Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Το Κουρδιστό Πορτοκάλι


(απόσπασμα)

«Λοιπόν, τι κάνουμε; Ε;»
Ήμασταν εγώ, ο Άλεξ δηλαδή, και οι τρεις ντρούγκηδές μου, που πα να πει ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο χαζο-Ντιμ. Καθόμασταν στο Γαλατομπάρ Κορόβα και στύβαμε τα ρασουντόκια μας ψάχνοντας να βρούμε κάτι να κάνουμε το βράδυ. Ήταν ένα φλιπάτο, σκοτεινό και κρύο χειμωνιάτικο απόβραδο, αν και ευτυχώς δεν έβρεχε. Το Γαλατομπάρ Κορόβα ήταν ένα μέστο από εκείνα που σέρβιραν γάλα-συν. Και μπορεί εσείς, ω αδελφοί μου, να έχετε ξεχάσει πια πώς ήταν εκείνα τα μέστα, μια που τα πράγματα αλλάζουν τόσο σκόρικα σήμερα και όλοι βιάζονται να ξεχάσουν, άσε που ούτε εφημερίδες δε διαβάζουν πια. Τέλος πάντων, αυτό που πουλούσαν εκεί μέσα ήταν γάλα συν κάτι άλλο. Δεν είχαν άδεια για αλκοόλ, αλλά τον καιρό εκείνο κανένας νόμος δεν απαγόρευε να σπρώχνει κανείς μερικά από εκείνα τα καινούρια βέσκια που έβαζαν μέσα στο παλιό, καλό μολόκο. Κι έτσι μπορούσες να πιτάρεις το μολόκο σου με βελοσέτ ή σύνθεμεσκ ή ντρένκρομ ή κάνα δυο άλλα τέτοια βέσκια που θα σου χάριζαν ένα όμορφο, ήσυχο και σκέτο έργο τρόμου δεκαπεντάλεπτο, να βιντάρεις τον Μπογκ και Όλους τους Πανάγιους Αγγέλους Του να κάνουν το κομμάτι τους στο αριστερό σου σαμπόγκι, με φώτα να σκάνε ασταμάτητα μέσα στο μόζγκι σου. Ή, ακόμα, μπορούσες να πιτάρεις γάλα με ξυράφια, που το λέγαμε έτσι επειδή σε έκανε κοφτερό σαν ξυράφι, έτοιμο για λίγο βρόμικο είκοσι-εναντίον-ενός, και αυτό ακριβώς πιτάραμε κι εμείς εκείνο το βράδυ που ξεκινάει η ιστορία μου.

(A Clockwork Orange. Penguin Modern Classics, 1996)
Anthony Burgess

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2015

Το φάρμακο


Υπάρχουν πράγματα που ακόμα
θέλω να κρατάω κρυφά
υπάρχουν πρόσωπα που δεν κατονομάζω
μ’ όλο που συνεχώς απομακρύνονται
κι ούτε που θα ‘ταν τρομερό
αν αποκάλυπτα τα πάντα
μόνο που η αποσιώπηση
είναι κι αυτή ένα φάρμακο
για την καταπολέμηση της λήθης.

Τίτος Πατρίκιος

Ο ύπνος


Ο ύπνος λύνει τα σώματα
τ’ αλαφρώνει τα μετεωρίζει
λευτερώνει κρυφές δυνάμεις
ανομολόγητες επιθυμίες
αισθήσεις απαγορευμένες
Ο ύπνος δεν μπόρεσε ποτέ
ούτε την πιο επιπόλαια συνουσία
ν’ αντικαταστήσει.

Τίτος Πατρίκιος

Κυκλικό


Άραγε πώς γεννιέται
από ένα τίποτα η επιθυμία;
Πώς η επιθυμία γίνεται έρωτας,
ο έρωτας πως αλλάζει
σε μακρινή ανάμνηση;
Άραγε πως μπορεί
η ανάμνηση να σβήνει
μες στο τίποτα;

Τίτος Πατρίκιος

Οφειλή



Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστεια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κ’ έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ’ τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλύτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
Έτσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.

Τίτος Πατρίκιος

Ανοιχτά σύνορα



Θυμάσαι είχαμε κάνει την ίδια υπογράμμιση
στο ίδιο βιβλίο του Μαρξ...

Δεν υπάρχουν για μας μακρινοί περίπατοι
σε δρόμους ολόσκεπους με δέντρα
το πολύ στα κράσπεδα σκονισμένες πικροδάφνες.
Στις άδειες τσέπες μας δεν κουδουνάνε αστέρια
μόνο ένα κουτί τα πιο φτηνά τσιγάρα
και ρέστα από χιλιάρικο.
Το μέτρησαν επιτέλους οι ξένες αποστολές
το γράψαν οι εφημερίδες με ημίμαυρα
το αγνοούν οι Πολιτικές Επιστήμες του Πανεπιστήμιου:
στον τόπο μας
έχουμε κατά κεφαλήν
ογδόντα δολάρια εισόδημα το χρόνο.

Ακρόπολη
αρχαία μάρμαρα που με κοιτάτε
ποιοι πέρασαν
ποιοι πολέμησαν
ποιοι χάραξαν τ' όνομά τους
ποιοι μείναν άγνωστοι για πάντα
είμαι κι εγώ ένας απ' αυτούς.
Πατάω το ίδιο χώμα
με τα θαμμένα παράνομα βιβλία
και τ' αυτόματα που αρπάξαμε από τον εχθρό
στην ίδια πόλη ζω
που απλώνει πέρα από σύνορα και χρόνο.
Και γίνονται όλα ένα
τ' ανόμοια και τα μακρινά.

Ε, σεις πολιτείες που βρίσκεστε κοντά μου
σας μιλάω εγώ απ' την Αθήνα
στεφανωμένος από ένα γέρικο ουρανό
που βαρέθηκε να 'ναι γαλάζιος
τον Κόκκινο πρωινό ουρανό ολωνών μας.
Μιλάω σε σένα Παρίσι
με τις παλιές σου καρμανιόλες, λιθόστρωτο
πλυμένο απ' τη βροχή, το αίμα,
τις βρισιές των κομμουνάρων,
Παρίσι δίχως Σηκουάνα γι' αυτοκτονίες.
Σε σένα Άγια Πετρούπολη
με τα παρμένα Χειμερινά Ανάκτορα
που γδύθηκες τ' όνομά σου
για να φορέσεις την απλή στολή του Λένιν.
Μιλάω σε σένα Μαδρίτη
κάρβουνα σαν και μας
καρφωμένη απ' τις μαυριτάνικες λόγχες,
Μαδρίτη αγαπημένη, οδόφραγμα δικό μας.

Πέφτοντας κάπου μα πάντα νικώντας.
Το εμβατήριο.

Γενάρης 1950
Τίτος Πατρίκιος

Όταν μιλούν

Όταν μιλούν στα καφενεία
για έρωτα κι ελευθερία και τέτοια
πως να τους πεις για τον ερειπωμένο έρωτα
που αντιστέκεται ακόμα και στην απομόνωση,
για τη δικαιοσύνη που φτιάχνεται στο χάος
χιλιάδων προσβολών και παραβάσεων,
πως να τους πεις για λευτεριά που μοναχά κερδίζεται
μεσα απ' το βάθος των αποπνικτικών δεσμωτηρίων.

Τίτος Πατρίκιος

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Όρθρου Βαθέος



εκείνο που σ' εμένα
συγκινούσε
- και συγκινεί πάντοτε -
τους
ανθρώπους
είναι
η καταπληκτική μου ομοιότης
με τον
Aβραάμ Λίνκολν

μάλιστα σαν κάποτες ανεγέρθηκε το μπρούντζινό μου άγαλμα
σε μίαν οποιαδήποτε πλατεία του Πειραιώς
εναπόθεσαν
στα πόδια μου
σιωπηλά
κάτι
που έμοιαζε
- δεν εδιάκρινα καλά πάν' απ' το βάθρον -
σαν λείψανο
σα χάλκινο
μαγκάλι
μ' αναμμένα κάρβουνα

περίμενα να νυχτώση καλά
κι' όταν επλησίασα
να δω
διεπίστωσα
- με τι χαρά -
ότι δεν είταν τίποτ' άλλο
παρά
τα μαύρα μάτια της γυναίκας π' αγαπώ
που
ελάμπανε
μέσ' στο
σκοτάδι

Νίκος Εγγονόπουλος

Ποιητική



-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Χειμώνας 1942


Ξημέρωσεν ὁ δείχτης πάλι Κυριακή.

Ἑφτὰ μέρες
Ἡ μιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
Δεμένες
Ὁλόιδιες
Σὰ χάντρες κατάμαυρες
Κόμπο λογιῶν του Σεμιναρίου.

Μιά, τέσσερις, πενηνταδυό.
Ἕξι μέρες ὅλες γιὰ μία
Ἕξι μέρες ἀναμονὴ
Ἕξι μέρες σκέψη
Γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μίαν ὥρα
Ἀπόγευμα κι ἥλιος.

Ὧρες
Ταυτισμένες
Χωρὶς συνείδηση
Προσπαθώντας μία λάμψη
Σὲ φόντο σελίδων
Μὲ πένθιμο χρῶμα

Μιὰ μέρα ἀμφίβολης χαρᾶς
Ἴσως μόνο μίαν ὥρα
Λίγες στιγμὲς
Τὸ βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονὴ
Πάλι μίαν ἑβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό

Σήμερα βρέχει ἀπ᾿ τὸ πρωί.
Ἕνα κίτρινο χιονόνερο.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ὁ Οὐρανός



Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.
Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.
Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.

Μανώλης Αναγνωστάκης

Οδηγίες για το πώς να τραγουδήσετε



Αρχίστε σπάζοντας τους καθρέφτες του σπιτιού σας, αφήστε τα χέρια σας να πέσουν ελεύθερα, κοιτάξτε τον τοίχο, ξεχαστείτε. Τραγουδήστε μια μόνο νότα κι ακούστε την από μέσα σας. Αν ακούσετε (αυτό βέβαια θα συμβεί πολύ αργότερα) κάτι σαν ένα τοπίο βυθισμένο στον φόβο με φωτιές ανάμεσα στις πέτρες, με μισόγυμνες σιλουέτες καθισμένες ανακούρκουδα, νομίζω ότι είστε σε καλό δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει αν ακούσετε ένα ποτάμι όπου κατεβαίνουν κίτρινες και μαύρες βάρκες, αν ακούσετε μια γεύση ψωμιού, ένα άγγιγμα δαχτύλων, μια σκια αλόγου.
Μετά αγοράστε σολφεζ κι ένα φράκο, και σας παρακαλώ να μην τραγουδάτε με την μύτη και ν' αφήσετε ήσυχο τον Σούμαν.

Από τις "Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα"
Julio Cortazar

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Ὁ σταθμός



μνήμη Guillaume Apollinaire

Μέσα στὸν ὕπνο μου ὅλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ᾿ ὀνειρό μου
εἶναι ἕνα σκοτεινὸ τοπίο
καὶ περιμένω ἕνα τραῖνο.

Ὁ σταθμάρχης μαζεύει μαργαρίτες
ποὺ φύτρωσαν πάνω στὶς ράγιες
γιατὶ ἔχει πολὺν καιρὸ νἄρθῃ
τραῖνο σ᾿ ἐτοῦτον τὸ σταθμὸ
καὶ ξάφνου πέρασαν τὰ χρόνια
κάθομαι πίσω ἀπ᾿ ἕνα τζάμι
μάκρυναν τὰ μαλλιά,
τὰ γένεια σὰ νἆμαι ἄρρωστος πολὺ
κι ὅμως μὲ παίρνει πάλι ὁ ὕπνος
σιγὰ-σιγὰ ἔρχεται ἐκείνη
κρατάει στὸ χέρι ἕνα μαχαίρι
μὲ προσοχὴ μὲ πλησιάζει
τὸ μπήγει στὸ δεξί μου μάτι!

(Ἀπὸ τά: Ποιήματα (1945-1971)· Ἐκδόσεις Κέδρος, 2000)
Μίλτος Σαχτούρης

Τα δώρα


Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί

Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες*
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό

Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής

Ποιήματα, Κέδρος
Μίλτος Σαχτούρης

Δύο ποιήματα της 11ης Απριλίου 1901


Κουράστηκα τόσο πολύ από το βάρος των ημερών της αρρώστιας
η άδεια νύχτα των απάνεμων χωραφιών
βρίσκεται πάνω από την ησυχία των ματιών μου.
Η καρδιά μου άρχισε σαν αηδόνι,
μα δεν μπορεί να πει ούτε μια λέξη•
τώρα ακούω τη σιωπή μου –
μεγαλώνει σα το τρόμο της νύχτας
σκοτεινιάζει σαν το τελευταίο αχ
του λησμονημένου νεκρού μωρού.
* * *
Είμαι τόσο μόνος. Κανείς δεν καταλαβαίνει
ότι η σιωπή είναι η φωνή των μεγάλων μου ημερών
και δεν υπάρχει ο άνεμος, που ν’ αποκαλύπτει
τους μεγάλους ουρανούς των ματιών μου.
Μπροστά στο παραθύρι μια τεράστια μέρα
της ξένης συνοικίας της πόλης• κάποιος μεγαλόσωμος
είναι ξαπλωμένος και περιμένει. Σκέφτομαι: εγώ είμαι;
Τι περιμένω; Και που είναι ψυχή μου;

Rainer Maria Rilke 

Γέροντας


Όλοι είναι στα χωράφια: η μικρή ίζμπα συνήθισε
αυτή τη μοναξιά, αναπνέει, τρυφερή, σα παραμάνα,
σκεπάζει την ήρεμη κραυγή του μωρού που κλαίει.
Στο τζάκι, σα να κοιμάται, είναι ξαπλωμένος ένας γέρος,
σκέφτεται αυτά που χάθηκαν
και σα μιλούσα θα ‘ταν ποιητής.
Μα κείνος σιωπά• ας του χαρίσει γαλήνη ο Κύριος.
Κι ανάμεσα στην καρδιά και το στόμα μου
η απόσταση τεράστια, πέλαγος … σκοτεινιάζει πια η σκεπή
και η γλυκιά, όμορφη αγάπη
βγαίνει απ’ τα στήθη χιλιάδων χρόνων
και δεν βρήκε τα χείλη, - και έμαθε, ξανά
ότι σωτηρία δεν υπάρχει,
ότι το φτωχό πλήθος των κουρασμένων λόγων,
ξένο, θα προσπεράσει τη ζωή.

