Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

Κάβουρες-φαντάσματα



Καθώς πέφτει η νύχτα και σκουραίνει η θάλασσα,
Ενα βάθος σκοτεινό πυκνώνει, συναθροιζόμενο από τους πόντους και τις υποβρύχιες χώρες,
Μέχρι την άκρη της θάλασσας. Στην αρχή
Μοιάζει ν' αποκαλύπτει βράχια, σκίζοντας τη χλομάδα τους.
Σταδιακά εξουθενώνει τα έργα της παλίρροιας,
Η δύναμή του διαρρέει από απαστράπτοντα κουβούκλια κι έρχονται οι κάβουρες
Κάβουρες γίγαντες, κάτω από επίπεδα καύκαλα, ατενίζουν την ενδοχώρα
Ενα χαράκωμα γεμάτο κράνη.
Φαντάσματα, είναι κάβουρες-φαντάσματα.
Αναδύονται
Ενα αόρατο ξερατό του θαλάσσιου ψύχους
Πάνω από τον άνθρωπο που περιπλανιέται στην αμμουδιά.
Ξεχύνονται στη στεριά, μέσα στο μενεξεδί καπνό που αναθρώσκει
Από τα δάση και τις πολιτείες μας- ένα συμπαγές κύμα
Από ψηλές, εκπληκτικές οπτασίες
Που γλιστρούν σαν δονήσεις μέσα στο νερό.
Οι τοίχοι, τα κορμιά μας, δεν είναι εμπόδια γι' αυτούς.
Η πείνα τους φωλιάζει αλλού.
Δεν μπορούμε να τους δούμε ούτε να τους αγνοήσουμε.
Τα κινούμενα στόματα, τα μάτια τους
Με ένα αργό ορυκτό μένος
Διαρρηγνύουν την ανυπαρξία μας όταν ξαπλώνουμε στα κρεβάτια μας,
Ή καθόμαστε σ' ένα δωμάτιο. Ισως ταράζουν τα όνειρά μας.
Ή πεταγόμαστε απότομα απ' τον ύπνο ανάμεσα στα υπάρχοντά μας
Με κομμένη την ανάσα, λουσμένοι στον ιδρώτα, με μυαλό μπερδεμένο, τυφλό
Στο φως του λαμπτήρα. Κάποτε, για μερικές στιγμές, μ' ένα γλίστρημα  
Παρακολουθούμε
Εναν όγκο σιωπής
Να στοιβάζεται ανάμεσά μας. Οι κάβουρες αυτοί κατέχουν τον κόσμο.
Ολη τη νύχτα, ολόγυρά μας και μέσα από εμάς,
Καταδιώκουν ο ένας τον άλλο, γατζώνονται ο ένας στον άλλο
Καβαλούν ο ένας τον άλλο, ξεσχίζουν ο ένας τον άλλο,
Ολοκληρωτικά εξαντλούν ο ένας τον άλλο.
Είναι η δύναμη του κόσμου τούτου.
Εμείς είμαστε τα βακτήριά τους,.
Πεθαίνουμε τη ζωή τους και ζούμε τον θάνατό τους.
Την αυγή, αποτραβιούνται αργά πίσω από την άκρη της θάλασσας.
Είναι ο σάλος της ιστορίας, ο σπασμός
Στις ρίζες του αίματος, στους κύκλους της ταύτισης.
Γι' αυτούς, οι ρημαγμένες χώρες μας είναι άδεια πεδία μάχης
Ολη την ημέρα ανασυγκροτούνται κάτω από τη θάλασσα.
Το τραγούδι τους, μια απαλή αύρα σπάει πάνω στα βράχια ενός ακρωτηρίου,
Οπου μόνο κάβουρες μπορούν ν' ακούσουν.

Είναι τα μοναδικά παιχνίδια του Θεού.

(από τη συλλογή "Wodwo", 1967)
Ted Hughes

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου