Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Η νύχτα στο νησί

‘Ολη τη νύχτα κοιμήθηκα μαζί σου
κοντά στη θάλασσα, στο νησί.
‘Ησουν άγρια και γλυκιά ανάμεσα στην ηδονή και στον ύπνο
ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό.
Ισως πολύ αργά
ενώθηκαν τα όνειρά μας,
στα ψηλά ή στα βαθιά,
στα ψηλά σαν κλαδιά που κουνάει ο ίδιος άνεμος,
στα χαμηλά σαν κόκκινες ρίζες που αγγίζονται.

‘Ισως το όνειρό σου
χωρίστηκε από το δικό μου
και στη σκοτεινή θάλασσα
με έψαχνε
όπως πρώτα
όταν δεν υπήρχες ακόμα,
όταν χωρίς να σε διακρίνω
έπλεα στο πλάι σου,
και τα μάτια σου έψαχναν
αυτό που τώρα
- ψωμί, κρασί, έρωτα και θυμό -
σου δίνω με γεμάτα χέρια,
γιατί εσύ είσαι το κύπελλο
που περίμενε τα δώρα της ζωής μου.
Κοιμήθηκα μαζί σου
όλη τη νύχτα, ενώ
η σκοτεινή γη γυρίζει
με ζωντανούς και νεκρούς,
και σαν ξύπνησα ξάφνου
καταμεσής στη σκιά
το μπράτσο μου τύλιγε τη μέση σου.
Ούτε η νύχτα, ούτε ο ύπνος
μπόρεσαν να μας χωρίσουν.
Κοιμήθηκα μαζί σου
και ξύπνησα με το στόμα σου
βγαλμένο από τον ύπνο
να μου δίνει τη γεύση από τη γη,
από τη θάλασσα, από τα φύκια,
από το βάθος της ζωής σου,
και δέχτηκα το φιλί σου
μουσκεμένο από την αυγή
σαν να έφθανε
από τη θάλασσα που μας περιβάλλει.

Pablo Neruda

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Μια εποχή στην κόλαση


Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές καί όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.
Μ' ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ' όλες
τίς χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλήστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι' η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο
του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν' αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είν' η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα...». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στο θάνατο μ' όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !»
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σάς, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού η διδακτικού ύφους σ' έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

( Μια εποχή στην κόλαση, εκδ. "Γνώση")
Arthur Rimbaud

Το σώμα και το μηδέν

Όνειρο διπλωμένο στ΄ όνειρο
η μέρα στάχτη η νύχτα τίποτα
η πέτρα που σκοντάφτεις και ξυπνάς
σιγά σιγά τα βήματα σε πάνε ως τα βουνά
φεγγάρι ασύγκριτο
περνώντας των δασών τα αινίγματα
τις αίθουσες των δέντρων.

Ναι μοναξιά
κι ένα κορμί
γεμάτο με ησυχία και μηδέν.

Τάκης Σινόπουλος

Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Ρομαντικός Επίλογος

Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων
ἢ ἔστω μνημόσυνα.
Ὅταν δὲν ἔχετε
μαντέψει τὴ δύναμη
ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη
ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.
Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα
χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε
τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.
Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια
ὁ Νοστράδαμος.
Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ
στὴν Ἀποκαθήλωση.
Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.
Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα
καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.
Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα
ὁπουδήποτε.
Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani
τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος
χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του
γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν
κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ
ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.
Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας
Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.
Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα
εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μὴ μὲ διαβάζετε
ὅταν
ἔχετε
δίκιο.
Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν
δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα...
Ὥρα νὰ πηγαίνω
δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.

Νίκος Καρούζος

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Νοσταλγία


Μεσ’ από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.


Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.


Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια καστανά
– πόσος καιρός! — τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά,


Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.


Τα μάτια που κρεμούν — ήλιοι χλωμοί –
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί…


