Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2018

Οδύνη


«Μου έρχεται να πέσω από το μπαλκόνι,
να τελειώσω, να με πάρει το μαύρο σκοτάδι.»
Το ξεστόμισε χωρίς να κραυγάζει.
Όταν ήδη ζεις τον θάνατο δεν κραυγάζεις.
Φρόντιζε το διανοητικά καθυστερημένο παιδί της.
Παρατημένη,
πιασμένη σε δόκανο,
έγκλειστη στην οδύνη της.
Ο άνδρας της αδιάφορος.
Διασκέδαζε στις παραλίες και στα κέντρα
με τις καινούργιες κατακτήσεις του.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2018

Ο κόσμος μοιάζει σκονισμένος


O κόσμος μοιάζει σκονισμένος
Σα σταματάς για να πεθάνεις
Γυρεύεις τότε τη δροσιά
Με τις τιμές δε θ’ ανασάνεις

Σαν ξεψυχάς δε θες σημαίες
Μόνο το πιο μικρό ριπίδι
Που όμως δροσίζει σα βροχή
Αν χέρι φίλου το αναδεύει

Εκεί θα είμαι να φροντίσω
Όταν θα ’ρθεί η δική σου δίψα
Και βάλσαμα από την ύβλα—
Πάχνες της Θεσσαλίας, θα σου φέρω

Emily Dickinson

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Οι ποιητές της Κυριακής


Βγαίνετε πάντοτε αργά κατά το μεσημέρι
περίπατο στα πάρκα
συνομιλίες με τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά
μ’ αρέσει το γυαλιστερό και μαλακό δέρμα σας
μ’ αρέσουν τα περίκομψα βήματά σας
ένα δύο ένα δύο τα παπαγαλάκια στη Βραζιλία
χρώματα τροπικά στα κλαδιά και στα μάτια μας
είσαστε εσείς αδιάφοροι σαν μια περήφανη χειρονομία
καβαλιέροι της θάλασσας
τα μικρά πατριωτάκια της ξαστεριάς.

Μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας με διασκεδάζουν
τα σφυρώ κάθε απόγευμα
εσείς πλαγιάζετε για να ξεκουραστείτε
απ’ τα ονειροπολήματα και τα παραμύθια σας
τα σφυρώ σ’ ένα πρόσχαρο τόνο
δεν καίνε από κανένα φλογισμένο παράπονο
δεν πέρασαν ποτέ από τη θλίψη των εξορίστων.
Μ’ αρέσουν μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας
δεν ξέρουν ν’ αναστενάζουν
δεν ταξιδεύουν από μέσα κι από βαθιά
γύρα-γύρα στο γαρούφαλο γυρνάτε σα μελίσσια
και τα λόγια σας λαφριά σαν τα σύννεφα
έφυγαν από καιρό
προτού τα λογαριάσει το αίμα της καρδιάς σας.

Κυριακή ολοπράσινη συνέχεια η ζωή σας
γαλάζια τα αισθήματα
φωτεινά και χαρμόσυνα τα γέλια σας
το αίμα των αδερφών μας σάς λερώνει
το σπίτια σας είναι παράδεισοι μεγάλοι Ναοί
που δεν μπορούν να ορμήσουν τα κλάματά μας
να τ’ ακούσετε κι εσείς και ν’ ανατριχιάσετε
γελάτε πάντα εσείς κοιτώντας τ’ αντικείμενά σας
παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια
δε νοιώσατε το βάρος καμιάς σκλαβιάς
την ελιά και την βάρκα των ψαράδων
δε χτύπησαν την πόρτα σας ξένοι στρατιώτες
βογκάει το τραγούδι μας και σας τυραννεί
κλαίνε τ’ αδέρφια μας και προσπερνάτε
ποιητές ποιητές από μαλακό ζυμάρι πλασματικό
γιομίζετε με τον μακρινό ουρανό τους στίχους σας
με τη λαφράδα του κυριακάτικου πρωϊνού
με τα χρώματα που μας ξεγελάνε τα μάτια
Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο,
γιατί δεν παραλλάζετε παρά μονάχα στ’ όνομα
γιατί δεν έχετε μια σταγόνα καρδιάς …

Νίκος Παππάς