Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Ρασομόν



Ήταν ένα παγερό σούρουπο. Ο υπηρέτης ενός σαμουράι είχε καταφύγει στο Ρασομόν περιμένοντας να κοπάσει η βροχή. Κανείς άλλος δεν βρισκόταν κάτω απ' τη μεγάλη πύλη. Στην κεντρική κολώνα που το άλικο χρώμα της είχε φύγει εδώ-κει, κούρνιαζε ένα τριζόνι. Κανονικά αυτή την ώρα της νεροποντής το Ρασομόν θα 'πρεπε να προσφέρει την προστασία του σε περισσότερους, φτωχούς κι ευγενείς, μια και βρίσκεται πάνω στο μεγάλο δρόμο του Σουτζάκου. Μα κανείς άλλος δεν βρισκόταν εκεί έξω απ' αυτόν τον άνθρωπο.

Τα τελευταία χρόνια που πέρασαν ήταν για το Κυότο όλο συφορές. Σεισμοί, καταιγίδες, πυρκαγιές το παίδεψαν για καλά. Τα παλιά βιβλία λένε πως ξύλα απ' τους ναούς ακόμα και κομμάτια από τ' αγάλματα του Βούδδα, αφού έβγαζαν το λούστρο, τα ασήμια και τα χρυσόφυλλά τους, πουλιώνταν στους δρόμους για φωτιά. Στην κατάσταση που βρισκόταν το Κυότο δεν υπήρχε θέμα να επισκευασθεί το Ρασομόν. Αυτή η ερήμωση ξεθάρρεψε τις αλεπούδες και τ' άλλα αγρίμια να χτίσουν τις φωλιές τους στα ερείπια της πύλης. Έπειτα οι κλέφτες κι οι ληστές έβρισκαν σίγουρο κρυψώνα εκεί. Στο τέλος κατάντησε συνήθεια να φέρνουν και τους φτωχούς που πέθαιναν και να τους εγκαταλείπουν εκεί. Κι όταν έπεφτε το σκοτάδι το Ρασομόν έπαιρνε τέτοια φοβερή όψη που δεν δοκίμαζε κανείς να κοντοζυγώσει.

Κοπάδια τα κοράκια φτερούγιζαν από πάνω. Όσο ήταν μέρα γυρόφερναν τη σκεπή της πύλης γεμίζοντας τον αγέρα με τις κρωξιές τους. Όταν ο ουρανός αναβοκοκκίνιζε με τη δύση του ήλιου, κούρνιαζαν στην πύλη. Τότε το Ρασομόν έμοιαζε σαν να το είχες πασπαλίσει με σουσάμι. Τόσα πολλά μαζεύονταν.

Ryūnosuke Akutagawa

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου