψε κανένας
τώρα πουλάει μπλουτζίν στον παράδεισο
κι εγώ διάλεξα εσένα αντί για την άβυσσο
η επικράτεια της ηλιοφάνειας
απ' την ταράτσα μίας διάνοιας
σα βροχερά εργοστάσια απλώνονται στο χάος
είμαι τόσο φτωχός όταν εσύ είσαι μάγος
κι όταν είσαι τόσο πλούσιος, εγώ δείχνω χαμένος
μ' αυτά που έμαθα όμως είμαι τόσο δεμένος
κι αυτό που θέλω αληθινά τώρα
ομαδική συσπείρωση, εδώ και τώρα

Πόσα πλυντήρια έβαλες για μένα;
πλήρωσα τη ζωή μου για μία μέρα
η τεχνολογία με παίρνει στα φτερά της
κάθε μου χαρά είναι και δικιά της
από τα γκέτο κάθε πόλης στέλνω το φόρο
βιταμίνα τεκ, η αγάπη είναι ένα δώρο
δωρεάν σα σαμπουάν, χημική σα σκόνη
είμαστε ένα στη δύναμη της σιλικόνης
πόσες εκπομπές είδες σήμερα;
από τα μάτια σου θα εισβάλλω στο σύμπαν
η επικράτεια της ηλιοφάνειας
απ' την ταράτσα μίας διάνοιας
σα βροχερά εργοστάσια απλώνονται στο χάος
είμαι τόσο φτωχός όταν εσύ είσαι μάγος
κι όταν είσαι τόσο πλούσιος, εγώ δείχνω χαμένος
μ' αυτά που έμαθα όμως είμαι τόσο δεμένος
κι αυτό που θέλω αληθινά τώρα
εδώ και τώρα

Κωνσταντίνος Βήτα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Νύχτα μεγάρων κεφαλιών


ποίηση αποπροσανατολισμού
κουλογραμμένη
σε έναν άκυρο που δεν θυμάμαι ποιος
αγκάλιαζε τον πιανίστα

I.
τι είναι αυτό
κάπου το έχω ξαναδεί
 δεν ρωτάω για το μουσικό όργανο
που το έχω ξαναδεί
είναι μία διαφήμιση
όπου ένας τύπος τραγουδάει
στο αεροδρόμιο
δεν ξέρω αν
η κυρία μαρίτσα θα πεθάνει
του είπε κάποιος
να βγάλει βόλτα τον γέρο
στα ενενηντατέσσερα
έξω από το δημοτικό
για να κολλήσει τη νόσο
των πτηνών και να πεθάνει



ΙΙ.
έλα να πλήξουμε
μια ώρα αρχύτερα
στα φώτα του μεγάρου
με τα χρώματα των οσίων δρόμων
βλέπουμε ώμους
κλείνουμε τις μύτες μας
πέφτουν χασκόγελα
από το ταβάνι
στη μέση του πουθενά
κι όταν είναι
να πληρώσουμε το εισιτήριο
κανείς δεν λαλάει
κι όλες περιμένουν στα πεζούλια
δεν ξέρουν τι
δεν αναρωτιούνται
γιατί


ΙΙΙ.
πάντα
να λέτε ευχαριστώ
να είστε ευγενικοί
μην παρεξηγηθούμε
στη μύγα κολλάει
το σίδερο
κι ο τύπος που σε παίρνει από πίσω
και σε τρομάζει πριν πας σπίτι
θα γίνουμε φίλοι ποτέ

πάντα να λέτε ευχαριστώ
να προωθούμε την οικογένεια
δεν είμαι όμορφη
παρακαλώ
να μην το ξαναπείτε
ευχαριστώ
προτιμώ να ανήκω
στην συνομοταξία των άσχημων
των πολύ άσχημων




IV.
έσυρες την πινακίδα
στο στέκι των ψαράδων
με τις πλαστικές άσπρες
δίπλα στο μέγαρο
οι πλαστικές άσπρες καρέκλες
αδερφή του πεντζίκη
το πακέτο των τσιγάρων
σβήσε τα φώτα της μεγάλης σκάλας
στην πόλη των τρελών
κανείς δεν κοιμάται
όλοι έχουν ραντεβού
παιδιά σας ευχαριστώ από καρδιάς
τα σέβη μου πολύ παιδιά
μη με πατέ ποτέ στο κέντρο
ποτέ
σε ένα λεπτό



V.
δεν πλήττω
δεν πλήττω
δεν πλήττω
το σαξόφωνο
το σαξόφωνο
το σαξόφωνο
με επηρεάζει
με διστάζει
με κράζει
τι είναι αυτό μέσα μου
που με ατιμάζει

VI.
τι κανς μιχαλιό
συ δν σαι
πουρθες απτοχουριο
μαριπρουχθές τημάνα σου
ίδα κιαποειδα
τηνκαμεν
μπρους σενατοίχου
όχιτουλη ναπροσκυνά



VIII.
η ζωή μου
βούτυρο σοφττ
νέο βιτάμ σοφτ
η γεύση στο ψωμί
η ώρα γυρίζει
και η ζωή συνεχίζει
νιώθω όμως μια σιγουριά
μια σιγουριά
όχι δύο
μια
μια
μια σου λέω είναι


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Υπόφωτο

Βραχνή η Περιπέτεια
απ’ το πολύ να λέει
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.

Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.

Το πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς το συνεχώς
προσεκτικά και αργά.
Μη και χυθεί σταγόνα
από την αίσθηση πως ζω,
που την πίνω αργά αργά
σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ ρηχό φλιτζάνι
το φως του Οκτωβρίου.
Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την πας πιο δω πιο κει
ανάλογα που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι να γίνει πιο πυκνό.
Έχει η ατμόσφαιρα
αυτό που λέμε λιγοστεύει,
είτε πρόκειται για φως
για θεό
φθινοπώριασμα πίστης
για υπόφωτο έρωτα.
Ειν’ η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο και σπασμένο
το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι απόγινε, τι απόγινες;


Πάει κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά αποκρίνεται
η λακωνική εξαφάνιση.
Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.

Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.
Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες ονοματοφωλιές
σ’ εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα ύψους.
Πεινασμένα φωνήεντα
τσιμπάνε με το ράμφος τους
ψόφια τζάμια.

Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει αργά αργά το χρώμα.
Μια κιτρινίλα στα φυτά,
στα φιλάλληλα,
στα καταφύγια φάρδη.
Μελανίες μελιστάλαχτοι
σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Το κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας που πατάω.
Παντού σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να κουκουλωθείς
να μη βλέπεις άλλο
τι γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν οι χαμοί
ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας
καθυστερούμε να χαθεί
απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.


(Από την ποιητική συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», 1981)
Κική Δημουλά

Τα έντερα και τα άλλα


Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο
της μεμψίμοιρης μέρας
το στομάχι
η σακούλα του παλιού έρωτα
η φτώχεια της πέψης
η εξωτερική αύξηση
η εσωτερική στέρηση
τα αγγεία
με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου αποτυχίας
κι οι φλέβες
τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του σώματός σου
χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου
το χρόνο
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού,
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά συνεργάζονται
τα όργανα που σε καταρρακώνουν
τα βαριά τα σιωπηλά
κλειδιά του θανάτου
κρατώ
μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα την κόκκινη
που θα με κουκουλώσει.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Έρωτος Άκουσμα


Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου
σαν αισθητής. Όμως, ευτυχισμένος,
θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ’ έπλασεν· αυτά
πρώτα· κι έπειτα τ’ άλλα —πιο μικρά— που στην ζωή σου
επέρασες κι απόλαυσες, τ’ αληθινότερα κι απτά.—
Aπό τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος.

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Κ. Π. Καβάφης

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Το κεφάλι του ποιητή



Έκοψα το κεφάλι μου
το ’βαλα σ’ ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
—Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος τους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή

Μίλτος Σαχτούρης

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Γεύση θανάτου


Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.
Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ' αργό βήμα προχωρεί, απ' την πρώτη εκείνη μέρα.
Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θάχεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.
Γιατί θάβλεπες τότε, αυτό που λένε θάνατο
να φορεί το δικό σου πρόσωπο στο πρόσωπό του.

Από τη συλλογή Επιθανάτια και σάτιρες (1966)
Γιώργος Βαφόπουλος

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Σ ’ ακούω να έρχεσαι


Φέρνεις τη μνήμη των άδειων ήμερων
μαλλιά πού δε δόθηκαν σέ προσφορά
χέρι πού δεν καταχτήθηκε
Μορφή θαμπή
τα μάτια μου βουρκώνουν
στο λαιμό μου χωνεύονται λυγμοί
πού δεν πήρανε σώμα
Τώρα βυθίζεσαι σέ κάθε μου ρωγμή

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Το τραγούδι του Κόρακα για τον Ελέφαντα-Τοτέμ



Μια φορά κι έναν καιρό
Ο Θεός έφτιαξε τον Ελέφαντα.
Τότε ήταν μικρός και ντελικάτος
Καθόλου παράξενος,
Ούτε μελαγχολικός

Οι Υαινες τραγουδούσαν στα χαμόκλαδα: Είσαι όμορφος-
Φανέρωναν τα καψαλισμένα κεφάλια τους με τις σαρδόνιες εκφράσεις
Σαν μισοσαπισμένες πληγές ακρωτηριασμών-
Φθονούμε τη χάρη σου
Χόρευαν μες την αγκαθωτή βλάστηση
Ω πάρε μας μαζί σου στη Χώρα της Γαλήνης
Ω άχρονα μάτια αθωότητας και καλοσύνης
Βγάλε μας απ' τα καμίνια
Και τις φωτιές των καπνισμένων προσώπων μας
Μέσα σε αυτά τα κολαστήρια σπαρταράμε
Αποκλεισμένοι πίσω από τις μπάρες των δοντιών μας
Σε ακατάπαυστη μάχη μ' έναν θάνατο
Μεγάλο όσο η Γη
Και με τη δύναμη της Γης.

Κι έτσι οι Υαινες έτρεχαν πίσω από την ουρά του Ελέφαντα
Σαν ευκίνητη λαστιχένια μπάλα
Περιδιάβαινε χαρούμενα μέσα στην ξεγνοιασιά του
Μα δεν ήταν Θεός, όχι δεν ήταν δική του δουλειά
Να συνετίσει τους καταραμένους.
Με μένος, με τρέλα τότε, έβαλαν φωτιά στα ρύγχη τους
Ξέσχισαν τα σπλάχνα του
Τον μοίρασαν ανάμεσα σε κάθε Κόλασή τους
Για να κλάψουν πάνω από τα κομμάτια του
Φλογισμένα, καταφαγωμένα
Μέσα σε παρελάσεις κολασμένων γέλιων.

Στην Ανάσταση των Νεκρών
Ο Ελέφαντας συνάρμολόγησε τον εαυτό του προσεκτικά
Θανατηφόρα πέλματα και αδιαπέραστο κορμί και πανίσχυρα κόκκαλα
Και εντελώς αλλαγμένα μυαλά
Πίσω από γερασμένα μάτια, γεμάτα πονηριά και σοφία.

Ετσι μέσα στο πορτοκαλί λυκόφως και τις γαλάζιες σκιές
Της μέλλουσας ζωής, ανεμπόδιστος και τεράστιος,
Ο Ελέφαντας βαδίζει τον δρόμο του, μια κινούμενη έκτη αίσθηση
Και αντίθετα και παράλληλα
Οι άγρυπνες Υαινες προχωρούν
Κατα μήκος του αδειανού ορίζοντα τρέμοντας σαν πυρακτωμένες λαμαρίνες
Τρέχουν μαστιγωμένες
Τα ντροπιασμένα τους λάβαρα διπλωμένα σφιχτά
Κάτω απ' τα σωθικά τους.
Μπουκωμένες με σάπιο γέλιο
Κηλιδωμένες απ' το μαύρο υγρό που αναβλύζει
Και τραγουδούν: "Δική μας είναι η χώρα
Των ηδονών και όμορφο
Το σαπρό στόμα της λεοπάρδαλης
Και τα μνήματα του πυρετού
Γιατί μόνον αυτά μας ανήκουν-"
Και ξερνούν το γέλιο τους.

Και ο Ελέφαντας τραγουδάει βαθιά μες στον λαβύρινθο του δάσους
Για ένα αστέρι αείζωης και ανώδυνης γαλήνης
Αλλά κανένας αστρονόμος δεν μπορεί να το βρει.

(από τη συλλογή "Crow", 1971)
Ted Hughes

Η σκέψη-αλεπού



Φαντάζομαι το δάσος αυτής της μεταμεσονύκτιας στιγμής:
Κάτι άλλο ακόμα είναι ζωντανό
Εκτός από τη μοναξιά του ρολογιού
Κι αυτή τη λευκή σελίδα όπου κινούνται τα δάχτυλά μου.

Εξω από το παράθυρο κανένα αστέρι:
Κάτι πιο κοντινό
Αν και βαθύτερα χωμένο στο σκοτάδι
Εισβάλλει στη μοναξιά:

Ψυχρή, με την απαλότητα του νυχτερινού χιονιού
Η μύτη μιας αλεπούς αγγίζει φύλλα και κλαδιά
Δυο μάτια υπηρετούν την κίνηση, που τώρα
Και πάλι τώρα, και τώρα, και τώρα

Αποθέτει καθαρά ίχνη πάνω στο χιόνι
Ανάμεσα στα δέντρα, και επιφυλακτικά μια αδύναμη
Σκιά αργοπορεί δίπλα σε κούτσουρα και κουφάλες
Ενα σώμα ξεπροβάλλει θαρρετά

Μέσα από ξέφωτα, το μάτι
Ενα πράσινο που βαθαίνει και ανοίγει,
Με ευφυία, με συγκέντρωση,
Εντρυφεί στις δικές του υποθέσεις

Μέχρι, που με μια έξαφνη οξεία καυτή οσμή αλεπούς
Εισέρχεται στη σκοτεινή οπή του εγκεφάλου.
Το παράθυρο ακόμα δίχως άστρα το ρολόι χτυπά,
Η σελίδα τυπώνεται.

(από τη συλλογή "Hawk in the rain", 1957)
Ted Hughes 

Κάβουρες-φαντάσματα



Καθώς πέφτει η νύχτα και σκουραίνει η θάλασσα,
Ενα βάθος σκοτεινό πυκνώνει, συναθροιζόμενο από τους πόντους και τις υποβρύχιες χώρες,
Μέχρι την άκρη της θάλασσας. Στην αρχή
Μοιάζει ν' αποκαλύπτει βράχια, σκίζοντας τη χλομάδα τους.
Σταδιακά εξουθενώνει τα έργα της παλίρροιας,
Η δύναμή του διαρρέει από απαστράπτοντα κουβούκλια κι έρχονται οι κάβουρες
Κάβουρες γίγαντες, κάτω από επίπεδα καύκαλα, ατενίζουν την ενδοχώρα
Ενα χαράκωμα γεμάτο κράνη.
Φαντάσματα, είναι κάβουρες-φαντάσματα.
Αναδύονται
Ενα αόρατο ξερατό του θαλάσσιου ψύχους
Πάνω από τον άνθρωπο που περιπλανιέται στην αμμουδιά.
Ξεχύνονται στη στεριά, μέσα στο μενεξεδί καπνό που αναθρώσκει
Από τα δάση και τις πολιτείες μας- ένα συμπαγές κύμα
Από ψηλές, εκπληκτικές οπτασίες
Που γλιστρούν σαν δονήσεις μέσα στο νερό.
Οι τοίχοι, τα κορμιά μας, δεν είναι εμπόδια γι' αυτούς.
Η πείνα τους φωλιάζει αλλού.
Δεν μπορούμε να τους δούμε ούτε να τους αγνοήσουμε.
Τα κινούμενα στόματα, τα μάτια τους
Με ένα αργό ορυκτό μένος
Διαρρηγνύουν την ανυπαρξία μας όταν ξαπλώνουμε στα κρεβάτια μας,
Ή καθόμαστε σ' ένα δωμάτιο. Ισως ταράζουν τα όνειρά μας.
Ή πεταγόμαστε απότομα απ' τον ύπνο ανάμεσα στα υπάρχοντά μας
Με κομμένη την ανάσα, λουσμένοι στον ιδρώτα, με μυαλό μπερδεμένο, τυφλό
Στο φως του λαμπτήρα. Κάποτε, για μερικές στιγμές, μ' ένα γλίστρημα  
Παρακολουθούμε
Εναν όγκο σιωπής
Να στοιβάζεται ανάμεσά μας. Οι κάβουρες αυτοί κατέχουν τον κόσμο.
Ολη τη νύχτα, ολόγυρά μας και μέσα από εμάς,
Καταδιώκουν ο ένας τον άλλο, γατζώνονται ο ένας στον άλλο
Καβαλούν ο ένας τον άλλο, ξεσχίζουν ο ένας τον άλλο,
Ολοκληρωτικά εξαντλούν ο ένας τον άλλο.
Είναι η δύναμη του κόσμου τούτου.
Εμείς είμαστε τα βακτήριά τους,.
Πεθαίνουμε τη ζωή τους και ζούμε τον θάνατό τους.
Την αυγή, αποτραβιούνται αργά πίσω από την άκρη της θάλασσας.
Είναι ο σάλος της ιστορίας, ο σπασμός
Στις ρίζες του αίματος, στους κύκλους της ταύτισης.
Γι' αυτούς, οι ρημαγμένες χώρες μας είναι άδεια πεδία μάχης
Ολη την ημέρα ανασυγκροτούνται κάτω από τη θάλασσα.
Το τραγούδι τους, μια απαλή αύρα σπάει πάνω στα βράχια ενός ακρωτηρίου,
Οπου μόνο κάβουρες μπορούν ν' ακούσουν.

Είναι τα μοναδικά παιχνίδια του Θεού.

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes

Το ουρλιαχτό των λύκων



Είναι απόκοσμο.

Τι σέρνουν από τα μακριά λουριά του ήχου
Που διαλύεται μες στη σιγαλιά του αέρα;

Επειτα το κλάμα ενός μωρού, μέσα στο δάσος των λιμασμένων σιωπών,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας.
Το κούρδισμα ενός βιολιού, μέσα στο δάσος λεπτοκαμωμένο σαν το αυτί μιας κουκουβάγιας,
Φέρνει τους λύκους τρέχοντας- φέρνει τις ατσάλινες παγίδες που κροταλίζουν στάζοντας σάλια,
Ατσάλι ντυμένο με γούνα για να μην ραγίσει από το κρύο,
Τα μάτια που δεν έμαθαν ποτέ πώς έγινε
Και πρέπει να ζήσουν έτσι.

Πώς πρέπει να ζήσουν

Η αθωότητα χώθηκε στα ορυκτά.
Ο αγέρας σαρώνει τον κυρτωμένο λύκο που τρέμει.
Ουρλιάζει, δεν ξέρεις αν είναι από αγωνία ή χαρά.

Η γη βρίσκεται κάτω απ' τη γλώσσα του,
Ενα νεκρό βάρος σκοταδιού, που προσπαθεί να δει μεσα απ' τα μάτια του.
Ο λύκος ζει για τη γη.
Ομως ο λύκος είναι μικρός, δεν καταλαβαίνει πολλά.

Τρέχει μπρος-πίσω, κυνηγώντας τη διαίσθησή του και κλαίγοντας γοερά.

Πρέπει να ταϊσει τη γούνα του.

Η νύχτα χιονίζει άστρα και η γη ραγίζει.

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes 

Η αρκούδα



Μέσα στο πελώριο, ορθάνοιχτο, κοιμισμένο μάτι του βουνού
Η Αρκούδα είναι η λάμψη στην κόρη
Ετοιμη να ξυπνήσει
Και ακαριαία να εστιάσει.

Η Αρκούδα κολλάει
Την αρχή με το τέλος
Με κόλλα απ' των ανθρώπων τα κόκκαλα
Στον ύπνο της.

Η Αρκούδα σκάβει
Στον ύπνο της
Το τείχος του Σύμπαντος
Μ' ενός αθρώπου οστό.

Η Αρκούδα είναι πηγάδι
Πολύ βαθύ για να λάμψει
Εκεί χωνεύεται
Η κραυγή σου.

Η Αρκούδα είναι ποτάμι
Εκεί όσοι σκύβουν για να πιουν
Αντικρίζουν τον νεκρό εαυτό τους.

Η Αρκούδα κοιμάται
Μέσα σ' ένα βασίλειο τοίχων
Μέσα σ' ένα δίκτυο ποταμών.

Είναι ο βαρκάρης
Για τη χώρα των νεκρών.

Η αμοιβή της είναι τα πάντα.  

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes 

Φεγγαρόφωτο


Είναι η ψυχή σας ένα θεσπέσιο τοπίο
όπου συρρέουν μασκοφόροι μαγευτικοί
παίζοντας τον αυλό, χορεύοντας, κι ίσως σχεδόν
θλιμμένοι κάτω απ’ τις εξαίσιες φορεσιές τους
Σύσσωμοι όλοι τραγουδούν σε κλίμακες οδύνης
για νικηφόρους έρωτες και ανθοστόλιστους βίους
ίσως να μην πιστεύουν μέσα στην ευτυχία τους
και οι φωνές τους μπλέκονται στο φεγγαρόφωτο
Ω, γαλήνιο φως του φεγγαριού πανέμορφο όμως και τόσο μελαγχολικό
που δίνεις στα πουλιά τη δύναμη να ονειρευτούν μέσα στα δέντρα
και κάνεις τις πηγές με όλο λυγμούς να κλαίνε εκστατικές
εκείνες τις πελώριες πηγές ανάμεσα απ’ τα αγάλματα.

Paul Verlaine

Ο Θάνατος των Εραστών


Θα ‘χουμε κλίνες, με μια απαλή ευωδία
Βαθιά ανάκλιντρα όπως στους τάφους
Και παράξενα λουλούδια πάνω στα ράφια
Ανθισμένα για μας, κάτω απ’ ουρανούς πιο ωραίους
Καθώς θα στερεύουν οι τελευταίοι μας πόθοι
Θα ‘ναι οι καρδιές μας δύο αχανείς λαμπάδες
που αντανακλούν τη διπλή τους λάμψη
πάνω στα δυο πνεύματά μας, τούτοι οι δίδυμοι καθρέπτες
Κάποιο δειλινό φτιαγμένο σε μυστήριο ρόδινο και γαλανό
Θ’ ανταλλάξουμε μοναδικό έναν κεραυνό
ανυπόφορο αντίο, τι μακρόσυρτος λυγμός
Και αργότερα ένας Άγγελος, μισανοίγοντας τις πόρτες
Θα έρθει ανασταίνοντας, πιστός και χαρούμενος
Τους θολούς καθρέπτες, και τις σβησμένες φλόγες

Charles Baudelaire

Τα χέρια

Τα χέρια τ' ακριβά, δικά μου που έγιναν,
ωραία ωραία, μικρά μικρά,
κι ύστερ' απ' όλα τα θανάσιμα γλιστρήματα
κι απ' όλα αυτά τ' ανίερα κοσμικά.

Ύστερ' από τ' αραξοβόλια και τις αμμουδιές
κι από τους τόπους κι από τα λημέρια,
ρηγικά χέρια πιο πολύ κι απ' των παραμυθιών,
μου ανοίγουν τα όνειρα τ' αγαπημένα χέρια.

Ονειρευτά χέρια απλωμένα απάνου απ' την ψυχή μου,
τάχα το ξέρω εγώ τι θα 'χετε καταδεχτεί
να ειπείτε της ψυχής μου που μαράζωσε
μέσα σ' αυτού του κόσμου την κακούργα βοή;

Τάχα είναι ψέμα το όραμα σεμνό που το ανοίγω,
συμπάθειας όραμα πνευματικής,
μιας επιστήθιας, μιας απέραντης αγάπης,
στοργής που όλα μου απάνου της τα παίρνει μητρικής;

Αγαπημένα μου όνειρα, χεράκια μου αγιασμένα
πόνε πανώριε, ποθητέ δαρμέ μου εσύ,
τα χέρια αυτά, τα χέρια αυτά, σεπτά μου χέρια,
κάματε τη χειρονομία που συγχωρεί.

Μτφ. Κωστής Παλαμάς
Paul Verlaine

Ένας βαθύς μαύρος ύπνος

Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει απάνω στη ζωή μου.
Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου κοίμου.

Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό...
Ω θλιμμένο παραμύθι!


Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι την κουνάει
στην κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!... μιλιά!...

Μτφ. Λ. Πόρφυρας
Paul Verlaine

Νυχτερινή Φαντασία

Νύχτα. Βροχή. Ένας ουρανός θαμπός, που τον σπαθίζει,
όσο είναι φως, με πύργους και με τόξα, η σιλουέτα
πολιτείας γοτθικιάς, μακριά μες στο σταχτί σβησμένης.
Κάμπος. Μια αγχόνη, από κορμιά που σήπονται γεμάτη,
που με τις μύτες τα σκουντούν τ' αχόρταγα κοράκια,
κι ενώ χορεύουν άμοιαστες πόλκες στον στον  μαύρο αέρα,
τα κρεμασμένα πόδια τους τα 'χουν οι λύκοι δείπνο.
Αγκάθια σκόρπια, λιγοστά χαμόδεντρα και πρίνοι,
που δώθε κείθε όλο πετούν των φύλλων τους τα σκιάχτρα
μέσα στο σάλο της καπνιάς, καθώς σε σκίτσου φόντο.
Κι ύστερα, γύρω από δυο τρεις νεκρόθωρους δεσμώτες,
που παν γυμνόποδοι, φρουροί διακόσοι κι εικοσπέντε
τους πάνε, και τ' ατσάλια τους, ορθά σαν λύσγου ατσάλια,
γυαλίζουνε, αντιμέτωπα με της βροχής τις λόγχες.

Μτφ. Τ. Άγρας
Paul Verlaine

Έξι βδομάδες κιόλα

Έξι βδομάδες κιόλα, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καϋμούς,
Βέβαια, καϋμός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!

Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πως σ' αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή
Του πλάσματος φέρνεις στο νου που είναι όλη η ύπαρξή σου,
Ώρες μ' εκείνον μοναχός μιλείς που είναι μακρυά.
Μα ό,τι κι αν αισθανθής κι' ότι κι' αν στοχαστής και όλα όσα
Μ' εκείνον πεις που βρίσκεται μακρυά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι ' άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.

Ω! η απουσία! η πιο σκληρή απ' τις δυστυχίες όλες!
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητείς ξαλαφρωμό,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου,
Κι' ό,τι θα βρης ανούσιο πάντα να 'ναι και πικρό!
Κι' ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα ωσάν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι' από τις σφαίρες πιο γοργή,
Κι  απ' το νοτιά στη θάλασσα κι απ' τ' αγριοφύσημά του,
Και μ' ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια με βέλος, που έρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια την Αμφιβολία τη βδελυρή.

Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος
Το γράμμα της με δάκρυα το διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να 'ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει: Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ' όχθη ξεραμένη,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ' αγνό;
'Ισως να 'ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.

Μτφρ: Κ. Παράσχος
Paul Verlaine 

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Άλλο τραγούδι



Έσβησε τ’ όνειρο για πάντα!
Στη βροχερή τη νύχτα
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
 που τα δέντρα αργοστάζουν

Και μες στη γλυκειά θλίψη
του τοπίου που πεθαίνει
κοπήκανε οι φωνές μου
Έσβησε το όνειρο για πάντα.
Για πάντα!Θεέ μου!
Κι όλο πέφτει το χιόνι
στον έρημο κάμπο
της ζωής μου,
κι η πλάνη
που πάει μακρυά,φοβάται
μην παγώσει ή μην χαθεί

Πώς μου λέει το νερό
πως το όνειρο έσβησε για πάντα!
Είναι τ’ όνειρο απέραντο;
Η ομίχλη το κρατάει
κι η ομίχλη δεν είν’ άλλο
παρά η κούραση μόνο του χιονιού.

Ο ρυθμός μου ολοένα τραγουδάει
πως το όνειρο έσβησε για πάντα
Και μες στο αχνό το βράδυ
μαθαίνει η καρδιά μου
την τραγωδία τη φθινοπωρινή
που τα δέντρα αργοστάζουν.

Federico Garcia Lorca

Ψυχή απούσα


Δε σε γνωρίζει ο ταύρος, ούτε η συκιά,
ούτε τα άλογα, ούτε τα μυρμήγκια του σπιτιού σου.
Δε σε γνωρίζει το παιδί ούτε το σούρουπο
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Δε σε γνωρίζει η ράχη της πέτρας,
μήτε η μαύρη φορεσιά όπου μέσα της συντρίβεσαι.
Δε σε γνωρίζει η βουβή σου θύμιση
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Το Φθινόπωρο θα ‘ρθει με τους σαλίγκαρους,
με της ομίχλης τα σταφύλια και τα σφιχτοδεμένα όρη,
όμως κανείς δε θα θελήσει τα μάτια σου να δεί
γιατί για πάντα έχεις πεθάνει.
Γιατί για πάντα έχεις πεθάνει,
όπως όλοι οι νεκροί της Γης,
όπως όλοι οι νεκροί, που λησμονιούνται
σαν τα ψόφια σκυλιά στοιβαγμένοι.
Κανείς δε σε γνωρίζει. ΌΧι. Κανείς. Όμως εγώ σε τραγουδάω.
Εγώ θα τραγουδώ παντοτινά το ωραίο προφίλ σου και τη χάρη σου.
Τη φημισμένη φρόνηση της γνώσης σου.
Τη δίψα σου για θάνατο, τη γεύση των χειλιών σου.
Τη θλίψη που είχε μέσα της η θαρραλέα χαρά σου.
Θα αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν ποτέ γεννηθεί,
ένας τόσο λαμπερός, τόσο πλούσιος σε περιπέτειες, ανδαλουσιανός.
Εγώ θα τραγουδώ τη χάρη του με λέξεις που θρηνούν
και θα θυμάμαι μια θλιμμένη αύρα στα λιόδεντρα.

Federico Garcia Lorca

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

Οιωνοί της αθωότητας



"Πρέπει να δημιουργήσω ένα σύστημα,
ή θα σκλαβωθώ από κάποιου άλλου ανθρώπου.
Δεν θα εκλογικεύσω ούτε θα συγκρίνω.
Η δουλειά μου είναι να δημιουργώ."

Για να δεις τον κόσμο σε ένα κόκκο άμμου
Και τον παράδεισο σε ένα αγριολούλουδο
Κράτησε το άπειρο στην παλάμη του χεριού σου
Και την αιωνιότητα σε μία ώρα.
Ένας κοκκινολαίμης πετρίτης σε κλουβί
Φέρνει όλο τον ουρανό σε οργή.
Ένας περιστερώνας γεμάτος περιστέρια
Φέρνει ρίγος σε όλες τις περιοχές της κόλασης
Ένα πεινασμένο σκυλί στην πύλη του αφεντικού
Προβλέπει την καταστροφή του κράτους.
Ένα άλογο που το κακομεταχειρίστηκαν στο δρόμο
Ζητά από τον ουρανό ανθρώπινο αίμα
Κάθε κραυγή ενός κυνηγημένου λαγού
Σχίζει μια ίνα από τον εγκέφαλο.
Μια σιταρήθρα* τραυματισμένη στο φτερό
Ένα χερουβείμ σταματά να τραγουδά
Ένας ψαλιδισμένος κόκορας έτοιμος για μάχη
Φοβίζει τον ήλιο που ανατέλλει.
Κάθε λύκου και λιονταριού η κραυγή
Από την κόλαση εγείρει μια ανθρώπινη ψυχή.
Το άγριο ελάφι που περιπλανάται εδώ και εκεί
Εμποδίζει την φροντίδα της ανθρώπινης ψυχής
Το κακομεταχειρισμένο αρνί τρέφει την δημόσια διαμάχη
Και όμως συγχωρεί την λεπίδα του χασάπη.
Οιωνοί της αθαλέα πετά στο τέλος του απογεύματος
Άφησε το μυαλό που δεν θέλει να πιστέψει
Η κουκουβάγια που καλεί τη νύχτα
Μιλά στον τρόμο του άπιστου.
Αυτός που θα πληγώσει έναν τρυποφράχτη**
Δεν θα αγαπηθεί ποτέ από άνθρωπο
Αυτός που στο βόδι θυμό προκάλεσε
Δεν θα αγαπηθεί ποτέ από γυναίκα.
Το αχαλίνωτο αγόρι που σκοτώνει τη μύγα
θα νιώσει την αγριότητα της αράχνης
Αυτός που βασανίζει το δαιμόνιο του σκαραβαίου
Υφαίνει κλήματα σε ατέλειωτη νύχτα.
Η κάμπια πάνω στο φύλλο
Σου επαναλαμβάνει τη θλίψη της μητέρας της
Μην σκοτώνεις ούτε το σκόρο, ούτε την πεταλούδα
Διότι η τελική κρίση πλησιάζει.
Αυτός που θα εκπαιδεύσει άλογο για πόλεμο
Δεν θα περάσει ποτέ το αντιδιαμετρικό εμπόδιο
Το σκύλο του ζητιάνου και τη γάτα της χήρας
Τάισε τα και θα παχύνεις.
Η σκνίπα που τραγουδά το τραγούδι του καλοκαιριού
Παίρνει δηλητήριο από τη γλώσσα του συκοφάντη
Το δηλητήριο του φιδιού και της σαλαμάνδρας
Είναι ο ιδρώτας του ποδιού της ζήλιας.
Το δηλητήριο της μέλισσας
Είναι η ζήλια του καλλιτέχνη.
Το ένδυμα του πρίγκηπα και τα κουρέλια του ζητιάνου
Είναι δηλητηριώδη μανιτάρια στα σακούλια του φιλάργυρου
Μια αλήθεια ειπωμένη με κακό σκοπό
Νικάει όλα τα ψέματα που μπορείς να επινοήσεις.
Είναι σωστό, έτσι έπρεπε να είναι
Ο άνθρωπος έγινε για την χαρά και την λύπη
Και όταν αυτό εμείς σωστά γνωρίζουμε
Τον κόσμο με ασφάλεια διασχίζουμε.
Χαρά και λύπη είναι τέλεια υφασμένα,
Μια ενδυμασία για τη θεϊκή ψυχή.
Κάτω από κάθε θλίψη και πεύκο
Τρέχει μια χαρά με μεταξωτό νήμα.
Το μωρό είναι κάτι περισσότερο από φασκιά
Σε όλα αυτά τα ανθρώπινα κράτη
Φτιάχτηκαν εργαλεία, και ανθρώπινα χέρια γεννήθηκαν
Κάθε αγρότης καταλαβαίνει.
Κάθε δάκρυ από κάθε μάτι
Γίνεται ένα μωρό στην αιωνιότητα.
Αυτό συλλαμβάνεται από τη λαμπρότητα του θηλυκού
Και επιστρέφει στη δική του απόλαυση.
Το βέλασμα, το αλύχτισμα, το μούγκρισμα και ο βρυχηθμός
Είναι κύματα που σκάνε στην ακτή του Ουρανού.
Το μωρό που κλαίει κάτω από την βέργα
Γράφει την εκδίκηση στα βασίλεια του θανάτου
Τα κουρέλια του ζητιάνου, κυματίζοντας στον αέρα,
Σχίζουν κουρελιάζοντας τους Ουρανούς.
Ο στρατιώτης, οπλισμένος με σπαθί και όπλο
Παραλυμένος χτυπά ο καλοκαιρινός ήλιος.
Το φαρδίνι*** του φτωχού αξίζει περισσότερο
Από όλο το χρυσό στις ακτές της Αφρικής.
Μισό φαρδίνι στυμμένο από τα χέρια του εργάτη
Θα αγοράσει και θα πουλήσει τις εκτάσεις του φιλάργυρου
Ή, αν προστατεύεται από ψηλά
Και αυτό ολόκληρο το έθνος πουλά και αγοράζει.
Αυτός που εμπαίζει την πίστη του βρέφους
Θα εμπαιχτεί σε μεγάλη ηλικία και στο θάνατο.
Αυτός που θα διδάξει το παιδί να αμφιβάλλει
Από το σάπιο τάφο ποτέ δεν θα ξεφύγει.
Αυτός που σέβεται την πίστη του βρέφους
Θριαμβεύει πάνω στην κόλαση και στο θάνατο.
Τα παιχνίδια του παιδιού και η λογική του γέροντα
Είναι οι καρποί των δύο εποχών.
Ο ερωτών, που κάθεται έτσι πονηρός,
Ποτέ δεν ξέρει πώς να απαντήσει.
Αυτός που απαντά με τα λόγια της αμφιβολίας
Σβήνει το φως της γνώσης.
Το ισχυρότερο δηλητήριο που έχουμε γνωρίσει
Προέρχονταν από το δάφνινο στέμμα του Καίσαρα.
Το τίποτα μπορεί να παραμορφώσει το ανθρώπινο γένος
Όπως το σιδερένιο στήριγμα της πανοπλίας.
Όταν ο χρυσός και οι πολύτιμοι λίθοι κοσμούν το άροτρο,
Η ζήλια θα προσκυνήσει τις ειρηνικές τέχνες.
Ένα αίνιγμα, ή η κραυγή του τριζονιού,
Είναι μια ταιριαστή απάντηση στην αμφιβολία.
Η ίντσα του μυρμηγκιού και το μίλι του αετού
Κάνει την ανάπηρη φιλοσοφία να χαμογελάσει.
Αυτός που αμφιβάλλει από αυτό που βλέπει
Ποτέ δεν θα πιστέψει, κάνε αυτό που σ' ευχαριστεί.
Αν ο ήλιος και το φεγγάρι αμφέβαλλαν
Αμέσως θα έσβηναν.
Το να έχεις πάθος μπορεί να σου κάνει καλό,
Αλλά δεν υπάρχει καλό αν το πάθος είναι μέσα σου.
Η πόρνη και χαρτοπαίκτης, από το κράτος
Αδειοδοτημένοι, οικοδομούν τις τύχες του έθνους.
Η κραυγή της πόρνης από δρόμο σε δρόμο
Θα υφάνει το σάβανο της παλιάς Αγγλίας.
Η κραυγή του νικητή, η κατάρα του ηττημένου,
Χορεύουν μπροστά από την νεκροφόρα της νεκρής Αγγλίας.
Κάθε νύχτα και κάθε αυγή
Μερικοί στη μιζέρια γεννιούνται,
Κάθε αυγή και κάθε νύχτα
Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση.
Μερικοί γεννιούνται σε γλυκιά απόλαυση,
Μερικοί γεννιούνται στην ατελείωτη νύχτα.
Οδηγούμαστε στο να πιστεύουμε ένα ψέμα
Όταν βλέπουμε όχι με το μάτι,
Το οποίο γεννήθηκε σε μια νύχτα για να χαθεί σε μια νύχτα,
Όταν η ψυχή κοιμόταν στις ακτίνες του φωτός.
Ο Θεός φαίνεται, και ο Θεός είναι φως,
Σε αυτές τις φτωχές ψυχές που κατοικούν στην νύχτα.
Μόνο η ανθρώπινη μορφή φανερώνεται,
Σ' αυτούς που κατοικούν στα βασίλεια της ημέρας.