Μεσημέρι, 7 Δεκεμβρίου 1900
Rainer Maria Rilke 

Πρόσωπο


Αχ να γεννιόμουν ένας απλός μουζίκος,
τότε θα ‘χα ένα μεγάλο χαρούμενο πρόσωπο:
δεν θα πρόδιδα στους δαίμονες μου,
εκείνο που δύσκολα τα σκέφτεσαι, εκείνο
που απαγορεύεται να πεις …
Και μόνο τα χέρια θα γέμιζαν
από την αγάπη και την υπομονή μου, -
την μέρα όμως θα δούλευαν πολύ
και τη νύχτα θα σταύρωναν για να προσευχηθώ.
Κανείς γύρω μου δε θα ‘ξερε ποιος είμαι.
Γέρασα, και το κεφάλι μου
κρέμασε προς τα κάτω, στα στήθη μου, και μάλιστα πολύ.
Σα να μου φαίνεται πιο ελαφρύ.
Τότε κατάλαβα που πλησιάζει του αποχωρισμού η μέρα,
κι άνοιξα, σα βιβλίο, τα χέρια μου
και τα απώθησα στα μάγουλα, το στόμα και το μέτωπο…
Άδεια θα τα πάρω και θα τα βάλω στο φέρετρο, -
στο πρόσωπο μου όμως τα εγγόνια θα αναγνωρίσουν
όλα όσα ήμουν … παρόλα αυτά όμως δεν είμαι εγώ•
Στα χαρακτηριστικά αυτά είναι χαρές κι οι λύπες μου
τεράστιες και ανυπόφορες για μένα:
αυτό είναι το αιώνιο πρόσωπο της εργασίας.

Νύχτα της 6ης Δεκεμβρίου 1900
Rainer Maria Rilke 

Πρωινό


Θυμάσαι άραγε πως μοιάζουν τα πρώιμα τριαντάφυλλα,
νωρίς το πρωί, όταν τα βλέπεις πριν απ’ όλους,
το βιός μας γύρω, οι εσχατιές γαλανές
και κανείς την αμαρτία δε τη θέλει.
Την πρώτη μέρα, σηκωθήκαμε
από τα χέρια του Θεού, όπου ‘χαμε κοιμηθεί –
τόσο πολύ – που δεν μπορώ να ξέρω•
τα περασμένα γίνηκαν παλιά,
και ότι υπήρξε ήταν πολύ λίγο, -
τώρα, όμως, θα πρέπει να κινήσουμε ξανά.
Τι μέλλει; Μην ανησυχείς,
τον χαμό μην το φοβάσαι,
αφού ο θάνατος είναι απλά η πρόφαση•
τι άλλο γι’ απάντηση θέλεις;
θα έρθουν νύχτες, γεμάτες καλοκαίρι
και μέρες λαμπερού φωτός
θα ζούμε εμείς, θα ζει και ο θεός.

6 Δεκεμβρίου 1900
Rainer Maria Rilke

Πυρκαγιά


Η παλιά αγροικία κοιμόταν
και η άμαξα έφυγε
μέσα στη νύχτα, ένας θεός ξέρει για πού.
Το σπιτάκι, μοναχό, έκλεισε,
ο κήπος βούιζε και θρόιζε:
δεν μπορούσε να κοιμηθεί μετά τη βροχή.
Το παλικάρι κοιτούσε τη νύχτα και τους αγρούς,
και πετούσε, δίχως βιασύνη
ανάμεσα μας το σιωπηλό
ημιτελές διήγημα.
Άξαφνα σώπασε: ο ορίζοντας πήρε φωτιά
ακόμη και ο ουρανός καιγόταν…
το παλικάρι σκέφτηκε: δύσκολη που ‘ναι η ζωή.
η σωτηρία γιατί δεν υπάρχει; -
η γη τους ουρανούς κοιτούσε
διψασμένη για απάντηση.

5 Δεκεμβρίου 1900
Rainer Maria Rilke 

Τραγούδι δεύτερο


Ταξιδεύω, ταξιδεύω και πλανιέμαι
στην πατρίδα σου, την ανεμοδαρμένη εσχατιά,
ταξιδεύω, ταξιδεύω έχοντας λησμονήσει
όλες τις χώρες που ‘χω επισκεφτεί παλιά.
Πόσο μακρινές μου φαίνονται
οι μεγάλες μέρες στη θάλασσα του νότου,
οι γλυκές νυχτιές του δειλινού του Μάη•
όλα κενά είν’ εκεί και χαρούμενα αλλά να:
σκοτεινιάζει ο θεός … ο μαρτυρικός λαός
ήρθε, τον βρήκε και τον έκανε αδελφό του.

1 Δεκεμβρίου 1900
Rainer Maria Rilke 

Τραγούδι πρώτο


….Βράδυ. Μια κοπέλα καθόταν
Στην ακροθαλασσιά, έτσι όπως
μια μάνα κάθεται δίπλα στο μικρό της.
Τραγουδούσε μα τώρα ακούει
του ύπνου του την ανάσα•
βλέποντας ότι είμαι ήρεμο και γαλήνιο
χαμογελάει:
δεν είναι χαμόγελο αυτό, είναι η λάμψη
του προσώπου της η γιορτή.
Το παιδί θα ‘ναι σα τη θάλασσα
συγκινώντας τα πέρατα και τους ουρανούς, -
με την υπερηφάνεια ή την θλίψη
με τους ψιθύρους ή την ησυχία.
Το μόνο που ξέρεις είναι πώς να το φροντίζεις,
να κάθεσαι και να περιμένεις …
άλλοτε νανούρισμα να του τραγουδάς,
μα να μην το βοηθάς
να ζήσει, να υπάρξει, να σωθεί.

29 Νοεμβρίου 1900
Σμαργκεντρόφρ
Rainer Maria Rilke


Ώρα σοβαρή



Όποιος, τώρα, κλαίει κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία καμιά κλαίει στον κόσμο,
κλαίει για μένα.

Όποιος, τώρα, γελά κάπου στην νύχτα,
Δίχως αιτία, γελά μέσα στην νύχτα,
Με περιπαίζει.

Όποιος τώρα, πορεύεται κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία πορεύεται μέσα στον κόσμο,
Έρχεται σε μένα.

όποιος, τώρα, πεθαίνει κάπου στον κόσμο,
δίχως αιτία πεθαίνει μες στον κόσμο,
με κοιτάζει. Από το Ωρολόγιον Γείτονα θεέ,
αν, σε μακρυάν νυχτιάν, με χτύπους δυνατούς,
κάποτε- κάποτε ,σ’ έχω ταράξει,
ήταν γιατί σπάνια την ανάσα σου ακούγοντας, είχα τρομάξει,
και ξέρω: είσαι ολομόναχος στην κάμαρα.
Αν κάτι χρειάζεσαι, κανείς δεν είναι στο πασπάτεμά σου
Να τρέξει να σου φέρει ένα νερό :
Πάντα ακρουμάζομαι, Δώσε ένα μικρό σημάδι μόνο,
Είμαι πολύ κοντά σου
Μονάχα ένας φτενός μεσότοιχος αναμεσά μας βρίσκεται, κατά τύχη.
Ας στέκει εκεί στη μέση :
Μια κραυγή μόνο από τα στόματά μας και θα πέσει
Δίχως κρότο και δίχως ταραχή .

Έχει από τις εικόνες σου χτιστεί.
Κ’ οι εικόνες σου σάμπως ονόματα στέκουν εμπρός σου
Κι όταν, άξαφνα, ανάβει μέσα μου το φώς σου,
Που μ’ αυτό το βάθος μου αναγνωρίζει,
στα πλαίσιά του σα λάμψη το σκορπίζει .
Κι οι αισθήσεις μου, που γρήγορα έχουν παραλήσει,
Ανέστιες είναι και σ’ έχουν αφήσει .
Αν μόνο μια φορά το πάν απόλυτα σιωπούσε
Αν το τυχαίο και συμπτωματικό βουβαινόταν
Και το γέλιο το γειτονικό,
Αν ο θόρυβος των αισθήσεών μου ηρεμούσε,
Που τόσο μ’ εμποδίζει ν’ αγρυπνήσω

με μια χιλιόμορφη σκέψη θα δυνόμουν ίσως
ως τα πέρατα σου να σε στοχαστώ
και ( μόνο όσο κρατά ένα χαμόγελο) να σε κρατήσω
σε κάθε ζωή για να σε χαρίσω
σαν ένα Ευχαριστώ
Θεέ τι θα κάνεις αν εγώ πεθάνω;
Η στάμνα σου είμαι (αν σπάσω?)
Το πιοτό σου είμαι ( αλλά αν χαλάσω?)
Το ένδυμά σου και το επιτήδευμά σου είμαι
Μαζί με μένα χάνεις το νόημά σου

Αν μείνεις πίσω μου, δε θα ‘χεις πια σπίτι κανένα,
Που με φιλικά, ζεστά λόγια να ‘ρχεται κοντά σου
Από τα πόδια σου πέφτουνε τα κουρασμένα,
Τα βελουδένια, που είμαι, σανδάλια σου.

Ο μεγάλος μανδύας σου σ’ εγκαταλείπει.
Το βλέμμα σου, που εγώ, με τη θερμή παρειά μου,
σαν προσκέφαλο, το έχω δεχτεί
θα ‘ρθει κι ώρες θα με γυρεύει , γιατί θα του λείπει,
κι όταν ο ήλιος στον ορίζοντα θα φτάσει,
πάνω σε ξένες πέτρες θα πλαγιάσει.
Θεέ, τι θα κάνεις ; Φοβούμαι πολύ !

Rainer Maria Rilke

Μοναξιά



Η μοναξιά, είναι σαν μια βροχή.
Από την θάλασσα προς τα βράδια ανεβαίνει,
Από κάμπους που μακρινοί ‘ναι και χαμένοι
Πάει προς τον ουρανό, όπου κατοικεί πάντα.
Κι από τον ουρανό, στην πόλη σα βροχή πέφτει.
Μες στις αβέβαιες ώρες, προς το πρωί
Τα σοκάκια όλα γυρίζουν ,
Κι όταν τα σώματα, που δε βρήκανε τίποτα τίποτα ,
Χωρίζουν θλιμμένα κι απογοητευμένα κι ακόμη,
όταν οι άνθρωποι, που ο ένας τον άλλο μισούνε,
πρέπει, στο ίδιο κρεββάτι, κ’ οι δυό , να κοιμηθούνε :
πάει, τότε η μοναξιά, όπου πάν κ’ οι ποταμοί…

Rainer Maria Rilke,

Η Μνηστή


Αγαπημένε, φώναξε με! Δυνατά φώναξέ με!
Μη μ’ αφήνεις να στέκω στο παράθυρο τόση ώρα
Στις γέρικες δεντροστοιχίες με τα πλατάνια
δεν αγρυπνά πια το βράδυ
έχουν αδειάσει.
Κι όπως δεν έρχεσαι πια, στο νυχτωμένο σπίτι
με τη φωνή σα να με κλείσεις,
από τα χέρια μου έξω, μες στους κήπους
του σκοτεινού γαλάζιου
Θα διαχυθώ…..Άνθρωποι μέσα στη νύχτα
Οι νύχτες , για τα πλήθη, δεν έγιναν, στοχάσου.
Η νύχτα σε χωρίζει από το γείτονά σου,
Γι αυτό , δεν πρέπει, εσύ, να τον ζητήσεις.
Κι αν νύχτα, ανάψεις φως στην κάμαρά σου,
Στο πρόσωπον ανθρώπους ν’ αντικρίσεις…
Ποιους ;- πρέπει τον εαυτό σου να ρωτήσεις.

Οι άνθρωποι, φοβερά, απ’ το φως, είν’ αλλοιωμένοι,
Που το ιδρώνουνε τα πρόσωπά τους,
Κι αν νύχτα, τύχαινε να είναι μαζεμένοι,
Έναν κόσμο που θα παραπάταγε, να δεις θα μπορούσες,
Ο ένας στον άλλο πάνω ακουμπισμένοι.
Κίτρινο φως, πάνω στα μέτωπά τους,
όλες τις σκέψεις έδιωξε μακριά,
το κρασί τρέμει μες τα βλέμματα τους
και στα χέρια τους κρέμεται η βαριά χειρονομία,
που μ’ αυτήν εννοούνε, όταν συνομιλούν,
όταν συνομιλούν, ο ένας τον άλλο και σ’ αυτό επάνω,
ολοένα λεν: Εγώ κ’ Εγώ και. Με το Εγώ, έναν άλλον,
οποιονδήποτε θεωρούνε.

Rainer Maria Rilke

Είσοδος



Όποιος και να ‘σαι : Το βράδυ να βγεις έξω απ’ το δωμάτιο σου
εκεί μέσα τα γνωρίζεις όλα
σαν τον ουρανό, πριν από τον ορίζοντα, το σπίτι σου είναι
Όποιος και να ‘σαι
Με τα μάτια σου , τα κουρασμένα,
μόλις λευτερωθούν από το φαγωμένο σου κατώφλι,
Σιγά-σιγά σηκώνεις ένα δέντρο μαύρο και μπρος στον ουρανό το στήνεις
λυγερό , μονάχο,
Και τον κόσμο δημιούργησες,. Κι είναι μεγάλος
Κι είναι σαν λόγος , που ακόμη, στην σιωπή, ωριμάζει.
Κι όπως την έννοια του συλλαβαίνει η θέληση σου,
τρυφερά, τα μάτια σου, τον απολευτερώνουν...

Rainer Maria Rilke

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Αποχαιρετισμός


 Φθινόπωρο κιόλας! – Μα γιατί η λύπη για τον ήλιο τον αιώνιο, όταν με την αναζήτηση της θεϊκής διαύγειας καταγινόμαστε – πολύ μακρύτερα απ΄ όλους αυτούς που παρέρχονται με τις εποχές.

Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας  απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α! τα δυσώδη κουρέλια, το μουλιασμένο με βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Πότε επιτέλους θα αποκάμει τούτη η αιματορουφίχτρα, των μυριάδων ψυχών και πτωμάτων, βασίλισσα, που θα κριθούν! Βλέπω ξανά τον εαυτό μου, η σάρκα μου διαβρωμένη απ’ τη λάσπη και την πανούκλα, σκουλήκια γεμάτα τα μαλλιά κι οι μασχάλες μου κι ακόμα μεγαλύτερα σκουλήκια στην καρδιά μου, ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα…Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί…Φρικτή μνήμη! Απεχθάνομαι την μιζέρια.

Και τρέμω το χειμώνα, επειδή της άνεσης χαρακτηρίζεται εποχή!

-Μερικές φορές βλέπω στον ουρανό ατέλειωτες ακτές καλυμμένες λευκών εθνών. Απάνω μου, ένα μεγαλοπρεπές χρυσό πλεούμενο, ανεμίζει τις πολύχρωμες σημαίες του στου πρωινού την αύρα. Δημιούργησα κάθε ξεφάντωμα, κάθε θρίαμβο, κάθε δράμα. Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα αστέρια, νέα σάρκα, νέες διαλέκτους. Πίστεψα πως υπερφυσικές δυνάμεις θα αποκτούσα. Α, καλά! Θα πρέπει να θάψω την φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του παραμυθά πάει περίπατο!

Εγώ! Εγώ που ονόμασα τον εαυτό μου μάγο ή άγγελο, χωρίς ηθικούς φραγμούς, επέστρεψα στο χώμα αποζητώντας μια σθεναρή πραγματικότητα να υιοθετήσω! Χωριάτη!

Εξαπατήθηκα; Μπορεί η φιλανθρωπία να είναι η αδελφή του θανάτου για με;

Εν τάχη θα ζητήσω συγχώρεση επειδή ανατράφηκα με ψέματα. Και τώρα ας πηγαίνουμε.

Μα ούτε ένα χέρι φιλικό. Και που να ψάξω βοήθεια;

Αλήθεια, η νέα ώρα είναι το λιγότερο άτεγκτη.

Για αυτό μπορώ να πω ότι η νίκη κερδίσθηκε: ο τριγμός των οδόντων, το σύριγμα της φωτιάς, οι στεναγμοί της μόλυνσης  μετριάζονται. Κάθε ανόητη μνήμη μου εξασθενίζει. Οι τελευταίες μου απογοητεύσεις απομακρύνονται – ζήλια των ζητιάνων, των ληστών, των νεκρόφιλων, του κάθε είδους υπανάπτυκτων – καταραμένοι, εάν επρόκειτο να πάρω εκδίκηση!

Κάποιος οφείλει να είναι απόλυτα σύγχρονος.

Κανένα άσμα ασμάτων: κράτησε το κερδισμένο έδαφος. Δύσκολη νύχτα! Το ξεραμένο αίμα καπνίζει στο πρόσωπο μου, και τίποτα δεν άφησα πίσω μου παρ’ εκτός του φριχτού τούτου χαμόδεντρου!… Οι πνευματικές μάχες είναι τόσο βάναυσες όσο και των ανθρώπων ο πόλεμος: αλλά το όραμα της δικαιοσύνης  είναι μόνο θέλημα Θεού.

Και στο μεταξύ, τούτη είναι η παραμονή. Ας καλωσορίσουμε κάθε εισροή ζωτικότητας και αληθινής ευαισθησίας. Και την αυγή, οπλισμένοι με φλογερή υπομονή σε μεγαλοπρεπείς πόλεις θα εισέλθουμε.

Γιατί μίλησα για ένα χέρι φιλικό; Ένα μεγάλο μου πλεονέκτημα είναι ότι τώρα μπορώ να γελώ με τους παλιούς ψευδείς μου έρωτες, και να ντροπιάζω εκείνα τ’ άτιμα ζευγάρια – εκεί πίσω αντίκρισα την κόλαση κάθε γυναίκας- και θα’ ναι θεμιτό τώρα να κατέχω την αλήθεια μέσα σ’ ένα σώμα και μια ψυχή.

Arthur Rimbaud 

Πρωί


 Μήπως μια φορά δεν είχα νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, χαραγμένη σε φύλλα χρυσού, τόσο τυχερός! Για ποιο κρίμα, ποιο λάθος  με την παρούσα αδυναμία μου πληρώνω;  Συ που ισχυρίστηκες ότι τα ζώα τη θλίψη τους με αναφιλητά δηλώνουν, ότι οι ασθενείς απελπίζονται, ότι οι νεκροί απ΄ εφιάλτες κατατρέχονται, προσπάθησε να αφηγηθείς την πτώση και τον ύπνο μου. Όσο για μένα, δεν μπορώ να με φανταστώ σαν τον επαίτη με τ΄ αδιάκοπα Πάτερ ημών και τα Ave Maria. Να μιλώ, άλλο δεν μπορώ.

Ωστόσο, σήμερα, σκέφτηκα να τελειώσω την εξιστόρηση της κόλασης μου. Κι ήταν στα σίγουρα η Κόλαση, η αρχαία κόλαση, αυτή που ο Υιός του ανθρώπου άνοιξε τις πύλες της.

Από την ίδια έρημο, την ίδια νύχτα, πάντα τα εξαντλημένα μάτια μου ξυπνούν στο ασημένιο αστέρι, πάντοτε, χωρίς να των Βασιλιάδων της ζωής συγκίνηση, οι τρεις μάγοι, η καρδιά, η ψυχή, το πνεύμα.

Πότε θα φύγουμε πέρα απ΄ τις ακτές και τα βουνά, να χαιρετίσουμε τη γέννηση του νέου μόχθου, της νέας σοφίας, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της προκατάληψης, να λατρέψουμε – πρώτοι εμείς! – Χριστού τη γέννηση στη γη.

Το ουράνιο τραγούδι, η πορεία των λαών!

Σκλάβοι, μην καταριόμαστε τη ζωή.

Arthur Rimbaud 

Η αστραπή



 Ανθρώπινος μόχθος! είναι η έκρηξη που την άβυσσο μου φωτίζει κατά διαστήματα.

«Τίποτα δεν μοιάζει ματαιότητα στην επιστήμη και στην πρόοδο!» κραυγάζει ο σύγχρονος Εκκλησιαστής, και τούτο έχει λεχθεί, σ’ ολάκερο τον κόσμο…Και ακόμα τα πτώματα της αμαρτωλής και αδρανούς  πτώσης σκιάζουν τις καρδιές των άλλων… Α! γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! εκεί, πέρα απ’ τη νύχτα…τούτο το μέλλον, αιώνια ανταμοιβή…τους ξεφύγαμε;…

Τι περισσότερο να κάνω; Το μόχθο τον γνωρίζω· και η επιστήμη βραδυπορεί. Καλπάζει κείνη η προσευχή και το φως βρυχάται· Βλέπω καθαρά. Είναι τόσο απλό, και η ζέστη αφόρητη· όλα μπορείτε να τα κάνετε και χωρίς εμένα. Έχω το καθήκον μου να πράξω· αλλά θα είμαι περήφανος, όπως και όλοι οι άλλοι ήταν, να το αντιπαρέλθω.

Έφθειρα τη ζωή μου. Ας ξεκινήσουμε! Ας υποδυθούμε, ας εξαπατήσουμε, θλιβερό! Και θα υπάρχουμε, θα διασκεδάζουμε μεταξύ μας ονειρευόμενοι τερατώδεις έρωτες και φανταστικούς κόσμους, αισθανόμενοι οίκτο για τους εαυτούς μας και μαχόμενοι με τις εκφάνσεις του κόσμου, περιπλανώμενε ακροβάτη, επαίτη, καλλιτέχνη, ληστή, – ιερέα! …στο κρεβάτι του πόνου, η μυρωδιά του θυμιάματος με χτύπησε έντονα· Φύλακας των ιερών αρωμάτων, εξομολογητής, μάρτυρας…

Τώρα διακρίνω τη βρώμικη γνώση της παιδικής μου ηλικίας. Και μετά τι! …είκοσι ετών: Θα φτάσω στα είκοσι μου, μόνο αν ο καθένας σας φθάσει.

Όχι! Όχι! Τώρα επαναστατώ ενάντια στο θάνατο! Η εργασία αυτή φαίνεται πολύ εύκολη για έναν άνθρωπο με τη δική μου αλαζονεία: Το να με παραδώσεις στον κόσμο, θα ήταν μια πολύ μικρή τιμωρία. Για τελευταία φορά θα επιτεθώ προς πάσα κατεύθυνση…

Ω! Φτωχή αγαπημένη μου ψυχή, ίσως δεν θα χάσουμε την αιωνιότητα!

Arthur Rimbaud 

Το αδύνατο



Α! Η ζωή μου σαν παιδί, η κύρια οδός όλων των εποχών, αφύσικα εγκρατής, πιο αδιάφορος και απ’ τον καλύτερο ζητιάνο, υπερήφανος άπατρις, χωρίς φίλους, τι ανοησία – και το χειρότερο ότι μόλις τώρα το καταλαβαίνω!

Περιφρόνησα όλους αυτούς που δεν έχαναν την ευκαιρία για ένα χάδι, παράσιτα της υγιεινής  και της καθαρότητας των γυναικών τους- σήμερα που οι γυναίκες είναι τόσο υποδεέστερες.

Για όλες τις αμφιβολίες μου, είχα δίκιο:  έκτοτε απέδρασα!

Απέδρασα!

Θα σας εξηγήσω.

Μόλις χθες θα στέναζα: «Ουρανοί! Υπάρχουν αρκετοί από μας καταδικασμένοι εδώ κάτω! Προσωπικά, πέρασα αρκετό καιρό μες στα μπουλούκια τους. Τους ξέρω όλους. Γνωριζόμαστε μεταξύ μας· αλληλοσιχαινόμαστε. Η φιλανθρωπία είναι για μας μια άγνωστη λέξη. Αλλά είμαστε καλλιεργημένοι· και οι σχέσεις μας με τον υπόλοιπο κόσμο είναι αρκετά ταιριαστές. «Δεν είναι θαυμάσιο; Ο κόσμος! Επιχειρηματίες και ηλίθιοι! -Δεν είμαστε απαξιωτικοί. – αλλά εκλεκτικοί· πώς αυτοί θα μας αντιλαμβάνονταν; Υπάρχουν άνθρωποι οξύθυμοι, άνθρωποι χαριτωμένοι, η ψευτο-ελίτ, δεδομένου ότι πρέπει να διαθέτουμε θράσος ή ταπεινότητα για να τους πλησιάσουμε. Αυτοί είναι οι μόνοι εκλεκτοί. Δεν είναι υποκριτές!

Έχοντας ξανακερδίσει δυο δεκάρες της αξίας του σκοπού μου – πως παρέρχεται τούτο- Μπορώ να δω ότι τα προβλήματά μου προήλθαν, επειδή δεν συνειδητοποίησα ότι έτσι είναι ο δυτικός κόσμος. Αυτά τα δυτικά έλη!  Δεν είναι το χλομιασμένο φως, η φθαρμένη μορφή ή η παραπλανημένη κίνηση …. Εντάξει τώρα το μυαλό  θέλει να αναλάβει την πλήρη ευθύνη όλων των σκληρών εξελίξεων που υπέφερε, δεδομένου ότι η Ανατολή κατέρρευσε …. Κατά κάποιο τρόπο ο νους μου τ’ απαιτεί!

…Και οι δυο δεκάρες της αξίας του σκοπού μου σώθηκαν! Το μυαλό μου είναι υπό έλεγχο, επιμένει να παραμείνω στη Δύση. Θα σιωπήσει μόνο όταν τελειώσουν όλα όπου ακριβώς ξεκίνησαν.

Έστειλα στο Διάολο τα βάγια των μαρτύρων, της τέχνης τις αχτίδες, την υπερηφάνεια του εφευρέτη,  τη φρενίτιδα του ληστή. Επέστρεψα στην Ανατολή, στην αρχική και παντοτινή σοφία. Αλλά προφανώς τούτο είναι ένα όνειρο πασιφανούς νωθρότητας.

Παρ΄ όλα αυτά δεν είχα καμιά πρόθεση να δραπετεύσω από τα σύγχρονα μαρτύρια. Δεν είχα στο μυαλό μου την κάλπικη σοφία του Κορανίου- μα τούτο δεν είναι δα και κανένα σπουδαίο μαρτύριο- από αυτά που διακηρύσσει η επιστήμη, ο Χριστιανισμός, ο άνθρωπος κοροϊδεύει τον εαυτό του, αποδεικνύει το αυταπόδεικτο, φουσκώνοντας από υπερηφάνεια επαναλαμβάνοντας απλά και μόνο αποδείξεις, και πως ζει;  Τούτο είναι ένα ύπουλο, ηλίθιο βασανιστήριο· μία αστείρευτη πηγή των πνευματικών μου αναζητήσεων.  Ίσως η φύση να αισθάνεται να πλήξει με τούτα.  Ο κύριος Prudhomme γεννήθηκε στο όνομα του Χριστού.

Δεν είναι επειδή συντηρούμε την ομίχλη; Καταπίνουμε πυρετό με τα νερουλά λαχανικά μας. Και μέθη! Και καπνός! Και άγνοια! Και τυφλή πίστη! Δεν είναι όλα τούτα απομακρυσμένα από τη σκέψη, τη σοφία της Ανατολής, την αρχέγονη πάτρια γη;  Ποιός ο λόγος ενός σύγχρονου κόσμου, εάν τέτοια δηλητήρια δημιουργούμε;

Οι Κληρικοί θα πουν: Μα φυσικά. Αλλά αναφέρεσαι στην Εδέμ. Δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στην ιστορία της Ανατολής – αυτό είναι αλήθεια! Στην Εδέμ αναφερόμουν! Τί να σημαίνει αυτό στ’ όνειρο μου,  αυτή η αγνότητα των αρχαίων φυλών!

Οι Φιλόσοφοι θα πουν: Ο κόσμος δεν έχει καμία ηλικία. Η ανθρωπότητα απλά περιπλανάται. Είσαι στη Δύση, αλλά έχεις την ελεύθερη βούληση να ζήσεις στην Ανατολή σου, τόσο αρχαία , όσο την επιθυμείς – και βέβαια να ζήσεις με ευδαιμονία. Μην είσαι ηττοπαθής. Οι Φιλόσοφοι είναι αναπόσπαστο τμήμα του Δυτικού κόσμου.

Πνεύμα μου, φυλάξου. Όχι βεβιασμένες κινήσεις για τη λύτρωση. Ασκήσου! – Α! Η επιστήμη δεν προοδεύει τόσο γρήγορα όσο εμείς επιθυμούμαι.

Αλλά συνειδητοποιώ ότι το πνεύμα μου κοιμάται.

Εάν άγρυπνο έμενε εφεξής, σύντομα την αλήθεια θα πλησίαζα, η οποία ίσως να μας περικυκλώνει τώρα με τους αγγέλους της κλαίοντες!…Εάν μέχρι τούτη τη στιγμή άγρυπνος παρέμενα, ποτέ δεν θα είχα δώσει χώρο στα εκφυλισμένα ένστικτα, πολύ καιρό τώρα!…Εάν μέχρι τούτη τη στιγμή άγρυπνος παρέμενα…τώρα θα έπλεα σε πελάγη ευτυχίας!…

Ω Αγνότητα! Αγνότητα!

Σε αυτή την στιγμή της συνειδητότητας μου δόθηκε της αγνότητας το όραμα! – μέσω του πνεύματος πλησιάζουμε το Θεό!

Οδυνηρή κακοτυχία!

Arthur Rimbaud

Παραλήρημα ΙΙ, η αλχημεία του λόγου



Και τώρα η σειρά μου. Η εξιστόρηση μιας τρέλας μου.

Για πολύ καρό καυχήθηκα πως κάθε πιθανού τόπου ήμουν ο κυρίαρχος και ως γελοιότητες χαρακτήριζα τις διασημότητες της σύγχρονης ζωγραφικής και ποιήσεως.

Αυτά που μ΄ άρεσαν ήταν: τα παράλογα έργα ζωγραφικής, τα διακοσμητικά στις εξώπορτες, τα σκηνικά, οι μεταμφιέσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα διαφημιστικά φυλλάδια, οι λαϊκοί διάκοσμοι, η ντεμοντέ λογοτεχνία, τα Λατινικά της εκκλησίας, τα ανορθόγραφα ερωτικά βιβλία, οι νουβέλες της γιαγιάς, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλιαράκια, οι παλαιές όπερες, τ΄ ανόητα ρεφρέν και οι αφελείς ομοιοκατάληκτοι ρυθμοί.

Ονειρεύτηκα σταυροφορίες, εξερευνητικά ταξίδια που κανείς δεν είχε υπόψη του, ανιστόρητες δημοκρατίες, καταπνιγμένους θρησκευτικούς πολέμους, επαναστάσεις των ηθών, μετακινήσεις φυλών και ηπείρων· Πίστευα σ’ όλα τα μάγια.

Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα για το μαύρο, το Έψιλον για το λευκό, το Ιώτα για το κόκκινο, το Όμικρον για το κυανό, το Ύ(U)ψιλον για το πράσινο. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, κολακεύτηκα με την ανακάλυψη μιας ποιητικής γλώσσας, που σήμερα ή αύριο, όλοι θ’ αναγνώριζαν. Και κράτησα για μένα τη μετάφραση της.

Αρχικά ήταν κάτι σαν έρευνα. Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο, σταμάτησα την περιδίνηση.

Πολύ πιο μακριά κι απ΄ τα πουλιά, τις αγέλες και τις χωριατοπούλες

Τι να’ πια άραγε, στα ρείκια που γονάτισα

με ιτιές άγουρες τριγυρισμένος

καταμεσής  μιας πράσινης και χλιαρής απογευματινής ομίχλης;



Τι θα μπορούσα να ρουφήξω  απ’ το νεαρό πουλί

-Φτελιές δίχως φωνή, λιβάδια δίχως άνθους, συννεφιασμένος ουρανός!

Να μεθύσω με τούτες τις κιτρινισμένες κολοκύθες,

μακριά απ΄ την καλύβα Αγάπη μου;


Λίγο χρυσό πιοτό σε κάνει να ιδρώνεις.

Ως πανδοχείου έμοιαζα φτηνό σημάδι

-Το βράδυ, μια θύελλα  δάγκασε τον ουρανό.

Οι χυμοί των δένδρων στέγνωσαν σε αμμουδιές παρθένες,

και ο αέρας του Θεού  πάγωσε τις λίμνες

Κλαίγοντας, αντίκρισα το χρυσό,

– να το γευτώ όμως αδύνατο.

***

Τέσσερις, ξημερώνοντας καλοκαίρι,

κι η απουσία της αγάπης παρατείνεται.

Κάτω από θάμνους αναθυμιάζει

τ’ άρωμα γιορτινής νυχτός.



Εκεί πέρα, στη θεόρατη ξυλαποθήκη

Με τον ήλιο των Εσπερίδων,

Ξεμπράτσωτοι πιάνουν δουλειά οι ξυλοκόποι.



Και στις βαλτώδεις έρημους τους, ήσυχα,

ανεκτίμητης αξίας  φατνώματα κατασκευάζουν

όπου η πόλη ουρανούς ψεύτικους θα ζωγραφίσει.



Ω  τούτοι οι  εργάτες,

θελκτικοί Σκλάβοι Βαβυλώνιου Βασιλέα,

Αφροδίτη! Άσε για μια στιγμή τους εραστές

που’ χουν ψυχές στεφανωμένες.



Βασίλισσα των ποιμένων με τ’ ακριβότερο ποτό

ξεδίψασε τους γρήγορα,

που τώρα αναπαύονται

καρτερώντας να βουτηχτούν στη θάλασσα καταμεσήμερο.  



Το παλιομοδίτικο στυλ ποίησης έπαιξε πάντα έναν σημαντικό ρόλο στην αλχημεία του λόγου μου.

 Εθίστηκα στις στοιχειώδεις παραισθήσεις:  Θα μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω ένα μουσουλμανικό τέμενος αντί ενός εργοστασίου, μία ορδή αγγέλων τυμπανιστών, άμαξες με άλογα στα μονοπάτια τ’ ουρανού, ένα ατελιέ στο βυθό μιας λίμνης· σημεία και τέρατα. Ο τίτλος μίας επιθεώρησης με γέμισε δε δέος.

Και έτσι εξήγησα τις μαγικές σοφιστείες μου μεταγράφοντας τις λέξεις σε οράματα!

Τελικά, άρχισα να θεωρώ την αναταραχή του μυαλού μου ως ιερό πράγμα. Αδρανούσα χτυπημένος από ένα τυραννικό πυρετό: Φθόνησα την ευδαιμονία των ζώων – κάμπιες, οι οποίες απεικονίζουν την αθωότητα της αγέννητης ψυχής, τυφλοπόντικες, ο λήθαργος της παρθενίας!

