Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Περιθώριο '68-'69


Τώρα πια που δε γράφω και η απόσταση του
χρόνου με βοηθάει, βλέπω καθαρότερα πόσες φορές,
πραγματικά, έπνιξα στο λαρύγγι μου τα ίδια μου
τα τραγούδια.
Στα λιγοστά ποιήματα που, μέσα σε είκοσι
πέντε και παραπάνω χρόνια, έγραψα, αν εξαιρέσω
το πρώτο και ένα μέρος από το δεύτερο βιβλίο μου,
σε πόσα από τα υπόλοιπα δεν έσβησα την τελευταία
στιγμή λέξεις, δεν αλλοίωσα έννοιες, δεν αφαίρεσα
ολόκληρους στίχους, γιατί υπήρχαν εκεί ίσως με-
ρικά πράγματα που δεν έπρεπε ακόμα να ειπωθούν.
Πόσοι άραγε απ' αυτούς που, δίκαια, μ' έψεξαν για
«χαλαρότητα στην έκφραση», για «ηθελημένη ασά-
φεια», για «αδιαφορία στη μορφή», υποπτεύθηκαν
πως είχα πετύχει σχεδόν πάντα την καίρια λέξη,
που και μόνη της μπορούσε να ανακαλέσει ένα ολό-
κληρο νόημα, να στήσει έναν κόσμο - και δεν την
έγραψα γιατί πίστευα (ή φοβόμουνα) πως δεν έπρεπε
α κ ό μ α να γραφτεί.
(Σ' όλη μας τη ζωή βουλιάξαμε πολλά καράβια
μέσα μας, ίσως για να μη ναυαγήσουμε μια ώρα
αρχύτερα εμείς οι ίδιοι).
Ήττα, καταστροφές, καιρός καταφρόνιας.
Και τα σημάδια του χρόνου, αυτής της αρρώ-
στιας που δεν έχει γιατρειά.
Ανάμεσα σ' εκείνους που «λύγισαν» και σ' εκεί-
νους που «δεν λύγισαν» - τι βάναυσος συμψηφισμός
ειλικρίνειας, ταπεινών σκοπιμοτήτων, απλουστεύ-
σεων, ενοχής, απανθρωπίας.
Σχεδιάζουν ένα μακρόπνοο έργο σε τρεις τόμους.
Ορίζουν διάρκεια συγγραφής του πέντε ή έξι χρό-
νια. Ταξινομούν λεπτομέρειες. Αποφασίζουν. Μέσα
στα διάστημα αυτό, των πέντε ή έξι χρόνων, είναι
βέβαιοι και ασφαλείς πως, χώρια θάνατο ή βαριά
αρρώστια, θα γράφουν κανονικά τόσες ώρες το πρωί,
τόσες το βράδυ, με την ίδια αδιατάρακτη πνευμα-
τική διάθεση, με το ίδιο αμετάβλητο κέφι, πιστοί,
στο πρόγραμμα, χωρίς καμιά επιρροή των γεγονό-
των που τρέχουν έξω από το σπίτι τους, απρόσβλη-
τοι από κάθε αδέσποτη σφαίρα, με το χρόνο ουσια-
στικά καθηλωμένο, νεκρό, για πέντε ή έξι χρόνια.
Δύναμη ή αδυναμία η μορφή αυτής της ψυχι-
κής κτηνωδίας έχει, οπωσδήποτε, ένα μεγαλείο.
Εμείς – άνθρωποι των Ιδεών.
Η ιδεολογία, οι ιδέες, οι κοσμοθεωρίες, κάτι πιο
πάνω από το ένστικτο και την ανάγκη.
Προϋποθέτουν χρόνο, δραστηριότητα, καταβολή
δυνάμεων, πέρα από το καμίνι της καθημερινότητας.
Για τους περισσότερους – οι ιδέες: μια πολυτέ-
λεια. Δεν έχουν τον καιρό, το προνόμιο της ανάσας.
Αγώνας του ενστίκτου και της ανάγκης.
Πίστη τυφλή, ασάλευτη σε μια «Ιδέα», κι ως
τη θυσία, από απελπισία, από απόγνωση.
(Όχι πια το πώς θα ζήσεις καλύτερα, αλλά αν
θα ζήσεις καν).
Τώρα, μπορεί πια ο καθένας να μιλά και κυρίως
να γράφει, για την αγωνία της εποχής, το αδιέξο-
δο, την απανθρωπία του αιώνα, τη χρεωκοπία των
ιδεολογιών, τη βαρβαρότητα της μηχανής, για δί-
κες, για ρήγματα, για φράγματα, για ενοχές, για
γρανάζια.
Όλα έχουν κωδικοποιηθεί, ταξινομηθεί, από-
δελτιωθεί, έχουν περάσει στα λεξικά και στις εγ-
κυκλοπαίδειες, προσφέρονται έτοιμα σε πακετάκια
αυτοσερβιρίσματος, σε κάθε βαλάντιο προσιτά.
Θα 'ρθει ένας καιρός, που σε ζωολογικούς κή-
πους, σε τσίρκα και σε κέντρα παιδικής χαράς, θα
συντηρούνται σε ειδικούς στεγανούς κλωβούς, αν-
θρωποι-δείγματα μιας περασμένης εποχής, προς
ικανοποίησιν της περιεργείας του κοινού και προς
χρήσιν των σχολείων και των επιδόξων συγγραφέων.

(Απόσπασμα από το βιβλίο «ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΄68 - ΄69», εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000)
Μανόλης Αναγνωστάκης

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Άτιτλο

Καλημέρα γιατρέ μου.
Μή.
Μή σηκώνεστε. άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ - ξέρετε τώρα
εσείς -
Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τούς ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με άν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκα τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φερ' τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου παλιόπουστε
κι όπου να 'ναι θα εκραγεί.
Μή. Μή σηκώνεστε γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.

Κατερίνα Γώγου

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

XV

Ανάμεσα στα δάχτυλά μου
και στη σάρκα σου,
όσο σφιχτά κι αν σε κρατώ,
τρυπώνει ο χρόνος.

Αργύρης Χιόνης

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είνε η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
Ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κ’ αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι’ ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι’ όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Μαρία Πολυδούρη

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Blood Piece

Χρησιμοποίησε το αίμα σου για να ζωγραφίσεις.
Συνέχισε να ζωγραφίζεις μέχρι να λιποθυμήσεις. (α)
Συνέχισε να ζωγραφίζεις μέχρι να πεθάνεις. (β)

1960 spring
(from landmark work, Grapefruit)
Yoko Ono

Ο αριθμός τηλεφώνου

Τον αριθμό του τηλεφώνου της δεν τον θυμάμαι πια. Το μόνο που ξέρω ακόμα είναι ότι φορούσε μαύρο καπέλο μ' ένα καφετί φτερό. Κι ότι ήθελα να ζήσω μαζί της, επίσης ότι κάποτε ήθελα να πεθάνω γι' αυτήν. Αμυδρά θυμάμαι το χρώμα των ματιών της, το γελάκι της, αμυδρά το άρωμα της επιδερμίδας της. Θυμάμαι τον πόνο που μου προκάλεσε· αλλά μόνο έτσι, όπως πονάμε για το θάνατο ενός προ πολλού νεκρού. Θυμάμαι και τη χαρά που μου χάριζε· αλλά μόνο έτσι, όπως θυμόμαστε ένα πλούσιο γεύμα, ένα τσιμπούσι, ένα φαγοπότι, που τις λεπτομέρειές τους τις έχουμε ξεχάσει από καιρό. Όλα αυτά τα θυμάμαι, αμυδρά. Αλλά τον αριθμό του τηλεφώνου της, που πριν λίγα χρόνια τον είχα αυτομάτως έτοιμο, σαν να 'ταν συμπλεκτικός σύνδεσμος, αυτόν δεν τον θυμάμαι πια.
Έτσι πεθαίνουμε, ο ένας για τον άλλο. Πρώτα πεθαίνει ο αριθμός τηλεφώνου. Μετά η ανάμνηση μιας ευωδιάς. Μετά το σώμα στο οποίο ανήκουν ο αριθμός τηλεφώνου και η ευωδιά. Μετά όλα.


(Μεγάλοι συγγραφείς γράφουν τις πιο μικρές ιστορίες του κόσμου, εκδ. Γνώση, μτφρ. Αντώνης Μπίκος, 2013)
 Sándor Márai

Κυριακή 20 Μαρτίου 2016

Ένας άνθρωπος βγήκε απ’ το σπίτι του

Με το σάκο του στον ώμο,
Να τος, βγαίνει, απ’ το σπίτι,
Μέρα νύχτα
Νύχτα μέρα
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει.
Μόνο ίσια αγναντεύει
Ποτέ πίσω δεν κοιτάζει.
Δεν κοιμάται
Κι ούτε πίνει
Και μπουκιά δεν κατεβάζει.
Να τος μπαίνει σ’ ένα δάσος
όταν έπεσε το βράδυ,
Κι από τότε
Κι από τότε
Τον κατάπιε το σκοτάδι.
Κι άμα κάποτε στο δρόμο
Τύχει να ανταμωθείτε,
Τότε τρέξτε,
Τότε τρέξτε,
Το χαμπέρι να μας πείτε.

(ελεύθερη μτφρ: Δ. Νικηφόρου)
Daniil Kharms

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Σ' αγαπώ

[...]
Σ' αγαπώ. Το σχήμα δεν αναφέρεται στην ερωτική δήλωση, στην ομολογία, άλλα στην επαναλαμβανόμενη προφορά της ερωτικής κραυγής.
Σαν περάσει ή πρώτη ομολογία, "σ' αγαπώ" δε θα πει πια τίποτε. Είναι, απλώς, μια επανάληψη του παλαιού μηνύματος (που ίσως μάλιστα να μη διοχετεύτηκε μέσα από τις λέξεις αυτές), πού γίνεται μ' έναν τρόπο αινιγματικό γιατί φαντάζει τόσο κενός! Επαναλαμβάνω το μήνυμα ασχέτως καταλληλότητας των συνθηκών. Έτσι, το μήνυμα βγαίνει από την κοίτη της γλώσσας, εκτροχιάζεται, και τραβάει πού; Δε θα μπορούσα να αναλύσω την έκφραση αυτή και να μη γελάσω. Πώς! Έχουμε, λοιπόν, από τη μια μεριά το "εγώ", από την άλλη το "εσύ", και στη μέση ένα λογικό (εφόσον λεκτικό) δεσμό αγάπης; Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι μια τέτοια ανάλυση, πού συμφωνεί ωστόσο με τη γλωσσολογική θεωρία, θα παραμόρφωνε αυτό πού εκστομίζεται με μια και μόνη κίνηση; Το αγαπώ δεν είναι απαρέμφατο (κι αν σχηματίζει τούτο οφείλεται μόνο μεταγλωσσικό τέχνημα): υποκείμενο και αντικείμενο συναρμόζονται μέσα στη λέξη τη στιγμή που την προφέρουμε. Το σ' αγαπώ πρέπει να εννοηθεί (και εδώ: διαβαστεί) σαν να ήταν, π.χ., η ουγγαρέζικη έκφραση πού δηλώνει μονολεκτικά: szeretlek. Στην περίπτωση αυτή ή γαλλική γλώσσα, αποποιούμενη την ωραία της αρετή που λέγεται αναλυτικότητα, θα γινόταν μια γλώσσα συγκολλητική (γιατί περί συγκολλήσεως, ακριβώς, πρόκειται). Το συγκρότημα αυτό καταρρέει με την παραμικρή συντακτική αλλοίωση. Κείται, σαν να λέμε, εκτός συντακτικού και δεν προσφέρεται σε κανένα δομικό μετασχηματισμό. Δεν ισοδυναμεί διόλου με τα υποκατάστατα του, που ο συνδυασμός τους, ωστόσο, θα μπορούσε να παραγάγει το ίδιο νόημα. Είναι δυνατόν, μέρες ολόκληρες, να λέω σ' αγαπώ, χωρίς ποτέ ίσως να μπορώ να περάσω στο "τον αγαπώ": αρνούμαι να υποτάξω τον άλλον σε μια σύνταξη, σε μια κατηγορηματική διατύπωση, σε μια γλώσσα (μόνη προϋπόθεση του σ' αγαπώ είναι η απεύθυνσή του, ή επαύξησή του μ' ένα κύριο όνομα: Αριάδνη, σ' αγαπώ, λέει ο Διόνυσος).
Το σ' αγαπώ δεν έχει χρήσεις. Η λέξη αυτή, όπως και οι λέξεις που προφέρει το παιδί, δεν υπόκειται σε κανένα κοινωνικό καταναγκασμό. Μπορεί να είναι μια λέξη θεσπέσια, επίσημη, ανάλαφρη· μπορεί όμως να είναι και μια λέξη ερωτική, πορνογραφική. Από κοινωνική άποψη πρόκειται για μια λέξη-μπαλαντέρ.
Το σ' αγαπώ δεν έχει αποχρώσεις. Καταργεί τις εξηγήσεις, τις διευθετήσεις, τις βαθμίδες, τις λεπτολογίες. Κατά κάποιον τρόπο - άμετρο παράδοξο της γλώσσας -λέγοντας σ' αγαπώ είναι σαν να παραδέχομαι ότι δεν υπάρχει κανένα θέατρο της ομιλίας, και ότι η λέξη αυτή είναι πάντα αληθής (δεν έχει άλλο αναφερόμενο από την προφορά της: είναι ένας τελεστικός γλωσσότυπος).
Το σ' αγαπώ δεν έχει πέραν. Είναι ή λέξη της δυάδας (μητρικής, ερωτικής)· μέσα της, καμιά απόσταση, καμιά παραμόρφωση δεν έρχεται να χαράξει το σημείο- δεν είναι μεταφορά κανενός πράγματος.
Το σ' αγαπώ δεν είναι φράση: δε μεταβιβάζει ένα νόημα, αλλά αγκιστρώνεται σε μια οριακή κατάσταση: "αυτήν όπου το υποκείμενο αιωρείται σε μια σχέση αντικατοπτρισμού με τον άλλο". Είναι μια ολόφραση.
(Μόλο πού λέγεται δισεκατομμύρια φορές, το σ' αγαπώ κείται εκτός λεξικού· είναι ένα σχήμα λύγου πού ο ορισμός του δεν μπορεί να υπερβεί την απλή τιτλοφόρηση.)
Η λέξη (ή φράση-λέξη) έχει νόημα μόνο τη στιγμή που την ξεστομίζω. Δεν υπάρχει μέσα της άλλη πληροφορία πέρα απ' αυτά πού δηλώνει άμεσα: καμιά διαφύλαξη, καμιά αποθήκευση νοήματος. Τα πάντα περιέχονται στην εκστόμιση: πρόκειται για ένα "φραστικά τύπο", που όμως δεν αντιστοιχεί σε κανένα τυπικό οι συνθήκες υπό τις όποιες λέω σ' αγαπώ δεν μπορούν να ταξινομηθούν: το σ' αγαπώ είναι απερίσταλτο και απρόβλεπτο.
[...]

