Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα


Ανάμεσα στα περιπλανώμενα, βιαστικά, nλiθια, πρόσωπα
του δρόμου, σε είδα απόψε Kωστή Παλαμά,
σεργιανίζοντας πάνω-κάτω
στη μεθυσμέvn μου απογοήτευση
γυρεύovτας μια πόρνη ή ένα φίλo ή τηv ανάσταση.
Τι βιτρίνες και τι φεγγάρι! άνθρωποι λογής – λογής βολτάρουν τη νύχτα και σιδερένια σκυλιά
που κορνάρουν
γάτες στoυς σκουπιδοτενεκέδες
και συ παραμυθά Βερν
τι γύρευες στην είσοδο της πολυκατοικίας;
Νιώθω τις σκέψεις σου Kωστή Παλαμά, άμυαλε γερoξεφαvτωτή
καθώς έμπαινες μέσα στo μπαρ γλυκοκοιτάζοντας τις πουτάνες και πiνovτας ένα διπλό ουiσκι.
Σ’ ακoλoύθησα μέσα από ομiχλες από τσιγάρα και χάχανα λόγω των γυvαικεiων μαλλιών μου. Κάθισα να με κεράσεις
πάνω στo σανιδένιο πάγκο. Δίπλα σε μια σειρά καθισμένα αγάλματα.
-Eiμαστε οι ζωvτανότεροι τoύτης της νύχτας-
Οι χαφιέδες μας κοιτάζουν καxύπoπτα και τα φώτα σβήνουνε σε μια ώρα.
Ποιος θα μας κουβαλήσει στο σπίτι; Κωστή Παλαμά, έρημε φωνακλά, άσωτη
κλήρα μου. Τι ρωμιοσύvn δασκάλευες με φωτιά και βουή, ανεβασμένος στην κορφή της ελπίδας, όταν ξαφνικά n vύχτα πετάχτηκε σα μαχαίρι
απ’ τη θήκη. Κι απόμεινες στην καρέκλα παράλυτος με τ’ όραμα μιας αυγούλας που άχνιζε.
Νιώθω σκολιαρόπαιδο που τούλαχε στραβόξυλο δάσκαλος. Καιρό λογάριαζα μαζί σου πώς
θα τα πάω. Φρικτό γερασμένο σκυλί πάμε
να ξεράσουμε τ’ αποψινό μας μεθύσι,
σ’ όλες τις πόρτες των κλειστών βιβλιοπωλείων. Πάμε να κατουρήσουμε όλα τ’ αγάλματα
της Αθήνας, πρoσκυvώvτας μονάχα του
Ρήγα. Και να χωρίσουμε ο καθένας στο
δρόμο του σαν παππούς κι εγγονός που βριστήκανε. Φυλάξου καλά απ’ την τρέλα
ρου γέρο. Όποτε μου τη δώσει, θα σε σκοτώσω.

Λευτέρης Πούλιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου