Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

Το τρυφερό κι επικίνδυνο πρόσωπο της αγάπης




Το τρυφερό κι επικίνδυνο
πρόσωπο της αγάπης
ήρθε μπροστά μου ένα βράδυ
έπειτα από μια πολύ μεγάλη μέρα
Ήταν ίσως ένας τοξότης
με το τόξο του
μπορεί ένας μουσικός
με την άρπα του
Δεν ξέρω πια
Δεν ξέρω πια τίποτε
Αυτό που ξέρω μόνο
είναι ότι με πλήγωσε
ίσως μ᾽ένα βέλος
μπορεί μ᾽ένα τραγούδι
Αυτό που ξέρω μόνο
είναι ότι με πλήγωσε
με πλήγωσε στην καρδιά
και για πάντα
Με μια καυτή πολύ καυτή πληγή
της αγάπης πληγή.

Jacques Prevert 

Τα παιδιά που αγαπιούνται



Τα παιδιά που αγαπιούνται φιλιούνται όρθια
Μπροστά στις νυχτωμένες πόρτες
Και οι περαστικοί τα δείχνουν με το δάχτυλο
Μα τα παιδιά που αγαπιούνται
Δεν είν᾽εκεί για κανέναν
Και είναι μονάχα η σκιά-τους
Που τρέμει μέσα στη νύχτα
Φουντώνοντας το θυμό των περαστικών
Το θυμό-τους την περιφρόνησή- τους τα γέλια-τους και
τη ζήλεια-τους
Τα παιδιά που αγαπιούνται δεν είν᾽εκεί για κανέναν
Είναι αλλού πιο μακριά κι από τη νύχτα
Πιο ψηλά κι από την ημέρα
Μέσα στο εκθαμβωτικό φως της πρώτης-τους αγάπης.

Από την ποιητική συλλογή Spectacle (1951)
Jacques Prevert 

Στο μεγάλο ποτέ


Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή ημέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ᾽αγαπώ
Αυτό του τραγουδούσε
Η καρδιά-του επάνω-της μονότονα χτυπούσε
Θάθελα ν᾽αγαπάς εμένα μοναχά
Έλεγε πως ήτανε τρελός γι᾽αυτή
και πως μαζί-του εκείνη ήταν πολύ καλή
Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή
Ναι βέβαια
σου λέω πως σ᾽αγαπώ
σ᾽αγαπώ ως το θάνατο
σ᾽αγαπώ για να ζω
Και δεν θέλω να πω πως μονάχα εσένα αγαπώ
πως δεν θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δεν μ᾽αρέσει να γελώ
και πως από τα τρυφερά παράπονά-σου δεν προτιμώ
το γέλιο-σου
Μονάχα εμένα ν᾽αγαπάς
λέει εκείνη
αλλιώς δεν αξίζει
Προσπάθησε να καταλάβεις
Να καταλάβω αυτό δεν έχει σημασία
Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία
σημασία έχεις να ξέρεις
Δεν θέλω τίποτα να ξέρω
Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία το να ξέρεις
σημασία έχεις να ζεις να είσαι να υπάρχεις
Δεν έχουν σημασία όλα αυτά
θέλω να μ᾽αγαπάς
και μόνο εμένα ν᾽αγαπάς
μα θέλω να σ᾽αγαπάν κι οι άλλες
κι εσύ να λες όχι σ᾽αυτές
για χάρη-μου
Τρομερή η πλεονεξία-σου
Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι φτιαγμένη
Καλά λέει εκείνος και φεύγει
Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή ημέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα
Δεν αξίζει τον κόπο να ξανάρθω
Του πέταξε τις βαλίτσες απ᾽το παράθυρο
και νάτος μεσ᾽στο δρόμο
μόνος με τις βαλίτσες
Να τώρα είμ᾽ολομόναχος σαν σκύλος
κάτω απ᾽τη βροχή
έπειτα βλέπει ότι δεν βρέχει
είναι λυπηρό
δεν πέτυχε πολύ
τέλος πάντων δεν μπορεί όλα τα βράδυα να έχει
χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα όπως τ᾽ονειρευτήκαμε
δραματικό
Ο άντρας αφήνει να πέσουν οι βαλίτσες
τα πουκάμισα η ηλεκτρική μηχανή του ξυρίσματος
τα μπουκάλια με τα ποτά
και με τα χέρια στις τσέπες
σηκωμένο το γιακά της καμπαρντίνας
χώνεται μέσα στην ομίχλη
Δεν υπάρχει ομίχλη
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Αφήνω τα πράγματα χώνομαι μέσα στην ομίχλη
(...)

(Ποιήματα, μετάφραση Βαγγέλη Χατζηδημητρίου, έκδ. 4η, έκδ. Θεωρία, Αθήνα 1982, σσ. 150 -157)
Jacques Prevert

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Αναμονή



Σε περιμένω.Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει κείνος
Που δέν έχει τί να περιμένει
Και όμως περιμένει.

Γιατί σαν πάψει να περιμένει
Είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζεί.

Αβάσταχτο είναι...Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ'ακρογιάλι
Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά ναυάγιο.

Μενέλαος Λουντέμης 

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Μανιφέστο

Ο κινηματογράφος Δεν είναι το έργο των Δισεκατομμυρίων.

Ο κινηματογράφος Δεν είναι έργο Αστέρων.

Ο κινηματογράφος Δεν είναι το Θέαμα των πολυεθνικών.

Ο κινηματογράφος Δεν είναι εγγραφή βιντεοταινίας.

Ο κινηματογράφος Δεν είναι έργο της όμορφης φωτογραφίας, του τέλειου πλαισίου, της καθαρής και κατά συνθήκη ηχητικής μπάντας της πλούσιας σκηνογραφίας.

Ο κινηματογράφος Δεν υπάρχει χωρίς φιλμ. Αλλά φιλμ υπάρχει μόνο όταν ξεκινά από την απόφαση βαθιά μέσ' απ' τα σπλάχνα εκείνου που το κάνει και ΟXΙ από την ηλίθια αποφασιστικότητα των Προγραμματιστών, Χειριστών της κουλτούρας, Παραγωγών της ψωλής, Στελεχών επιχειρήσεων, Λειτουργών διαφόρων, Τραπεζιτών, Γραφειοκρατών, Βοηθητικών.

Ο κινηματογράφος Είναι τα Δικά μας φιλμΟ κινηματογράφος Είναι η άρνηση του τεχνικισμού και του σημειολογισμού.

Ο κινηματογράφος Είναι ο τόπος που Εσύ και Εγώ γνωριζόμαστε, “'Εγώ” και Άλλοι αγκαλιαζόμαστε.

Ο κινηματογράφος Είναι όλα τα έργα που δεν έγιναν αλλά θεάθηκαν εκστατικά μέσα στην έκρηξη της Ύπαρξης.

Ο κινηματογράφος Είναι ή απελευθερωτική προσήλωση του Περιθωρίου στην αναζήτηση του ατομικού του Κόσμου.

Ο κινηματογράφος Είναι ο χώρος της Κατάρας και της Μέθης. Ο κινηματογράφος Είναι αιώνια αναλογία του Είναι.

Ο κινηματογράφος Είναι η Κοινωνία που αναπαράγεται κάτω από μια μοναδική συνθήκη: να αφήσει να διαφανεί το Είναι, ο Χρόνος (Κόσμος), πίσω από της πλευρές του Λογισμού.

Ο κινηματογράφος Είναι το σημείο συνάντησης-σύγκρουσης μεταξύ του πραγματικού και του αδιανόητου, του φανταστικού και του αδύνατου.

Ο κινηματογράφος Είναι αυτή η Υπόσχεση-Απειλή: η επιστροφή του Ασύλληπτου, η τόλμη του Απρόβλεπτου.

Ο κινηματογράφος Δεν είναι οι ταινίες που παίζονται στην τηλεόραοη.

Ο κινηματογράφος Δεν είναι τα δασκαλέματα των ειδικών.

 Μάϊος 1987
Σταύρος Τορνές-Τσιριάκος Τίζος

Νυχτερινή ηδυπάθεια


Εχτές είδα στον ύπνο μου πως ήρθες,
αγέλαστος και σκοτεινός, και μ’ άδραξες
βίαια και τραχιά, κι ύστερα μ’ έσερνες
μες σε λιμάνια σκοτεινά κι άδειες πλατείες,
μέχρι που το χακί χιτώνιο σου
στρατός πολύς έγινε, που περνούσε,
στρατός πολύς, που με ποδοπατούσε
στρατός, που με συνέθλιβε κάτω απ’ τις αρβύλες του,
καθώς εβάδιζε άλκιμος• κι εγώ είχα λιώσει,
κουρέλι είχα γίνει, κι ήμουν ένα
με την καυτή την άσφαλτο, που δέχονταν
τ’ αποτυπώματα απ’ τις άπειρες αρβύλες.
Και τότε ήταν, μες στην τόση μου εκμηδένιση,
που εδίψησε σε, Κύριε, η ψυχή μου.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Ἔρθης δὲν ἔρθης


Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.

Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.

Νύχτα. Στὸ χῶμα θὰ πάω νὰ ψάξω
τὸ πάτημά σου νὰ βρῶ, θὰ δράξω
γῆ μέσ᾿ στὴ φούχτα νὰ τὴ φιλήσω,
κι ἀπὸ κλωνάρια κι ἀπὸ χορτάρια
μέσα στὰ χέρια δροσιὰ θὰ κλείσω,
σὰν ἀπ᾿ τὴ σάρκα κι ἀπ᾿ τὴ δροσιά σου.
Πέρα τῆς χώρας ἀνάρια ἀνάρια,
παιζογελώντας με, τὰ λυχνάρια
θὰ μ᾿ ἀχνοστέλνουν τὸ φάντασμά σου.
Μ᾿ ὅλα της νύχτας τὰ λυχνιτάρια
θὰ ψάξω νἅβρω τὸ πέρασμά σου.

Καὶ μὲ τὸ σεῖσμα τἀχνοῦ τοῦ τρόμου
ἢ μὲ τὸ κάρφωμα ἐκστατικό,
στὴ γνωρισμένη πλαγιὰ τοῦ δρόμου,
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ καρτερῶ.

Τρελὸ καρτέρι, καὶ ὁλόγυρά μου
ἡ κρυφὴ νύχτα καὶ ἡ σιγανή·
μόνο γιομάτη θὰ εἶν᾿ ἡ καρδιά μου
ἀπὸ τὴν ψάλτρα σου τὴ φωνή.

Καὶ οἱ στρατολάτες ποὺ θὰ περνᾶνε,
καὶ ὅσα τριγύρω μου ριζωμένα,
κάτι ἀπὸ σένα θὰ μοῦ μηνᾶνε,
καὶ θὰ μοῦ παίρνουν κάτι ἀπὸ σένα.

Γιὰ σὲ ξανἅβρα καὶ ξαναπῆρα
τῶν εἴκοσί μου χρονῶν τὴ λύρα,
κ᾿ ἔρριξ᾿ ἀπάνου
στοὺς λυγισμένους μου ὤμους τοῦ πλάνου
πάθους ἀπότομα τὴν πορφύρα.

Τῆς ὁρμῆς εἶμ᾿ ἐγὼ τὸ παιδί,
τανἄσασμα εἶσαι τῶν ἄγριων κρίνων,
τὸ λάτρεμα εἶσαι, τὸ φυλαχτὸ
τῶν ἐρωτόπαθων πελεγρίνων.

Στερνὴ κατάρα, μοῖρα κακὴ
τούτ᾿ ἡ λαχτάρα, κοντά, μακριά σου,
ἢ σπλαχνισμένου ἀγγέλου εὐκὴ
νὰ ξεψυχήσω μὲ τ᾿ ὄνομά σου;

Ἔρθης, δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
στὴν ἔρμη ἀπάνου πέτρα θὰ γείρω,
Ἴσκιε, στὰ πόδια σου τὸ κορμί...

Κωστής Παλαμάς

Ἀγρύπνησα...



J᾿ai fait ce que je pus...
Victor Hugo

Ἀγρύπνησα, ὑπηρέτησα, ἔκαμα ὅ,τι μποροῦσα,
κ᾿ εἶδα πὼς εἶχε ὁ πόνος μου συχνὰ γιὰ πληρωμὴ
περίγελο. Μὲ μάτιασε τὸ μίσος, καὶ ἀποροῦσα,
γιατὶ πολὺ καὶ ὑπόφερα καὶ δούλεψα πολύ.

27.2.22
Ξανατονισμένη μουσική, 1930
Ἅπαντα, τόμ. ΙΑ´, σελ. 240
Κωστής Παλαμάς

Ἡδονισμός


Ἀπὸ τραγούδια ἕν᾿ ἄυλο κομπολόι
Σ᾿ ἐσὲ δὲν ἦρθα σήμερα νὰ δώσω.
Μὲ τὰ τραγούδια ἐγὼ θὰ σὲ λιγώσω
Καὶ μὲ τὰ ξόρκια, ἀγάπη μου, ἑνὸς γόη.

Γυμνοί. Καὶ σὰν κισσὸς θὰ σκαρφαλώσω
Νὰ φάω τὸ κορμί σου ποὺ μὲ τρώει.
Τοῦ λαγκαδιοῦ σου τὴν δροσάτη χλόη
Μὲ τὸ χέρι θρασὰ θὰ τὴν πυρώσω.

Τὸ κρασὶ ποὺ ξανάφτει καὶ τὸ γάλα
Ποὺ κοιμίζει θὰ φέρω στάλα στάλα,
Μ᾿ ὅλο μου τὸ κορμὶ νὰ σὲ ποτίσω

Καὶ στὰ πόδια σου τ᾿ ἀσπροσκαλισμένα,
Δυὸ βάζα ποὺ μοῦ παίρνουνε τὰ φρένα,
Στερνὴ μανία τὸ μέλι μου θὰ χύσω.

[Βραδυνὴ Φωτιὰ Β´]
Κωστής Παλαμάς

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα



Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.

Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ᾿ ὅλα του τὰ νιάτα.

Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.

Κωστής Παλαμάς

Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι


Γύρω στὸ ἑφτάστερο τ᾿ ἁμάξι
ἀμέτρητοι γιγάντων κόσμοι καὶ θηρίων,
ὁ Γαλαξίας, ἥλιων ὠκεανός, ὁ Ὠρίων,
τὰ Ζώδια, τοῦ Ἀπείρου τέρατα καὶ τρόμοι.

Μουγκρίζει ὁ Λέων στὴν ἐρμιὰ τῶν αἰθερίων,
κι ἡ Λύρα παίζει, καὶ σὰν τρόπαιο καὶ ἡ Κόμη
τῆς Βερενίκης δείχνεται, ρυθμοὶ καὶ νόμοι
μέσα στὸ χάος χάνονται τῶν μυστηρίων.

Καὶ μὲ τὸν Ἥλιο Κρόνος, Ἄρης, Γῆ, Ἀφροδίτη,
σέρνονται φεύγουν, τρέχουνε κυνηγημένοι
πρὸς τοῦ Ἡρακλῆ τὸ μεγαλόκοσμο μαγνήτη.

Μόνο ἡ ψυχή μου, σὰν τὸ πολικὸ τ᾿ ἀστέρι
ἀσάλευτη, ὅμως λαχταρίζοντας προσμένει.
Δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ ἔρχεται, ποῦ πάει δὲν ξέρει.

Κωστής Παλαμάς

Μυστικὴ Παράκληση




Δέσποινα,
κανένα φόρεμα τὴ γύμνια μου
δὲ φτάνει νὰ σκεπάσῃ,
ἡ μοναξιά μου εἶναι σὰν τ᾿ ἄδειο, σὰν τ᾿ ἀλόγιστο
χυμένο προτοῦ νἄρθῃ ἡ πλάση,
ἡ ἀρρώστια μου βογγάει σὰν τὰ μεγάλα δάση
καθὼς τὰ δέρνει ἡ μπόρα.

Ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Ἐσὺ παρθένα, ἐσὺ μητέρα,
κι ἀπὸ δροσιά, κι ἀπὸ κελάϊδισμα
στάλα τοῦ αἰθέρα,
ἦρθεν ἡ ὥρα ἡ φοβερή, ὤχ! ἦρθε ἡ ὥρα.

Πρόστρεξε, Μυροφόρα,
μονάχα Ἐσένα πίστεψα
καὶ λάτρεψα μονάχα Ἐσένα
ἀπὸ τὰ πρωτινὰ γλυκοχαράματα
κι ὡς τώρα μὲς στὰ αἱματοστάλαχτα
μιᾶς ὠργισμένης δύσης.

Δέσποινα, στήριξε μ᾿ Ἐσὺ καὶ μὴ μ᾿ ἀφήσης.

Δέσποινα,
βῆμα δὲν ἔχω μήτε φτέρωμα,
μὲ γονατίζει τὸ στοιχειὸ τῆς θλίψης.
Ὑψώσου ποιός μου λέει; δὲ δύναμαι,
δύνασαι κάτου Ἐσὺ ὡς ἐμὲ νὰ σκύψῃς;

Ῥίξε ἀπὸ πάνου σου,
στοὺς ἀθανάτους τη θεόπρεπη
παράτησε ἁλουργίδα τοῦ Ὀλύμπου,
ἔλα, κατέβα ὁλόγυμνη, βαφτίσου
στὸν Ἰορδάνη τοῦ δακρύου,
κι ὕστερα κρύψε τὸ τρανὸ κορμὶ τὸ ἡλιόχαρο
στὴ σκέπη τὴ γαλάζια της Ἀειπάρθενης,
ποὺ εἶν᾿ ἡ χαρὰ τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν μαρτύρων.

Δὲν εἶσ᾿ Ἐσὺ τῶν ἐθνικῶν ἡδονολάστρα ἡ Μοῦσα,
τῆς πλαστικῆς καὶ τῆς σκληρῆς
χαρᾶς δὲν εἶσαι ἡ Πιερίδα,
τοῦ σπλάχνους τοῦ τρανοῦ βαθιογάλανη
φορεῖς Ἐσὺ πορφύρα
κι ἀπὸ τοῦ θρήνου κατεβαίνεις τὴν πατρίδα.

Ἅ! δείξου στὸ μικρὸ καὶ τὸν ἀνήμπορο,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεσαι στοὺς ταπεινούς,
καὶ φτάσε καθὼς φτάνει στοὺς ἁμαρτωλούς,
καὶ δείξου καθὼς δείχνεται στοὺς σκλάβους
ἡ Ἁγιὰ Λεοῦσα.

Ἄκου, ἕνα-σκούσμα τὸν ἀέρα σπάραξε·
Ποιὸς κλαίει;
Κοίτα, βροχὴ ἀπὸ λάβα βρέχει ἕνας θειφότοπος·
τί κλαίει;
Ἔλα κοντά, ἕνας ἤσκιος ἀργοσάλεψε,
καὶ λέει:
Τοῦ τραγουδιοῦ σου δὲ γυρεύω πιὰ τὸ θρίαμβο,
μηδὲ τὸν κόσμο τὸν ὁλάκριβο, τὴ Λύρα,
μηδὲ τὴ μοίρα
τοῦ δοξασμένου διαλεχτοῦ σου, Δέσποινα!

Λυπήσου,
καὶ πλᾶσε μου,
καὶ στεῖλε μου ἕναν ὕπνο ἥσυχο ἥσυχο,
μὲ τοῦ παιδιοῦ τὸ γλυκανάσασμα,
μαζί μου.

Κωστής Παλαμάς

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2015

Φύτρα Ι


χωρίς χώμα
χωρίς ρίζες
χωρίς κλαδιά
χωρίς λίπασμα
χωρίς ήλιο
χωρίς χλωρίδα

μόνο μια φύτρα

αχ
αυτή
η μοναξιά

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

POST THERMIDOR


Και που ήσαν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτό;
Νύχια της αρκούδας ανηφορίζουνε τη φλέβα μου
Η θεωρία συρματόσχοινο που κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου
ας είναι και σφυρίχτρα
τι μ’ αυτό;
Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα που η θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα εσώρουχα της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα
τον οδοντογιατρό της.
Λαμπάδιζαν οι λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οι φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ουρανοξύστη
ε… και τι
μ’ αυτό;
Μάτια μου ετούτος… άκαυτος
Λευκοντυμένες άφηναν τ’ αμφιθέατρα οι πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
Ιθαγενή αερόστατα ανέβαιναν
απ’ τις θερμοκοιτίδες
Κι εγώ
στις τσέπες μου όσο γίνονταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
Απόμακρη έξω απ’ τις ράγες επέμενε
αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το ουρανί
το μπλάβο
το πορτοκαλί
επέμενε ότι λάμπουσα
αν και παρήλιξ
η γοερή διάνοια των μπολσεβίκων
Από το άπαρτο οδόφραγμα επέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
η φωνή μου.
Κι αχ πως δίχως τροχούς επέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη η Άνοιξη
που το νιογέννητο ατσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου…

Έκτωρ Κακναβάτος