Σ'αγαπώ, "Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου"
Roland Barthes

Τετάρτη 16 Μαρτίου 2016

Το πρόβλημα με τις αντωνυμίες


Λέμε εμείς κι εννοούμε εγώ
λέμε εσύ κι εννοούμε πάλι εγώ
λέμε αυτός κι εννοούμε πάλι εγώ.
Στην ουσία μόνο με το εγώ
μπορούμε να εννοήσουμε
κάποιον άλλο.

Τίτος Πατρίκιος

Τρίτη 15 Μαρτίου 2016

Μέρες του 1969 μ. Χ.



Στην οδό Αιγύπτου ―πρώτη πάροδος δεξιά―
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύονται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώτες·
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται Η Τράπεζα Συναλλαγών
―εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται―
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
―εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μεταναστεύουν―
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων

(από το Ποιήματα 1941-1971, Νεφέλη 2000)
Μανόλης Αναγνωστάκης

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Μην ξεχνάς

όταν σε λέω λεβεντιά
μην ξεχνάς πως είσαι μαλάκας
όταν σε λέω γλύκα μου
μην ξεχνάς τι ξυλάγγουρο είσαι
όταν μου λες πως μ'αγαπάς
μην ξεχνάς τα παζάρια που προηγήθηκαν
και μη θαρρείς πως είσαι τίποτα
επειδή σε προσκυνώ

Ντίνος Χριστιανόπουλος 

Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα



Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.

Λυρικήν την φαντασίαν
είχον, κι αν απατηλήν,
μ’ εχορήγει ευτυχίαν
όμως ζώσαν και θερμήν.

Σ’ ό,τι έβλεπε το μάτι
πλούσιαν έδιδε θωριά·
της αγάπης μου, παλάτι
μοι εφαίνετο η φωλιά.

Και το τσίτινο φουστάνι
εφορούσε το φθηνό·
σας ομνύω μοι εφάνη
κατ’ αρχάς μεταξωτό.

