Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Το Νεκροταφείο


Άνθρωπε, που κοιτάζεις μέσα στη θάλασσα –
στερώντας τη θέα από εκείνους που έχουν πάνω της το ίδιο δικαίωμα όσο έχεις κι εσύ για τον εαυτό σου –
είναι φύσει ανθρώπινο να σταθείς στη μέση ενός πράγματος,
αλλά δε γίνεται να σταθείς εν μέσω αυτής:
η θάλασσα δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει παρά έναν καλοσκαμμένο τάφο.
Τα έλατα στέκονται σε πομπή – έκαστο με ένα σμαραγδένιο τρίγωνο στην άκρη – εσωστρεφή όπως τα περιγράμματά τους – λέγοντας τίποτα·
η απώθηση, ωστόσο, δεν είναι το πιο εξόφθαλμο χαρακτηριστικό της θαλάσσης·
η θάλασσα είναι ένας συλλέκτης, ταχύς στο να επιστρέψει το αδηφάγο βλέμμα.
Υπάρχουν κι άλλοι πέρα από εσένα οι οποίοι ενδύθηκαν αυτό το βλέμμα –
η έκφραση των οποίων έπαψε να είναι μία διαμαρτυρία –
τα κόκκαλα των οποίων έπαψαν να είναι το αντικείμενο της έρευνας για τα ψάρια
εφόσον δεν έχουνε αντέξει·
άντρες ρίχνουν τα δίχτυα, δίχως επίγνωση πώς βεβηλώνουν έναν τάφο,
και κωπηλατούν γρήγορα μακριά· όμοια με τα πόδια της αράχνης στην επιφάνεια
κινούν συγχρονισμένα τα πτερύγια λες και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα
όπως ο θάνατος.
Οι κυματισμοί αναδιπλώνονται εις εαυτόν σε μία φάλαγγα – υπέροχοι κάτω από ένα αφρώδες δίκτυο,
και καταλήγουν ξέπνοα ενώ η θάλασσα θροΐζει μέσα κι έξω από τα φύκια·
τα πουλιά βουτούν στον αέρα με τη μέγιστη ταχύτητα, γιουχάροντας κατά το σύνηθες–
τις ρίζες των βράχων γδέρνει το καύκαλο μιας χελώνας, ανάμεσά τους εν κινήσει κι ο ωκεανός, κάτω από τον παλμό των φάρων και τον ήχο των σημαδούρων,
όπως πάντα προελαύνει, δείχνοντας λες και δεν είναι αυτός ο ίδιος ωκεανός
μες στον οποίο όλα τα πεταμένα πράγματα δεσμεύονται να βουλιάξουν –
μες στον οποίο το αν αναδεύονται ή αν θα στροβιλιστούν, δεν θα ‘ναι
από δική τους βούληση ή συνείδηση.

Marianne Moore