Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Η μάνα και ο χάρος


Σ' ενός παιδιού προσκέφαλο μια μάνα παραστέκει

και ξαγρυπνά, ανήσυχη και καταπικραμένη.

Τόχει μονάκριβο παιδί και τρέμει μην το χάσει.

Χλωμό το προσωπάκι του, τα μάτια του κλεισμένα,

με πόνο το στηθάκι του ανεβοκατεβαίνει·

κάθε που παίρνει αναπνοή λες στεναγμός και βγαίνει.

Το βλέπ' η μάνα και πονεί και σχίζετ' η καρδιά της.


Εκεί στην θύρα της κτυπούν. - Ποιος είναι; - Ένας γέρος.

Κάτι στην ράχη του φορεί, σαν ράσο, σαν σεντόνι,

και το κρατεί σφικτά σιφκτά. Να ζεσταθεί γυρεύει.

Χειμώνας είναι, τα βουνά κι οι κάμποι χιονισμένοι,

έξω απ' την θύρα ο Βοριάς μουγκρίζει παγωμένος,

κι ο γέρος στο κατώφλι της από το κρύο τρέμει.


Η μάνα γέρνει στο παιδί, το βλέπει κοιμισμένο,

στοιβάζει ξύλα στην φωτιά, την θύρα μανταλώνει.

Κι ο γέρος πήγε κάθισε κοντά εις το παιδί της,

κι η μάνα αντίκρυ κάθεται και βλέπει τ' άρρωστό της

όπου ανέπνεε βαριά κι εσάλευε τα χέρια.

- Πε, θα σωθεί; ή ο Θεός θα μου το πάρει, γέρο;

Το κάτασπρο κεφάλι του εκούνησεν ο γέρος,

σαν να της λέγει θα σωθεί, και σαν να λέγει όχι. 

Έσκυψ' η μάνα· δάκρυα τα μάγουλά της βρέχουν.

Τα βλέφαρά της έκλεισαν. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες

έχει η πτωχή να κοιμηθεί. Ο ύπνος την επήρε.

Απεκοιμήθη μιαν στιγμή. Με μιας ανατριχιάζει,

κρύος ιδρώς την περεχά, εδώ κι εκεί κοιτάζει,

δεν βλέπει το παιδάκι της, τον γέρον δεν τον βλέπει...

Ο γέρος Χάρος έφυγε και πήρε το παιδί της!

Κι εκεί, εκεί που δούλευε στην κώχην τ' ωρολόγι,

με μιας βούζει και βογγά, και πέφτει το βαρίδι.

Η ώρα εσταμάτησε. - Η μάνα τρέχει έξω,

τρέχει, φωνάζει δυνατά· Παιδάκι μου, παιδί μου!


Στα χιόνια έξω κάθεται μια μαυροφορεμένη.

- Μην είδες γέρον να περνά, μην είδες το παιδί μου;

- Είδα τον Χάρον κι έτρεχε κι εκράτει το παιδί σου.

Τρέχει γοργά, τον άνεμον τον ξεπερνά ο Χάρος,

κι ό,τι κι αν πάρει μια φορά δεν το γυρίζει πίσω.

- Τι δρόμον πήρε δείξε μου, τι δρόμον, και τον φθάνω.

- Πε όλα τα τραγούδια σου τον δρόμον να σου δείξω,

τα τραγουδάκια τα γλυκά που λεγες του παιδιού σου.

Είμαι η Νύκτα· σ' έβλεπα να κλαις και να τα λέγεις.

- Νύκτα μου, όλα να στα πω, μόν' άφησέ με τώρα

οπού τον Χάρον κυνηγώ να εύρω το παιδί μου!

Η Νύκτα εκσυθρώπιασε, τον δρόμον δεν της δείχνει.

Σφίγγει τα χέρια η πτωχή και τραγουδεί και κλαίει·

δάκρυ το δάκρυ ακολουθεί, τραγούδι το τραγούδι.

Κι η Νύκτα την λυπήθηκε, της έδειξε τον δρόμον.

-Στο δάσος πήγαινε, δεξιά. Εκεί στα μαύρα πεύκα

είδα τον Χάρον να χωθεί κι εκράτει το παιδί σου.


Στα πεύκα μέσα τα πολλά, στα τόσα μονοπάτια

η μάνα παρελόγιασε, δεν ξεύρει πού να πάγει.

Εκεί στου δάσους τα πυκνά εφύτρων' ένας βάτος. 

Δεν είχε φύλλα ούτ' ανθούς, αγκάθια είχε μόνον

κι απ' τα κλαδιά του έσταζε η πάχνη παγωμένη.

- Το είδες το παιδάκι μου; είδες τον Χάρον, βάτε;

- Είδα τον Χάρον να περνά κι εκράτει το παιδί σου.

Αγκάλιασέ με, σφίξε με στα στήθη τα ζεστά σου,

που τα κλαδιά μου πάγωσαν κι από το κρύο τρέμω,

κι αν με ζεστάνεις θα σου πω τον δρόμο που επήραν.

Σφίγγει τον βάτον δυνατά στα στήθη τα ζεστά της·

εξέσχιζαν την σάρκα της τ' αγκάθια· στάζει αίμα...

Στην χειμωνιάτικην νυκτιάν ο βάτος βγάζει άνθη,

στα παγωμένα του κλαδιά φύλλα χλωρά φυτρώνουν.

Τόσην φωτιά έχ' η καρδιά μιας μάνας λυπημένης!


Κι ο βάτος την λυπήθηκε, της έδειξε τον δρόμον.

Κι εκεί που τρέχει, απαντά στον δρόμον της μιάν λίμνην.

Είναι βαθιά, και πέραμα δεν βλέπει, ούτε ξύλο,

κι η μάνα θέλει να διαβεί να εύρει το παιδί της.

- Θεέ μου, θαυματούργησε να καταπιώ την λίμνην!

Και πέφτει κάτω στα νερά βουτά το μέτωπό της.

Και είδ' η λίμνη από βαθιά τα μάτια της να λάμπουν.

- Μέσ' στα βαθιά μου έχω γω πολλά μαργαριτάρια,

πλην σαν τα μάτια σου τα δυο δεν είδ' ακόμη άλλα.

Αν θέλεις δάκρυσέ μου τα να πέσουν στα νερά μου,

κι εγώ αντίκρυ σε περνώ στου Χάρου το παλάτι,

που χει τους κήπους του λαμπρούς με άνθη και δένδρα μύρια,

το κάθε δένδρον και ζωή, ζωή το κάθε άνθος.

- Να λίμνη, πάρ' τα μάτια μου και δωσ' μου το παιδί μου!

Η μαύρη κλαίει και θρηνεί και κλαίει και δακρύζει

ως που τα μάτια της τα δυο εχύθηκαν στην λίμνην,

και στα βαθιά της έλαμψαν σαν δυο μαργαριτάρια.


Κι η λίμνη την εσήκωσε, την πέρασε αντίκρυ.

Εκ' ήσαν δάση και σπηλιές, και στύλοι και καμάρες,

δεν ήξευρες είναι βουνό, ή κήποι και παλάτια.

Αλλά η μάνα τίποτε δεν έβλεπ' η καϋμένη·

τα δυο της μάτια έλαμπαν μεσ' τα βαθιά της λίμνης.

- Πού είν' ο Χάρος πείτε μου, πού είναι το παιδί μου;

Την άκουσ' η γερόντισσα που φύλαγε στην θύρα.

- Ο Χάρος απ' τον γύρον του δεν ήλθ' ακόμη πίσω.

Ποιος σε οδήγησε εδώ; Ποιον είχε βοηθόν σου;

- Βοήθεια είχα τον Θεόν. Μ' ελέησεν εκείνος.

Και συ, γριά, λυπήσου με. Πού θα βρω το παιδί μου;

- Εγώ δεν ξεύρω το παιδί, και συ δεν έχεις μάτια.

Δένδρα και άνθη περισσά μαράθηκαν απόψε,

κι ο Χάρος τώρα που ρχεται θα τα μεταφυτεύσει.

Το κάθε δένδρον άνθρωπος, ζωή το κάθε άνθος.

Μοιάζουν με τ' άλλα τα φυτά όπου στην γην φυτρώνουν,

αλλά εδώ έχουν καρδιές, κι έχ' η καρδιά των κτύπον.

Αν απ' τον κτύπον της καρδιάς γνωρίσεις το παιδί σου

εγώ σου δείχνω πού να πας. Τι έχεις να μου δώσεις;

- Και τι μου μένει της πτωχής; Τι έχω να σου δώσω;

στα τετραπέρατα της γης πηγαίνω αν με στείλεις.

- Στα τετραπέρατα της γης δεν έχω να σε στείλω.

Δώσ' μου τα μαύρα σου μαλλιά, τις εύμορφες πλεξούδες,

και πάρε τ' άσπρα μου μαλλιά, τον δρόμον να σου δείξω.

Της έδωκε τις εύμορφες τις μαύρες τις πλεξούδες

κι επήρε τ' άσπρα της μαλλιά και τ' άσπρα της τα φρύδια,

κι εμβήκαν μέσα στην αυλήν του παλατιού του Χάρου,

εκεί που ήσαν τα φυτά, δένδρα και άνθη μύρια.

Ήσαν εκεί τραντάφυλλα και νάρκισσοι και κρίνοι,

και όλα τ' άνθη του βουνού, και των νερών λουλούδια,

και ποιο απ' τ' άνθ΄ ήτον γερό και ποιο αρρωστημένο.

Ήσαν οξιές και φοινικιές και πλάτανοι και πεύκα,

και ρίγανη στον ίσκιον των κι αλιφασκιά και θρούμπι.

Και το καθέν' απ' τα φυτά έχει και τ' όνομά του·

καθένα είναι μια ζωή. Κι οι άνθρωποι εζούσαν

ένας εδώ, άλλος εκεί, σ' όλες της γης τις άκρες.

Και το καθέν' απ' τα φυτά κτυπούσε η καρδιά του.

Κι η μάνα η βαριόμοιρη η πολυπικραμένη

μεσ' τα λουλούδια τα μικρά ψηλαφητά σκαλίζει,

και σκύφτει το κεφάλι της ν' ακούσει την καρδιά των.

Στα χίλια μέσα γνώρισε τον κτύπον του παιδιού της·

ήτον γαρύφαλο μικρό, χλωμό κι αρρωστημένο.

- Το ηύρα!Να το, έκραξε και άπλωσε τα χέρια.

- Μην το εγγίξεις. Πρόσμενε ο Χάρος να γυρίσει,

και όταν έλθει απ' εδώ να σου το ξεριζώσει

φοβέρισέ τον πως και συ θα ξεριζώσεις τ' άλλα.


Εκεί με μιας εχύθηκεν ένας ψυχρός αέρας

κι ένιωσ' η μάνα η τυφλή πως έρχεται ο Χάρος.

- Εδώ πώς ήλθες; Τι ζητείς; Ποια είσαι; - Είμαι μάνα!

Και το γαρυφαλάκι της σκεπάζει με τα χέρια.

Φυσά ο Χάρος. Πάγωσαν τα δάκτυλα της μάνας·

βαριά βαριά εκρέμασαν τα χέρια στο πλευρό της.

- Ό,τι κι αν κάμεις δεν μπορείς τον Χάρον να νικήσεις.

- Είν' ελεήμων ο Θεός και σε νικά Εκείνος.

- Εγώ δεν κάμνω άλλο τι παρά το πρόσταγμά του.

Εμένα μ' έχει κηπουρόν να του μεταφυτεύω

τα δένδρα του και τ' άνθη του εις τον παράδεισόν του,

εις ένα τόπον μακρινόν που γυρισμόν δεν έχει.

Εκεί εγώ τα παραιτώ και άλλοι τα φροντίζουν.

- Αχ! δώσ' μου το παιδάκι μου, δώσ' το παιδί μου Χάρε!

Πέφτει στην γην γονατιστή, παρακαλεί και κλαίει.

Δεν ωφελούν τα κλαύματα ούτε τα παρακάλια.

Με μιας τα χέρια τα τυφλά απλών' εις δυο λουλούδια.

- Αν μ' απελπίζεις όλα σου θα σου τα ξεριζώσω!

- Μην τα εγγίζεις! Συ πονείς και κλαίεις το παιδί σου,

και θέλεις τώρα την καρδιάν να καύσεις άλλης μάνας;

Ετράβηξε τα χέρια της και γέρνει το κεφάλι.

- Σου έφερα τα μάτια σου. Τα ψάρευσα στην λίμνην.

Τα είδα κι έλαμπαν εκεί μέσ' τα βαθιά νερά της.

Πάρε τα πίσω. Βλέπουνε καλύτερ' από πρώτα.

Πάρε τα κι έλα να ιδείς τα δύο λουλουδάκια

που άπλωσες τα χέρια σου να μου τα ξεριζώσεις.


Εις το πηγάδι της ζωής ο Χάρος την επήγε·

έσκυψε μέσα να ιδεί κι είδε τα δυο ανθάκια,

κι είδε καθέν' από τα δυο τι μοίρα το προσμένει.

Τιμή, αγάπη και χαρά επρόσμενε το ένα

και τ' άλλο το επρόσμενε η συμφορά κι η πίκρα.

Θέλημα είναι του Θεού η μοίρα κάθε άνθους!

- Πε τίνος είναι η χαρά, η πίκρα τίνος, Χάρε;

- Δεν ημπορώ να σου το πω. Μόνον αυτό σου λέγω.

Είν' του παιδιού σου η ζωή εν απ' αυτά τ' ανθάκια,

κι εν απ' τα δύο ριζικά η μοίρα του παιδιού σου.

- Πε μου, ω Χάρε, απ' τα δυο ποιο είναι το παιδί μου;

Αν είν' η μοίρα η κακή δική του, πάρε μου το,

πάρ' το μαζί σου μακριά εις του Θεού τον κήπον.


Και έπεσε στα γόνατα κι εσταύρωσε τα χέρια.

- Τα τόσα μου τα δάκρυα, τα τόσα παρακάλια

ατγχώρησέ μου τα, Θεέ, και κάμε όπως θέλεις,

γιατί είναι πάντοτε σωστόν, Θεέ, το θέλημά σου,

κι αν να τ' αλλάξεις σε ζητώ, Θεέ μου, μη μ' ακούσεις,

μη με ακούσεις!....

                              Κι έσκυψε το μέτωπο στο χώμα.

Κι ο Χάρος ανεχώρησε μαζί με το παιδί της.

Στον τόπο παν τον μακρινό που γυρισμό δεν έχει.


Απόδοση Δημήτρη Βικέλα

Hans Christian Andersen 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου