Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Ο χαμένος χρόνος


Μπροστά στην πόρτα του εργοστασίου
ο εργάτης σταματάει ξαφνικά
o ωραίος καιρός τον τράβηξε απ' το σακάκι
κι όπως γυρίζει
και τον ήλιο ατενίζει
όλον κόκκινο όλον στρογγυλό
να χαμογελάει μέσα στον ουρανό του από μόλυβδο
κλείνει το μάτι
με οικειότητα
Για πες λοιπόν σύντροφε Ήλιε
δε βρίσκεις
πως είναι μάλλον μαλακία
να δίνεις μία τέτοια ημέρα
σε ένα αφεντικό;

Jacques Prevert

Ο λόγος για την ειρήνη



Προς το τέλος ενός λόγου εξαιρετικά σημαντικού
ο μεγάλος άνδρας του Κράτους τρεκλίζοντας
πάνω σε μια ωραία φράση κούφια
πέφτει μέσα
και αβοήθητος με το μεγάλο στόμα του ανοιχτό
ασθμαίνοντας
δείχνει τα δόντια
και η οδοντική αποσύνθεση των ειρηνικών συλλογισμών του
αποκαλύπτει το νεύρο του πολέμου
το ευαίσθητο ζήτημα των χρημάτων.

Jacques Prevert

Ο λιποτάχτης


Κύριε Πρόεδρε
Σας γράφω ένα γράμμα
Που ίσως να διαβάσετε
Αν έχετε καιρό.
Φτάσανε τα χαρτιά μου
Πως πρέπει να καταταγώ
Να φύγω για τον πόλεμο
Τ’ αργότερο Τετάρτη.
Όμως Κύριε Πρόεδρε
Δεν πρόκειται να πάω
Δεν βρέθηκα σ’ αυτή τη γη
Για να σκοτώνω αθώους.
Δε θέλω να θυμώσετε
Μα πρέπει να σας πω
Πως το ’χω πάρει απόφαση
Να γίνω λιποτάχτης.
Βλέπω στη λίγη μου ζωή
Πως πέθανε ο πατέρας μου
Πως φύγανε τ’ αδέρφια μου
Και τα παιδιά μου κλαίνε.
Η μάνα μου απ’ τα βάσανα
Τώρα βαθιά στον τάφο
Γελάει με τους εξοπλισμούς
Περιγελάει τους στίχους.
Όταν με χώσαν φυλακή
Αρπάξαν τη γυναίκα μου
Αρπάξαν την ψυχή μου
Το παρελθόν που αγάπησα.
Αύριο ξημερώματα
Την πόρτα θα χτυπήσω
Στα μούτρα των νεκρών καιρών
Και θα χυθώ στους δρόμους.
Θα ζητιανέψω τη ζωή μου
Γυρνώντας τη Γαλλία
Από Βρετάνη ως Προβηγκία
Και σ’ όλους θα φωνάξω
Άρνηση στην υποταγή
Άρνηση στην κατάταξη
Μην πάει κανείς στον πόλεμο
Να φύγετε αρνηθείτε.
Αν πρέπει αίμα να χυθεί
Να δώστε το δικό σας
Αφού αυτό διδάσκετε
Σε όλους, Κύριε Πρόεδρε.
Κι αν είναι να με πιάσετε
Πέστε στους χωροφύλακες
Ότι θα είμαι άοπλος
Κι αν θέλουν, ας μου ρίξουν.

Boris Vian 

Ακόμα ένας


Ακόμα ένας
Μα χωρίς αιτία
Αφού οι μισοί
Ρωτάνε ό,τι ρωτούν κι οι άλλοι μισοί
Αφού τους απαντάνε με τα λόγια των άλλων
Τι άλλο πια κι εσύ να κάνεις
Παρά να γράφεις σαν τους άλλους
Και ν’ αμφιβάλλεις
Να επαναλαμβάνεις
Να ψάχνεις
Να ζητάς
Τίποτα να μη βρίσκεις
Ν’ αηδιάζεις
Και να λες
Σε τίποτα δε βγάζει
Θα ’ταν καλύτερα να κέρδιζες τη ζωή σου
Μα τη ζωή μου εγώ την έχω, τη ζωή μου
Να την κερδίσω δεν υπάρχει ανάγκη
Πρόβλημα αυτό δεν είναι
Δεν είν’ εκεί το πρόβλημα
Προβλήματα θαρρώ είναι τα υπόλοιπα
Όμως τα έχουν όλα επισημάνει
Για όλα έχουν ρωτηθεί
Και για τα πιο ασήμαντα
Λοιπόν τι άλλο πια μου μένει
Έχουνε πάρει όλες τις λέξεις τις κατάλληλες
Όλες τις λέξεις τις ωραίες για να μιλήσεις
Τις αφρισμένες, τις ζεστές και τις μεγάλες
Τους ουρανούς, τ’ αστέρια, τα φωτάκια,
Τις άγριες, τις μαλακές σαν κύμα
Λυσσάνε, ροκανίζουνε κόκκινα βράχια
Γεμάτες με σκοτάδι και κραυγές
Γεμάτες αίμα κι αισθησιασμό
Γεμάτες με βουντούζες και ρουμπίνια
Λοιπόν εμένα τι μου μένει
Θα πρέπει να ρωτιέμαι αθόρυβα
Δίχως να γράφω δίχως να κοιμάμαι
Πρέπει να ψάχνω για λογαριασμό δικό μου
Και δίχως να το λέω, ούτε στο θυρωρό
Στο νάνο που κινιέται κάτω από τα πόδια μου
Ή στον παπά του συρταριού μου
Πρέπει να σκύβω μέσα μου
Χωρίς να παραστέκεται καμιά καλογριά
Σα χωροφύλακας να ορμήσει να μ’ αρπάξει
Και να μου μπήξει ένα μαχαίρι αλειμμένο βαζελίνη
Πρέπει να χώσω ένα μίσχο στα ρουθούνια
Την ουραιμία να εμποδίζει του εγκεφάλου
Να βλέπω οι λέξεις μου να τρέχουν
Όλοι τους έχουν αναρωτηθεί
Δεν έχω πια δικαίωμα να μιλάω
Έχουνε πάρει τα ωραία και τα λαμπρά
Όλα τους τώρα βρίσκονται ψηλά
Εκεί που είναι θρονιασμένοι οι ποιητές
Με λύρες αυτοκίνητες
Με λύρες ατμοκίνητες
Με λύρες σαν αλέτρια
Και Πήγασους από αντιδραστήρες
Δεν έχω θέμα πια
Κι οι λέξεις που μου μένουν είναι ανούσιες
Βλακώδεις λέξεις άνοστες
Έχω το εγώ, αυτός, αυτή, αυτές
Έχω το του, ποιος, ποιο και τι
Τι να ’ναι, κείνος, κείνη, αυτοί, εμείς, εσείς και ούτε
Πώς θέλετε να γράψω ποίημα
Με τέτοιες λέξεις;
Ε, λοιπόν, ας είναι, δε θα γράψω.

Boris Vian 

Θα πεθάνω από καρκίνο της σπονδυλικής στήλης


Θα πεθάνω από καρκίνο της σπονδυλικής στήλης
Θα ’ναι βράδυ τρομερό
Φωτεινό, ζεστό, μυρωμένο, ηδονικό
Θα πεθάνω από κάποια κύτταρα
Που σάπισαν
Θα πεθάνω μ’ ένα πόδι φαγωμένο
Από γιγάντιο ποντικό βγαλμένο από γιγάντια τρύπα
Θα πεθάνω από εκατό γδαρσίματα
Ο ουρανός θα πέσει πάνω μου
Και θα κομματιαστεί σαν κρύσταλλο βαρύ
Θα πεθάνω από μια έκρηξη
Που θα τρυπάει τ’ αυτιά
Θα πεθάνω από υπόκωφες πληγές
Στις δύο τα ξημερώματα
Που αναποφάσιστοι και φαλακροί φονιάδες θα μ’ ανοίξουν
Θα πεθάνω χωρίς να ξέρω
Πως πεθαίνω, θα πεθάνω
Κάτω απ’ τα στεγνά ερείπια τυλιγμένος
Με χίλια μέτρα μπαμπακιού
Πνιγμένος μες στο λάδι του κενού
Στα πόδια χτυπημένος από ζώα αδιάφορα
Κι αμέσως ύστερα από ζώα διάφορα
Θα πεθάνω γυμνός ή ντυμένος στα κόκκινα
Ή ραμμένος σε σάκο γεμάτο λεπίδες
Θα πεθάνω με άβαφτα ίσως
Των ποδιών μου τα νύχια
Και τα χέρια γεμάτα με δάκρυα
Και τα χέρια γεμάτα με δάκρυα
Θα πεθάνω με ξεριζωμένα βλέφαρα
Κάτω από ένα λυσσασμένο ήλιο
Όταν σιγά μου πούνε
Λόγια μοχθηρά στ’ αυτί
Θα πεθάνω βλέποντας να βασανίζουνε παιδιά
Και άντρες έκπληκτους κι ωχρούς
Θα πεθάνω ζωντανός ενώ σκουλήκια
Θα με τρώνε, θα πεθάνω με
Δεμένα χέρια κάτω από ’να καταρράχτη
Θα πεθάνω μέσα σε φωτιά θλιμμένη
Θα πεθάνω λίγο, θα πεθάνω πολύ,
Χωρίς πάθος, αλλά μ’ ενδιαφέρον
Και μετά όταν όλα θα ’χουνε τελειώσει
Θα πεθάνω.