Της εστόλιζαν τα χέρια
δυο βραχιόλια φτωχικά·
δι’ εμένα τζοβαέρια
ήσανε αρχοντικά.

Στο κεφάλι μαζεμένα
άνθη εφόρει απ’ το βουνό —
ποια ανθοδέσμη δι’ εμένα
είχε τέτοιον στολισμό;

Ομαλούς τους περιπάτους
πάντα βρίσκαμε μαζί,
και ή δεν είχε τότε βάτους,
ή τας έκρυπτεν η γη.

Δεν με πείθει νυν το πνεύμα
των ρητόρων και σοφών
όσον έν εκείνης νεύμα,
κατ’ εκείνον τον καιρόν.

Όταν, φίλοι μου, αγαπούσα —
είναι προ πολλών ετών —
στην ιδίαν γη δεν ζούσα
μετά των λοιπών θνητών.


(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Κ. Π. Καβάφης

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

Ιδανικοί αυτόχειρες

Γυρίζουν τα κλειδιά στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέπτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

(Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες, 1927)
Κώστας Καρυωτάκης

Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Άμλετ


ΑΜΛΕΤ
[…]
Όχι, αυτό μη το πεις έρωτα. Στην ηλικία σου
το αίμα κοπάζει το πάθος είναι κουρασμένο
Ταπεινώνεται και πειθαρχεί στον νου. Όμως ποιος νους
θα πηδούσε από αυτό σ’ αυτό; Αισθάνεσαι, δεν γίνεται
Αλλοιώς δεν θα κουνιόσουν. Σίγουρα λοιπόν
ο νους σου είναι απόπληκτος. Ούτε η τρέλα
μπορεί τόσο να παρανοεί ούτε η έκσταση να παραλύει
έτσι τον νου. Πού να μην του μένει
και μια ελάχιστη κρίση για να καταλαβαίνει
αυτήν εδώ την διαφορά. Ποιος διάβολος σε γέλασε
σου έδεσε τα μάτια, θα έφθανε, να βλέπεις
χωρίς να αισθάνεσαι. Να αισθάνεσαι χωρίς να βλέπεις
Να ακούς χωρίς να πιάνεις και να βλέπεις. Να μυρίζεις
και τίποτε άλλο να μην αισθάνεσαι
Ή κι ένα υπόλοιπο από οποίαν φυσική αίσθηση να είχες
και να ήταν ακόμα κι αυτό άρρωστο. Θα έφθανε
Για να μην είσαι έτσι χαμένη Δεν έχεις ντροπή; Έστω το χρώμα της;
Λαγνεία αδούλωτη αν εσύ
μπορείς να πυρπολείς τα κόκκαλα μιας μεγάλης γυναίκας
Τότε ας καίγεται σαν αιρετικιά
η νεότητα στην δική της την πυρά
Όχι. Δεν έχει καμμιά δουλειά εδώ η ντροπή
Εδώ το βίτσιο δεν δαμάζεται, όλα τα αψηφάει
Εδώ κι ο πάγος παίρνει φωτιά
Και η επιθυμία αποπλανά τον νου
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ
Άμλετ. Σώπα. Αρχινάει να φαίνεται η ψυχή μου
Την βλέπω. Έχει μαύρα στίγματα. Βαθειά κι ως βαθειά
την σημαδεύουν. Δεν θα φύγουν ποτέ πια
Θα είναι πάντα εκεί
ΑΜΛΕΤ
Όσο θα βρωμάει το κρεββάτι σου από τον ίδρωτα
που χύνει ο έρωτας σου, όσο θα ψήνεσαι από τον έκφυλο
ερεθισμό σου. Όσο θα τρέφεις τους οργασμούς σου
σαν γουρούνια
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ
Όχι άλλο. Τα λόγια σου πέφτουν σαν μαχαιριές
στ’ αυτιά μου. Λυπήσου με. Καλέ μου Άμλετ
ΑΜΛΕΤ
Ένας δολοφόνος ένας άθλιος. Δούλος
Τίποτε δεν έχει από τον πρώτο σου Κύριο. Τίποτα
Ένας υποβασιλέας. Κακοποιός της εξουσίας
Μικροαπατεώνας, που στα κρυφά άρπαξε από το ραφι
το πανάκριβο διάδημα του κράτους
Το βούτηξε και τόκρυψε στην τσέπη του
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ
Όχι άλλο

(8ο απόσπασμα, 3η πράξη 4η σκηνή (ο Άμλετ με τη μητέρα του) σ. 122-123)μτφρ: Γιώργος Χειμωνάς
William Shakespeare

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016

V


Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος
Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος∙
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκορπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
(πως γίνεται να ’χει συνέχεια το τέλος;)
Αλλιώς, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πώς να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά
Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να ’ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους , στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ’λεγαν μεταξύ τους
στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι
Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε πού ’ναι πεταμένα τα κόκκαλα
της μάνας μας...
Έχουμε αποκοπεί από τους πεθαμένους
δεν ακούγεται πια η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε
Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα

(Από τη συλλογή «Εν γη αλμυρά», εκδ. ΕΡΑΣΜΟΣ, 1996)
Βύρων Λεοντάρης

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Φωνές


Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας —
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Άκρο


Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί.
Το νεκρό
κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης.
Η ψευδαίσθηση μιας ελληνικής αναγκαιότητας
ρέει στις ταινίες της τηβέννου της.
Τα εκτεθειμένα της
πόδια φαίνεται να λένε:
"Ως εδώ φτάσαμε, αρκεί".
Κάθε νεκρό παιδί κουλουριασμένο, φίδι λευκό,
ένα σε κάθε
κανατάκι γάλακτος, τώρα αδειανό.
Τα έχει αναδιπλώσει
ξανά μέσα στο σώμα της σαν πέταλα
κλειστού τριαντάφυλλου την ώρα που ο κήπος
πετρώνει κι αιμορραγεί πετρώματα
απ' τους γλυκούς, βαθιούς λαιμούς του νυχτολούλουδου.
Η Σελήνη δεν έχει λόγο να θλίβεται,
ατενίζοντας απ' την οστέινη κουκούλα της.
Είναι συνηθισμένη σε τέτοιου είδους πράγματα.
Οι μαυρίλες της τριζοβολούν και σέρνονται.


Sylvia Plath

Συγχρωτιζόμενη με αγγέλους


Κουράστηκα να 'μαι γυναίκα,
με κούρασαν τα κουτάλια και τα βαζάκια,
με κούρασε το στόμα και τα στήθη μου,
με κούρασαν τα καλλυντικά και τα μεταξωτά.
Ακόμα υπήρξαν άντρες που κάθισαν στο τραπέζι μου,
σε κύκλο γύρω από το μπολ που τους προσέφερα.
Το μπολ ήταν γεμάτο μαύρα σταφύλια
και οι μύγες τριγύριζαν για το άρωμα
μάλιστα ήρθε και ο πατέρας μου με το λευκό του οστό.
Αλλά κουράστηκα απ' το γένος των πραγμάτων.
Χθες βράδυ είδα ένα όνειρο
και είπα σ' αυτό...
«Εσύ είσαι η απάντηση.
Θα επιβιώσεις περισσότερο από τον σύζυγο και τον πατέρα μου».
Σε εκείνο τ' όνειρο μια πόλη ήταν καμωμένη από αλυσίδες
όπου η Ιωάννα καταδικάστηκε σε θάνατο μ' ανθρώπινη φορεσιά
και η φύση των αγγέλων χάθηκε ανεξήγητα,
ούτε δυο ανήκανε στο ίδιο είδος,
ένας με μια μύτη, ένας μ' ένα αυτί στο χέρι του,
ένας μασώντας ένα αστέρι και καταγράφοντας την τροχιά του,
καθένας σαν ένα ποίημα πειθαρχώντας στον εαυτό του,
εκτελώντας τις τελετές του Θεού,
ένας άνθρωπος ξεχωριστά.
«Εσύ είσαι η απάντηση»,
είπα και εισήλθα,
πλαγιάζοντας στις πύλες της πόλης.
Στη συνέχεια οι αλυσίδες σφίχτηκαν γύρω μου
κι έχασα το συνηθισμένο μου φύλο και την τελική μου άποψη.
Ο Αδάμ ήταν εξ αριστερών μου
και η Εύα εκ δεξιών μου,
και οι δυο παντελώς ασταθείς με τον κόσμο της αιτίας.
Πλέξαμε τα χέρια μας μαζί
και στριφογυρίσαμε κάτω απ' τον ήλιο.
Δεν ήμουν γυναίκα πια,
μήτε το ένα πράγμα μήτε το άλλο.
Ω Κόρες της Ιερουσαλήμ,
ο βασιλιάς μ' έχει φέρει στο δωμάτιο του.
Είμαι μαύρη κι όμορφη.
Εχω ξεκουμπωθεί και είμαι γυμνή.
Δεν έχω χέρια ή πόδια.
Είμαι ολόκληρη ένα δέρμα σαν ψάρι.
Είμαι τόσο πια γυναίκα
όσο κι ο Χριστός ήταν άνδρας.

Ann Sexton 

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Ο ελεύθερος γάμος


Η γυναίκα μου με τα μαλλιά της φωτιάς του ξύλου
Με σκέψεις των αστραπών της ζεστασιάς
Με τη μέση της κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη σιλουέτα της ενυδρίδας μέσα στης τίγρης τα δόντια
Η γυναίκα μου με κονκάρδα το στόμα της και με το μπουκέτο
των άστρων του τελευταίου μεγαλείου
Με δόντια αποτυπώματα του λευκού ποντικού πάνω στην άσπρη γη
Mε την κεχριμπαρένια γλώσσα την καθαρισμένη
Η γυναίκα μου με τη γλώσσα της μαχαιρωμένης όστιας
Με τη γλώσσα της κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια
Με τη γλώσσα της πέτρας της απίστευτης
Η γυναίκα μου στα βλέφαρά της κοντύλια των μικρών παιδιών
Στα φρύδια της η άκρη της χελιδονοφωλιάς
Η γυναίκα μου στους κροτάφους της οι σχιστόλιθοι σκεπής θερμοκηπίου
Και με τους αχνούς στα τζάμια
H γυναίκα μου με τους ώμους της σαμπάνιας
Και με σιντριβάνι από κεφάλια δελφινιών που ζουν κάτω απ’ τον πάγο
Η γυναίκα μου με τους καρπούς σαν τα σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα του τυχαίου και του άσσου κούπα
Με τα δάχτυλα του κομμένου χόρτου
Η γυναίκα μου με τις μασχάλες των αλεπούδων της νύχτας του Άη Γιάννη
Με μπράτσα απ’ τον αφρό της θάλασσας και του υδατοφράκτη
Και με το ανακάτωμα του σταριού και του μύλου
Η γυναίκα μου με τις γάμπες σα ρουκέτα
Με κινήσεις ρολογιού κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με κνήμες απ’ το μεδούλι του κουφόξυλου
Η γυναίκα μου με πόδια γράμματα κεφαλαία
Με πόδια αρμαθιά κλειδιά στο πόδια των πιωμένων καλφάδων
Η γυναίκα μου με μαργαριταρένιο κριθάρι στο λαιμό
Η γυναίκα μου με χρυσή κοιλάδα στήθος
Το ραντεβού μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Στα στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινά καλύβια
Η γυναίκα μου με στήθια όρυγμα ρουμπινιών
Με τα στήθια φάντασμα του τριαντάφυλλου κάτω απ’ την τριανταφυλλιά
Η γυναίκα μου με την κοιλιά ξεδίπλωμα της βεντάλιας των ημερών
Με την κοιλιά γαμψό νύχι γιγάντιο
Η γυναίκα μου με την πλάτη του πουλιού που δραπετεύει κάθετα
Με την πλάτη του ζωηρού ασημιού
Με την πλάτη του φωτός
Με σβέρκο από τυλιγμένη πέτρα και βρεγμένη κιμωλία
Και το πέσιμο ενός ποτηριού απ’ όπου μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με τους γοφούς της βάρκας
Με τους γοφούς της γυαλάδας και τις φτερούγες του βέλους
Και από κοτσάνια φτερών του άσπρου παγωνιού
Της ζυγαριάς της άσπλαχνης
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από κεραμικό και από αμίαντο
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από την πλάτη του κύκνου
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια της άνοιξης
Με το σεξ της γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με το σεξ της διευθέτησης και του ορνιθόρρυγχου
Η γυναίκα μου με το σεξ από φύκια και από αρχαίες καραμέλες
Η γυναίκα μου με το σεξ του καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια με δάκρυα γεμάτα
Με τα μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια της σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερό να το πιείς στην φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια δάσος συνέχεια κάτω απ’ το τσεκούρι
Με μάτια της στάθμης του νερού της στάθμης του αέρα της γης και της φωτιάς

André Breton