*είδος κορυδαλλού
**είδος πουλιού γένος τρωγλοδύτη
***παλιό νόμισμα της Αγγλίας ισότιμο με το 1/4 της πέννας

Μετάφραση: Ιπτ. Ολλανδός
William Blake

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Άουσβιτς, ελεγείο σε μία ξανθή κοτσίδα


Λεν πώς τους πύργους της Σκωτίας τη νύχτα
τα φαντάσματα των παλιών καιρών πλανιούνται.
Όμως τώρα, καθώς με ανταριασμένο πνεύμα,
στο στρατόπεδο αυτό της φρίκης περιφέρομαι,
αντιλαμβάνομαι πως στους δικούς μας τους καιρούς
τα φαντάσματα περπατούνε και τη μέρα.
Μικρή Ραχήλ, αν το δικό σου φάντασμα
δεν μπορεί να το ιδεί κανείς απ’ όλους τούτους
τους αργόσχολους γυρολόγους, που γεμίζουν
με την ανία τους τα μουσεία του κόσμου,
εγώ, μονάχα εγώ έχω το βαρύ προνόμιο,
βυθισμένος στην έκστασή μου, ν’ αντικρύζω
την οπτασία σου, στην απαίσια αυτή βιτρίνα,
όπου μαζί στοιβάζονται πόνος και φρίκη.
Γιατί μονάχα εγώ, σ’ ευφρόσυνες παλιές ημέρες,
που τώρα ανάμνηση πικρή έχουν γίνει μέσα μου,
τη θέρμη της θωπείας μου είχα μεταγγίσει
πάνω στην πλούσια χρυσαφένια κόμη σου.
Μικρή Ραχήλ, να ‘ναι άραγε τα μάτια μου,
που δεν μπορούν να ιδούνε τα δικά σου μάτια,
έτσι καθώς σ’ αχλύν οδύνης κολυμπούνε;
Αλλά τότε, πώς βλέπουν τα ίδια τούτα μάτια,
μέσ’ απ’ την ίδια αχλύ, στην ίδια αυτή βιτρίνα,
τη χρυσαφένια κόμη σου, απλωμένη επάνω
σε φριχτούς σωρούς άλλων γυναικείων βοστρύχων;
Αλίμονο, πρέπει να το δεχθώ: Τα μάτια σου
εξατμισθήκαν στου κρεματορίου τη φλόγα.
Σμίξαν με τους ατμούς άλλων πολλών ματιών,
που είχαν κάποτε πλανηθεί μες στ’ όνειρο.
Δύναμη μυστική με σπρώχνει τώρα να συντρίψω
το κρυστάλλινο φράγμα, μπρός σ’ αυτό το ανίδεο πλήθος,
που να βλέπει μπορεί μονάχα γυναικών βοστρύχους,
δίχως την άλλη καν να υποψιάζεται ύπαρξή τους.
Μα εγώ, που αισθάνομαι έντονα την παρουσία σου,
όχι πια με τη λάμψη των αλλοτινών ματιών σου,
αλλά με το φωσφορισμό της οπτασίας σου μόνο,
την ξανθή σου κοτσίδα θέλω ν’ ανασύρω
μέσα από τούτο το φριχτό μακάβριο στοίβαγμα,
για να μην ξαναβάλω, με την ίδια θέρμη,
μικρή Ραχήλ, στο κουρεμένο σου κεφάλι.
Αλλά οι στριγγές φωνές του πλήθους, που δε βλέπει
παρά μονάχα αυτό στα μάτια του που φαίνεται,
την οπτασία σου αρπάξαν απ’ τη έκστασή μου.
Κι άφησαν στη βιτρίνα την ξανθή κοτσίδα σου
να διαλαλεί, με τη δική της τώρα γλώσσα,
πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπων,
πόσο είναι ανίερο το άγος της γενοκτονίας.
Τώρα στοχάζομαι πως πάντοτε δεν είναι
ακάνθινος ο στέφανος του μαρτυρίου.
Μπορεί και με ξανθές κοτσίδες να πλεχθεί
απ’ τις μικρές Ραχήλ όλου του κόσμου.

Οκτώβριος 1978
Γιώργος Βαφόπουλος

Επί των ποταμών Βαβυλώνος


Πτήση Αεροφλότ, Βουδαπέστη-Αθήνα.
Τουπόλιεβ εκατόν τριάντα τέσσαρα.
Αν το ελαφρό χαμόγελο έπαυε να ανθίζει
στης αεροσυνοδού μας τα γαλάζια μάτια,
ίσως το ιπτάμενο τούτο πλοίο νάχε βουλιάξει
στο βυθό της ατέρμονης μεγάλης νύχτας,
κάτω από το βάρος της δικής μου νοσταλγίας.
Είναι βαρύς του νόστου ο πόνος. Πιο βαρύς
κι από τον όγκο ενός πύργου που σωριάζεται.
Βαρύτερος ακόμα κι απ’ το χωρισμό,
που αφανίζει κι αυτού του νόστου την ελπίδα.
Πως ν’ αντέξεις μπορείς σε τέτοιο βάρος,
όταν, μετέωρος στο πυκνό τούτο σκοτάδι,
ούτε καν τον παλμό της γης υποψιάζεσαι,
που σε κύματα σεισμικά κάτω σου τρέμει;
Αλλά να, ξάφνου, στη φορά του έμφορτου βέλους,
μεσ’ απ’ το θολωμένο τούτο φινιστρίνι,
αποκαλύπτεται χλωμό το ελληνικό φεγγάρι,
καθώς από τα μαύρα σύννεφα αναδύεται.
Κι ακούεται η βραχνή φωνή του μεγαφώνου:
«Περνούμε πάνω απ’ τη Θεσσαλονίκη».
Ο παλμός της καρδιάς σταματά. Τα μάτια κλείνουν.
Το πνεύμα από του νόστου το άλγος κατακλύζεται.
Κι όταν τα βλέφαρα ανασύρονται απ’ το βλέμμα,
στην ανταύγεια του τρομαγμένου φεγγαριού,
ακίνητο της πολιτείας το σώμα φαίνεται,
με τα εγκελάδια τραύματά του, δίχως
ούτε ένα φως να υπόσχεται κάποιαν ελπίδα.
Είναι λοιπόν, νεκρή η Θεσσαλονίκη;
Έκλεισε ο μέγας τάφος, δίχως το δικό μου σώμα,
κρατώντας μέσα του μονάχα, από τη μνήμη
της μακρινής μου νιότης, μιαν υδρία δακρύων
κι αίμα πηχτό ανεπούλωτων τραυμάτων;
Τη νύχτα εκείνη του πικρού μου νόστου
πολύ έκλαψα για σένα, ώ Πόλη λατρεμμένη,
Μητέρα, πληγωμένη ακόμα κάποτε
κι από τα χέρια των ίδιων των παιδιών σου.
Λατρεμμένη Πόλη; Μ’ άλλοτε τάχα εγώ δεν ήμουν,
που σ’ είχα ονοματίσει πόλη μισεμένη,
όταν σε κύματα οργής κι απελπισίας
παγιδευμένος, χτυπιόμουν στους στενούς σου δρόμους;
Μήπως εγώ δεν ήμουνα, που είχα ποθήσει,
πριν δραπετεύσω από την κολασμένη φυλακή μου,
γύρους να κάνω επάνω σου, μ’ ένα πετούμενο,
για να σε περιλούσω με τα εκκρίματά μου;
Πώς ήταν τότε δυνατό, στην ταραγμένη
Συνείδηση των είκοσί μου χρόνων,
να δεχθώ της απλής σοφίας το μέγα δίδαγμα,
πώς απ’ της νιότης τον πόνο γεννιέται η αφροσύνη;
Η μεταμέλεια τώρα, η τύψη κι η συγνώμη
Πλέκουν σκληρό στεφάνι στη λευκή μου κόμη.
Των γερατιών τα δάκρυα είναι πιο βαριά
κι απ’ τις πεσμένες επάλξεις του Λευκού σου Πύργου.
Βαρύτερα κι απ’ τα ψηφιά της Πλατυτέρας,
καθώς κυλούν ξεκολλημένα από την κόγχη
του ραγισμένου ναού της του Θεού Σοφίας.
Τώρα πια πώς μπορώ να τραγουδήσω
τη ρημαγμένη αγαπημένη Πόλη,
από την άφιλη κι αλλότρια τούτη γή;
Στον Τάμεση εμπιστεύομαι το μήνυμα μου:
Εάν επιλάθωμαί σου, ώ Θεσσαλονίκη,
η αρά επιπέσοι των προγόνων μου επ’ εμέ.
Άλλαλος είη η γλώσσα μου, εάν μή σου μνησθώ.

Αγγλία, Σεπτέμβριος 1978
Γιώργος Βαφόπουλος

Συμφωνία σε κόκκινο και σε λευκό

Δος μου λοιπόν τα μάτια των ευτυχισμένων ποιητών,
που το προνόμιον έχουνε να βλέπουν
μόνο λευκές χιονιού νιφάδες, λευκά πέταλα
λουλουδιών, λευκούς καταρράκτες και λευκά σεντόνια.

Δος μου τα χέρια των λεπτών αυτών πριγκήπων,
που κατέχουν την τέχνη να μαδούνε τα λευκά
πούπουλα απ’ τις φτερούγες των αγγέλων σου,
για να καλύψουν τούτο το ακαλαίσθητο
κόκκινο τέλμα, που ενοχλεί την όρασή τους.

Δος μου και την ευαίσθητη λευκή ακοή τους,
που συλλαμβάνει μόνο τους ψιθύρους των φτερών,
γιατί ο παράξενος ορυμαγδός της ερπυστρίας
έξω από το ακουστικό πεδίο τους καλπάζει.

Κι ακόμα δός μου τα εράσμια λευκά τους χείλη,
που ενώ δεν αποστέργουν να φιλούν και χείλη κόκκινα,
ψιθυρίζουν λευκούς μονάχα λουλουδένιους στίχους,
ντυμένους σε λευκές συννέφων μουσελίνες.

29-45. Τα επιλεγόμενα, 1977. 26
Γιώργος Βαφόπουλος

Γεύση θανάτου

Να μελετάς το θάνατο μες στα βιβλία,
είναι μια άσκηση σπουδής σε σεμινάριο.
Να μετράς τα χτυπήματά του στους κροτάφους των ανθρώπων,
άλλο δεν κάνεις παρά μια πράξη αριθμητικής.

Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους,
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μονάχα μυστικά κανάλια,
μ’ αργό βήμα προχωρεί, απ’ την πρώτη εκείνη μέρα.

Αν να αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θα ’χεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δε θα την αισθανθείς.

1-12. Επιθανάτια και σάτιρες, 1966. Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Η΄. Η Γενιά του 1930 και ο Σεφέρης. «Δωδώνη», χ.χ. 45.
Γιώργος Βαφόπουλος

Το δάπεδο


Άσπρα και μαύρα πλακάκια,
σ΄εναλλασσόμενη τάξη,
την επαφή των βημάτων μου δέχονται.
Στο διορισμένο μου δάπεδο τούτο
παίζω σαν ένα παιδί,
προσπαθώντας μονάχα
στις λευκές να πατώ επιφάνειες.
Δύσκολη άσκηση, ακροβασία περίτεχνη.
Κάποτε χάνω του σώματος
την ισορροπία.
Κάποτε χάνω του πνεύματος τον υπολογισμό.
Και μπερδεύεται τότε
των βημάτων μου η τάξη.
Και πλανημένο το πέλμα μου,
παραπατάει στα μαύρα πλακάκια.
Πρέπει πάλι ν' αρχίσω
απ' την αρχή το παιχνίδι.
Πρέπει ν' ασκήσω το πνεύμα μου
στην τέλεια ακροβασία.
Όμως αρχίζοντας πάλι και πάλι,
το αποσταμένο μου πνεύμα
περιδινείται σε ιλίγγου στροβίλισμα.
Και του δαπέδου ο ακίνητος δίσκος
περιστρέφεται μ' ένταση.
Και των χρωμάτων συγχέεται
η εναλλασσόμενη τάξη.
Των αισθήσεων σύγχυση.
Κι όπως ένα παιδί,
που του χαλούν το παιχνίδι,
κι όπως ένα παιδί,
που η υπομονή του εξαντλείται,
τρέχω με πείσμα,
τσαλαπατώντας
του δαπέδου την τάξη.
Με το πέλμα σκουπίζω
τις γραμμές που χωρίζουν
τα λευκά και τα μαύρα πλακάκια.
Και ξαπλώνομαι χάμου,
με βουρκωμένο το πνεύμα μου,
και ραντίζω με δάκρυα
τη συντριμμένη μου πίστη.
Πόσο με κούρασε η επίμονη άσκηση.
Όμως τώρα πια βλέπω
φανερά τι σημαίνει
του δαπέδου το γύρισμα.
Τώρα βλέπω το νόημα
της συνουσίας των χρωμάτων.

Από τη συλλογή Το δάπεδο και άλλα ποιήματα (1951)
Γιώργος Θ. Βαφόπουλος

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Η ζέστη των βράχων

Κράτησέ με σφιχτά η γη γυρνάει γρήγορα, αλλάζει
τα δάκρυά μας παγώνουν και πέφτουν χαλάζι
δώσε μου ένα φιλί, αυτή η εποχή με τρομάζει
ορχήστρα από κοκάλινα όργανα μοιάζει

Θυμάμαι έβλεπα τα όνειρα,
ο κόσμος σχέδια στα σύννεφα που περνούσαν
Είχαν τα χέρια ανοιχτά μια αγκαλιά
γι’ αυτούς που αγαπούσαν
Οι φάλαινες του ουρανού με γέλιο
από δέντρο σε δέντρο πηδούσαν
και μες το μπλε ωκεανό
χιλιάδες πουλιά κελαηδούσαν

Φόβισε με ξανά να συνηθίσω ν’ ακούω τις εκρήξεις
η ζωή δεν έχει πια εκπλήξεις
σφύρα μου ένα σκοπό πιο γελαστό την καρδιά μου ν’ ανοίξεις
ο γείτονάς μου πέθανε από τύψεις

Θυμάμαι η έρημος ήτανε δάσος γεμάτο από θράσος και λύκους σοφούς
οι καρδιές μας γεμίσανε πάθος, δεν έβρισκαν λάθος μονάχα κουφούς
την τελευταία φορά που σε είδα κοιμόσουν στις πέτρες μαζί μ’ ερπετά
μου `πες "ωραία η ζέστη των βράχων",
σου είπα "το κρύο θα έρθει μετά"

Θυμάμαι έβλεπα τα όνειρα, ο κόσμος
σχέδια στα σύννεφα που περνούσαν
είχαν τα χέρια ανοιχτά μια αγκαλιά
γι’ αυτούς που αγαπούσαν

Θάνος Ανεστόπουλος

Ἡ οὐλή

Τελευταία άρχισαν όλοι νὰ πε­θαί­νουν. Γνω­στοὶ κι ἄ­γνω­στοι, κολ­λη­τοὶ κι ἄ­σχε­τοι. Ρι­ζο­σπα­στι­κὴ ἀλ­λα­γὴ στὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τε­λευ­ταῖ­α ἄλ­λα­ζε κι αὐ­τή. Ἀρ­γὰ ἀλ­λὰ στα­θε­ρά. Τε­λευ­ταῖ­α ἄρ­χι­σε νὰ μὴν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸν ἑ­αυ­τό της. Σὰ νὰ μὴν ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πιά, σὰ νὰ ἔ­χα­νε τὸν ἔ­λεγ­χο τοῦ ποι­ά ἦ­ταν. Τυ­χαῖα ἔ­μα­θε γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Ἀ­να­μα­ρί­α Μαν­τοῦ­ρο. Εἶ­χε χρό­νια νὰ τὴ δεῖ. Κι ὅ­ταν τὴν ἔ­ψα­ξε στὸ δι­α­δύ­κτιο δὲν ἦ­ταν κὰν γι’ αὐ­τὴν ἀλ­λὰ γιὰ ἕ­να χα­ϊ­κοὺ ποὺ κά­πο­τε ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α εἶ­χε γρά­ψει καὶ θέ­λη­σε νὰ τὸ ξα­να­δι­α­βά­σει.Ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὴν ποί­η­ση. Τὰ ποι­ή­μα­τα μέ­νουν. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­να­χω­ροῦν. Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α δὲν ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ποι­ή­τρια ἀλ­λὰ σί­γου­ρα ἰ­δι­αί­τε­ρος ἄν­θρω­πος. Ἀ­πὸ αὐ­τοὺς ποὺ ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ ἡ πο­λυ­μά­θεια ἀν­τὶ νὰ τοὺς προ­βάλ­λει, τοὺς χαν­τα­κώ­νει. Ζοῦ­σε σὲ δέ­κα τε­τρα­γω­νι­κά, σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς τρι­το­κο­σμι­κὲς συ­νοι­κί­ες τοῦ Πα­ρι­σιοῦ ποὺ δὲν κυ­κλο­φο­ρεῖς μό­νος σου τὸ βρά­δυ. Ἡ κα­τα­γω­γή της κά­που ἀ­πὸ τὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ εἶ­χε σπου­δά­σει δι­εύ­θυν­ση ὀρ­χή­στρας σὲ ὀ­νο­μα­στὴ σχο­λὴ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη ἀλ­λά, χρό­νια ἄ­νερ­γη, ζοῦ­σε ἀ­πὸ τὰ ἐ­πι­δό­μα­τα τοῦ γεν­ναι­ό­δω­ρου Γαλ­λι­κοῦ κρά­τους. Τὴν συ­νάν­τη­σε στὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο τοῦ Shakespeare & Co καὶ ἦ­ταν ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α ποὺ τῆς σύ­στη­σε τὸν ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο ἰ­δι­ο­κτή­τη τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ βι­βλι­ο­πω­λεί­ου.
«Νό­μι­σα ὅ­τι εἶ­χε πε­θά­νει», τῆς εἶ­πε.
«Ὅ­πως βλέ­πεις, ζεῖ καὶ βα­σι­λεύ­ει», τῆς ἀ­πάν­τη­σε (στὸ με­τα­ξὺ πά­ει βέ­βαι­α κι αὐ­τός).
Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὴν οὐ­λὴ ποὺ εἶ­χε στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ καρ­πό. Μὰ ποῦ τὴν πρό­σε­ξε! Ἔ­χει τὸ σχῆ­μα ἑ­νὸς που­λιοῦ, ἴ­σως γε­ρα­νοῦ, σχο­λί­α­σε, κι ἤ­θε­λε νὰ μά­θει τὴν ἱ­στο­ρί­α της. Ἔ­νι­ω­σε κά­πως ἀ­μή­χα­να. Δὲν εἶ­χε κά­ποι­α ἱ­στο­ρί­α πά­θους νὰ τῆς δι­η­γη­θεῖ γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν οὐ­λή, ὅ­τι στὰ δε­κα­τέσ­σε­ρα ἄ­νοι­ξε τὶς φλέ­βες της για­τί ἔ­βρι­σκε τὴ ζω­ὴ ἀ­φό­ρη­τη, ἢ ὅ­τι ἔ­σπα­σε τζά­μια ἀ­πὸ ἀ­βά­στα­χτο κα­η­μὸ γιὰ ἕ­να πρό­ω­ρο χα­μὸ σὰν τὸν μι­κρὸ τοῦ Σά­λιν­τζερ στὸ «Φύ­λα­κα στὴ σί­κα­λη», ἢ γιὰ ἕ­να ἀ­πελ­πι­σμέ­νο ἔ­ρω­τα στὰ δε­κα­ο­χτώ. Ὄ­χι πὼς δὲν εἶ­χε τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, κά­θε ἄλ­λο, ἀλ­λὰ δὲν σχε­τί­ζον­ταν μὲ τὴν οὐ­λή.
«Πέ­ρα­σα μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ τζα­μό­πορ­τα ὅ­ταν ἤ­μουν τρι­ῶν χρο­νῶν», τῆς εἶ­πε.
Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α τῆς δι­η­γή­θη­κε τοὺς πρό­σφα­τους ἔ­ρω­τές της, γιὰ τὴ βι­βλι­ο­θη­κά­ριο τῆς δα­νει­στι­κῆς της βι­βλι­ο­θή­κης ποὺ τῆς φε­ρό­ταν στορ­γι­κὰ καὶ γιὰ τὸν πα­θο­λό­γο ποὺ ἔ­βλε­πε ὅ­λο καὶ πιὸ συ­χνὰ γιὰ τὶς ἀ­ϋ­πνί­ες της. Καὶ οἱ δυ­ὸ χω­ρὶς ἀν­τα­πό­κρι­ση. Βολ­τά­ρα­νε μα­ζὶ γιὰ ἕ­να φεγ­γά­ρι στὴν Ἀ­ρι­στε­ρὴ Ὄ­χθη φι­λο­λο­γών­τας γιὰ τὶς γυ­ναῖ­κες τῆς Ἀ­ρι­στε­ρῆς Ὄ­χθης. Ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α εἶ­χε δι­α­βά­σει ὅ­λους τους ἐκ­πα­τρι­σμέ­νους συγ­γρα­φεῖς τοῦ με­σο­πο­λέ­μου, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὶς γυ­ναῖ­κες (δὲν ἦ­ταν τυ­χαῖ­ο ὅ­τι τὸ Shakespeare & Co ἔ­γι­νε τὸ λη­μέ­ρι της) καὶ οἱ ἐ­κλε­κτι­κὲς συγ­γέ­νει­ες ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­να τοὺς ἔ­δι­ναν σάρ­κα καὶ ὀ­στά. Σὰν νὰ περ­πα­τοῦ­σαν χέ­ρι-χέ­ρι μὲ τὴν Γερ­τρού­δη Στά­ιν καὶ τὴν Μί­να Λό­υ.
Με­τὰ ἔ­χα­σε τὰ ἴ­χνη της. Καὶ κα­νέ­να ἴ­χνος ἀ­πὸ τὸ χα­ϊ­κοὺ ποὺ ἔ­ψα­χνε. Σὲ ἕ­να μπλὸγκ ποί­η­σης βρῆ­κε ὅ­μως ἕ­να ἄλ­λο ποί­η­μά της ποὺ δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα δι­α­βά­σει. Εἶ­χε τί­τλο «Ἡ Γυ­ναί­κα τῆς ἀ­ρι­στε­ρῆς ὄ­χθης» καὶ μι­λοῦ­σε γιὰ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ ἡ ποι­ή­τρια εἶ­χε πολ­λὰ χρό­νια νὰ δεῖ ἀλ­λὰ θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζε αὐ­το­στιγ­μεί, ἀ­πὸ τὴν οὐ­λὴ στὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ καρ­πὸ ποὺ εἶ­χε σχῆ­μα γε­ρα­νοῦ καὶ τὴν ἔ­κα­νε νὰ ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἀ­στε­ρι­σμούς. Τὸ ποί­η­μα εἶ­χε δι­α­βα­στεῖ σὲ μιὰ ἀγ­γλό­φω­νη ὁ­μά­δα ποί­η­σης ὀρ­γα­νω­μέ­νη ἀ­πὸ τοὺς μπο­έ­μι­κους κύ­κλους τοῦ Πα­ρι­σιοῦ, ὅ­που σύ­χνα­ζε ἡ Ἀ­να­μα­ρί­α, καὶ εἶ­χε ἀ­ναρ­τη­θεῖ γιὰ τὴ μνή­μη της.Ἔ­τσι θυ­μή­θη­κε τὴν οὐ­λή. Χρό­νια εἶ­χε νὰ τὴν κοι­τά­ξει. Δὲν πέ­ρα­σε μέ­ρα πά­νω της. Ἀ­ναλ­λοί­ω­τη. Ἔ­μει­νε τρι­ῶν χρο­νῶν. Στ’ ἀ­λή­θεια ἔ­μοια­ζε μὲ γε­ρα­νό. Ἄγ­γι­ξε τὴν οὐ­λὴ σὰν φυ­λα­κτό.

Ἀ­ρί­στη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δου Τρεν­τέλ

Μικρές αλήθειες


Να ξημερώνει μέσα σου η ζωή μου,
να `χουν τα μάτια σου αλάτι απ’ τα παλιά.
Να ξεφυσάει μέσα μου η πνοή σου
να `χουν τα χέρια μου γεμίσει με πουλιά.
Αλίμονο δε βρέχει στην αυλή μου,
δεν έχει ο ήλιος σου τη θέρμη απ’ τα παλιά.
Ας ήτανε να πλάγιαζα μαζί σου
να `τανε η πρώτη και μαζί στερνή φορά.
Γιατί να χάνομαι για πάντα στη φωνή σου,
να κλείνουν οι πληγές μου μόνο με φιλιά;
Δε θα δειπνήσω πια με τη φωνή σου,
δε θα ζητήσω βάλσαμο απ’ τα παλιά.
Θα μπω σ’ ένα πλοίο και θα ρωτήσω
στον άλλο κόσμο αν μοιράζουνε φιλιά.
Αλίμονο δε βρέχει στην αυλή σου,
δεν έχει ο ήλιος σου τη θέρμη απ’ τα παλιά.
Ας ήτανε να πλάγιαζα μαζί σου
να `τανε η πρώτη και μαζί στερνή φορά.
Γιατί να χάνομαι για πάντα στη φωνή σου
να κλείνουν οι πληγές μου μόνο με φιλιά;
Έχει γεμίσει το μπουκάλι μου μ’ αλήθειες
μα η καρδιά σου είναι ένα ψέμα απ’ το βορρά.
Ας είν’ τα χέρια σου, τα μάτια και η πνοή σου
να μ’ αγκαλιάζουν αιώνια ψεύτικα,
να με κοιτάζουνε φευγαλέα ερωτικά,
να ξεφυσάει η πνοή σου απ’ το βορρά.

Θάνος Ανεστόπουλος

Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Η μηλιά


Σε φράκτη τελείωνε η γυναίκα,
ματωμένη. Έφερνε αέρας τα σκυλιά,
τα ‘παιρνε πάλι.
Επέρασ’ ένας μ’ άλογο,
κυνηγημένος. Η ματωμένη
τραύλιζε. Αυτός βαριά ελυπήθη.
Κι όπως την κάμα ετράβηξε
κι απόστρεψε τα μάτια
σκίστηκε η γης
βγάζει μηλιά
τα μήλα φορτωμένη
κι αυτή σε μαύρο σύννεφο
-ωι μηλιά-
για χαμηλά ποτάμια
ετραβούσε.

Χρήστος Μπράβος

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

Μονοτονία

Τη μια μονότονη ημέρα
άλλη μονότονη, απαράλλαχτη ακολουθεί
Θα γίνουν τα ίδια πράγματα,
θα ξαναγίνουν πάλι.
Οι όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε
και μας αφήνουν.

Μήνας περνά
και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται,
κανείς εύκολα τα εικάζει.
Είναι τα χθεσινά, τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια,
σαν αύριο να μη μοιάζει.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

Το μαρτύριο



Μοσχοβολούσε το φεγγάρι
σκύλοι μ’ άσπρα λουλούδια στο κεφάλι
περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί
κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο

και μέσα φαίνονταν
τα σφυριά και τα μαχαίρια
Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο
Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο
να μεγαλώνει ν’ ανάβει την καρδιά μου

και τ’ άλλο το γκρίζο σαν καπνός
ν’ αδειάζει από μέσα μου
να φεύγει

Μίλτος Σαχτούρης

Αγάπη


Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

Κώστας Καρυωτάκης

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Δ' Θριαμβικό

Love is not love
which alters when it alteration finds
or bends with the remover to remove
Σαίξπηρ, Sonnet 116
Δεν είναι αγάπη αυτή
που αλλάζει με της τύχης όλες τις στροφές
και με κάθε σκούντημα παραστρατεί
(μτφρ. Β. Ρώτας)

Αν κάποτε πεθάνω,
μην ακούσεις ποτέ πως τάχα «κείμαι ενθάδε»:
εσύ θα με 'βρεις στην αναπνοή του αγέρα
στο φευγαλέο, παιδικό χαμόγελο.
Αν κάποτε πεθάνω,
μη διαβάσεις ποτέ το όνομά μου σε πέτρα:
εσύ θα ξέρεις να μ' ακούσεις στον αχό της άνοιξης
και στην επιμονή του ήχου της βροχής.
Αν κάποτε πεθάνω,
μην πιστέψεις ποτέ πως η αγάπη μου τελείωσε:
σκέψου πως θα σε περιμένει,
σ' άλλες αισθήσεις περιγράφοντας την ομορφιά σου.

Από τη συλλογή "Επέκεινα", 1970
Μαρία Λαϊνά

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Τώρα είναι απλώς θεατής

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες
Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.
Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.
Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι
Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας
Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στοὺς πίδακες τῶν πρόσχαρων νερῶν.
Ἔρχονται οἱ τελευταῖες προδιαγραφές

Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὰν ἕτοιμος νεκρὸς
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται.
(Νὰ ξέρεις πάντα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς)

Μανόλης Αναγνωστάκης

Όλα έχουν αποδελτιωθεί

Τώρα μπορεί ο καθένας να μιλά και κυρίως να γράφει
για την αγωνία της εποχής το αδιέξοδο
την απανθρωπία του αιώνα
τη χρεωκοπία των ιδεολογιών τη βαρβαρότητα της μηχανής
για δίκες για ρήγματα για φράγματα
για ενοχές για γρανάζια
όλα έχουν κωδικοποιηθεί
ταξινομηθεί
αποδελτιωθεί

1975
Μανόλης Αναγνωστάκης

Ήτανε νέοι


Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
έναν δε δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη

Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να ‘ναι και καλή σοδειά

Μανόλης Αναγνωστάκης

Το σκάκι

Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)

Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;

(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη

Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.
Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Μεταμέλεια



Ἀπόψε εἰπα πὼς μ’ εἶχες πιὰ κερδίσει,
ποὺ ρόδισαν οἱ πόθοι μου ὅλοι ἀνθοί∙
μὰ πρὶον ἤ ὁ ἀλέκτωρ τρίς φωνήσῃ
Κύριέ μου, σὲ εἶχα πάλι ἀπαρνηθῆ!

Μὲ κουφοκαῖνε ἀκόμη πάθη, μίση –
δέν ἔχουν οἱ ἁμαρτίες μου πιὰ σωθῆ;
Τῆς χάρης σου ἀν ἀνοίξῃ μόνο ἡ βρύση,
τότε κ’ ἡ ὑδρία μου ἴσως πληρωθῇ!..

Τὸ τί ἐμαρτύρησα ἀπ’ τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἄδεια ἄφησα τὴ νυφική μας κλίνη
κι ἀρνήθηκα στὰ μάτια νὰ σὲ δῶ!

Κοίταξε, ἄν δέν πιστεύῃς, τὶς πληγές μου!
Δώσ’μου τὸ χέρι σου... νά, ἐδῶ κ’ ἐδῶ!..
Λοιπόν; Μ’ ἀναγνωρίζεις τώρα; Πές μου!

1907
Μελισσάνθη

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Ο ήλιος του απογεύματος




Την κάμαρην αυτή, πόσο καλά την ξέρω.
Τώρα νοικιάζονται κι αυτή κ’ η πλαγινή
για εμπορικά γραφεία. Όλο το σπίτι έγινε
γραφεία μεσιτών, κ’ εμπόρων, κ’ Εταιρείες.

A η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι.

Κοντά στην πόρτα εδώ ήταν ο καναπές,
κ’ εμπρός του ένα τουρκικό χαλί·
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντολάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ η τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.

Θα βρίσκονται ακόμη τα καϋμένα πουθενά.

Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ώς τα μισά.

...Aπόγευμα η ώρα τέσσερες, είχαμε χωρισθεί
για μια εβδομάδα μόνο ... Aλλοίμονον,
η εβδομάς εκείνη έγινε παντοτινή.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κ.Π.Καβάφης