Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Ρουθ

Ας υποθέσουμε πως ήμουν κοιμισμένος.Βαθιά θα πρέπει να κοιμόμουν, πως αλλιώς να ερμηνεύσω, τώρα πια, καθώς κοιτάζω το πρόσωπό της στη θαμπή φωτογραφία (πότε την τράβηξα, ποιος ήλιος τη θαμπώνει;), πώς τώρα πια να ερμηνεύσω την ιδέα, μάλλον την αίσθηση που είχα, πως ανοίγει από το βάθος της ζωής μου μες στη νύχτα (μην ήταν χάδι της αυγής, δροσιά του κόσμου;)Πολύ απόμακρη κι αθόρυβη σαν φως μια πόρτα ένοιωσε ν’ ανοίγει μες στη νύχτα κι έναν αέρα, ένα ρεύμα απαλό σαν από σώμα μυρωμένο που κινείται πολύ κοντά και δε σ’ αγγίζει ένα ρίγoς γλυκό σαν αύρα της αυγής να με τυλίγει, σαν άκρο άωτο κι αθόρυβο σαν φως.

Γιατί ο κόσμος, όπως ήμουν κλειδωμένος σ’ ένα ανήσυχο σκοτάδι που γερνούσε, 
ο κόσμος ήταν ένα σπίτι σκοτεινό χωρίς παράθυρα ή πόρτες ή φεγγίτη, 
χωρίς ανοίγματα ντροπής ή προσδοκίας, κι όλες οι λέξεις του γύριζαν προς τα μέσα
μόνο μια γρίλια σαν ρυτίδα που σαρκάζει σε μια γωνιά, κάτι αόρατο σαν στόμα αντιβοούσε έναν άρρυθμο χρησμό, κι όλες οι λέξεις του γυρίζαν προς τα μέσα. Ήταν σαν θάλαμος μικρός και σκοτεινός, μια κιβωτός σφυγμών, μια κρύπτη αισθημάτων κι απ’ τη μισάνοιχτη που σάρκαζε ρυτίδα μηχανικά, πριν κοιμηθώ, έπαιρνα φως–μικρές κοφτές αναπνοές κι απομυζούσα παλιές εικόνες από σένα κι από μένα, απ’ τα ωχρά, τα τιμαλφή, τα ειπωμένα, μια μεταμόσχευση ανάσας.

Και μεμιάς, όπως ανοίγουμε μια πόρτα κι είναι κήπος, αυτός ο κόσμος, ο κλειστός, ο φοβισμένος, με μια υπέρογκη ανάσα διερράγη κι ήταν ο κόσμος ο απέραντος ξανά, ο μείζων κόσμος, ο υπαίθριος, και είχε όλο το θάρρος και την πίκρα των καρπών, με την ντροπή και τη φροντίδα των ανθρώπων, με τις πλατιές ενορχηστρώσεις του τυχαίου, τη συστολή, τη διαστολή των ουρανών και τη βαρύτητα της πρώτης απορίας. Γιατί αθόρυβη σαν φως όταν χαράζει, μια πόρτα ένιωσα ν’ ανοίγει μες τη νύχτα απ’ τον βαθύτερο του ύπνου μου φλοιό, και μια πνοή, έναν αέρα προσμονής, σαν από σώμα μυρωμένο, να με παίρνει πολύ μακριά, εκεί στην πρώτη εφηβεία.

Πως ήρθε στο κρεβάτι μου; Κοιμήθηκα τον ύπνο του Αδάμ, κι ο Ελεήμων από την ύπνωσή μου έπλασε γυναίκα; Εκστατικά την κοίταζα που άνοιγε τόσο αβρά το σκέπασμα, σαν να σηκώνει όλο το βάρος που μου έπνιγε το στήθος. Κι αυτή: "απ’ το όνειρο μου γλίστρησα" μου λέει "σ’ ένα λιβάδι με τριφύλλι δροσερό, που μου `δωσε το σώμα σαν παράδεισος και καταατάλαξα γυμνή στην αγκαλιά σου". Όταν τη φίλησα βαθιά στα πέταλά τnς, ένας λυγμός χαράς λύθηκε στην καρδιά μου είχε στο φύλο τnς το χρίσμα των αγρών, μια ευωδιά σαν από χόρτο θερισμένο, που `φερνε δάκρυα στα μάτια. Ξαναζούσα. Ρούθ, Ρούθ, απόρρητη κι αθέριστη ακόρα, κόρη του ύπνου και τnς άγρυπνής μου ώρας, συγχώρεσέ με που αδίκησα τον κόσμο.

Διονύσης Καψάλης

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Δον Κιχώτης


Πώς μ' αγαπάς, Ουλάλια μου το ξέρω,
κι ας μη μου το ομολόγησες ποτέ σου,
μήτε καν με μάτια, τις βουβές
του έρωτα τις γλώσσες.

Γιατί ξέρω πως είδες τη λατρεία μου,
και πως μια αγάπη δεν καταφρονιέται
ποτέ, σαν είναι αληθινή και δείχνεται
         σαν δική μου.

Κι όμως τόσες φορές αλήθεια, Ολάλια μου,
μ' έκανες να πιστέψω που η καρδιά σου
πρέπει μπρούντζινη να 'ναι, κι από μάρμαρο
          τ' άσπρο σου στήθος.

Μα πάλι απ' τα θυμώματά σου μέσα,
και μέσα απ' τις σεμνές σου αποφυγές,
τόσες φορές ξεχώρισα μια λάμψη
           γλυκιάς ελπίδας.

Αν είναι της ψυχής ευγένεια ο έρωτας,
είναι τόση η δική σου, που οι ελπίδες μου
δε θα σκορπίσουν σαν καπνός στον άνεμο
            κι αφρός κυμάτου.

Και αν όσα η αγάπη ξέρει και σοφίζεται
μπορούνε μια καρδιά να μαλακώσουν:
τόσα έκανα για σένα, που η πίστη μου
            διπλή τη νιώθω.

Γιατί όσο κι αν δεν πρόσεξες, θα με είδες
πολλές φορές ντυμένο τη Δευτέρα
με ό,τι και Κυριακήν ακόμα θα 'τανε
          τιμή να βάλω.

Κι όπως τραβούν πάντα τον ίδιο δρόμο
η κομψή φορεσιά με αγάπη:
όμορφα στολισμένος μπρος στα μάτια σου
          δείχτηκα πάντα.

Αφήνω τους χορούς που 'χω για σένα
χορεμένους και μήτε τα τραγούδια
που σου 'χω πει τη νύχτα ή τα χαράματα
           θα σου θυμίσω.

Και μήτε θα σου πω για τα παινέματα
που σου 'χω κάνει για την ομορφιά σου
και που - κι ας είναι αλήθειες - τόσες έκανα
          να με μισήσουν.

Η Τερέζα μού φώναξε μια μέρα
που σε παινούσα: Μερικοί λατρεύουν
μια μαϊμού, και θαρρούνε κάποιον άγγελο
           πως αγαπούνε,

απ' τα πολλά στολίδια γελασμένοι,
τα ψεύτικα μαλλία, και τις φτιαγμένες
ομορφιές, που μπορούν και την αγάπη
           να ξεγελάσουν.

"Ψέματα λες" της είπα· - κι αυτή θύμωσε.
Και βγήκε ο ξάδερφός της και με πρόσβαλε,
και ξέρεις μεταξύ μας πια τι γίνηκε
          και τι έχω κάνει.

Δε σ' αγαπώ μ ' αγάπη που, στη φούρια της,
όλα τα λησμονεί, κι ούτε είν' ο πόθος μου
να σ' απολάψω μονάχα. γιατί πιο τίμιος
            είναι ο σκοπός μου.

Έχει η θρησκεία δεσμούς που 'ναι σαν φιόγκοι
μεταξωτοί. Για βάλε το λαιμό σου
κάτω απ' το ζυγό: να δεις και μένα
          πως θε να σκύψω!

Όπως αν δε θελήσεις: σου τ' ορκίζομαι
στον Άγιο που λατρεύω πιο πολύ
πως δε θ' αφήσω ετούτα τα βουνά
           παρά καλόγερος 


κεφάλαιο έντεκα, Μτφ. Κ. Καρθαίος,
Miguel de Cervantes

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

Πληκτρολογείς στο κινητό τη μοναξιά σου


 Πληκτρολογείς στο κινητό τη μοναξιά σου
εξαποστέλλοντας μηνύματα με ες-εμ-ες
και η αριστερά σου αγνοεί τη δεξιά σου,
πας κι έρχεσαι σαν της γιαγιάς το εκκρεμές.

Αισθήματα εκπέμπεις ηλεκτρονικά
στους δορυφορικούς σου αποδέκτες,
στέλνεις ψηφιακά φιλιά ηδονικά
στήνεις παιχνίδια δίχως παίκτες.

Σαν κωμειδύλλιο
η ζωή μας κοροϊδεύει
κι’ από την «Γκόλφω» ως το πουθενά
πάλι τα χρόνια μας κάτι μπερδεύει
στη Θεσπρωτία, στο Κιλκίς, στα Δολιανά.

Τη μοναξιά πληκτρολογείς στο κινητό σου
παγιδευμένη στα Ιντερνέτ του υπερπέραν
και ξεγελάς κάθε φορά τον εαυτό σου
σαν την ωραία που μας ήρθε απ’ το Πέραν.

Κώστας Λαχάς 

Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Ο μποεμισμός μου

Χώνω τα ξυλιασμένα χέρια μου
βαθιά στις τσέπες του παλτού μου
φθαρμένο, ιδανικό.
Ω, Μούσα, πιστός σου εγώ υποτελής
κάτω απ’ τους ουρανούς γυρνώ
κι όνειρα, όνειρα ανεκπλήρωτα
κι αφάνταστα μες στην καρδιά μου κουβαλώ!

Μ’ ένα παντελόνι κουρέλι να κρέμεται στα πόδια
ονειρευτής εγώ, σκορπίζομαι σε τόπους,
σταυροδρόμια και σοκάκια,
πλαγιάζω απρόσκλητος κάτω απ’ των άστρων
το πέπλο.

Σ’ ένα χαντάκι, σε κάποιο σταυροδρόμι κάθομαι
κι αφουγκράζομαι, του φθινοπωριάτικου σούρουπου
τ’ αμυδρό φύσημα τ’ ανέμου, με τη δροσούλα
να ραντίζει το μέτωπο,
και τότε τραβώ αθόρυβα τα κορδόνια
των παπουτσιών μου, τα σφίγγω βαθιά
ως την καρδιά μου μέσα.

Arthur Rimbaud