Ποιήματα και πεζά, εκδ. Γράμματα
Κ. Γ. Καρυωτάκης


Νὰ κοιμᾶσαι νηστικός

Νὰ κομᾶσαι νηστικός σὲ μία σοφίτα
Νὰ εἶσαι ὁ τεμπέλης τοῦ σπιτιοῦ
Νὰ γίνεσαι σκουπίδι
Ὅταν ἀνοίγεται ἕνα λερωμένο στόμα
Θὰ σηκώσω τὸ γιακὰ
Γιὰ νὰ φύγω σὰν ἕνας λῃστὴς
Ἀπὸ τὸ δικό μου σπίτι
Θὰ κοιμηθῶ στοὺς δρόμους
Γιὰ νὰ νιώσω ὁλάκερη τὴν πολιτεία
Νὰ τουρτουρίζει μαζί μου
Στὸ παλτό μου ἔχω ἕνα λεκὲ
Ἀλλὰ εἶναι καλὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπω
Θὰ τὸ ξαπλώσω χάμω
Καὶ θὰ στρωθῶ πάνω του
Νὰ πιῶ λίγη βραδυὰ
Στὴ γωνιὰ τοῦ ἔρημου κήπου
Θὰ αἰστανθῶ τὴ σελήνη
Ὅπως δὲν αἰστάνθηκα τίποτε
Στὴ ζωή μου
Θὰ τὴν αἰστανθῶ στὰ χείλια μου
Σὰν ἕνα ἀχλάδι
Στὰ μάγουλα
Σὰν ἄλλα μάγουλα.

Γιώργος Σαραντάρης


Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

Περί προσώπου

Τι σκέφτεσαι;

Τι σκάβεις συνέχεια το πρόσωπό σου στον καθρέφτη;
όπως η μέρα φεύγει ή κάποτε
στη μνήμη ακούς τον ήχο των παρωχημένων.

Τόσα χρόνια περπατάς, ονειρεύεσαι στο ίδιο κορμί.
Στο ίδιο σκοτάδι τη νύχτα χωνεύεις. Μα απόψε,
τα σημάδια που ψάχνεις και βρίσκεις,
απ΄ το πρόσωπο πέφτει ο ασβέστης

και το πρόσωπο τρίζει.

Τάκης Σινόπουλος
Από τις "Πέτρες" 1972

Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Χώρος Αναμονής

Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια.
Εδώ δεν είναι τόπος για έκσταση.
Ενα μακρύ ποτάμι ημέρες αργοκίνητες.
Η νύχτα ο φόβος και το κάθισμα.
Εσύ γυρεύοντας τη σκάλα για τον ουρανό.
Εγώ ψάχνοντας με τα νύχια το πρόσωπο
ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας
στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά
τι περιμένω;

Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός παροξύνεται;
Αν κάποιος φωνάξει βοήθεια απ΄ το δρόμο
αν κάποιος χτυπήσει τον τοίχο
αν έρθουν απέναντι να καθίσουν
όλα τα παιχνίδια που κερδίζονται χωρίς το θεό
η συνέχεια του σκοταδιού
η λάμπα που έφαγε το πετρέλαιο
τ΄ αποτσίγαρα χάμου στο πάτωμα
τα ξένα ρούχα
ακόμη ζεστά
αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια
η πράξη
που γυρίζει ξάφνου σε φόνο;

Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα
που  καθόριζε ολημέρα το βασίλειό της;
Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός
την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την άρνηση;
Το στόμα ήταν ακόμα ζωντανό
η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα και σφάδαζε
η λευτεριά πηδούσε από πόλη σε πόλη
έσταζε το αίμα
η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα
κι εγώ κρύωνα
όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι
μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή
κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι.

Σε τούτη την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί βιασμοί
η επινόηση του έρωτα και της απόγνωσης
εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός
υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα
υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος
υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων
ομοιώματα επαφών συναρτήσεων
πίσω απ΄ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές
εξόριστα διαστήματα μετατοπίζονται
οι πιθανότητες κοιμούνται μες στο δίχτυ τους
η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές
μ΄ ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα
πλησιάζουν και είναι ακίνητα
στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και περιμένω
τι περιμένω;

Ισως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα σπίτια χάνονται
εκεί που η αυγή ανάβει ένα εκατομμύριο χαλίκια
ίσως κατέβεις πιο χαμηλά
εκεί που το σκοτάδι σκάβει το χώμα ακατάπαυστα
εκεί που στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα
εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει
ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα
στον ατελείωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα
όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση χάνεται
εκεί που είσαι ωστόσο
σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια
το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο
μες στη νύχτα που καίει
εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και περιμένω
τι περιμένω;

Από τη «ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ» (1959)
Τάκης Σινόπουλος

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Κυριακές

(απόσπασμα)

Εκείνα τα τσακισμένα χωριά από την μελαγχολία της Κυριακής,
που σε όλους τους ωχρούς δρόμους ένα σκυλί κοιμάται

εκείνα τα ηφαίστεια σαν χλωμά τριαντάφυλλα, ή σαν την αθεράπευτη πληγή
της φτώχιας, γύρω από της οποίας το ζαρωμένο στόμα αδύνατα αγόρια
πωλούν κίτρινη πέτρα θειαφιού

τα καμένα μπανανόφυλλα που χρησιμοποιούνται στο χορό
το ποτάμι του οποίου το κρεβάτι είναι φτιαγμένο από σπασμένα μπουκάλια
η φυτεία του κακάο όπου ένα πουλί του οποίου ο λυγμός ηχεί πρασινοκίτρινος
και στα φώτα κάτω από τα φύλλα με λοφίο
πορτοκαλί φλόγα έχει ξεχάσει το φλάουτό του

κανό ξεφλουδισμένα από το έγκαυμα του ήλιου παλεύοντας ακόμη για
να ξεφύγουν από τη θάλασσα

η νεκρή σαύρα παίρνοντας μπλε χρώμα σαν πέτρα

εκείνα τα ποτάμια, κλωστές από σάλιο, που ξέχασαν την παλιά μουσική

εκείνος ο στεγνός, ο σύντομος παραλιακός δρόμος κάτω από τα ξερά
θαλασσινά αμύγδαλα
όπου οι ρυτιδιασμένοι γέροι άνθρωποι κάθονταν
παρακολουθώντας μια λευκή γολέτα κολλημένη στα κλαδιά
και παίζοντας ντάμα με τα πουλιά που ακολουθούνε τις φρεγάτες....

Derek Walcott

Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Απολογισμός της μοναξιάς

Σπασμένες μέσα μου εἰκόνες ἀνταπόκρισης,
ρήμαγμα μέσα σὲ ξένες ἀγκαλιές,
ἀπελπισμένο κρέμασμα ἀπὸ λαγόνια ξένα.
Πέσιμο ἐκεῖ ποὺ μοναχὰ ἡ μοναξιὰ ὁδηγεῖ:
νὰ ὑποτάξω ἀκόμη καὶ τὸ πνεῦμα μου,
νὰ τὸ προσφέρω σὰν τὴν ἔσχατη ὑποταγή.

(1953)
Ντίνος Χριστιανόπουλος


Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια

Τὰ χλωμὰ τὰ κοριτσάκια
μαραμένα σὰν τὰ κρίνα,
στέκουνται, σὰ μαγεμένα,
καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα,

δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὸ κρύο,
δὲν τὰ νοιάζει γιὰ τὴν πείνα,
κάθουνται μαρμαρωμένα,
καὶ κοιτᾶνε τὴ βιτρίνα...

Κι οἱ κουκλίτσες, ἀπὸ μέσα,
μὲ τὰ κόκκινα λακκάκια,
ποὺ δὲν ξέρουν τὶ συμβαίνει,
καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἔχουν κάκια,

οἱ κουκλίτσες οἱ καημένες,
ἄλλο τόσο μ᾿ ἀπορία,
τὰ κοιτᾶν, κι ἐκεῖνες τώρα,
σὰν ἀλλόκοτα θηρία!

Τὶς κουκλίτσες τὶ τὶς νοιάζει!
καλὰ κάθουνται στὴ ζέστα,
τὰ φτωχὰ τὰ κοριτσάκια,
ὅμως γύρισε καὶ δές τα,

μ᾿ ἕνα μαῦρο ρουχαλάκι,
ξεφτισμένο καὶ τριμμένο,
μ᾿ ἕνα σκίσιμο ἀπὸ πίσω,
ντροπαλὰ μισοκρυμμένο,

μὲ πρησμένο, ἀπ᾿ τὶς χιονίστρες,
τὸ μικρούλι τους χεράκι,
μᾶλλον τὰ καημένα ἐκεῖνα,
μοιάζουν νἆναι ἀπὸ κεράκι...

Κι ὅμως νὰ πού, μὲς τὸ δρόμο,
μὲ τὰ ξένα ἐκεῖνα χάδια,
μιὰ στιγμή, ξαναγιομίζουν
τὴν καρδούλα τους τὴν ἄδεια..

Μὰ σὰν πᾶνε παρακάτου,
ποὺ κανένας δὲν τὰ βλέπει,
ἔρημα καὶ μοναχούλια,
μὲ τὸν οὐρανὸ στὴ σκέπη,

κρύβουν ἔτσι ἀπελπισμένα,
τὰ ματάκια στὸν ἀγκώνα,
ποὺ κι ἐκείνος κλαίει, κλαίει,
στὴν πικρὴν αὐτὴν εἰκόνα...

 Ναπολέων Λαπαθιώτης

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Μικρός Ναυτίλος

ΙΙΙ
Είσαι νέος – το ξέρω – και δεν υπάρχει τίποτε.
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Η ανάκριση του άντρα με τις πολλές καρδιές

Ποια είναι αυτή που έχεις στην αγκαλιά σου;
Είναι αυτή στην οποία εναπόθεσα τα οστά μου
κι έχτισα ένα σπίτι που ήταν μόνο μία κλίνη
κι έχτισα μια ζωή που κράτησε πάνω από μία ώρα
κι έχτισα ένα κάστρο όπου δε ζει κανείς
κι έχτισα, τελικά, ένα τραγούδι
για να ταιριάζει με την τελετή.

Γιατί την έφερες εδώ;
Γιατί χτυπάς την πόρτα μου
με τα λιγοστά σου αποθέματα και τα τραγούδια σου;

Ενώθηκα μαζί της όπως ενώνεται ο άντρας
με τη γυναίκα, αν και δεν υπήρχε χώρος
για εορτασμούς και τυπικότητες
κι αυτά τα πράγματα μετράνε, ξέρετε, για μια γυναίκα.
Και ζούμε, βλέπετε, σε κλίμα ψυχρό
και δεν μας επιτρέπεται να φιλιόμαστε στο δρόμο
έτσι επινόησα ένα τραγούδι που δεν ήταν αληθινό.
Επινόησα ένα τραγούδι που το λένε Γάμο.

Βγαίνεις από το γάμο σου και έρχεσαι σε μένα
κλωτσάς τα σκαλοπάτια του σπιτιού μου
και μου ζητάς να προσμετρήσω αυτά τα πράγματα;

Ποτέ. Ποτέ. Όχι η πραγματική μου γυναίκα.
Είναι η αληθινή μου μάγισσα, είναι πιρούνι και φοράδα μου
η μάνα των δακρύων μου, το μισοφόρι μου της κόλασης
το αποτύπωμα των μαρτυρίων μου, το ίχνος απ’ τις μελανιές
κι επίσης τα παιδιά που θα μπορούσε να γεννήσει
μα κι ένας τόπος ιδιωτικός, ένα κορμί οστέινο
το οποίο ειλικρινά θα αγόραζα εάν μπορούσα να αγοράσω
το οποίο και θα παντρευόμουν εάν μπορούσα να παντρευτώ.

Μήπως να σε βασάνιζα γι αυτό;
Κάθε άνθρωπος έχει την μικρή μοίρα που του έλαχε
και η δική σου είναι μια μοίρα παθιασμένη.

Μα βασανίζομαι όμως. Δεν έχουμε τόπο.
Η κλίνη που μοιραζόμαστε μοιάζει σχεδόν με φυλακή
όπου δεν μπορώ να πω λουλουδάκι μου, παπάκι ή σπουργιτάκι
καρδούλα, αγαπημένη, κορίτσι του καλοκαιριού μου, αστείο μου κορίτσι
κι όλες αυτές τις ανοησίες που λέει κάποιος στο κρεβάτι.
Να πω ότι κοιμήθηκα μαζί της δεν αρκεί.
Δεν την πήγα απλά στο κρεβάτι.
Την έδεσα σ’ αυτό, με κόμπο.

Τότε γιατί στις τσέπες
χώνεις και σφίγγεις τις γροθιές σου;
Γιατί τα πόδια σου κουνάς
σαν σχολιαρόπαιδο;

Έδενα χρόνια αυτόν τον κόμπο στα όνειρά μου.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα όνειρα πέρασα από μια πόρτα
κι εκείνη στέκονταν εκεί φορώντας την ποδιά της μάνας μου.
Μια άλλη φορά, σύρθηκε έξω απ’ το παράθυρο που είχε σχήμα
κλειδαρότρυπας φορώντας τα ροζ κοτλέ της κόρης μου.
Κάθε φορά έδενα αυτές τις γυναίκες σ’ έναν κόμπο.
Και όταν κατέφτασε μια άνασσα, την έδεσα κι αυτήν.
Όμως αυτόν τον κόμπο τον έδεσα στ’ αλήθεια
τώρα την έχω δέσμια, γερά.
Φώναξα τ’ όνομά της δυνατά. Την αιχμαλώτισα.
Της έβαλα σφραγίδα ένα τραγούδι.
Δεν υπήρχε άλλος χώρος γι αυτό.
Δεν υπήρχε άλλη κάμαρα γι αυτό.
Μόνον ο κόμπος. Ο κόμπος ο δεμένος στο κρεβάτι.
Έτσι άπλωσα τα χέρια μου επάνω της
και είπα ότι τα μάτια και το στόμα της μου ανήκουν
όπως και η γλώσσα της, δική μου.

Για ποιον λόγο μου ζητάς να επιλέξω;
Δεν είμαι δικαστής, ούτε και ψυχολόγος.
Δικός σου είναι ο κόμπος ο δεμένος στο κρεβάτι.

Κι όμως περνώ αληθινές μέρες και νύχτες
με παιδιά και μπαλκόνια και μια καλή σύζυγο.
Έτσι έδεσα αυτούς τους άλλους κόμπους
και προτιμώ να μην τους σκέφτομαι
όταν σου μιλώ για εκείνην. Όχι τώρα.
Αν ήτανε ενοικιαζόμενο δωμάτιο, θα το πλήρωνα.
Αν ήταν μια ζωή που χρειαζόταν σωτηρία, θα την έσωζα.
Ίσως είμαι ένας άντρας με πολλές καρδιές.

Άντρας με πολλές καρδιές;
Τότε γιατί τρέμεις έξω από την πόρτα μου;
Ένας τέτοιος άντρας δεν θα με είχε ανάγκη.

Είμαι βαθιά μπλεγμένος στο χρώμα της βαφής της.
Σ’ άφησα επί τω έργω να με πιάσεις,
στις νεανικές μου τρέλες, σ’ ένα τρελό ρολόι
για την φοράδα μου, το περιστέρι μου και το δικό μου καθαρό κορμί.
Μπορεί να λεν για μένα ότι έχω φίδια μες τις μπότες μου
όμως εγώ σου λέω ότι για μία μόνο φορά βρίσκομαι στους αναβολείς,
για μια μόνο φορά, γι αυτή τη φορά, βρίσκομαι μες το κύπελλο.
Η αγάπη της γυναίκας είναι μέσα στο τραγούδι.
Την ονόμασα η γυναίκα με τα κόκκινα.
Την ονόμασα η γυναίκα με τα ροζ
όμως εκείνη ήτανε δέκα χρώματα
και δέκα γυναίκες
και μετά βίας μπορούσα να της δώσω ένα όνομα.

Ξέρω για ποια μιλάς.
Το έκανες ξεκάθαρο ποια είναι.

Ίσως δεν έπρεπε να εκφραστώ με λόγια.
Ειλικρινά, δεν το αξίζω αυτό το φίλημα,
πιωμένος σαν σωληνουργός που είμαι,
αφού έκοψα τα σχοινιά από το άρμα
και αποφάσισα να την κρατήσω εδώ δεμένη διά παντός.
Βλέπεις, αυτό το τραγούδι είναι η ζωή
που δεν μπορώ να ζήσω.
Ο Θεός, ακόμα και καθώς περνάει φευγαλέα,
αποκηρύσσει την μονογαμία ως ιδίωμα χυδαίο.
Ήθελα να την καταγράψω στους νόμους.
Όμως, ξέρεις, δεν υπάρχουν νόμοι γι αυτό.

Άντρα με τις πολλές καρδιές, είσαι ανόητος!
Το τριφύλλι έβγαλε αγκάθια φέτος
κι έκλεψε τους καρπούς απ’ τα κοπάδια
και οι πέτρες στο ποτάμι ρούφηξαν
κι αποστέγνωσαν τα μάτια των αντρών,
τη μία εποχή μετά την άλλη ανεξαιρέτως
και όλα τα κρεβάτια καταδικάστηκαν
όχι από την ηθική ή τους νόμους
μα από τον χρόνο.

Anne Sexton

Τρεις εραστές

Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.

Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας

Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι
Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει

Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

Μίλτος Σαχτούρης

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Θάλασσα του πρωϊού

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ' εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.
Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ' αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Όνειρο μέσα σ' όνειρο


Το υστερνό μου φίλημα στο μέτωπο σου πάρε
και άφησε με, αγάπη μου, δυο λόγια να σου πω
Αλήθεια λές σαν όνειρο πως διάβηκε η ζωή μου
χωρίς κανένα ατέλειωτο και ξέμακρο σκοπό.

Μα αν η ελπίδα πέταξε σε μέρα ή σε νύχτα
εκεί με σκέπασε βουνό της δυστυχιάς μεγάλο
σου φαίνεται πως έχασα το πιο λίγο καλή μου
αφου η ζωή είναι όνειρο κρυμμένο μέσα σ' άλλο.

Στέκομαι σ' άγρια ακρογυαλιά που δέρνει το κύμα
κι άμμους χρυσούς στα χέρια μου σφιχτά σφιχτά κρατάω
τι λίγοι και πως χάνονται απ' τα κλειστά μου χέρια
ενώ εγώ σε δάκρυα ολόπικρα ξεσπάω.

Θεέ μου, είναι αδύνατο να σώσω μόνο έναν
από το κύμα που κυλά με θόρυβο μεγάλο;
Είναι όλα όσα βλέπουμε σ' αυτόν εδώ τον κόσμο
ένα όνειρο ατέλειωτο κρυμμένο μέσα σ' άλλο;

μετάφραση: Κώστας Ουράνης
Edgar Allan Poe

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Η σιωπή του έρωτα


Έτσι όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει το θαμπό φεγγάρι, όσο και αν αντιστέκεται
στη σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε ένα τραγουδι από το αηδόνι
έτσι η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια

Κι όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια
περνά ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και σπάει τα καλάμια με τα δυνατά φιλιά του
που αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού
έτσι τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή

Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.

Oscar Wilde

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Δήλωση Σεφέρη κάπου κάποτε

Ο Γιώργος Σεφέρης στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας είχε επιλέξει τη σιωπή και την άρνηση να δημοσιεύει δουλειά του στην Ελλάδα. Δύο χρόνια πριν το θάνατό του, στις 28 Μαρτίου 1969, αποφασίζει να μιλήσει για πρώτη φορά δημόσια. Η δήλωσή του κατά της χούντας στο BBC έκανε μεγάλη αίσθηση και ο Σεφέρης παύτηκε από πρέσβης επί τιμή, ενώ του απαγορεύτηκε και να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου.

Ακολουθεί η δήλωση:

«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.

Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:

Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.

Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.

Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω»

Ειρήνη



Τ’ όνειρο του παιδιού είναι η ειρήνη
Τ’ όνειρο της μάνας είναι η ειρήνη
Τα λόγια της αγάπης κάτω απ’ τα δέντρα
είναι η ειρήνη.Ο πατέρας που γυρνάει τ’ απόβραδο
μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια
μ’ ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
και οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού
που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.

Όταν οι ουλές απ’ τις λαβωματιές
κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου
και μες στους λάκκους που ‘ καψε η πυρκαγιά
δένει τα πρώτα της μπουμπούκια η ελπίδα
κι οι νεκροί μπορούν να γείρουν στον πλευρό τους
και να κοιμηθούν δίχως παράπονο
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι η μυρουδιά του φαγητού το βράδυ,
τότε που το σταμάτημα του αυτοκινήτου στο δρόμο
δεν είναι φόβος,
τότε που το χτύπημα στην πόρτα
σημαίνει φίλος,
και το άνοιγμα του παραθύρου κάθε ώρα
σημαίνει ουρανός,
γιορτάζοντας τα μάτια μας
με τις μακρινές καμπάνες των χρωμάτων του,
είναι ειρήνη.

Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα
κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει,
τότε που τα στάχυα γέρνουν το ‘να στ’ άλλο λέγοντας:
το φως, το φως
και ξεχειλάει η στεφάνη του ορίζοντα φως,
είναι η ειρήνη.

Τότε που οι φυλακές επισκευάζονται να γίνουν βιβλιοθήκες,
τότε που ένα τραγούδι ανεβαίνει από κατώφλι σε κατώφλι τη νύχτα,
τότε που τ’ ανοιξιάτικο φεγγάρι βγαίνει απ’ το σύγνεφο
όπως βγαίνει απ’ το κουρείο της συνοικίας
φρεσκοξυρισμένος ο εργάτης το Σαββατόβραδο,
είναι η ειρήνη.

Τότε που η μέρα που πέρασε,
δεν είναι μια μέρα που χάθηκε,
μα είναι η ρίζα που ανεβάζει τα φύλλα της χαράς μέσα στο βράδυ
κι είναι μια κερδισμένη μέρα κι ένας δίκαιος ύπνος,
που νιώθεις πάλι ο ήλιος να δένει βιαστικά τα κορδόνια του
να κυνηγήσει τη λύπη απ’ τις γωνιές του χρόνου,
είναι η ειρήνη.

Ειρήνη είναι οι θημωνιές των αχτίνων στους κάμπους του καλοκαιριού
είναι τ’ αλφαβητάρι της καλοσύνης στα γόνατα της αυγής.
Όταν λες: αδελφές μου, – όταν λέμε: αύριο θα χτίσουμε.
όταν χτίζουμε και τραγουδάμε,
είναι η ειρήνη.

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ’ αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ’ όλη τη γη,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη.

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη.

Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος
με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ‘ναι η ειρήνη.


