Ι.
Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου
διαλυμένες απ’ τη φαιδρότερη Λογική
υστερικές, γυμνές και χρεωμένες
να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας
τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση,
ρεμπέτες-άγγελοι που τσάκισαν τη ράχη τους μεταφέροντας πίτσες,
φιλέτα ροφού σβησμένα σε σαμιώτικο, έπιπλα «κάν’ το μόνος σου» και είδη υγιεινής,
που φτωχοί στήθηκαν καπνίζοντας μπροστά από υπερφυσικές οθόνες
μ’ έναν τρόμο παράλυτο για τα βιογραφικά τους,
που βρήκαν την κόμισσα Seroxat να σέρνεται ξημερώματα στην Ηπείρου
συντροφιά με τον βαρόνο Tavor και τη μακρινή εξαδέλφη του ―
αναιμική δεσποινίδα του ιδιωτικού παροράματος ―Xanax,
που σκάλισαν μ’ έναν ξεκούρδιστο τζουρά
χιτζάζ, ουσάκ, σαμπάχ και πειραιώτικους δρόμους,
αυλακωμένα απομεσήμερα με καύσωνα
μέσα σε τυφλά δυάρια και γρίλιες ασφυκτικές,
που πάρκαραν τα Cherokee τους στα λιθόστρωτα του Ψυρρή
κι έχασαν το σκαλπ τους για μια φυσική ξανθιά –που δεν ήταν φυσική ξανθιά–
που τρέκλισαν και σκόνταψαν στο ανυπόληπτο φιλιατρό
επιστρέφοντας με σκάρτη καρδιακότητα στη Κατανάγκα,
που άκουσαν τον Σωκράτη να ουρλιάζει «Τα Πάγια» με σπασμένες χορδές
απ’ τη Συκιά Χαλκιδικής ίσαμε τη Στουτγάρδη,
που εκπόνησαν διδακτορική διατριβή
με θέμα «Ο Υπαρξισμός μετά τον Σαρτρ και το Πρόβλημα της Αναπηρίας
στη Νοτιοδυτική Γκάνα» και γύρισαν στην Αθήνα
θωπεύοντας στις ουρές του ΟΑΕΔ το μακρύτερο
μανίκι της μεταμοντερνίλας,
που έψαξαν ανάμεσα στις 7.284 πληγές του Φαραώ
μήπως και βρουν τη δική τους,
που το ’ριξαν στο Ζεν και μπόλιασαν τον Στάλιν
με στούντιο-πιλάτες και γιόγκα-πλαστικές,
που χαιρέτησαν με τρόπους ευγενικούς καθώς αρμόζει στ’ αστόπαιδα
το άδειο κρεμασμένο σακάκι στην πλάτη της καρέκλας του Γενικού,
που έβαλαν σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο της νεύρωσης δίχως τρέλα
και χώνεψαν τη Μέθοδο και την Δομή
εκδίδοντας ιδίοις αναλώμασιν τ’ αβρόχοις ποσίν
για να συνδιαλέγονται τα νούφαρα του νάρκισσου μεταξύ τους,
που γύρεψαν την αγάπη τους ανεμίζοντας σημαίες της Κρονστάνδης,
που διπλώθηκαν από τη μοναξιά μέσα σε γυμνά δωμάτια, καίγοντας
τα πτυχία τους στον κάδο ανακύκλωσης κι ακούγοντας το διπλανό
σκυλάδικο μέσ’ απ’ τον τοίχο,
που ήπιαν νέφτι, χλωρίνη κι έφαγαν κουκούτσια ελιάς τη μέρα της μετάταξής τους
στο 724 ΤΜΧ, στο 482 ΤΔΒ, στο Κ.Ε.Υ.Π. στο Γ.Ι.Α.Τ.Ι. και στο Μεγάλο Πεύκο,
που γυάλισαν ερπύστριες, ερπύστριες, ερπύστριες, ζάντες παροπλισμένων Leopard,
κάνιστρα και διόπτρες νυκτός,
και πιάσαν φωτιά απ’ το τσιγάρο κάποιου καφρόκαυλου ΕΠΟΠ
κι έχασαν το πρόσωπό τους > πού είναι το δέρμα σου Παναγόπουλε;
> δεν ξέρω κύριε Στρατηγέ, κάνω πλεονασμό; σχωράτε με…
που τάισαν το τέρας που τους τάιζε δειπνώντας μ’ έναν ντεφορμέ θεό,
που χάραξαν στο μπράτσο τους με σκουριασμένο κοπίδι το πρώτο χαδάκι
του έρωτα σε δίωρους γαμηστρώνες art déco,
που βυθίστηκαν στο ζενικό φως των Εξαρχείων, των Άγιων Ανάργυρων και της Κυψέλης
«Ντυμένοι Επίσημα», στο «Δρόμο προς το Περίπτερο», με «κύριο Κρακ»
«Δέλτα», «Αντίποινα», «Ηλεκτρογραφία», «Μικρές Αγγελίες», Τρίποντο κι Αθλητική Ηχώ,
που μ’ ένα Σπίρτο πυρπόλησαν κάποια Πλατεία Ηρώων,
που ξόδεψαν το γαλάζιο τους στη Φευγάδα, σ’ ένα γκισέ τουριστικό-Vermietung Zimmer- Σούδα-Φαληράκι beach-blowjob contest-Λαγανάς-transit για Croydon -Νύχτα-
που πληροφορήθηκαν απ’ το ραδιόφωνο πως ορίστηκε ΕΔΕ για την ΕΔΕ που ορίστηκε
για την ΕΔΕ που δεν είχε αποτέλεσμα για την ΕΔΕ που κατέληξε στο ασφαλές
συμπέρασμα πως πρέπει να οριστεί ΕΔΕ,
που σουλατσάρανε εκστατικοί, άεργοι και φιμωμένοι, μέσα σε πορνοστάσια αχνά
γράφοντας ύμνους λατρευτικούς για τα μάτια της Άννας Πάβλοβα
διερωτώμενοι «Αν ―Αγαπήθηκε ―Κανείς ―Ποτέ ―Εδώ ―Μέσα;»
που εργάστηκαν προσωρινά σε εταιρείες είσπραξης
ληξιπρόθεσμων οφειλών κι είχαν για καλημέρα τους το «άι γαμήσου»,
που φυλλομέτρησαν ακατανόητα ημερολόγια οικογενειακού προγραμματισμού
παίζοντας στο χέρι τους τα κλειδιά του γραφείου, πάντα στις λάθος γειτονιές,
και πάντα τη λάθος ώρα,
που τραγούδησαν το σύνθημα κατά των πολυεθνικών πριν αυτό ξεπουληθεί
σ’ ένα σποτάκι διαφημιστικό για καπότες,
που εγκατέλειψαν την ανάγνωση, περίπου σ’ αυτό το σημείο,
που έβρασαν σε μια μαστουρωμένη ολονυχτία
τον σκελετό ανατομίας κι ήπιανε το ζουμί,
που λόγχισαν την Ανία και πλευριτώθηκαν σε λόφους από scrap-παλιοσίδερα
και σε ασίγαστες πρασινάδες της Σαξονίας,
ενθύμια ασημένιων φτερών ενός όρθρου
στο cow-tipping μαγικών μανιταριών ―ξεστρατισμένα σωθικά,
χρόνια θολά που ζέστανε η αχρηστία,
που είχαν όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη
κι απέμειναν με όνειρα για περιπλάνηση κι απομόνωση, διαλογισμό και μελέτη,
που σκάλωσαν στην διάταξη υπ’ αριθμόν 117 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3 κάθετος 66 εδάφιο 34 κι αγνόησαν την άνω τελεία στο ακροτελεύτιο άρθρο
του προεδρικού διατάγματος 238 ―παρηγορήθηκαν για λίγο στην ερμηνεία του βουλεύματος 466― μούδιασαν κι αποτρελάθηκαν σε στάση γραφειοκρατικής αμφισημίας, σκεπτόμενοι: «διάολε!… τελικά ο κόσμος δεν είναι καθόλου απλός»
που έπαθαν ψύξη-γάγγραινα-ακρωτηριασμό, ηθικολογώντας κάτω απ’ το ορθάνοιχτο παραθυράκι του νόμου,
που κυνήγησαν χρυσαυγίτες που κυνηγούσαν μετανάστες που κυνηγούσαν αγγέλους
που κυνηγούσαν τυχοδιώκτες, κυνηγημένοι όλοι από δουλεμπόρους αριθμούς,
που έφαγαν φλούδες πορτοκαλιού για να την συναντήσουν -και την συνάντησαν-
κάτω από σημαίες χορηγών, στα 1.200 MHz, στα 18.000 BTU, στο φροντιστήριο Κύκλοτρο, ———— η πτώση της απ’ τον έβδομο————————-
και τα α σ θ ε ν ο φ ό ρ α,
που μελέτησαν Λεοντάρη, Πλωτίνο, Βύρωνα, Αντόρνο και Κορτάσαρ,
γιατί ένιωσαν τη διαλεκτική να πακτώνεται ενστικτωδώς
κάτω από τα πόδια τους στη Νέα Κρήνη,
που βρήκαν το παιδικό αναλόγιο του πατέρα θαμμένο στα ερείπια του Ντε Λα Σαλ,
που μάδησαν κυκλάμινα σανατορίων δίπλα σ’ ανοιχτά παράθυρα
και τρούλους της Τσιμισκή, κι αναρωτήθηκαν πόσο να παίζει ο μπούκης την δική τους εξόντωση,
που στα γραπτά τους εξημέρωσαν τον Παρμενίδη
αποκτώντας ξαφνική δυσανεξία στα κουκιά,
που κλείδωσαν ολόκληρο μεσαίωνα σ’ ευέλικτες προθεσμιακές
κι έκτοτε καθησυχάζονται με τεσσεράμισι τοις εκατό τόκο,
που πόνταραν τις ελπίδες τους στην Άλλη Ελλάδα ―την «καλή»― κι εδώ γέλα όσο θες αναγνώστη ―
που έγραψαν ιστορία αναστενάζοντας στο Legend, στο Berlin, στο Mojo και στο Astoria,
ανασηκώνοντας κακομοίρικους ώμους στο περιβόητο τροπάριο:
«αφού μας πολεμούν-μας κατατρόπωσαν-δεν το βλέπεις;-δεν το βλέπεις;-είμαστε λίγοι-μια τόση δα νησίδα αντίστασης-μια ελάχιστη κουκίδα στο χάρτη-μια σιωπηρή μειοψηφία-ασφαλής-στην Τάξη που την όρισε-για άλλοθί της-ακίνδυνοι-ευαίσθητοι-και μορφωμένοι- προπάντων ηττημένοι-βαράμε μύγες στα φαντασιακά-rooms to let-
της ριζοσπαστικότητάς μας-δεν το βλέπεις;-δεν το βλέπεις;-μην το βλέπεις… εβίβα!»
που απ’ τον δεύτερο όροφο ονειρεύτηκαν
ένα ευήλιο διαμπερές στον τρίτο ―κι από κει
ένα ευήλιο διαμπερές στον πέμπτο ―κι από κει
ένα ευήλιο, ευχάριστο, διαμπερές ρετιρέ ―κι από κει
το σπίτι ολόκληρο ―ακέραια τη γειτονιά―
τη χώρα συθέμελη ―ει δυνατόν― μαζί με τους κατοίκους,
που έχτισαν με το Τίμιο Σπαθί τους
επιδαπέδια ενυδρεία με χρυσόψαρα, πιράνχας και led φωτισμό,
που υποθήκευσαν το μυαλό τους στην Τράπεζα Παρακαταθηκών και Δανείων
και τους το πήρε η Τράπεζα Παρακαταθηκών και Δανείων
και τώρα δεν ξέρει τι
να το κάνει,
που σταύρωσαν τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη για να δουν εσένα που δεν είχες ένα όραμα
ή εμένα που δεν είχα ένα όραμα ή αυτόν που δεν είχε ένα όραμα, γιατί ήθελαν να μετρήσουν επακριβώς ποια και κατά πόσο υπήρξε μεταξύ μας η Διαφορά,
που έσβησαν σαν λογοκριμένα καρέ σε υπόγειες αίθουσες προβολών, άλλαξαν γνώμη και πλευρό την ώρα που ξεπιανόταν το Σύμπαν, ξύπνησαν σε απροσδόκητους Αμπελόκηπους,
σύρθηκαν έξω απ’ τα σινεμά μπαϊλντισμένοι από κούφια ρητορική
και χάθηκαν κουτσαίνοντας, αιώνιοι, στους κίτρινους δρόμους,
που φάγανε το στιφάδο της κανονικότητας
ή ψάρεψαν normalité απ’ τον πυθμένα του Έβρου,
που αναποδογύρισαν όλους τους κάδους των Αθηνών γυρεύοντας τον ευρυγώνιο φακό του ονείρου, ή το τετράδιο με τις αγγελικές σημειώσεις ενός προπατορικού μυθιστορήματος,
που χρονομέτρησαν αριστερόστροφα ποιήματα μ’ ένα Rolex-Oyster Perpetual- Cosmograph, πήγαν στην παρουσίαση της 15ης τους συλλογής ―έκαναν εντύπωση―
καλά ήταν,
που κατέβηκαν στη Λαμία, που τα παίξανε στη Λαμία, και δραπέτευσαν προσωρινά
μα ξαναγύρισαν στη Λαμία κι ανέμεναν εκεί, κάτι απροσδιόριστο, επί ματαίω,
που αγνάντεψαν στη Λαμία και στοχάστηκαν ―όσο επιτρέπεται να στοχαστεί
κανείς στη Λαμία― και προσπάθησαν να μονάσουν, μα τελικά το γλέντησαν
με τέσσερις οξυζενέ αηδόνες στην πλατεία Λαού και στην πλατεία Ελευθερίας,
κι έφυγαν για να διερευνήσουν διαφημιστικά οράματα ήσσονος Αποκάλυψης
και τώρα η Λαμία, στις ψησταριές και στα κωλάδικα,
αναπολεί τσικνίζοντας τους ήρωές της,
που σνίφαραν φόλα όταν κατάλαβαν-πως-γεννήθηκαν-για-να-πουλάνε-
κινητά- οθόνες αφής- τρέλα-25άρες σύριγγες κι ατελέσφορα-πακέτα συνομιλίας,
αξεσουάρ κομμωτηρίων-κρίκους- τασάκια-φαναράκια-κιμονό απ’ το Κιλκίς-
που πιάστηκαν στα πράσα μ’ ένα τσιγάρο χασίς
κι εξήλθαν δυόμισι χρόνια μετά απ’ τον Κορυδαλλό (όχι του Shelley)
σωστά, επιμορφωμένα πρεζόνια, που σάλταραν
μέσα σ’ άδεια εμπορικά βαγόνια κι έπαιξαν πρέφα με τα δελτάρια αποστολής,
που ξεχάστηκαν μήνες και χρόνια κάτω από θερμογόνα σώματα αργοπίνοντας κουτσομπολιά, αναδεύοντας αφρόψαρα της Αρετσούς με πετονιές της Προποντίδας, ενίοτε κάνοντας : Ααααααααααα….! για λέγε-για λέγε- για πες-για λέγε- για πες-για λέγε-μελαγχολία έχουμε; φιλτράκια έστω;-για λέγε-για λέγε-για πες-
που προδόθηκαν από αγνά λαϊκά φουστανάκια, στιχατζήδες της εργατιάς, μεσούλες γυμνές έντεχνων γλυκών του κουταλιού με το δίσκο, μεσάζοντες, λογοκριτές, λαμέ βραδιές για νεολαίες ποιμενικές, νοικοκυριά, εξοχικά, κλέφτικα, ενοχικά, εύγλωττα γιλεκάκια, Πρέβεζες, χρεολύσια, λάμιες, εικονοστάσια, φτηνό Johnny Red της Καλλιθέας για αυτοτύφλωση, free press, πρωτοχρονιές σε γέφυρες γοτθικές, κατσαδιασμένοι απ’ την αφή ―κι αμπαρωμένοι σ’ αγκαλιές― δίχως χέρια
που φόρεσαν γραβάτες φανταχτερές μες στα δικά τους αμοργιανά καλοκαίρια
και κρεμάστηκαν απ’ αυτές και κανένας δεν νοιάστηκε,
που πολέμησαν το ποσοστιαίο κτήνος,
το κτήνος της αδήλωτης καταστολής
το κτήνος των ποδοπατημένων ψιθύρων
κι απέμειναν τρελοί στην άκρη του δρόμου
ψελλίζοντας μιαν απτάλικη, στερητική προσευχή,
με την απόλυτη καρδιά του ποιήματος της Ζωής
ξεβρασμένη από τα ίδια τους τα κορμιά,
τροφή καλή
για δέκα εκατομμύρια Πιόνια.
(Πανοπτικόν, 2013)
Γιώργος Πρεβεδουράκης