Boris Vian 

Αν έβρεχε δάκρυα


Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει μι’ αγάπη
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν βαραίνουν οι καρδιές
Σ’ ολόκληρη τη γη
Για ένα σαραντάμερο
Δάκρυα πικρά
Θα πνίγανε τους πύργους
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει ένα παιδί
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν γελάνε οι κακοί
Σ’ ολόκληρη τη γη
Με γκρίζα κύματα και κρύα
Δάκρυα πικρά
Το παρελθόν θα τάραζαν
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη
Σ’ ολόκληρη τη γη
Θα γίνονταν κατακλυσμός
Από τα δάκρυα τα πικρά
Των δικαστών και των ενόχων
Αν έβρεχε δάκρυα
Κάθε φορά που ο θάνατος
Κραδαίνοντας τα όπλα του
Σκίζει τα σκηνικά
Σ’ ολόκληρη τη γη
Δε θα ’μενε πια τίποτα
Παρά τα δάκρυα τα πικρά
Του πένθους και της φρίκης.

Boris Vian

Ιστορία


Ὅταν ἄνοιξε ἡ σκουριασμένη πόρτα σὰν αὐλαία
ἔτρεξε
ὅπως σάπιο καράβι σὲ κακὸ λιμάνι
πρόβαλε γελασμένο τὸ πρόσωπο τοῦ κοριτσιοῦ
μέσα στὸ ἄρωμα τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ
ἡ φωνή της
σὰ σκοτεινὴ αἴθουσα κινηματογράφου
πρόβαλε γελασμένη
κι ἐγὼ
ἕνα πουκάμισο στὸν ἀέρα μέσα στὸ χαλασμὸ
κρεμασμένο
ἑτοιμαζόταν νὰ πετάξει

τὸ κορίτσι
ἕνα ζωντανὸ λουλούδι
ἕνα λουλούδι ἀναμμένο
ἕνα ὡραῖο τέρας
ἀνάποδα γυρισμένο τὸ στόμα
τὰ μάτια
τὰ φρύδια
ἕνα ὡραῖο τέρας
ποῦ χτυποῦσε
σὰ μαγικὸ ρολόι
τὸ βράδυ αὐτὸ τὸ μαγικό

τέλος προχώρησε
ἡ νύχτα
τὸ κορίτσι ἔσπασε μέσα στὸν καθρέφτη

ὕστερα
φάνηκαν πάλι
τεράστια
τὸ πρόσωπό μου
τὸ πρόσωπό της
παραμορφωμένα
ἄγρια ματωμένα

σὰν κινηματογράφος

Μίλτος Σαχτούρης

Οι καμπάνες


Εἶναι πουλιὰ
ποῦ δὲν πετᾶνε
εἶναι πουλιὰ
θαμμένα
μέσ᾿ σὲ κουτιά

Εἶναι δωμάτια
καὶ εἶναι λέξεις
ποὺ σκίζουνε τὸ κεφάλι
σὰν καρφιά

Εἶναι καρφιὰ
ποῦ δὲν πονᾶνε
εἶναι καρφιὰ
π᾿ ἀνακουφίζουν

Ὅταν χτυπήσουν
πάλι οἱ καμπάνες
θὰ πεταχτοῦμε
σὰν τὰ πουλιά

Μίλτος Σαχτούρης

Ὁ Ἅγιος


Αὐτὸς κοιτοῦσε βαθιὰ
βαθιὰ
μεσ᾿ στὸ πηγάδι
τὸ βάθος του
δὲν τελείωνε
σὲ τούτη τὴ ζωὴ
οἱ σάρκες ξεκολλούσανε κι ἔπεφταν μία-μία
σε λίγο δὲ θὰ τοῦ ἔμενε παρὰ ὁ σκελετὸς
Τὸ πῆρα ἀπόφαση — ἔλεγε — τὸ πῆρα πιὰ ἀπόφαση
θὰ ζήσω μέσα στοὺς πνιγμένους καὶ μέσα στοὺς λεπρούς


(Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000.)

Μίλτος Σαχτούρης

Η αγρυπνία


Ὅλοι κοιμοῦνται
κι ἐγὼ ξαγρυπνῶ
περνῶ σὲ χρυσὴ κλωστὴ
ἀσημένια φεγγάρια
καὶ περιμένω νὰ ξημερώσει
γιὰ νὰ γεννηθεῖ
ἕνας νέος ἄνθρωπος
μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
τὴν παγωμένη
ἀπὸ ἄγρια φαντάσματα
καὶ τόση μαύρη πίκρα.

Μίλτος Σαχτούρης

Τα νησιά


Ὁ Ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος
καθὼς περιμένω μέρες καὶ μέρες
γιὰ νὰ γυρίσεις
ἔτσι ποὺ τριγυρίζεις τὰ νησιὰ
νησιὰ θανάτου καθὼς περιμένω
τόσες ἡμέρες κι ὦρες θανάτου
γιὰ νὰ γυρίσεις
γιατί ἔρωτας εἶναι ὁ θάνατος
ἀπ᾿ τοῦ θανάτου τὰ νησιὰ
νὰ ξαναρθεῖς.

Μίλτος Σαχτούρης

Εκτοπλάσματα


Μέσα στὸν τάφο μου
Περπατῶ ταραγμένος
τ᾿ ἀπάνω κάτω
τ᾿ ἀπάνω κάτω

ἀκούω τὰ πράγματα τριγύρω
νὰ οὐρλιάζουν
ἰδέες-αὐτοκίνητα
αὐτοκίνητα-ἰδέες

ἀνθρῶποι περνᾶνε
μιλοῦνε, γελᾶνε
γιὰ μένα

λένε ἀλήθειες
λένε ψευτιὲς
γιὰ μένα, γιὰ μένα!

– Μή, τοὺς φωνάζω
μὴ μιλᾶτε
γιὰ τὶς νεκρὲς ἀγάπες μου

θὰ ξυπνήσουν
θὰ σᾶς βγάλουν τὰ μάτια!

Μίλτος Σαχτούρης

Τὸ κεφάλι τοῦ ποιητῆ


Ἔκοψα τὸ κεφάλι μου
τό ῾βαλα σ᾿ ἕνα πιάτο
καὶ τὸ πῆγα στὸ γιατρό μου

-Δὲν ἔχει τίποτε, μοῦ εἶπε,
εἶναι ἁπλῶς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στὸ ποτάμι καὶ θὰ ἰδοῦμε

τό ῾ριξα στὸ ποτάμι μαζὶ μὲ τοὺς βατράχους
τότε εἶναι ποὺ χάλασε τὸν κόσμο
ἄρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
νὰ τρίζει φοβερὰ καὶ νὰ οὐρλιάζει

τὸ πῆρα καὶ τὸ φόρεσα πάλι στὸ λαιμό μου

γύριζα ἔξαλλος τοὺς δρόμους

μὲ πράσινο ἑξαγωνομετρικὸ κεφάλι ποιητῆ


Μίλτος Σαχτούρης

Ἡ φεγγαράδα


Ἀπὸ αἷμα πουλιῶν πλημμυρισμένο
κρυμμένο μένει τὸ φεγγάρι
πότε πίσω ἀπὸ δέντρα
πότε πίσω ἀπὸ θηρία
πότε πίσω ἀπὸ σύννεφα
μὲ θόρυβο ποὺ ξεκουφαίνει τὰ φτερὰ ἀγγέλων
κάτι θέλουν νὰ ποῦν κάτι σημαίνει
εἶναι ἀκόμα καλοκαίρι
ὅμως μιὰ μυρωδιὰ ἀπὸ θειάφι φράζει τὸ χειμώνα
δὲν ἔχει οὔτε καρέκλα νὰ καθίσεις
καὶ οἱ καρέκλες ἔφυγαν στὸν οὐρανό

Μίλτος Σαχτούρης

Ὁ βυθός


Ἕνας ναύτης ψηλὰ
στὰ κάτασπρα ντυμένος
τρέχει μέσ᾿ στὸ φεγγάρι

Κι ἡ κοπέλα ἀπ᾿ τὴ γῆς
μὲ τὰ κόκκινα μάτια
λέει ἕνα τραγούδι
ποὺ δὲ φτάνει ὡς τὸ ναύτη

Φτάνει ὡς τὸ λιμάνι
φτάνει ὡς τὸ καράβι
φτάνει ὡς τὰ κατάρτια

Μὰ δὲ φτάνει ψηλὰ στὸ φεγγάρι

Μίλτος Σαχτούρης

Θερινό ηλιοστάσι

Α´

Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.

Γιώργος Σεφέρης

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

Ο κύριος Φογκ πάει διακοπές


Είπε κάποτε ο κύριος Φογκ
να πάει διακοπές.
- Βαθιά μέσα σε μια πολυθρόνα
έχω μπροστά μου μια θάλασσα
σκέφτηκε αμέσως.
Πού να πηγαίνω τώρα σε άλλη
αφού είναι ίδια
όλ' η θάλασσα.
Εξάλλου εγώ δεν κολυμπώ
διότι δεν είμαι ψάρι.
- Βουνό λοιπόν
αναφώνησε ο κύριος Φογκ
και γύρισε
από την άλλη μεριά
την πολυθρόνα του.

Γιάννης Βαρβέρης

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Το δάσος

Το σχήμα του δάσους έχει
Το σχήμα μιας μέδουσας
Που την πιάνεις στα χέρια σου και γλυστράει
Oταν τη βγάλει έξω
Το κύμα
Αυτό γίνεται ίσως
Γιατί
Σαλεύει
Χωρίς
Ν' ανοίγει αμμουδιές
Που είναι άσπρες
Και
Γυαλίζουν οι φρέσκες
Ενώ οι άλλες
Ολάσπρες
Θα βρεις και κόκαλα από πνιγμένους
Τώρα θα βγάλω την καρδιά μου
Oχι όμως
Καθώς οι μέδουσες
Δεν έχουν αίμα

Αν καμωνόμουνα τόσον καιρό πως έγραφα ποιήματα
ήταν μονάχα για να μπορέσω να πω για το δάσος.
Νύχτα προδίνουν οι άνθρωποι τους άλλους
Κι όταν αρχίσει
Να σε πνίγει
Το δάσος
Φωνάζεις
Σαν
Να μην είσαι
Στο δάσος

Το δάσος είναι όπως οι νύχτες μου
Που ξημερώνοντας
Δεν είναι
Καθόλου οι ίδιες
Λησμονημένοι νεκροί
Που μόνοι αποθέσαμε
Ετοιμοθάνατοι προβαίνουν
Με κινήματα αιφνίδια
'H
-Θέλοντας να φανταστούμε-
Μια λεπτομέρεια
Τη μέρα έχει πράσινο χρώμα
Τότε το δάσος
Είναι ένα δάσος
Με δέντρα.

Ελένη Βακαλό

Σχεδόν ένα μαδριγάλιο



Λυγίζει προς τη δύση το ηλιοτρόπιο
κι η μέρα γκρεμίζεται κιόλας
στο χαλασμένο μάτι του κι ο αέρας του καλοκαιριού
πυκνώνει και λυγίζει τα φύλλα και τον καπνό
των ταρσανάδων. Φεύγει μακριά με το ξερό
κύλισμα των νεφών και τη στριγγλιά των κεραυνών
αυτό το τελευταίο παιχνίδι τ' ουρανού. Ακόμη και τώρα,
εδώ και χρόνια, αγάπη μου, μας σταματά η αλλαγή
των δέντρων, πυκνά μες στον περίβολο
των Καναλιών. Μα είναι πάντα η δική μας μέρα
κι είναι πάντα κείνος ο ήλιος που χάνεται
με το νήμα της στοργικής του αχτίνας.

Δεν έχω αναμνήσεις πια, δεν θέλω να θυμάμαι˙
η μνήμη έρχεται απ' το θάνατο,
η ζωή δεν έχει τέλος. Κάθε μέρα
είν' δικιά μας. Κάποιος θα σταματήσει για πάντα,
και συ μαζί μου, όταν θα μας φαίνεται αργά.
Εδώ στου καναλιού τ' ανάχωμα, κουνάμε
τα πόδια, σα μικρά παιδιά,
κοιτάμε το νερό, μέσα του τα πρώτα κλαδιά,
το πράσινό του χρώμα που σκουραίνει.
Κι ο άνθρωπος που σιωπηλά μάς πλησιάζει
δεν κρύβει μες στα χέρια ένα μαχαίρι,
μα ένα ανθισμένο γεράνι.

Salvatore Quasimodo

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2015

Εξομολόγηση


Σιωπηλός συγχώρεσε τα κρίματά μου.
Λυκόφως βιολετί κάνει να σβήνουν τα κεριά.
Βαρύ το πετραχήλι πέφτει πάνω
Στους ώμους και την κεφαλή.
Μην είναι η φωνή που λέει: «Κόρη! σήκω …»
Χτυπάει η καρδιά πιο δυνατά…
Το άγγιγμα χεριού απ’ το υφάδι πάνω
Εκείνης, που ταραγμένα, προσκυνά.

1911, Τσάρσκογιε Σελό
Από το "Ροζάριο"
Anna Akhmatova

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2015

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει

Ποια θέληση θεού μας κυβερνάει,
ποια μοίρα τραγική κρατάει το νήμα
των άδειων ημερών που τώρα ζούμε
σαν από μια κακή, παλιά συνήθεια;

Πριν φτάσουμε στη μέση αυτού του δρόμου,
εχάσαμεν τη χρυσή πανοπλία,
και μόνο το μεγάλο ερώτημά μας
ολοένα πιο σφιχτά μας περιβάλλει.

Χωρίς πίστη κι αγάπη, χωρίς έρμα,
εγίναμε το λάφυρο του ανέμου
που αναστρέφει το πέλαγος. Θα βρούμε
τουλάχιστον το βυθό της αβύσσου;

Οι άνθρωποι φεύγουν, ή, όταν πλησιάζουν,
στέκουν για λίγο πάνω μας, ακούνε
στην έρημη βοή, μάταιη και κούφια
σα να χτυπούν το πόδι σε μια στέρνα.

Κοιτάζουνε με φόβο, με απορία,
έπειτα φεύγουν πάλι στους αγώνες,
και μόνο το συναίσθημα κρατούνε
του μακρινού, αόριστου κινδύνου.

Είναι κάτι φρικτές ανταποδόσεις.
Είναι στον ουρανό μια σιδερένια
μια μεγάλη πηγμή, που δε συντρίβει
μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει.

Κώστας Καρυωτάκης

Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο


Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.

Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.

Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!
Όνειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.

Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.

Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.

Κώστας Καρυωτάκης

Ωχρά σπειροχαίτη

Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...

Tο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά 'μπει σαν κυρία
η Tρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Tώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.

Tο λογικό, τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Kρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.

Mια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέα,
Eκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
―ω, κωμωδία!― το θάμπωμα, τ' όνειρο, την αχλύ.

...Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.

(από τα Ποιήματα και Πεζά, Ερμής 1972) 
Κώστας Καρυωτάκης

Κυριακή 2 Αυγούστου 2015

Θυμήσου, σώμα...

Σώμα, θυμήσου όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,
όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες,
αλλά κ’ εκείνες τες επιθυμίες που για σένα
γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,
κ’ ετρέμανε μες στην φωνή —  και κάποιο
τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.
Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,
μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες
εκείνες σαν να δόθηκες — πώς γυάλιζαν,
θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·
πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα.


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κ.Π. Καβάφης