Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Μαύρη Ψυχή

(απόσπασμα)


Είχα ένα φίλο, τον Τσίκο, 

που με είχε βαφτίσει ''Nina'', το 

ισπανικό αντίστοιχο του ''μικρή''.

Ο Τσίκο με φώναζε έτσι συνέχεια

και μου άρεσε όπως ακουγόταν. 

Μου άρεσε, επίσης, το όνομα 

''Simone'', από τότε που είδα 

την ηθοποιό Σιμόν Σινιορέ

σ' εκείνες τις γαλλικές ταινίες.

Έτσι, έφυγα από τη Φιλαδέλφεια 

ως Γιούνις Γουέιμον,

και έφτασα στο Ατλάντικ Σίτυ 

ως Νίνα Σιμόν.

Το μόνο πρόβλημα ήταν 

μήπως η μαμά ανακάλυπτε 

ότι έπαιζα πιάνο σε μπαρ. 

Άκουγα κιόλας τη φωνή της 

να αντηχεί στ' αυτιά μου: 

''Σε μπαρ; 

Για όνομα του Θεού!''

Δεν έβλεπα πώς η μαμά 

θα μπορούσε να το ανακαλύψει,

αλλά με κάποιο τρόπο, σε τέτοιες 

περιπτώσεις, πάντα το μάθαινε...

Αν υπήρχε ταμπέλα 

στο δρόμο με τ' όνομά μου,

- Απόψε παίζει η Γιούνις Γουέιμον - 

οι πιθανότητες θα ήταν αυξημένες.

Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. 

Η στάση μου 

απέναντι στην ερμηνεία ήταν αυτή

ενός μουσικού με κλασσική παιδεία. 

Όταν παίζεις 

είσαι συγκεντρωμένος στη μουσική 

επειδή αξίζει πλήρη σεβασμό,

και το κοινό πρέπει να είναι 

ήσυχο και σιωπηλό. 

Αν ένας μεθυσμένος 

άρχιζε να φωνάζει και να τσακώνεται 

όσο έπαιζα, 

με αποσπούσε 

από τη συγκέντρωσή μου. 

Έτσι, σταματούσα μέχρι να ησυχάσει,

και αν δεν ησύχαζε δε μπορούσα 

να συνεχίσω. 

Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, 

άρπαζαν τον τύπο και τον πέταγαν 

έξω, στο δρόμο.

Η συμπεριφορά μου 

απέναντι στο εκάστοτε ακροατήριο

διαμορφώθηκε εκεί, 

στο Μινττάουν Μπαρ εντ Γκριλ

και δεν άλλαξε ποτέ,

ανεξάρτητα από το ακροατήριό μου

ή από το πόσο μεγάλη ήταν 

η αίθουσα συναυλιών. 

Δεν επιλέγω εγώ το κοινό μου.

Αν ένα κοινό δε με σέβεται,

προσβάλλει τη μουσική που παίζω.

Και αν δε θέλει

να ακούσει τη μουσική μου, 

τότε ούτε εγώ θέλω να παίξω.

Και αν δεν τους αρέσει η στάση μου,

δεν είναι υποχρεωμένοι να έρθουν

να με δουν.

Δεν τους χρειάζομαι.

Θα έρθουν άλλοι. 


Nina Simone

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Η Άνοιξη

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.

Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.

Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.

Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.

Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη».


Ε.Χ. Γονατάς

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Γράμμα ενός αρρώστου


Φίλε μου Αλέξη, το ‘λαβα το γράμμα σου·

και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;

Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου

ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω…


Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας

όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,

κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα

που να μου φέρει λίγη ποικιλία.


Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα

– σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε –

και τ’ άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε

κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.


Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου.

Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!

Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα

πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.


Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα

κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη

και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα

κι όλο η μητέρα μου ‘λεγε: Το Μάρτη…


Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα

κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:

«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»

Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.


Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,

κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,

πως μ’ ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα

και τώρα πια να μη με περιμένει…


Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να ‘ρχότανε

σαν ένας καπετάνιος να με πάρει

χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του

κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.


Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ’ εκούρασα.

Μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις.

Δε θα ‘βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ απάντηση.

Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις…


Νίκος Καββαδίας

Βάλτε να πιούμε


Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα

πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.

Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;


Βάλτε να πιούμε…


Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.

Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.

Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;


Βάλτε να πιούμε…


Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.

Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.

Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει

κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει

τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;

Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;

Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.

Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.

Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.

Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.

Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Καρθαίος Κλέανδρος

Ο τελευταίος σταθμός

(απόσπασμα)


[…]


Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και νά 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες·

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·

στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

[…]


Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44


Γιώργος Σεφέρης

Έναν ακόμα καφέ πριν φύγω


Η ανάσα σου είναι γλυκιά, τα μάτια σου είναι σαν δύο κοσμήματα στον ουρανό

Η πλάτη σου είναι ίσια, τα μαλλιά σου είναι απαλά στο μαξιλάρι όπου ξαπλώνεις

Αλλά δεν αισθάνομαι στοργή, καμία ευγνωμοσύνη ή αγάπη

Η αφοσίωσή σου δεν είναι σε μένα, αλλά στα αστέρια πάνω από το κεφάλι σου.

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω

Στην κοιλάδα κάτω

Ο μπαμπάς σου είναι παράνομος και περιπλανώμενος στο επάγγελμα.

Θα σου μάθει πώς να διαλέγεις και να επιλέγεις, και πώς να ρίχνεις τη λεπίδα.

Επιβλέπει το βασίλειό του, έτσι ώστε κανένας ξένος να μην εισβάλει.

Η φωνή του τρέμει καθώς ζητάει άλλο ένα πιάτο φαγητό.

Ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο.

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω.

Στην κοιλάδα κάτω

Η αδελφή σου βλέπει το μέλλον όπως η μαμά σου και εσύ.

Δεν έμαθες ποτέ να διαβάζεις ή να γράφεις, δεν υπάρχουν βιβλία στο ράφι σου.

Και η ευχαρίστησή σου δεν έχει όρια, η φωνή σου είναι σαν κορυδαλλός του λιβαδιού

Αλλά η καρδιά σου είναι σαν ωκεανός, μυστηριώδης και σκοτεινή

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω

Στην κοιλάδα κάτω


Bob Dylan

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Πέρασα

Because these wings are no longer wings to fly

— T.S. Eliot


Περπατώ και νυχτώνει.

Αποφασίζω και νυχτώνει.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.

Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.

Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,

πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.

Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων

μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Κική Δημουλά

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Παυσίπονον


Το βλέμμα φτάνει άνετα στη Λισαβώνα

έχω σχεδόν αποδημήσει στα εναύσματα

θα ‘θελα να σου επιστρέψω την αφή σου

χαρίζοντάς σου και τα δέκα μου δάχτυλα

μνημονεύουμε μυστήριο:

μνημονεύουμε ηλιθιότητα, μα εμένα

με φρουρεί συνέχεια η εναρθροσύνη

το τρίγωνο εμπαίζει κι αυτό τα ανύπαρκτα

ουράνια συνεχώς με τρία ύψη

δευτερεύοντες άγγελοι διαρκώς συστρέφονται

στον ύπνο πετυχαίνουμε το σοσιαλισμό μας.


Κουφάλογο – αυτή ‘ναι – η αδιόρατη καλοσύνη

χασμουρητό του έαρος μυωπική νοσταλγία.


Είμαι ακέραιος ωσάν του Άγιου Πάνθηρα τα σαγόνια

κοιτάζοντας απ’ τη γαλάζια κλειδαρότρυπα

τις λινές του Ιησού βλεφαρίδες που ο άνεμος

με τον αντίχειρα ξαναχαϊδεύει σήμερα

στα ανεπρόκοπα βράχια της χαμηλόφωνης Ιουδαίας.


Οσμίζομαι καταιγίδα στο έπακρο

μα η καρδιά μου απουσιάζει στ’ αγριολούλουδα.


Νίκος Καρούζος

Έρως Μελαχρινός


Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις

κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά

της ζωής μου που γέρασε

βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες

είναι πληρωμένοι δολοφόνοι

ας οργανωθεί πια η σφαγή

απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα


Μάτση Χατζηλαζάρου

Χαϊκού

 Μπορεί αυτός ο κόσμος

να είναι ένα λάθος

αλλά οι κερασιές ανθίζουν. 



Kobayashi Issa

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι


Έρχομαι – μουδιασμένος με υποδέχεσαι,

κρατάς τα μάτια επίμονα χαμηλωμένα,

ύστερα λίγο λίγο ξεθαρρεύεις,

αρχίζεις να μιλάς με τρυφεράδα,

τα μάτια χρωματίζεις με ιλαρότητα,

ω πόσο εγκάρδια έγινε η κάμαρη,

δε θέλω γλύκισμα, η κουβέντα σου μου αρκεί.

Μα αν ξεχαστώ και κοιτάξω το ρολόι,

και δείξω μέριμνα για τις δουλειές του κόσμου,

σβήνεις σιγά σιγά την ομιλία,

αρχίζεις να μουδιάζεις λίγο λίγο,

σα να ’μουν ξένος μ’ αποχαιρετάς,

και κλείνεις, κλείνεις σα λουλούδι.


Ντίνος Χριστιανόπουλος

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Αν ξαναγεννιόμουνα


Αν ξαναγεννιόμουνα

όλα όσα έζησα δε θα τ’ αρνιόμουνα

θα 'κανα την ίδια ζωή

κι η κάθε μου αναπνοή

θα 'τανε ίδια κι αυτή


Αν ξαναγεννιόμουνα

για όλα τα λάθη μου δε θα νιαζόμουνα

κι ούτε θα 'χα υπομονή

να ψάξω να βρω το πως, το γιατί


Και το λέω πολύ ειλικρινά

ότι αν γεννιόμουνα ξανά

τίποτα δε θ' άλλαζα

μα τίποτα, μα τίποτα


Αν ξαναγεννιόμουνα

μαζί σου όλα θα τα μοιραζόμουνα

κι ούτε θα 'χα υπομονή

να ψάξω να βρω το πως, το γιατί


Βασιλάκη Α. 

Για τον φτωχό Bertolt Brecht


Εγώ ο Bertolt Brecht

είμαι από τα μαύρα δάση,

η μάνα μου στις πολιτείες

με κουβάλησε,

σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,

και των δασών η παγωνιά

μέσα μου θα `ναι ως το θάνατό μου.


Έχω, έχω το σπίτι μου

στην πολιτεία της ασφάλτου,

φορτωμένος από την αρχή

με όλα τα μυστήρια του θανάτου

με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,

καχύποπτος και τεμπέλης

κι ευχαριστημένος στα στερνά.


Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους

φορώ καθώς το συνηθίζουν

ένα σκληρό καπέλο,

λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα

και λέω πάλι,

δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.


Το πρωί στο γκρίζο χάραμα

τα έλατα κατουράνε,

και τα ζωύφιά τους τα πουλιά

αρχίζουν να φωνάζουν

Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη

πετάω τ’ αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι.


Απ’ αυτές τις πολιτείες

θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους

ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει,

τ’ αδειάζει.


Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί

κι ότι ύστερα από μας

τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα ‘ρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς

που μέλλονται για να ‘ρθουν,

να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου

απ’ την πίκρα να μου σβήσει.


Εγώ ο Bertolt Brecht

από τα μαύρα δάση,

ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου

μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.


Bertolt Brecht

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Πρόσκληση

Θέλω να βρεθούμε

για να μη ξεχάσω πως κάποτε υπήρξαμε

κάτω από τον ίδιο ουρανό

μάρτυρες σε αυτή τη μαζική λιγοθυμία

των δύο χιλιάδων κάτι χρόνων

στους ίδιους δρόμους της πόλης που στενάζει.

Θέλω να βρεθούμε στα στενά που φοβάμαι να διασχίσω

στα σπίτια από κάτω των εξαντλημένων γυναικών, των επαναλαμβανόμενων ανδρών,

μπροστά από πόρτες που δεν θα ανοίξουν ποτέ για να φανερωθούν

τα πρόσωπα των έμφυλων άφυλων με την υπόθεση –τι θα γινόταν αν- καρφωμένη στο κούτελο

τρέξε να βρεθούμε στο στενό με τους κινέζους που δουλεύουν για λευκούς

εκεί που μαζεύονται οι άραβες και μιλάνε πολύ και δεν καταλαβαίνουμε τι λένε

στα μαγικά σημεία που συχνάζουν

τα γατιά που έχουν βρει το νόημα της ζωής

και είναι πάντα ζεστά με τη γούνα τους μέσα στη γούνα τους

χωρίς οθόνες

όλα όμορφα πίσω από όμορφα ακόμα κι αν είναι άσχημα,

στις πίσω πόρτες ακριβών εστιατορίων

όπου οι σερβιτόρες κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο

και τραγουδούν την έκπτωση σαν σειρήνες της νύχτας

να περάσουμε δρόμους και μνημεία νεκρά

να επισκεφτούμε την πόλη που μας ανοίγεται ξένη.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Στα πλακάκια βγαίνει το μαύρο του νέφους που συσσωρεύεται

στα πρόσωπά μας, μέσα στις λακκούβες μαζεύεται μαύρο σκοτάδι

και είναι ακόμα Γενάρης, τα βράδια φέρνουν το ένα μετά το άλλο

σαν να μην έχει συμβεί τίποτα

δεν τολμάει κανείς να ανατρέψει το σύμπαν

οι σταγόνες της βροχής είναι οι μόνες που γλιστράνε από τις ταράτσες

κι όλα αυτά που έχουν κάνει οι άνθρωποι τι θα απογίνουν;

Διαβάζω ένα βιβλίο κι άλλο ένα για να ξεχάσω πώς θα ήταν

εάν ο χρόνος παρατεινόταν σε εκείνα τα λεπτά που ακούμπησες

την πλάτη σου στον τοίχο απέναντί μου και το βλέμμα σου έμεινε στο δικό μου

και συνεννοηθήκαμε, μιλούσαμε χωρίς φωνές, χωρίς αγγίγματα, χωρίς πληροφορία

τα κόκαλά μας πλησιάζαν, μα ήταν σε απόσταση, ο χρόνος, ο χρόνος ήταν μικρός και μεγάλωσε

και οι σκέψεις μου ελπίζω να πέρασαν τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μας χώριζαν,

τους ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα στα μετρό και στους δρόμους, στα καυσαέρια, σε τόπους κι άλλους τόπους, χωρίς στοργή, έχουν ξεχάσει και συνεχίζουν να διαγράφουν,

και όλο πηγαίνουν πηγαίνουν να βρούνε τι -κανείς δεν ξέρει-

ανθρώπους που διστάζουν να αναλάβουν την αλήθεια

ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα

και το τσάι μου έχει κρυώσει στο πάτωμα,

γιατί δεν έχω τραπέζι.

Θα ήθελα αυτή η εξομολόγηση να ήταν χαϊκού, αλλά δεν είναι.

Κλείνω εδώ.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Άραγε αυτοί οι κύκλοι γύρω από τον ήλιο

ξέρουν τι αλλαγή προκαλούν στα δάχτυλα που έχουν ξεχάσει να αγγίζουν;

Εκτός από τα λουλούδια

στο μπαλκόνι μου που δεν τολμούν να μεγαλώσουν

για αυτά υπάρχει το άπειρο μπροστά

ενώ για μένα στα μαλλιά μου μία λευκή τρίχα κι άλλη μία

ίσως κάπου εκεί

και επειδή είμαι μικρή ακόμα

μού λένε η ηλικία μου δεν μού φαίνεται

μα πονάνε τα πόδια μου και η μέση μου

και θα έρθω στο σύμπαν να το σπάσω

όπως με σπάει αυτό μέρα με τη μέρα

κι εκείνη τη στιγμή της διάλυσης

σε προσκαλώ, έλα πάμε μαζί.

Τα έχεις μάθει όλα; Σίγουρα;

Ερωτήματα κολλάνε πάνω στη φασαρία που συνεχίζει δια παντός,

χωρίς σταματημό.

Έχεις ξεσκαρτάρει όλα τα όνειρά σου

τις σκέψεις που κάνεις λίγο πριν γίνει ο καφές

σαν τις κυρίες που στέκονται και καπνίζουν στην άκρη του παραθύρου

ενώ κοιτάζουν το θέαμα,

τα φθινοπωρινά σου δάκρυα που λιγόστεψαν

γιατί δεν είχες να φας

τις χειμωνιάτικες ψύχρες που ξεκινάνε από μέσα

και σε τρώνε από έξω

και τους καλοκαιρινούς έρωτες που ξέχασες πια τι έλεγαν

κι αν είχαν κάτι να πούνε ποτέ.

Παίζουν δυνατά τα κομμάτια που άκουσες από τα αυτοκίνητα που περνούσαν

και σού έστριβαν το στομάχι με αναμνήσεις

για όλα αυτά που ποτέ μα ποτέ δεν τόλμησες.

Η καταραμένη βοή, αυτός θόρυβο της παύσης.

Όσες φορές και να κοιτάξω το ταβάνι, εκείνο με κοιτάει πίσω.

Με έχουν κουράσει αυτές οι μέρες, θέλω να σε δω

πριν φύγω ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα χιλιοχρησιμοποιημένο

θέλω να σε δω πριν κλείσουν τα φώτα στον διάδρομο

πριν χτυπήσει το κουδούνι για να είναι κανείς

πριν με πάρουν τηλέφωνο για να μού πούνε τίποτα

πριν πετάξει το σμήνος των πουλιών και έρθει το άλλο για την άνοιξη

γιατί είναι ακόμα Γενάρης και πώς θα περάσει;

Εκείνος ο σκίουρος που περνούσε από λεύκα σε λεύκα

σε εκείνες τις διακοπές που σφύριζε ο άνεμος πάνω στα φύλλα

και έλαμπε το κρεμαστό μου στις γραμμές του ήλιου

όσο γύριζα σαν μικρός πλανήτης να τον κοιτάξω

δεν ήξερε από φτώχεια και ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα πλάσμα ελεύθερο

μετά έκανα την καμπούρα του διαβάσματος

για τη διατήρηση της αιώνιας αμηχανίας

ο πατέρας μου δεν το έβρισκε φυσιολογικό

και το σταμάτησα

ήθελα σαν τον σκίουρο να τελειώνω, να κοντεύω, να φτάνω. Πού;

Και οι μήνες περνάνε σαν αγκάθια που τα κατάπιε το δέρμα.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Τα κύτταρά μου κάνουν συνεχώς στροφές και σε ψάχνουν

το χέρι μου χαϊδεύει τη σκόνη στον αέρα και φτιάχνει μορφές.

-Τα άλλα σώματα λένε ψέματα, μήπως λέει και το δικό μου;-

Ράβονται και ξαναράβονται οι φαντασιώσεις στη μνήμη

οι άνθρωποι μοιάζουν όλο και πιο πολύ με τον θεό

όταν ξεριζώνουν τις καρδιές τους

τις μέρες που πατάνε τις άλλες μέρες

και λιώνουν σαν ξερά φύλλα σε μία απότιστη γλάστρα.

Μέσα στα κουτιά χώνονται οι καινούργιες ζωές

κτίζουν γωνίες από χαρτιά με αξία ανεξέλεγκτη,

τα πλούσια δωμάτια εγκυμονούν το τέλος του κόσμου

μικροί πολιτικοί μας δαγκώνουν τις φλέβες και τα πόδια,

φαντάσματα τα χρέη μας στάζουν στις βρύσες τα βράδια,

ο μεγαλύτερός μας εφιάλτης γεμίζει το σούρουπο ποτήρια

-κι εμείς;

Μένουμε αγάλματα μπροστά στον καθρέφτη.

Αξίζει κάτι; Έλα να δραπετεύσουμε.

Οι τηλεοπτικές μεταφορές μοιάζουν όλο και πιο πολύ με εμάς,

σκιές που γελάμε κρυφά για να μην ακούσουν οι μανάδες μας,

οι έγνοιες και οι λύπες μας.

Γνωριστήκαμε μόνο με τα ρούχα και με λόγια που κάνουν πως ξέρουν τι λένε

ντρεπόμαστε και αυτό το συναίσθημα είναι το μόνο που καταγράφεται στη σάρκα.

Φτιάχνουμε σίδερα και σοβάδες για να κρατάνε τη γη να μην πέσει

κι ω τι κρίμα, δεν αναπνέουμε από ευγένεια

όσο η νιότη μας στριμώχνεται σε δωμάτια που δεν μας χωράνε.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Θέλω να βρεθούμε έξω από τους θόλους,

μακριά από κριτικές επιτροπές και κρατικές απάτες,

μακριά από αυτά που μας ποδοπάτησαν με φροντίδα,

να μυρίζουμε απλώς λίγο δάσος και λίγη αγάπη.

Ποιος είναι ο τρόπος που τελειώνει;

Οι δολοφόνοι δεν λέγονται δολοφόνοι,

οι διαφορετικοί πεθαίνουν πιο γρήγορα,

κάποιοι ζωντανοί είναι πιο σημαντικοί από άλλους,

τα σώματα που έφτιαξαν για εμάς δεν είναι δικά μας,

κι όταν σού λένε ότι δεν είσαι καλός στο σχολείο

οι ήπειροι γράφουν την εκδίκησή τους.

Κάθε φορά που ένας πατέρας δεν λέει ότι αγαπάει το παιδί του

ένα αστέρι εκρήγνυται.

Τα εγκόσμια λάμπουν συνεχώς μεγαλύτερα

δεν ξέρουν τι θα πει φτώχεια και συνήθεια

κλείνουν την ερημιά σε γιγάντια βάζα που κτίζουν τον φόβο

για τη ματαιότητα και μας κρατάνε με μία απορία

απέναντι στον κίνδυνο.

Μην ξεχαστούμε μέσα στον ύπνο μας

κι έρθει και μας πνίξει το χάος.

Δαγκώνει δεν δαγκώνει;

Ξανά τα χέρια στις τσέπες και όχι πολλές κινήσεις

η θερμοκρασία είναι ακόμα χαμηλή,

είναι ακόμα Φεβρουάριος,

τα πουλιά έχουν αποδημήσει ήδη

το τσάι κρυώνει σε ένα λεπτό, ενώ χρειάζεται τέσσερα για να γίνει

και είναι στα τελευταία τέσσερα λεπτά που κάνεις ακριβώς τις ίδιες κινήσεις.

Η φιγούρα σου διαγράφεται πάνω στα άλλα πρόσωπα που προσπερνάς.

Αν ακουμπήσεις τον ώμο μου, κάνε μία ευχή

και πες μου τι θα γίνει.


Αντιγόνη Ηλιάδη


Μετά τις γιορτές


Κι όταν όλος ο κόσμος έφευγε

και μέναμε οι δυο μας

ανάμεσα σε άδεια ποτήρια και βρώμικα σταχτοδοχεία,

τι όμορφο που ήταν να ξέρω πως βρισκόσουν

εδώ σαν μια όαση,

μόνη μαζί μου στην άκρη της νύχτας,

και πως διαρκούσες, ήσουν περισσότερη από το χρόνο,

ήσουν αυτή που δεν έφευγε

διότι ένα κοινό μαξιλάρι

και μια κοινή ζεστασιά

θα μας καλούσαν ξανά

να ξυπνήσουμε την επόμενη ημέρα,

μαζί, γελώντας, ξεχτένιστοι.


Julio Cortazar


Μία πίστα από φώσφορο


Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο

θα σου ‘φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο

με δώδεκα διαδρόμους

δώδεκα τρόμους

με βύσματα κι εντάσεις φορητές

με πείσματα κι αεροπειρατές


Αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση

θα σου ‘φερνα δισκάκια για ακρόαση

στο λίκνισμα της άμμου

στάλα η καρδιά μου

κι η διψασμένη μου ψυχή στρατός

και πάνω της ζωής ο αετός


Όνειρα όνειρα

φλόγες μακρινές μου

Του φευγιού μου όνειρα

κι άγνωστες φωνές μου


Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι

σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι

απ’τ’άσπρο σου το χιόνι

δίχως σεντόνι

στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή

κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί


Λίνα Νικολακοπούλου

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Σκυλόψαρο

(απόσπασμα)


Δεν θέλετε να ακούσετε την ιστορία

της ζωής μου, και ούτως ή άλλως

Δεν θέλω να την πω, θέλω να ακούσω


τους τεράστιους καταρράκτες του ήλιου.


Και ούτως ή άλλως είναι η ίδια παλιά ιστορία...

μερικοί άνθρωποι που απλά προσπαθούν,

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,

να επιβιώσουν.


Κυρίως, θέλω να είμαι ευγενική.

Και κανείς φυσικά δεν είναι καλός

ή κακός

για κάποιον απλό λόγο.


Και κανείς δεν ξεφεύγει από αυτό, ενώ έχει

να κολυμπήσει μέσα στις φωτιές για να μείνει μέσα

σε αυτόν τον κόσμο.


Mary Oliver

Τα χρόνια


Όλα τα πάρτι που πέρασες

παρακολουθώντας το δωμάτιο

από ένα μπαλκόνι

όπου κάποιος ήρθε μαζί σου

για να καπνίσετε και μετά να επιστρέψετε.

Και πώς αποδεικνύεται ότι κανείς δεν

είχε την παιδική ηλικία που ήθελε,

και πως σου το έλεγαν αυτό

λίγο μεθυσμένα, λίγο λοξά

σε λιγότερο χρόνο από όσο χρειαζόταν

για να τελειώσει ένα τσιγάρο

γιατί τα θλιβερά πράγματα

δεν μπορούν να εξηγηθούν.

Πίσω από το γυαλί και μέσα,

όλοι οι φίλοι σου βουρκωμένοι.

Μπορούσες να νιώσεις το σχήμα

των φωνών τους. Μπορούσες να πεις

από τα μάτια τους ότι ήταν

σε κάποιο άλλο μέρος. Στο 1999

ή στο 2008 ή στον περασμένο Ιούνιο.

Φυσικά, είναι σημαντικό

να πηγαίνεις σε πάρτι. Να μετατρέπεις σε 

ζωή ένα φόρεμα ή ένα ποτό

ή τα σουέντ παπούτσια που φοράει κάποιος

στη βροχή. Στο δρόμο για το σπίτι,

στο αυτοκίνητο της επιστροφής, ο νυχτερινός ουρανός

έκανε τα παλιά του κόλπα. Τα αστέρια

τακτοποιήθηκαν ήσυχα.

Το άτομο που σκεφτόσουν οδηγούσε

κάτω από αυτά. Μακριά από το πάρτι,

(όπως κι εσύ) μέσα στα χρόνια.


Alex Dimitrov