Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

Η γενιά μου

 Η γενιά μου στάζει ιδρώτα παλεύοντας με την αϋπνία πριν καν γεννηθεί

κυνηγάει το επίδομα θέρμανσης, ρεύματος, στέγασης, νερού, ύπαρξης κι ανάσας καίει τα μάτια της στις οθόνες και στα διαφημιστικά ρούχων

και εντολών διαδικασίας κι επιτέλεσης

ψάχνει να βρει στα σόσιαλ μίντια τρόπους διαφυγής

κρεμάει το απεγνωσμένο σώμα της στους δρόμους

σέρνεται διαλυμένη σε χώρους εργασίας, πίεσης και στρες

κάνει σχέσεις χωρίς να εμπιστεύεται κανέναν

έχει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, στέκεται άνετα μέσα στα σκοτάδια,

ψάχνει στην πόλη να βρει απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν πια περάσει

νεκροί γύρω της άγγελοι από μακρινούς τόπους μέσα σε πλατείες κι ερήμους

μέσα σε μουσικές από αυτοκίνητα, σειρήνες, τρένα, κόρνες, λεωφορεία

και την άσφαλτο που καίγεται, τον πακιστανό που κουβαλάει το καρότσι με τα χαρτόκουτα στις τέσσερις το πρωί και τα σπινθηροβόλα μάτια του άστεγου που κατουράει στο πλάι του δρόμου δίπλα στο πολυτελές ξενοδοχείο

τελειωμένη από τα πανεπιστήμια που γεμίσαν φρουρούς του πολέμου,

φτύνει τον κόρφο της με τσάκρα και ωτοασπίδες για τις ουτοπίες, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον

είχε κάποτε όνειρα που πριν ακόμα τα ονειρευτεί ήταν ήδη καταραμένα

όνειρα να κάνει έρωτα ελεύθερα, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, χωρίς περιορισμούς και ανατροπές και κατακλυσμούς και βιασμούς και νεροποντές, όνειρα, όνειρα

που τώρα ανταλλάσσει με ναρκωτικά,

υποψιάζεται ότι θα πεινάσει με στερημένη φαντασία από τα δέκα της χρόνια,

κουβαλάει εφιάλτες στην πλάτη σαν τον Σίσυφο από την Ομόνοια ως την Πλατεία Αμερικής,

πηδάει χωρίς αλεξίπτωτα από ταράτσες, ψάχνει τον χαμένο της χρόνο, τη χαμένη της νιότη στις πονεμένες πλάτες της, λίγο μετά αφού τελειώσει τα τριάντα χωρίς να έχει φτάσει στον αρχηγό της πίστας

σφραγίζει τους χειμώνες που στερήθηκε τη ζέστη και ανοίγει τα καλοκαίρια από τη Μάρνη ως την Αγία Παρασκευή, ζητιανεύει λίγη ηρεμία να κλέψει από τον θόρυβο με το στόμα στραβωμένο από τις εκρήξεις πείνας για κάτι άλλο μέσα στο στομάχι

και το φως της νύχτας που βγαίνει από τα τούνελς κάτω από τις γέφυρες δεν φτάνει να αλλάξει τη μυρωδιά του αλκοόλ έξω από φθηνά μαγαζιά που ατμίζουν σταθερούς ρυθμικούς τόνους

τικ τακ τικ τακ και είναι πρωί τικ τακ τικ τακ δεν το πρόλαβε έγινε μεσημέρι τικ τακ τικ τακ τι είναι το μεσημέρι τικ τακ τικ τακ νύχτωσε κι έγινε απόγευμα και ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα σαν την άμμο στα χέρια σε μία παραλία που μόνο θα ονειρευτεί

ψάχνει τρόπο να σταματήσει να μιλάει για δύο χιλιάδες θάνατο, βρίσκει μνήμες παιδικής ηλικίας, πλάκες για πόλεμο και πεζοδρόμια που την αντέχουν, αφήνει όνειρα έξω από τους σταθμούς του μετρό, ουρλιάζει για τους φυλακισμένους και σηκώνει κάγκελα

ανάβει τσιγάρα το ένα μετά το άλλο στις υπερθερμασμένες αποβάθρες του μετρό και δεν ξέρει πού πάει, κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της, τρώει σούπα μού είπες σού είπα ξεχνάει τι της γίνεται και κάθε μέρα ξαναγεννιέται από το μηδέν μα είναι η ίδια και είναι σαν ρώσικη κούκλα που ξετρυπάει την καρδιά της για να μη την προλάβουν άλλοι

τρελή από φόβο και από πάθος για τη ζωή μα καταπιεσμένη ως την αυγή που δεν τη βλέπει ποτέ μέσα σε υπόγεια και τρύπες με καπνό και υγρασία, μυαλά που μειώνονται επίτηδες ένα προς μόνο για τρέλα μιλάει

στα ομιλούντα κεφάλια που μιλάνε για τον θεό κακαρίζουν σαν παλαβά με φυλλάδια φυτρωμένα στους κόρφους τους για το πώς πρέπει να ζει τη ζωή τη στιγμή που ο θεός δεν δονείται πια παρά μόνο σε γιγάντιες οθόνες νέον με διαφημίσεις για κάποιο προϊόν που όλοι ψωνίζουν μα κανένας δεν χρησιμοποιεί

περνάνε οι βεντάλιες, τα κοσμήματα, τα χαρτομάντιλα, τα χαρτάκια, τα φιλτράκια, τα αρωματικά στικς, τα κερασάκια σε τούρτες ανθρώπινες από άλλο κόσμο με βλέμμα κούρασης και θλίψης χαμογελάνε σε σύννεφα που κινούνται σε ρούχα οργανωμένα σε χρόνους ανοργάνωτους ενώ

μιλάει με γκρίκλις, χορεύει σε ρυθμούς άγνωστους βγαλμένους από τις ρίζες, τις φύτρες και το άνοιγμα των νυχιών της σε στάση άμυνα-επίθεση-άμυνα, περνάνε μπατσικά τα αγοράζει, τους ανταλλάσσει, τα μυαλά της χάνει ενόσω

μία μεταφυσική χροιά υπάρχει στα νεκρά βλέμματα ανάμεσα στις συζητήσεις για το τίποτα, στον θόρυβο κάποιων παιδιών που ήταν αυτή και είναι ακόμα εκεί που για κάποιο λόγο όλοι βλέπουν φαντάσματα από την Κίνα και είναι σαν ρομπότ που απενεργοποιήθηκαν λίγο πριν απορροφηθούν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους από τις υπερφωτισμένες οθόνες

και βρέχει, είναι όξινα και η βροχή σκαλίζει τις λακκούβες της ενήλικης ακμής στο πρόσωπο

σκλάβα της συνήθειας και του σεξ χωρίς ανταπόκριση περιφέρεται ακατάπαυστα μέσα στην υγρασία και στο καυσαέριο και αναπνέει το σκοτάδι, μελετάει για τι και πώς ο κόσμος θα καταστραφεί όχι σε είκοσι χρόνια μα σε ένα δευτερόλεπτο

τινάζει ένα κομμάτι της, πλήθος υπερενέργειας, τις βιταμίνες του, τα μούσκουλα, τα κολγκέιτ πλαστά χαμόγελα, τους ιδανικούς σκελετούς του, τα μακροχρόνια κέρδη του, τα στιλπνά καθαρά μαλλιά του, τα υγιή ζώα και πρωινά του και τα καλοκαμωμένα νύχια του, ενώ κρύβει μέσα στην κινόα και στο αβοκάντο τα αντικαταθλιπτικά του

και τσιρίζουν περιπολικά όχι για τη γυναίκα που σκοτώθηκε, μα για τον μετανάστη που άραζε σε μία γωνία και περίμενε τον φίλο του

από τα υπόγεια γκαρίζουν άνθρωποι στοιβαγμένοι χωρίς χαρτιά και ζόμπι περιφέρονται στον δρόμο και τους κυνηγάνε να τους φάνε, με μηχανάκια και ταξί που αναμασούνε τη χαρά από τα δημόσια μέρη της συνήθειας

κερνάει θρησκοληπτικές αγάπες στα κέντρα τέχνης μεθυσμένη, η γενιά μου, στο πάτωμα μίας σχολής για πισινούς και προφήτες που δεν ξέρουν από μουσική και μαγειρική και κάνουν στροφές  γύρω από τον εαυτό τους φασκιωμένοι με το εγώ τους και την ασυναρτησία τους

στα λεωφορεία τους έχουν ζώα σκοτωμένα που μυρίζουν στις σακούλες τους, σκυλιά με κομμένη την ουρά, που φοράνε τα ρολόγια τους ανάποδα, τρέχουν να προλάβαινουν ούτε κι αυτοί δεν ξέρουν τι, μαθαίνουν άλλες γλώσσες, βρίζουν και μιλάνε πρόστυχα, κόβουν τις φλέβες τους στα ψέματα για να το κάνουν τατουάζ

γενιά εξορισμένη από σπίτια που ανεβάζουν τα νοίκια οι νοικοκύρηδες άνθρωποι με τις λιωμένες ψυχές στα χέρια, ανήθικοι σε έναν κόσμο ηθικό για τα μάτια του μόνο, ακούνε τις γυναίκες που δολοφονούνται από τους άνδρες τους στα διπλανά δωμάτια

την ανέγερση στρατιών πάμφωτου και αιώνιου πολέμου του Χρόνου που τελειώνει συνεχώς και ξαναρχίζει στα δελτία ειδήσεων που γεράσανε, στις τράπεζες που δεν καίγονται ποτέ γιατί είναι η απόλυτη πραγματικότητα, στις γέφυρες από όπου δεν θα πέσει κανείς, γιατί πρέπει να κάνουμε ησυχία, όλοι κοιμούνται,

πίνει μπίρες στο τελευταίο μαγαζί, σπάει ποτήρια και τρώει πίτες από το βρώμικο πάτωμα που το έχουν ακούσει χιλιάδες και ονειρεύεται μέσα από σάπια ρετρό ηλεκτρονική μουσική και σειρήνες

ξεχνάει τα ανοιχτά παράθυρα δίχως δροσιά στο δωματιάκι στη Βικτώρια, τη χτυπάει μόνο το ρεύμα μα δεν έχει να το πληρώσει

περιφέρεται και τραγουδάει στη λεωφόρο εκείνη γεμάτη αφροέλληνες και κινέζους

δίνει το φιλί της αγρύπνιας σε παράδεισο και κόλαση, άγρυπνη πίσω από ένα ψιλικατζίδικο γεμάτο λευκά λαμπάκια, ενσάρκωση μίας γριάς γυναίκας που κάνει καφέ στο μπρίκι στα εβδομήντα και αντί για ζάχαρη αφήνει στην κούπα της δάκρυα

στα εικοσιπέντε της σχίζει τον λαιμό της σε μία φοιτητική γκαρσονιέρα στη θεσσαλονίκη, την ξυλοκοπάνε μέχρι θανάτου λόγω παραξενιάς μέρα μεσημέρι και τραβάνε με τα κινητά τους το θέαμα και οι μέρες περνάνε με φωτογραφίες στις εφαρμογές

η μία γυναίκα πέφτει μετά την άλλη σε σπίτια που δεν ανοίγουν ποτέ παραέξω, τα εγκλήματα καθαρίζονται με ακριβά καθαριστικά κι αυτές βυθίζονται στη μοναξιά, χάνονται στα σκατά που έχουν γεμίσει ποτάμια ολόκληρα γύρω με ιερά γέλια να πέφτουν από ένα αόρατο κοινό που έχει ξεχάσει να νιώσει κάτι άλλο πέρα από το πετσί του που κι αυτό πέφτει σαν ψεύτικο κάθε αλλαγή εποχής φοράει μάσκα και κοστούμι ενοχής

και τα χρόνια δεν γυρίζουν χωρίς καύσιμα για να πάει μπροστά μεθυσμένη από το όλο και την ολοσχερή πραγματικότητα περιμένει τη σωτηρία από έξω

πιστεύει μόνο σε καθημερινές αναρτήσεις, η γενιά μου, και άστατες συζητήσεις παρακαλάει για λοβοτομή και θεραπεία, κάνει γιόγκα για να αυτοπροκαλέσει ιδιάζουσα αμνησία

διαμαρτύρεται σε ένα πινγκ πονγκ του παραλόγου που στάζει αίματα από τις ρόδες του και πηγαίνει από την Ευρώπη ως την Ανατολή και πάλι πίσω μπρος με το μπαλάκι βαρύ σαν τον πλανήτη που κοντεύει να σκάσει μεσάνυχτα στα εντόσθια μίας γάτας που σέρνει από το μπαλκόνι, ώσπου να την πατήσει ο κάγκουρας που τρέχει με εκατόν εβδομήντα στην Ιερά Οδό για να βρει το τελευταίο κομμάτι ζωής που έχει χάσει

ονειρεύεται τη γύμνια της ντυμένη με υποκρισία και το κεφάλι της ελεύθερο πρησμένο από την ατέλειωτη πληροφορία που αναπαράγεται και δεν χωνεύεται ποτέ ούτε τις νύχτες ούτε μετά τον θάνατο

τρώει άλλα χίλια χρόνια για προϊόν πρωινό


Οπότε, θέλω να σου πω κι ας είσαι κι άνδρας,

η γενιά μου είναι τρελή από τρελούς και τρελότερους

παράξενη, στη σκιά μίας μητέρας που υπέφερε

έχει σκοτώσει και σκοτώνεται

γελάει χωρίς χιούμορ

και γράφει απαισιότητες που εξαφανίζονται σε μία μέρα, η γενιά μου,

είναι σε σοβαρή κατάσταση με κρανίο που της το τρώνε συνεχώς τα σκουλήκια

πίνει τσιγάρα στριμμένα με σκόνη μητρικού γάλακτος και νυχτερίδας

πετάει το σώμα της στα γυμναστήρια ή στα νοσοκομεία για να της το φτιάξουν

ενώ χάνεται στην άβυσσο που δεν θα μάθει ποτέ τι είναι

γιατί ο θεός είναι νεκρός, προτιμάει να κλείνει τον εαυτό της σε δανεικά σπίτια

φουσκώνει τον αέρα της με κενά κι άλλα κενά όπου κενό κι αυτή

αφήνεται σε μία επανάσταση που μόνιμα εκκρεμεί και είναι στο παραλίγο

βήχει όλο το βράδυ δίπλα σε ένα μισοφαγωμένο τοίχο, κάτω από έναν μουχλιασμένο φωταγωγό, ακούει τις φωνές των γειτόνων, δεν ζει είναι σαν να έζησε, κάνει κάθε μέρα το ίδιο, επανάληψη στην επανάληψη, στην επανάληψη κι αυτό το σώμα είναι σε κώμα και δεν θα ξυπνήσει παρά μόνο με μία βόμβα στα πόδια που τρέχουν και τρέχουν μα δεν είναι ελεύθερα

δεν ξεφεύγουν ποτέ κι αυτή η πίστα είναι σαν να μην έχει αρχηγό, κι αυτά τα σκυλιά είναι μόνιμα με αφεντικό και δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τους ιαχούς των ψυχών που εκτελούν κάθε μέρα, δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τα αναπάντητα μηνύματα και τηλέφωνα, από τα μεταχειρισμένα έπιπλα, τα τσαλακωμένα σημειώματα στα σκουπίδια, τις κλαμένες παραισθήσεις και φαντασιώσεις,

δεν είναι ασφαλής, δεν είναι ασφαλής αυτή η γενιά, σαν χαλασμένη σούπα που την πετάξανε στην τουαλέτα και τώρα μένει μόνο να της πατήσουν το καζανάκι

διαλύεται, ξεφεύγει, πάει πού αλλού στη θάλασσα, γίνεται ένα με την υπόλοιπη ψευδαίσθηση, αφήνει τη σάρκα της στη χημεία και μελετάει τα ατελείωτα χρονοχτυπήματα πάνω στα ιδρωμένα της ρούχα, πάνω στα σφαγιασμένα της ποιήματα που ξεχύνονται στους δρόμους σαν ορεκτικά για τους επισήμους

ξαπλώνει να ηρεμήσει σε μαξιλάρια από άχυρο βγαλμένα από ένα παραμύθι πλατφόρμας στην άκρη του σύμπαντος, γιατί έχουν προγραμματίσει πότε θα της πάρουν ακριβώς το κεφάλι και για πόσα πριν καν γεννηθεί

γιατί αυτή τη γενιά, τη δική μου γενιά

την ξεπούλησαν φθηνά πολύ

και της αρέσει να καταστρέφει τον εαυτό της και τους άλλους

στο όνομα μία ευγενικής αγίας εκδίκησης που δεν σχεδιάζει καν να πάρει

από τον σατιρικό θεό της ύπαρξής της.


Αντιγόνη Ηλιάδη

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε


Άκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.

Απ' αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.

Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο - το βλέπετε

μπροστά σας σ' άπλετο φως. Φρόντισαν

οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας

σε πέτρα. Γι' αυτό τίποτα δε χρειάζεται

να μάθεις. Έτσι όπως είσαι

εσύ μπορείς να μείνεις.

Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί

όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,

τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς

τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.

Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους

που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε

για όλους τους καιρούς

μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.


Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά

δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.

Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά

                   Η μάθηση θα 'τανε υποχρέωσή σου.


Bertolt Brecht

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2023

Αγρυπνία

Από ατσάλι,

από τανυσμένες βέργες ατόφιου ατσαλιού

γίνηκε η νύχτα

για να μη τη σχίζουν

και τη ξεχώνουν

τα μύρια πράματα

πού τα μάτια μου αποκαμωμένα

έχουνε δει

τα απαίσια πράματα

πού ανυπόφορα

τα φωλιάζουν.


Το κορμί μου απόκαμε τις νόρμες,

τους πυρετούς, τα φώτα:

στα βαγόνια

ενός μεγάλου σιδηρόδρομου

μέσα σ’ ένα τσιμπούσι

ανθρώπων πού αλληλομισούνται

σ’ ένα νήμα τραχύ

των προαστίων

σε μια αγροικία θαλπωρή

νοτισμένων αγαλμάτων

στη νύχτα τη παραφουσκωμένη

πού αφθονούν το άλογο

και ο άνθρωπος.


Το σύμπαν τούτης της νύχτας

έχει την απλοχωριά της λησμονιάς

και το αλφάδι του πυρετού.

Του κάκου πόθησα

ν’ απαλλαγώ

απ’ το σώμα μου

και από την έξαψη καθρέφτη

πού το αγαλλιάζει

και το κοντοζυγώνει

και του σπιτιού πού

αυγαταίνει τους εξώστες του

και του κόσμου πού φτάνει

ίσαμε στα δρομάκια

ενός ρημαγμένου φτωχομαχαλά

ξεθυμασμένου αέρα

και λασπουριάς.


Μάταια περιμένω

τα ξεφτίδια και τα σύμβολα

πριν αρχίσει το όνειρο.


Ακολουθεί η παγκόσμια ιστορία:

οι σχοινοτενείς διαδρομές τού θανάτου

στις ξεχαρβαλωμένες οδοντοστοιχίες

η κυκλοφορία του αίματος μου

και των πλανητών.

(Μίσησα το γλυφό νερό

της γούβας,

αηδίασα το δείλι

το τραγούδι του παπαγάλου.)

Τα ατέλειωτα αποκαμωμένα μίλια

του νότιου προαστίου,

τα μίλια πάμπας

βρωμερής και πρόστυχης,

μίλια ξεράσματος

να σβηστούν θέλουν από τη μνήμη.

Ποντισμένα μποστάνια,

αποφάγια στο σωρό

σαν σκύλοι,

βαλτόνερα στο ασημί

πού βρωμοκοπάνε:

Είμαι ο απαίσιος φύλακας

τούτων των ακίνητων σκηνικών.

Σύρματα, αναχώματα,

ρόλοι νεκρωμένοι,

υπολείμματα του Buenos Aires.

Πιστεύω ετούτη τη νύχτα

στην τρομερή αθανασία:

κανένας άντρας

δεν πέθανε μέσα στον χρόνο,

καμιά γυναίκα,

κανένας νεκρός,

γιατί αυτή πραγματικότητα

η αδήριτη

του σίδερου και της λάσπης

ξεπερνάει

την αδιαφορία αυτών πού είναι

κοιμισμένοι ή νεκροί

– ακόμα κι’ αν κρύβονται

μέσα στον βόρβορο και στους αιώνες –

και τους καταδικάζει

σε αγρύπνια στοιχειωμένη.

Τραχιά σύννεφα,

χρώμα της διαύγειας κρασιού

θα ατιμάσουν τον ουρανό.


θα ξημερώσει

στα βλέφαρα μου

τα σφιχτοκλεισμένα.


Jorge Luis Borges

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Κάθε απώλεια


Κάθε απώλεια ένα κομμάτι μας αφαιρεί

Μια μήνη παραμένει

Που σαν τη σελήνη, μια νύχτα ζοφερή

Η παλίρροια την παίρνει.


Emily Dickinson

Ο χαρτοκόπτης

Τόσα χρόνια κλειδωμένος στο συρτάρι του γραφείου

ανάμεσα σε συνδετήρες,

φακέλους, κουμπιά

κι ακόμη μυρίζει πορτοκάλι.


Δώρο δικό σου στη γιορτή μου.

Τι παράξενο.

Το μόνο που μας ενώνει πια

ένα αντικείμενο που σχεδιάστηκε

να κόβει.


Χάρης Βλαβιανός

Βρόχος


Τώρα που σ’ έχω διαγράψει απ’ την καρδιά μου,

ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,

όλο και πιο πολύ τυραννικά·

δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,

δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,

τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,

έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.


Ντίνος Χριστιανόπουλος

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Πτήση 201

Πτήση 201 απο Βουδαπέστη

διακόσια μπλε φωτάκια κι ένα πορτοκαλί

και τα διακόσια ένα με φέρνουνε σε σένα

που με περιμένεις πίσω απ’ το γυαλί


Εσύ δεν είσαι σαν τους άλλους

είσαι απο εκείνα τα παιδιά

που μέσα στο μυαλό τους έχουν

ένα σπασμένο πύργο ελέγχου

κι ένα ραντάρ μες στην καρδιά


Πτήση 201 απο Βουδαπέστη

διακόσιες πεταλούδες κι ένα χρυσό πουλί

και τα διακόσια ένα με φέρνουνε σε σένα

που με περιμένεις πίσω απ’ το γυαλί


Πετάς κι εγώ μονάχα ξέρω

τι σ’ έχει κάνει να κρατάς

την πιο τρελή γραμμή πορείας

χωρίς μια ζωνη ασφαλείας

χωρίς να σκέφτεσαι που πας


Πτήση 201 απο Βουδαπέστη

διακόσιες μπαλαλάικες κι ένα μικρό βιολί

και τα διακόσια ενα με φέρνουνε σε σένα

που με περιμένεις πίσω απ’ το γυαλί


Μαριανίνα Κριεζή

Το Θεώρημα


Στο μετρό

ονειροπολώ

κι ανασαίνω βαριά

απ’ το κάπνισμα.


Για μια στιγμή ζαλίζομαι

και πέφτουν πάνω μου πολλά φώτα.

Θλίβομαι νιώθοντας

την ανέλπιδη τέχνη

του ποιητή.


Πόσο απλός ο κόσμος,

αυτό το μεγάλο τίποτα,

και πόσο δυστυχία

και βάσανα

σε ραγισμένες καρδιές

και ψυχές πεθαμένες.


Λευτέρης Πούλιος

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Δεν είναι ο Οιδίποδας

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια

τεράστιες αίθουσες δωρικές κολόνες

τα πεινασμένα τα φαντάσματα

καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές


να κλαίνε

τα δώματα με τα νεκρά πουλιά

ο Αίγιστος το δίχτυ ο Κώστας

ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος

ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα

που ανεμίζουνε


νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα

και μπαίνουν μέσα

ο Κώστας σκοτωμένος

ο Ορέστης σκοτωμένος

ο Αλέξης σκοτωμένος


σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα

και μπαίνουν μέσα

ο Κώστας ο Ορέστης ο Αλέξης

άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι

με φώτα με σημαίες με δέντρα


φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει κάτω

φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον ουρανό

τ’ άλογα τ’ Αχιλλέα πετούν στον ουρανό

βολίδες συνοδεύουνε το πέταμα τους

ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο


και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι

γεμάτο οινόπνευμα

τότε νυχτώνει η σιωπή στους δρόμους

και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του

παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών


δεν είναι ο Οιδίποδας

είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς

παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα

είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς


Μίλτος Σαχτούρης

Αν μπορείς

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι ψηλά όταν γύρω σου όλοι

τον εαυτό τους εχάσαν δειλά, και για τούτο μαζί σου τα βάζουν,

στον εαυτό σου αν μπορείς να 'χεις πίστη όταν όλοι για σένα αμφιβάλλουν

μα κι αδιάφορος να 'σαι κι ορθός στις δικές τους μπροστά αμφιβολίες,

αν μπορείς να υπομένεις χωρίς ν' αποστάσεις ποτέ καρτερώντας,

ή μπλεγμένος με ψεύτες, μακριά να σταθείς, αν μπορείς απ' το ψέμα

κι αν γενείς μισητός, να μη δείξεις στρατί στο δικό σου το μίσος,

κι ούτε τόσο καλός να φανείς κι ούτε τόσο σοφά να μιλήσεις,

 

αν μπορείς να ονειρεύεσαι δίχως να γίνεις του ονείρου σου σκλάβος,

αν μπορείς να στοχάζεσαι δίχως τη σκέψη να κάνεις σκοπό σου,

αν μπορείς την λαμπρήν ανταμώνοντας Νίκη ή τη μαύρη φουρτούνα,

να φερθείς με τον ίδιο τον τρόπο στους δυο κατεργάρηδες τούτους,

αν μπορείς να υποφέρεις ν' ακούς την αλήθεια που ο ίδιος σου είπες,

στρεβλωμένη από αχρείους, να γενεί μια παγίδα για ηλίθιους ανθρώπους,

ή αν τα όσα η ζωή σού έχει δώσει αντικρίσεις συντρίμμια μπροστά σου,

κι αφού σκύψεις, ν' αρχίσεις ξανά να τα χτίζεις με σκάρτα εργαλεία,

 

αν μπορείς να σωριάσεις μαζί τ' αγαθά και τα κέρδη σου όλα,

κι αν τολμήσεις με μια σου ζαριά όλα για όλα να παίξεις

και να χάσεις τα πάντα και πάλι απ' την πρώτη σου αρχή να κινήσεις,

και να μην ψιθυρίσεις ποτές ούτε λέξη για τα όσα έχεις χάσει,

κι αν μπορείς ν' αναγκάσεις με βία, την καρδιά σου, τα νεύρα, το νου σου,

να δουλέψουν για σέναν ακόμα κι αφού τσακιστούνε στο μόχθο,

και ν' αντέξεις σ' αυτό σταθερά όταν τίποτε εντός σου δεν θα 'χεις

άλλο εξόν απ' τη θέληση που όρθια θα κράζει σε τούτα «Κρατάτε»,

 

αν μπορείς να μιλάς με τα πλήθη κι ακέριος στο ήθος να μένεις,

ή αν βρεθείς με ρηγάδες χωρίς τα μυαλά σου να πάρουν αέρα,

κι αν ποτέ, ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί να σε κάνουν μπορούν να πονέσεις,

τον καθένα αν ζυγιάζεις σωστά και κανέναν πιο πρόσβαρα απ' άλλον,

αν μπορείς να γεμίζεις το αμείλιχτο ένα λεφτό της κάθε ώρας

στην αξία των εξήντα μοιραίων δευτερόλεφτων της διαδρομής σου,

τότε θα 'ναι όλη η Γη σα δικιά σου, ως και κάθε που υπάρχει σε τούτη,

και —περισσότερο ακόμα— θε να 'σαι ένας άνθρωπος πλέριος, παιδί μου.

 

Rudyard Kipling 

Ισπαχάν

 Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα.

Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών

και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως το σταθμό των αναχωρητών.

Εκεί δε βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων

εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει

και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα

στην περιιπτάμενη γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου.

Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική.

Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν.

Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα

στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένες με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκαλα μιας νυχτερίδος.


Ανδρέας Εμπειρίκος