Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Ο δημιουργός

Είμαστε το ποτάμι που μνημονεύεις, Ηράκλειτε.
Είμαστε ο χρόνος. Η άπιαστη ροή του
μεταφέρει λέοντες και όρη,
χαμένες αγάπες και στάχτες ηδονής,
αστείρευτες πλανεύτρες ελπίδες,
αναρίθμητα ονόματα αυτοκρατοριών
που τώρα δεν είναι παρά σκόνη,
εξάμετρα, ρωμαϊκά κι ελληνικά,
μια θάλασσα, ερεβώδη υπό το κράτος της αυγής,
τα όνειρα, πρόγευση του θανάτου,
τα άρματα και τον πολεμιστή, μνημεία,
τα δυο πρόσωπα του Ιανού, άγνωστα μεταξύ τους,
τους φιλντισένιους λαβυρίνθους που
χαράζουν τα πιόνα πάνω στην σκακιέρα,
το κόκκινο χέρι του Μάκβεθ, ικανό
να αιματοποτίσει τις θάλασσες, τη μυστική
εργασία των ρολογιών μέσα στις σκιές,
έναν ατέρμονα καθρέφτη που αντικρίζεται
σε άλλον καθρέφτη και κανείς δεν υπάρχει να τους δει,
ατσαλένια ελάσματα και γοτθική γραφή,
μια ράβδο από θειάφι κλεισμένη σε ντουλάπι,
βαρύθυμα καμπανίσματα της αϋπνίας,
χαραυγές, δύσεις και δειλινά,
αντίλαλους, φυρονεριά, άμμο, λειχήνες, όνειρα.
Δεν είμαι άλλο παρά τούτες οι εικόνες
που η τύχη μοιράζει και η πλήξη ονοματίζει.
Μ’ αυτές, παρότι τυφλός κι αδύναμος,
οφείλω να δουλέψω τον άφθαρτο στίχο
και (είναι χρέος μου) μαζί τους να σωθώ.

Jorge Luis Borges

Δευτέρα 23 Οκτωβρίου 2017

Στην πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη

Η πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη
στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών
Αμύντα, Πλάτωνος και Φιλίππου,
είναι θερινή κατοικία ενός άστεγου.
Ασήμαντη πλατεία, σαν κάποτε του ποιητή
την παρουσία σε κάθε της γωνιά.
Στα χρόνια τα μαθητικά
τη διέσχιζε πηγαίνοντας σχολείο.

Δεν είναι τόσο δύσκολο κανένας
στην πόλη ετούτη να διαθέτει
τα παραίτητα. Ο άστεγος
της πλατείας Μανόλη Αναγνωστάκη
έβαλε στο παγκάκι τα χαρτόνια,
πάνω τους μαξιλάρια μιας ξαπλώστρας,
δίπλα μια πλαστική καρέκλα
με δίχως πλάτη και με ποδαρικά μεταλλικά,
ένα καφάσι επίσης πλαστικό για κομοδίνο,
μια πράσινη πετσέτα πέναντι,
στο σκαλοπάτι του κτιρίου
με τα κατεβασμένα μόνιμα ρολά,
ένα ζευγάρι, τέλος, μπεζ σκαρπίνια.
Τα μεσημέρια φήνει τα σκαρπίνια
κάτω από τον ήλιο και
κάθεται στο απέναντι παγκάκι,
στη σκιά του σιωπηλού δεντρού.

Μια νύχτα ονειρεύτηκε πως πέθανε πιτέλους.
Ένας μικρός, γυαλάκιας, με σάκα σχολική,
ψηλό παιδί, άφησε στο καφάσι ένα λουλούδι.
Κατέβηκεν η φοβισμένη συμπονετική
γειτόνισσα, που και να τον κοιτάξει
σιχαινόταν, έκλαψεν ώρες πλάι του.
Όταν εξύπνησε από τις φωνές της
στο μπαλκόνι, ένιωθε ακόμα
νέλπιστο το χάδι της στης κεφαλής
τις λαδερές του τρίχες.
Είχανε λιώσει, λέει, τα σανδάλια της
για ώρες βουτηγμένα σε δακρύων λίμνη.

Ο ποιητής περπάτησε
αυτούς τους δρόμους τους παλιούς
ανάμεσα σε σωριασμένα πτώματα.
Τους μίσησε άλλοτε και
τους αγάπησε μαζί· ατέλειωτα.
Η ιστορία της μικρής πλατείας
Μανόλη Αναγνωστάκη είναι μικρή, 
ετών ολίγων· δεν θα γραφτεί από τον άστεγό της 
ούτε από τα συνθήματά της που γρυλλίζουν: 
ολική άρνηση στράτευσης - ολική άρνηση φύλου. 
Στην πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη 
δεν διδάσκεται για προκοπή στορία· 
μόνο, για τους βουλιμικούς ιδίως περαστικούς, 
σερβίρεται η αυτοεκπληρούμενη 
του ποιητή της ήττα

Tamistas Mhnymal

Όταν κατέβουμε τη σκάλα

Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;

Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.

Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.

Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα 'ναι της άμμου.

Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.

Κώστας Γ. Καρυωτάκης

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Η Σαλώμη με σώζει και μ’ εκδικείται



Η Σαλώμη με σώζει και μ’ εκδικείται Εκείνο το βράδυ μου είπαν πως πέθανες. Γύρισα σπίτι έψαξα στα συρτάρια στις τσέπες παντού. Η αγωνία μου κορυφώθηκε λίγο μετά καθώς ένιωσα τον Ραβέλ ν’ ανεβαίνει απ΄ τη γυάλα μας κι είδα το ψαράκι μάλλον ψόφιο στο πάτωμα του χολ. Κινδύνευα. Αλλάζω γρήγορα το νερό ρίχνω μέσα το ψάρι μπας και προλάβω. Του κάκου. Ο Ραβέλ δυνάμωνε θα σπάσουν τα μάτια μου λέω τώρα πληρώνω για όλα κι ως να το πω ξεφυτρώνεις κι ακούγεται: κλικ να με φωτογραφίζουν τα δικά σου τα ωραιότατα μάτια.
Γιάννης Βαρβέρης

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό


Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Oι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Kι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μάς παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση.

A ! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κάποιας Aγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Kουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια που να λαμπαδιάσει ο τόπος !

(από το O μικρός ναυτίλος, Ίκαρος 1985)
Οδυσσέας Ελύτης

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Εικοσιτέσσερα καρφιά για μαλακά κρεβάτια, ΙΙΙ


Οι άνθρωποι το πιο συχνά
δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους
Τα δίνουν – τάχα χαιρετώντας – σ’ άλλους
Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες
Ή – το χειρότερο – τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε
Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα
Ένα σωρό ποιήματα άγραφα

Αργύρης Χιόνης

Το ωραίο καλοκαίρι

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
Ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε ύστερ’ από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω
Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
Τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε, αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο
Οι δικοί της τώρα την αναζητούν
Μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
Αν τους βαστάει τώρα
Ας με ξαναδείρουν, είπε
Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά
Μαχαίρι και πιρούνι
Και χωρίς να τρυπηθούν
Του φάγαν την καρδιά
Ένα σκυλί κυνηγημένο
Δάγκωσε την ουρά του και την έφαγε
Ύστερα έφαγε όλο το κορμί του
Έμεινε μόνο το κεφάλι του στα βότσαλα
Νʼ ασπρίζει από τα κύματα γλειμμένο
Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει.

Αργύρης Χιόνης

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

Τραγούδι νταντά

Ι
To τραγούδι ενός ντανταϊστή
που είχε το νταντά μες στην καρδιά
κούραζε πολύ το μοτέρ του
που είχε νταντά μες στην καρδιά
το ασανσέρ κουβαλούσε ένα βασιλιά
βαρύ εύθραυστο φθινόπωρο
έκοψε το μεγάλο του δεξί μπράτσο
και το’ στειλε στον πάπα στη Ρώμη
γι’ αυτό το λόγο
το ασανσέρ
δεν είχε πια νταντά μες στην καρδιά
να φάτε σοκολάτα
πλύνετε τον εγκέφαλό σας
νταντά
νταντά
πιείτε και νεράκι

ΙΙ
Το τραγούδι ενός ντανταϊστή
που ήταν όχι χαρούμενος
όχι και λυπημένος
και αγαπούσε μια ποδηλάτισσα
όχι χαρούμενη και όχι λυπημένη
μα την πρωτοχρονιά ο σύζυγος
που όλα τα ήξερε μέσα σε μια κρίση
έστειλε στο Βατικανό
τα δυο κορμιά τους μέσα σε τρεις βαλίτσες
ούτε ο εραστής
ούτε η ποδηλάτισσα
δεν ήταν πια χαρούμενοι
ούτε και λυπημένοι
φάτε ωραία κεφαλάκια
πλύνετε το στρατιώτη σας
νταντά
νταντά
πιείτε και νεράκι

III
το τραγούδι ενός ποδηλάτη
που ήταν από καρδιάς νταντά
κι ήταν λοιπόν ντανταϊστής
όπως όλοι οι νταντά από καρδιάς
ένα φίδι φόραγε γάντια
έκλεισε γρήγορα την δικλείδα
έβαλε τα γάντια με το φιδίσια δέρμα
και πήγε τον πάπα ν’ αγκαλιάσει
είναι συγκινητικό
κοιλιά λουλουδιασμένη
δεν είχε πια νταντά μες στην καρδιά
να πιείτε γάλα των πουλιών
να πλύνετε τις σοκολάτες σας
νταντά
νταντά
φάτε και μοσχαράκι

Tristan Tzara 

Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Του Έρωτα

Του έρωτα
πρέπει να του δινόμαστε γυμνοί
όπως δινόμαστε στον ύπνο και στο θάνατο, γιατί
ο έρωτας θαρρώ είναι η μόνη
μεταλαβιά
αιωνιότητας∙ ο έρωτας
είναι η λύτρωση του τέλειου χορού, είναι
η αγαλλίαση
του Καιρού.

Γιάννης Υφαντής 

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Ποιος καρδιά μου ξέρει

στάθηκα μπρος στα σκαλοπάτια σου
κι άλλη φορά δεν θα ξανάρθω πια
ας έχει άλλος τα όμορφα τα μάτια σου
να τα κοιτάζει δεύτερη φορά
ποιος καρδιά μου ξέρει
μια στιγμή αρκεί για να χαθείς, ξανά
και μεσ' τον κόσμο, πάλι θα σταθείς
τις χαρές που έζησα μαζί σου
σαν φωτιές τώρα τις μετρώ
κι αν ποτέ θα 'ρθω στην θύμησή σου
ασ' τες να καούν στον ουρανό

Κωνσταντίνος Βήτα