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Β' Τόμος] (1978)
[σειρά Αγρύπνια (1941-1953)]
Γιάννης Ρίτσος




Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Ποίημα στὸ μαγνητόφωνο

Χορό της νύχι ἂς ὦ φῶτα ἠχηρὰ
θαυμάσιο βράδυ
ὁ ἔγχρωμος θόρυβος τῆς πόλεως
τὴ μοναξιά μου διαιροῦσε πότε κίτρινη
πορτοκαλένια κυανὴ καὶ τώρα κόκκινη
βάφοντας πράσινο τὸ περπάτημα.
Εἶχε λευκὰ σημάδια ἡ ἀγάπη.
Στόπ. Ἐπιστροφή.
Εἶχε λευκὰ σημάδια τοῦ κόσμου ἡ ταραχή.
Τὰ νέφη ἀόρατα.
Ὄχι.
Στὶς ἐρημιὲς τοῦ φεγγαριοῦ μέσ᾿ στὰ κλήματα
μαρμαίρει ὁ ἄγγελος ἐνῶ
γελιέται ὁ θάνατος καὶ ἡ νύχτα
διασκεδάζει μὲ διάττοντες.
Ὄχι, ὄχι.
Ὁ χρόνος πλησιάζει τὰ ὁράματα
νυχοπατώντας.
Ἀπληστία!
Ἔπρεπε νὰ βυθίσω περισσότερο
τὴ θλίψη μέσα στὴν ψυχή μου.
Ὄχι.
Στολίζει τὴν ἔκταση ὁ γρύλος.
Ἡ νύχτα κατεβαίνει τὴ σκάλα τοῦ σκοταδιοῦ
κάθεται στὸν ἔρωτα τῆς Μαίρης.
Ἔρημες ἀναπνέουν στοὺς κήπους οἱ προτομὲς
Στόπ. Ὅλα σβήνονται.
Θέλω νὰ βγῶ ἀπ᾿ τὶς λέξεις
βαρέθηκα.
Ν᾿ ἀκούω καλύτερα στὸ ἀπέναντι μπαλκόνι
τί λένε οἱ δυὸ μόνιμες γριὲς
ποὺ κάθονται μὲ τὶς ὦρες.

Νίκος Καρούζος

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Το τραγούδι του Αρχιπελάγους


Ο έρωτας

Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι.

Ο έρωτας
Το τραγούδι του
Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του
Κι η ηχώ της νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει
Ένα καράβι.

Ο έρωτας
Το καράβι του
Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του
Κι ο φλόκος της ελπίδας του
Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει
Τον ερχομό.

 Οδυσσέας Ελύτης

Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

Νυχτερινά

V

Πονώ γιατί πέρασε μέσ' απ' την καρδιά μου
ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκεπάσω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση να 'ναι.

Από τη συλλογή, Η ομίχλη του μεσημεριού (1959)
Βύρων Λεοντάρης

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Αισθηματικός Περίπατος


Η δύση άφηνε τις ύστατες αχτίδες
κι ο άνεμος τα χλωμά τα νούφαρα κινούσε,
τ' ανοιχτά νούφαρα, μέσα από τα καλάμια
θλιβερά γυάλιζαν στο άτρεμο κύμα απάνω.
Μόνος πλανιόμουνα, σέρνοντας την πληγή μου
μέσα από τις ιτιές, μπρος στων νερών το μάκρος,
που η πάχνη η άπλαστη όμοιαζε μεγάλο
φάντασμα άσπρο σαν το χιόνι, απελπισμένο,
με τις άγριες πάπιες μαζί θρηνώντας,
που τα φτερά χτυπάν κι η μια την άλλη κράζουν,
μέσα από τις ιτιές, που ολόμονος πλανιόμουν
σέρνοντας την πληγή μου, και των ίσκιων ήρθε
το άφεγγο σάβανο, τις ύστατες να πνίγει
της δύσης αντήλιες μες στα χλωμά νερά του
και τα νούφαρα, μεσ' από τα καλάμια,
τ' ανοιχτά νούφαρα στο άτρεμο κύμα απάνω.

Paul Verlaine

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Για να ακούς μόνο εμένα




Για ν’ ακούς μόνο εμένα
τρυφερεύουν ώρες ώρες
τα λόγια μου
και γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρων
στην άμμο του γιαλού…

Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινό
μες στο κατακαλόκαιρο.
Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμών
σαλπάρουν τα σύννεφα,
και, εκεί, τ’ αρπάζει ο άνεμος
και τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.
Αρίφνητη η καρδιά του ανέμου
που χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας…

Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,
σιγανό πηγαινέλα των φώτων,
της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη,
στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,
παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,
της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!..

Από τ’ αμπέλια του ήλιου
πέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου.
Της νύχτας οι πελώριες ρίζες
θρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου,
κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμο
ότι είχες μέσα σου κρυμμένο,
κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά,
που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις…

Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει…

Pablo Neruda

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Κατάβαση

Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
εκεί που δεν ήταν τίποτε
να κοιτάξουμε.

Γιώργος Παυλόπουλος


Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις~ φτύσ' τους.

Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.

Έκτωρ Κακναβάτος




Σονέτο μάλλον απαισιόδοξο


"Mit der Dummheit kämpfen Götter selbst vergebens."
 Friedrich Schiller (1759–1805)

Το γυμνασμένο μάτι του τραμπούκου
να διέκρινε άραγε των ροδόδενδρων την αρμονία;
Όχι-όχι-μιαν απέραντη ηθικολογία
δεν θα βοηθήσει να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο

Να ελπίζεις-να ελπίζεις πάντα-πως ανάμεσα εις τους
ανθρώπους.
-που τους ρημάζει η τρομερή «ευκολία»-
θα συναντήσεις απαλές ψυχές με τρόπους

που τους διέπει καλοσύνη-πόθος ευγένειας-ηρεμία.

Ίσως όχι πολλές-ίσως να σ’ άτυχος : καμία-
τότες εσύ προσπάθησε να γενείς καλύτερος
εις τρόπον ώστε να έρθει κάποια σχετική ισορροπία

Άσε τους γύρωθέ σου να βουρλίζωνται πως κάνουν κάτι
συ σκέψου-τώρα πια-με τι γλυκειά γαλήνη
προσμένεις να ρθ’ η ώρα να ξαπλώσεις στο παρήγορο του
θάνατου κρεβάτι.

Νίκος Εγγονόπουλος

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

πώς είναι η κατάσταση

πρώτα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με την ανυπόφορη
φτώχεια
κι ύστερα δοκιμάζουν να σε τσακίσουν με τη μάταιη
φήμη.

κι αν δεν σπάσεις
με κανένα από τα δύο
υπάρχουν οι φυσιολογικές μέθοδοι
όπως οι κοινές ασθένειες
που ακολουθούνται από έναν ανεπιθύμητο
θάνατο.

οι περισσότεροι από μας ωστόσο σπάμε πολύ πριν
απ' αυτό
όπως ήταν
κανονισμένο εξάλλου

από σεισμό
κατακλυσμό
πείνα
οργή
αυτοκτονία
απελπισία
ή απλά
από σοβαρό έγκαυμα
στη μύτη
την ώρα που ανάβεις
το τσιγάρο σου.

Charles Bukowski

Γράμμα



Ὁ ταχυδρόμος,
σέρνοντας στὰ βήματά του τὴν ἐλπίδα μου
μοῦ ῾φερε καὶ σήμερα ἕνα φάκελο
μὲ τὴ σιωπή σου.
Τὸ ὄνομά μου γραμμένο ἀπ᾿ ἔξω μὲ λήθη.
Ἡ διεύθυνσή μου ἕνας ἀνύπαρκτος δρόμος.
Ὅμως ὁ ταχυδρόμος
τὸν βρῆκε ἀποσυρμένο στὴ μορφή μου,
κοιτώντας τὰ παράθυρα ποὺ ἔσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τὰ χέρια μου
ποὺ ἔπλαθαν κιόλας μιὰ ἀπάντηση.
Θὰ τὸν ἀνοίξω μὲ τὴν καρτερία μου
καὶ θὰ ξεσηκώσω μὲ τὴ μελαγχολία μου
τ᾿ ἄγραφά σου.
Κι αὔριο θὰ σοῦ ἀπαντήσω
στέλνοντάς σου μιὰ φωτογραφία μου.
Στὸ πέτο θὰ ἔχω σπασμένα τριφύλλια,
στὸ στῆθος σκαμμένο
τὸ μενταγιὸν τῆς συντριβῆς.
Καὶ στ᾿ αὐτιά μου θὰ κρεμάσω-συλλογίσου-
τὴ σιωπή σου.

Κική Δημουλά

Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Αντινομία


Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές
στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει
Θαλασσοκόρη του βυθού χίλιες οργιές
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι

Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε το αλάτι
μα εσύ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεργιανό το γητευτή τον απελάτη

Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί
θα μείνει ο ναύτης να μετρά τ' άσπρο χαλίκι

Νίκος Καββαδίας


Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

Ὄνειρο


Σὰν ἄσπρο σύννεφο
ἡ σκιά σου σκεπάζει τὸν ὕπνο
ποὺ σ᾿ ἕνα δυσεύρετο παράδεισο κοιμᾶμαι·
ἀκούω πὼς τραγουδᾶς κάτω ἀπ᾿ τὸν ἥλιο,
μὰ μὲς στὴ φωνή σου λιγώνω
καὶ δὲ βλέπω τὸν οὐρανό.

Γιώργος Σαραντάρης