Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2013

Ύπνος βαρύς σαν μόλυβδος


στον Philippe Soupault 

Ο αγουροξυπνημένος κοιμώμενος ατενίζει τη ζωή με μάτια μικρού παιδιού
Κοιμώμενε πιο σύννεφο σκιάζει το γαλάζιο του μετώπου σου
Ο άνθρωπος κουνάει ένα κεφάλι πιο βαρύ κι από την καταιγίδα
Θα ήθελε να παίξει στις τέσσερις γωνιές μα δεν μπορεί Είν’ ολομόναχος
Η σφαίρα του ήλιου ματαίως του δίνεται
Ματαίως τα γείσα των γεφυρών
Ματαίως
Ο Ερρίκος ο Δ΄ τον προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι κυνηγητό
Ο κόσμος κυλά κατ’ απ’ τα πόδια του και δίπλα του οι περαστικοί έχουν πάντα το ίδιο πρόσωπο
Οι πιο βιαστικοί μοιάζουν πιο νέοι κι οι πιο ηλικιωμένοι βαριούνται τη ζωή τους(2)
Βλέποντας την δεν θα πιστεύαμε πως η πόλη δεν είναι από χαρτόνι ούτε πως τα βράδυα
Ψεύτικη σαν τις κόρες των ματιών των γυναικών και των επιστήθιων φίλων
Τι κινδύνους διατρέχω Ακίνητος στο παραπέτο του σύμπαντος
Αν ήταν να χαθώ σ’ αυτή τη δαγεροτυπία η όψη των σπιτιών στις οχτώ η ώρα θερινή
Ο ίλιγγος η διακόσμηση γίνονται το πρόσωπο της ζωής
Το πρόσωπο της κόρης εκείνης που τόσο αγάπησα
Για τις παλάμες της τα μάτια της και την ηλιθιότητα της
Πόσο ψευδόσουν υπέροχα τοπίο του έρωτα
Κι εκείνη η μικρή σπηλιά στο κούφωμα των ώμων σου
Και τ’ ανατριχιάσματα που κυλούσαν σαν τις σταγόνες στο πρόσωπο μου
Οργή οργή μα τραγουδούσες με χαμηλή φωνή σαν να ‘σουν η πιο αθώα στη γη
Και δεν έβρισκες παρά σύμφωνα κουφά
Ήχοι τραβηγμένοι από το αίμα για να ονοματίσουν τα χείλη τα χάδια
Ό,τι χόρευε ανάμεσα σε δυο σώματα η φλόγα της επιθυμίας κερί
Το βούισμα των μυγών στα φρούτα είμαι εγώ
Κι όταν αφηνόμουν ελεύθερος άφηνες με νόημα το μπράτσο σου να κρέμεται ώριμο
Μπορεί δίχως κόπο να νυστάζει
Δεν είναι νεκρό Κινείται σ’ έναν κόσμο πιο ελαστικό
Μη μου μιλάτε για το φως του ήλιου
Προσμένω την κόρη της ανάμνησης να ξαναγεννηθεί
Τρύπα φρικτή στη μνήμη
Μια λίμνη που μπορεί κανείς να δει ανθρώπους να πνίγονται να καταβυθίζονται να κρατούν από την ασφυξία το λαιμό τους αλλά να μην μπορούν να πιουν ούτε μια γουλιά νερό
Καμία μεταμέλεια δεν δύναται να σε ξυπνήσει
Κι αισθάνεσαι το κρεβάτι κάτω από τους νεφρούς σου
Ίσαμε και το έσχατο τούτο στήριγμα να κατακρημνιστεί και να κατρακυλήσεις στο κενό
Σε μια χώρα του ονείρου υπόγεια
Ξαναπέφτω λοιπόν κι εγώ στα παιδικά μου χρόνια
Τα βιβλία είναι ακόμα πορφυρά και επίχρυσα
Δεν υπάρχει παρά μονάχα μία γραμμή για το μέλλον
Εκεί ανάμεσα στ’ αναρριχητικά φυτά δασών οικείων
Ανάβαμε φωτιές με σπασμένα κλαδιά ξερά κι η πυξίδα έδειχνε ακόμα το Βορρά
Αρκεί οι βαστάζοι να μην εξεγείρονταν
Αρκεί οι κοιμώμενοι να μην ξυπνούσαν
Σώμα μου σε φωνάζω μ’ ένα όνομα που τα χείλη έχουνε λησμονήσει από την πρώτη μέρα της δημιουργίας
Το σώμα μου το σώμα μου είν’ ένας κόκκινος χορός είν’ ένα μαυσωλείο μια πιστολιά στα περιστέρια πίδακας πυρετός
Ποτέ ξανά δεν θα τραβήξω τον νέον αυτόν από την αγκαλιά του δάσους.    

Από τη συλλογή "Η αέναη κίνηση(1)" 
(1925)
Louis Aragon

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου