Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Ποίημα 1146

Τόσο απαλό καθώς το μακελειό των Ήλιων
Σφαγμένων από τα σπαθιά του Δειλινού.

Emily Dickinson

Ακόμα ένας


Ακόμα ένας
Μα χωρίς αιτία
Αφού οι μισοί
Ρωτάνε ό,τι ρωτούν κι οι άλλοι μισοί
Αφού τους απαντάνε με τα λόγια των άλλων
Τι άλλο πια κι εσύ να κάνεις
Παρά να γράφεις σαν τους άλλους
Και ν’ αμφιβάλλεις
Να επαναλαμβάνεις
Να ψάχνεις
Να ζητάς
Τίποτα να μη βρίσκεις
Ν’ αηδιάζεις
Και να λες
Σε τίποτα δε βγάζει
Θα ’ταν καλύτερα να κέρδιζες τη ζωή σου
Μα τη ζωή μου εγώ την έχω, τη ζωή μου
Να την κερδίσω δεν υπάρχει ανάγκη
Πρόβλημα αυτό δεν είναι
Δεν είν’ εκεί το πρόβλημα
Προβλήματα θαρρώ είναι τα υπόλοιπα
Όμως τα έχουν όλα επισημάνει
Για όλα έχουν ρωτηθεί
Και για τα πιο ασήμαντα
Λοιπόν τι άλλο πια μου μένει
Έχουνε πάρει όλες τις λέξεις τις κατάλληλες
Όλες τις λέξεις τις ωραίες για να μιλήσεις
Τις αφρισμένες, τις ζεστές και τις μεγάλες
Τους ουρανούς, τ’ αστέρια, τα φωτάκια,
Τις άγριες, τις μαλακές σαν κύμα
Λυσσάνε, ροκανίζουνε κόκκινα βράχια
Γεμάτες με σκοτάδι και κραυγές
Γεμάτες αίμα κι αισθησιασμό
Γεμάτες με βουντούζες και ρουμπίνια
Λοιπόν εμένα τι μου μένει
Θα πρέπει να ρωτιέμαι αθόρυβα
Δίχως να γράφω δίχως να κοιμάμαι
Πρέπει να ψάχνω για λογαριασμό δικό μου
Και δίχως να το λέω, ούτε στο θυρωρό
Στο νάνο που κινιέται κάτω από τα πόδια μου
Ή στον παπά του συρταριού μου
Πρέπει να σκύβω μέσα μου
Χωρίς να παραστέκεται καμιά καλογριά
Σα χωροφύλακας να ορμήσει να μ’ αρπάξει
Και να μου μπήξει ένα μαχαίρι αλειμμένο βαζελίνη
Πρέπει να χώσω ένα μίσχο στα ρουθούνια
Την ουραιμία να εμποδίζει του εγκεφάλου
Να βλέπω οι λέξεις μου να τρέχουν
Όλοι τους έχουν αναρωτηθεί
Δεν έχω πια δικαίωμα να μιλάω
Έχουνε πάρει τα ωραία και τα λαμπρά
Όλα τους τώρα βρίσκονται ψηλά
Εκεί που είναι θρονιασμένοι οι ποιητές
Με λύρες αυτοκίνητες
Με λύρες ατμοκίνητες
Με λύρες σαν αλέτρια
Και Πήγασους από αντιδραστήρες
Δεν έχω θέμα πια
Κι οι λέξεις που μου μένουν είναι ανούσιες
Βλακώδεις λέξεις άνοστες
Έχω το εγώ, αυτός, αυτή, αυτές
Έχω το του, ποιος, ποιο και τι
Τι να ’ναι, κείνος, κείνη, αυτοί, εμείς, εσείς και ούτε
Πώς θέλετε να γράψω ποίημα
Με τέτοιες λέξεις;
Ε, λοιπόν, ας είναι, δε θα γράψω.

Boris Vian

Εκεί


τα δικτυωτά ανύπαρκτα ριπίδια
της λησμονιάς
ήταν η μόνη
παρηγοριά
μέσα στα αίματα μιας
 παρθένου
που δεν είπε ποτέ τ’ όνομά της
μεσ’ στα τραγούδια
της τεφρής ουσίας
μέσα στους κόκκινους λεπτομερείς ανέμους

κι όμως ήτανε γραφτό
ανάμεσ’ απ’ τους κρίκους
τις ρόδες
τις σούστες
και τα κλάματα
της φαλαινίδος
να φυτρώση έτσι
ένας
φύκος
που ήταν το μόνο στολίδι
της πτωχής αιθούσης.

φωνές
και τα ξέστρωτα τραγικά κρεβάτια
σπασμών.

Νίκος Εγγονόπουλος