Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Το σακί


Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.

Γιώργης Παυλόπουλος

Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ζούμε αλλού

Ζούμε αλλού και κάπου αλλού υπάρχουμε
αλλού κι αλλιώτικα μιλάμε και αγαπάμε
αλλού είναι η σκέψη μας κι ολόκληρη η ζωή μας
κι όμως εδώ σ’ αυτό τον τόπο σέρνουμε τα πόδια μας
σαν τους κατάδικους που ζουν μ’ άλλους κατάδικους
σ’ αυτές εδώ τις ερημιές με πρόσωπα που ανήκουν
σ’ άλλους
ή και σε κάτι που υποδύεται τους άλλους.
Ζούμε αλλού κι άραγε πώς να είμαστε
με ποια λαλιά και ποιες αισθήσεις
με δέρμα και αίμα υποταγμένα στο μυστήριο
και ασφαλώς περήφανοι στην τακτική ζωή μας.
Α βέβαια, βέβαια ζούμε αλλού και κάπου αλλού
υπάρχουμε.

Μάνος Ελευθερίου

Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Φοβάμαι


Φοβάμαι
τις βαθιές πολυθρόνες
το χτύπημα στον ώμο
το υποκριτικό χαμόγελο
υπάλληλων κι επιδομάτων
τη λείανση της αθλιότητας
φοβάμαι

Τρέμω
τα ογκώδη πρωτόκολλα
τη λογική των εκθέσεων
τις προσκλήσεις σε γεύματα
κι επίσημες δοξολογίες
Στη στοίχιση
με την εξουσία πιράνχας
πανικοβάλλομαι


(Του ανταποκριτή μας, 1985)
Θανάσης Μαρκόπουλος

Sine nobilitate


Να δεχτούμε
ότι το ψέμα είναι μουσική ύλη
και το λάθος η ανάμνηση του θριάμβου,
η κλοπή είναι η αποθέωση του εργατικού μόχθου
κι η απάτη μια τελετουργία της σποράς.
Να δεχτούμε ότι κολυμπήσαμε
σε θάλασσες λάθους, ψέματος, κλοπής, απάτης.
Όμως, να μην καταδεχτούμε
να προσκυνήσουν τους χωριάτικους ναούς μας
σα μετανιωμένοι
όλοι εκείνοι που μας είπαν ψέματα στ΄ αλήθεια.

Γεωργία Τριανταφυλλίδου

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Είναι που με φαρμάκωσε η γνώση

Αν είναι που αυτή η γη κατάντησε
μια απομακρυσμένη σκοτεινή επαρχία·
αν είναι που αυτός ο κόσμος έγινε απόκοσμος
αν είναι που αυτή η ζωή έγιν’ υπόνοια ζωής
τούτο το φως υπόνοια φωτός τούτος ο χρόνος
ένα λησμονημένο παρελθόν
είναι που με φαρμάκωσε η γνώση.
Η γνώση ήταν γλυκειά στο στόμα και πικρή στα σπλάχνα η γνώση κάποτε
μου γλύκαινε τη ματαιοδοξία η γνώση τώρα
δεν επιτρέπει να γευτώ ούτε μια ψευδαίσθηση.
Η γνώση ερήμωσε τη γνώση· πια δεν έχω
πού ν’ ακουμπήσω το κεφάλι μου. Και σκέφτομαι
το Λάζαρο που όπως λένε τίποτε δεν θέλησε να πει
παρά μονάχα στις φασκιές του τάφου ακόμα τυλιγμένος ζήτησε νερό
για να ξεπλύνει τα
φαρμακωμένα
σπλάχνα του.

(Από την ποιητική συλλογή «Ο καθρέφτης του Πρωτέα», 1986)
Γιάννης Υφαντής


Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Άτιτλο

του Χρήστου, παραμονή των Χριστουγέννων

Άρχοντά μου, σβησμένη σάρκα, μάτια χωρίς τα μάτια σου,
σβώλε από χώμα, αχερουσία, μεσάνυχτα του κανενός,
μα πώς βαστάς την τόση απουσία;
Δεν σ’ το ’πανε, ψυχούλα μου, που ο θάνατος νικήθηκε για πάντα;

Σφαλισμένη η πόρτα μου• κλειστά τα παραθυρόφυλλα• μπορείς
να μπης.
Παλιέ μου και μονώτατε, έλα να με γιορτάσης,
ν’ ανάψη η μια στιγμή χαράς, δικιά σου και δικιά μου,
κι αχ, μου δίνεις το χέρι σου κι αχ, μου λες τ’ όνομά σου.

Απόψε οι πεθαμένοι ξαγρυπνούν μες στων κεριών τις φλόγες,
Και μοναχή παρηγοριά τα παιδικά της χρόνια στην Αθήνα•
γίνε αγερίτσα του Θεού και πέταξε εδώ πάνω.
Δεν το ’νιωσες, κορμάκι μου, που ο θάνατος μας κέρδισε για πάντα;

[Από τη συλλογή Πράξη υποταγής (2000).]
Ηλίας Λάγιος

Δώστε μου έναν άνθρωπο


Δώστε μου έναν άνθρωπο να με σκεπάσει,
--κρύο αέρα μπάζει η μοναξιά μου.
Όσο κι αν σκάβω στην κοιλιά μου βρίσκω
----------μόνο πέτρες.
(Ίσως θα 'πρεπε να σκάψετε κι εσείς μαζί μου.)
Στο δρόμο για το πρόσωπό μου μαζεύω
----------λίθους με τη φούχτα.
Γι’ αυτό σας λέω, δώστε μου έναν άνθρωπο!
Να ξαπλώσω πάνω του
----------με όλους τους μεσημβρινούς
---------------και τους παράλληλούς μου.
Να ξεκουραστώ,
----------να πιω τον ιδρώτα του,
---------------να κοιμηθώ.
Αφήστε με να χαρώ για λίγο αυτή τη χνουδωτή
-----------ζεστασιά.

Δώστε και σε μένα έναν άνθρωπο!
--Έναν άνθρωπο με αιτία.
Μια καρδιά που δε λειτουργεί με βαλβίδα,
--δυο χείλη που δε λαθεύουνε στο φίλημα.
Κάποιον που να γράφει ανθρωπινά ποιήματα
--ή έστω να δακρύζει όταν ακούει
----------τον Τζον Κολτρέιν
---------------στην αναπνοή του.
Είναι πράγματι τρομερό να χάνεις
----------τρία δάχτυλα
---------------μέσα σε τόσο κόσμο.

Δώστε μου έναν άνθρωπο να με βοηθήσει
--καθώς μπαίνω και βγαίνω απ' τα χέρια μου,
--καθώς μου πέφτουν τα παντελόνια
----------ή πατάω τα κορδόνια της ετερότητάς μου.
Κοιτάξτε πώς κρυώνουν τα βήματά μου
----------καθώς αφήνω πίσω μου την Καλλιδρομίου
---------------με μία πιλάλα.
(Αυτή η έλλειψη ασφάλτου μέσα μου
----------μ’ αφήνει άφωνο
---------------πολλές φορές.)

Δώστε μου έναν άνθρωπο που μέσα του ηχούν
----------τρία ακόρντα.
Έναν άνθρωπο να ταλαντώσει το φύλο μου
----------μες στην παγωνιά του Α7.
-Χρειάζομαι το στήθος του για ν' ακούσω το καρδιοχτύπι μου,
-χρειάζομαι τους ώμους του για να σηκώσω τη ζωή μου
-στα δυο της πόδια.
Δεν υπάρχει κάποιος άνθρωπος και για μένα;
Δώστε μου όποιον θέλετε!
Ακόμα κι αυτόν που κοιμάται όρθιος
----------ρουθουνίζοντας.
Τουλάχιστον εκείνη που υπερασπίζεται τη φωνή μου
----------με τον λάρυγγά της.
Αυτή σίγουρα είναι για μένα!
--Ή δώστε μου έστω την αγκαλιά της, μαζί με ένα
----------εγχειρίδιο χρήσης.

--Τώρα που έγιαναν οι πληγές στις παλάμες μου
----------μπορώ να προσευχηθώ στους ανθρώπους,
ντυμένος με τα ρούχα της Κυριακής.

Γιάζρα Γκρόζνι

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Σούρουπο

Σούρουπο, σε γονυκλισία τα χρώματα
και πώς πεθαίνεις χωρίς το πράσινο εκ γενετής
Τα μάτια σου με τον κίτρινο λίβα,
καμένη σοδειά τα χρόνια που έζησα.
Ας φεύγει ο μικρός σκαντζόχοιρος, δε γλιτώνει
τ' αγκάθια μεγαλώνουν ανάποδα.
Ήμερο βράδυ
βελάζει σαν το χαμένο πρόβατο,
ζυγώνει στην πόλη κι αλλάζει προβιά,
σκύλος ή γάτα,
με την τρίχα ορθή
κάτω από τόσους τροχούς.
Τί γυρεύεις εδώ ψυχή τραυλή,
μακριά από τα βοσκοτόπια της πατρίδας.
Οι φίλοι πέφτουν από ψηλά μπαλκόνια
στο άσπρο μπαμπάκι που τους καταπίνει.

Μαύρα Λιθάρια-Βήματα Πίσω
Μιχάλης Γκανάς

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Εσύ δεν θα πεθάνεις

— Εσύ δεν θα πεθάνεις.
— Μάζεψε τη φωτιά.
— Πεθαίνουν οι μανάδες; Δεν πεθαίνουν.
— Όχι. Κοίταξε μην καείς.
— Κι η μάνα του Νικόλα γιατί πέθανε;
— Ήταν άρρωστη πόναγε η καημένη.
— Κι εσένα που σε πόναγε το δόντι;
— Άλλο το δόντι. Δεν πέθανε κανένας από δόντι.
Σύρε να παίξεις.
— Δε θέλω. Θέλω να μην πεθάνεις.
— Μπα σε καλό σου. Φέρε μου το σινί.
— Η γιαγιά όμως θα πεθάνει.
— Θα ’σαι μεγάλος τότε μη φοβάσαι.
— Πόσο μεγάλος θα ’μαι;
— Άντρας. Θα ’χεις γυναίκα και παιδιά.
Μπορεί κι αγγόνια.
— Κι εσύ πώς θα ’σαι τότε;
— Σαν τη γιαγιά. Γριούλα.
— Σαν τη γιαγιά; Φαφούτα μ’ ένα μάτι…
Εσύ δεν θα ’σαι έτσι. Κι ούτε θα πεθάνεις.
Θα πεθάνεις;
— Όχι δεν θα πεθάνω. Φέρε τη γάστρα.
— Άμα πεθάνεις θα πεθάνω να το ξέρεις.
— Κούφια η ώρα. Μη λες τέτοιες κουβέντες.
— Άμα πεθάνεις θα πεθάνω. Μ’ ακούς;
Σ’ ακούω. Ψεύτη.
Ούτε αυτά που μου ’ταξες παιδί δεν κράτησες.

Από τη συλλογή Παραλογή (1993)
Μιχάλης Γκανάς

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Το σώμα σου κι εγώ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ’ εμένα και το σώμα σου.

Γιάννης Βαρβέρης

Η αλληγορία του κώνωπος

Και αν όλα τα πράγματα έχουν ψυχή;
Αυτό το κοινότοπο μου ‘ρθε τώρα που είμαστε εδώ
ξαπλωμένος εγώ και ζαλισμένο
γύρω γύρω στο πορτατίφ
ένα κουνούπι.
Πανεύκολο να το σκοτώσω.
Όμως αν η ψυχή του με κυνηγάει αιώνια
ζητώντας εκδίκηση;
Ενώ μια στάλα αίμα και λίγη φαγούρα
τί ψυχή έχουν;
Αυτά σκεφτόταν ένας ο οποίος θα μπορούσε να είναι δολοφόνος
αλλά δεν ήταν. Μόνο έγραψε και δημοσίευσε αυτήν την αλληγορία
για να μη νομίζουν όσοι του γλίτωσαν πως γλίτωσαν για άλλους λόγους
απ΄ αυτούς που γλίτωσαν.
Εκτός αλληγορίας
έλιωσε το κουνούπι
κι έσβησε το φως.

Γιάννης Βαρβέρης