Ξίνισα. Αποχαιρέτησα τον κόσμο με σχεδιάσματα σα μπαλάντες:  

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΟ ΨΗΛΟΥ  ΠΥΡΓΟΥ

Σιμώνει, σιμώνει

η εποχή που θα παρθούμε



Τόσο πολύ περίμενα

Λησμόνησα τα πάντα

Φόβοι και βάσανα στους ουρανούς χαθήκαν

και μια δίψα αρρωστημένη θολώνει τις φλέβες μου.



Σιμώνει, σιμώνει

η εποχή που θα παρθούμε



Σαν λιβάδι που το σκεπάζει η λήθη

κατάφυτο και ανθισμένο λιβάνια και ζιζάνια,

στο τρελό βουητό των αλογόμυγων.



Σιμώνει, σιμώνει

η εποχή που θα παρθούμε



Αγάπησα την έρημο, τους ξερούς οπωρώνες, τα φτηνομάγαζα, τα δυνατά ποτά. Σύρθηκα στους δημόσιους δρόμους και με κλειστά τα μάτια παραδόθηκα στον ήλιο, στο Θεό της Φωτιάς.

«Στρατηγέ: αν σας περίσσεψε κάποιο κανόνι στα ερείπια των προμαχώνων σας, ρίξε μας σβώλους και σμυρίγλια γης ξερής. Σπάστε τις βιτρίνες των πολυτελών καταστημάτων! Και τα ατελιέ!  Κάντε την πόλη να φαει τη σκόνη της. Οξειδώστε τους φτερωτούς δαίμονες που στέκουν στις υδρορροές. Γεμίστε τα μπουντουάρ με τη φλογερή σκόνη των ρουμπινιών…»

Ω! Η σκνίπα! Μεθυσμένος στα ουρητήρια του πανδοχείου, ερωτοχτυπημένος με νηπενθές που μια αχτίδα φωτός διαλύει!

ΠΕΙΝΑ

Και να’ χα όρεξη,

μόλις και μετά βίας

Γεύση γης και πέτρας

Πάντα ελαφρά γευματίζω

Χωρίς να εξαντλώ το βράχο, το κάρβουνο και το σίδερο.



Η πείνα μου ανάβει,

Τροφή, πείνα, Του αγρού ο ήχος

Ρουφήξτε το ζωντανό φαρμάκι Βοτανίζοντας.

Φάτε τις πέτρες που αυτός σπάζει

Αρχαίες πέτρες εκκλησιών

Βότσαλα κατακλυσμών παλαιών,

καρβέλια σπαρμένα σε γκρίζες κοιλάδες.

***

Κάτω απ’ τις φυλλωσιές

ο Λύκος ούρλιαξε φτύνοντας φτερά πολύχρωμα

από το συμπόσιο των πτηνών

κι όπως αυτός, ίδια καταβροχθίστηκα.



Φρούτα και χορταρικά έτοιμα να συλλεχθούν

Αλλά η αράχνη στο φράχτη απάνω

τρώγει βιολέτες μόνο.



Έτσι αποκοιμήθηκα!

Έτσι θυσιάστηκα

Στους βωμούς του Σολόμωντα

Ποτίζοντας το χώμα με σκουριά

Και ανθίζοντας Κέδρους.

Επιτέλους, ω ευτυχία, ω σκοπέ, παραμέρισα το σκούρο μπλε του ουρανού, που μοιάζει με σκοτάδι, και ως χρυσός σπινθήρας στο φως της φύσης έζησα.  Και πάνω στη χαρά μου, το πιο κωμικό, μα και συνάμα όσο πιο έξαλλο μπορούσα πήρα ύφος:



***

  Ανακτήθηκε! Τι;

Η Αιωνιότητα.

Είναι που αναμίχθηκε η θάλασσα με ήλιο.



Ω! Η αιώνια ψυχή μου,

Τήρησε τους όρκους αψηφώντας

τις μοναχικές νύχτες και τις αναμμένες μέρες.



Έτσι θα απελευθερωθείς

απ΄ την ανθρώπινη ψήφο

από τις κοινές επιδιώξεις



Πέταξε  σύμφωνα με…

Καμιά ελπίδα

Μήτε ανάταση

Επιστήμη και Υπομονή

Σίγουρο είναι το βασανιστήριο

Κανένα αύριο για να θυμόμαστε,

Απομεινάρια Σατινένια

Η ζηλευτή αγνότητα Θέτει  το καθήκον.



Ανακτήθηκε!! Τι;

Η Αιωνιότητα.

Είναι η θάλασσα π΄ αναμίχθηκε με ήλιο.

Έγινα μια όπερα περίφημη: Είδα πως κάθε πλάσμα καταδικάσθηκε στην ευτυχία. Η δράση δεν είναι ζωή, είναι ένας τρόπος να εξασθενείς, ένας εκνευρισμός. Η ηθική είναι η αδυναμία του εγκεφάλου.

Κάθε πλάσμα κι άλλες διάφορες ζωές πρέπει να’ χει. Αυτός ο Κύριος δε γνωρίζει τι πράττει· Είναι ένας Άγγελος. Τούτη η οικογένεια είναι σα γενιά κουταβιών. Με μερικά άτομα, λογόφερα σε κάποια στιγμή από τις προηγούμενες υπάρξεις τους – όπως ακριβώς δηλαδή συνέβη κι αγάπησα αυτό το γουρούνι.

Καμιά από τις σοφιστείες της παραφροσύνης, – της τρέλας που κάποιος κλείδωσε, – δεν έχει λησμονηθεί από μένα: Θα μπορούσα να τις απαριθμήσω όλες, κατέχω το σύστημα.

Η υγεία μου απειλήθηκε. Ο τρόμος με πλησίασε. Αρκετές μέρες μισοκοιμάμαι, και ξυπνώντας, τα πιο θλιβερά μου όνειρα συνεχίζονται. Ήμουν έτοιμος για το θάνατο, και από επικίνδυνους δρόμους η αδυναμία μου με οδήγησε στο όριο του κόσμου και στη Cimmeria (Κριμαία), στη χώρα του σκότους και του ανεμοστρόβιλου.

Έπρεπε να ταξιδέψω, για να διαλύσω τις συναγμένες στο νου μου γοητείες. Στη θάλασσα, που αγάπησα σαν να επρόκειτο να διώξει μακριά την ακαθαρσία μου, είδα τον σταυρό της παρηγοριάς ν’ αναδύεται. Καταδικασμένος κι απ΄ το ουράνιο τόξο. Η ευτυχία ήταν η μοίρα μου, η τύψη μου, το σκουλήκι μου: Η ζωή μου θα ήταν για πάντα θεόρατη ώστε  να αφιερωθεί στη δύναμη και στην ομορφιά.

Ευτυχία! Το θανατερό γλυκό της τσίμπημα, μου θύμισε του πετεινού το πρώτο λάλημα- ad matutinum, Christus venit  – στις πιο σκοτεινές πόλεις:

Ω Εποχές, Ω Κάστρα!

Ποια καρδιά είναι αμόλυντη;



Έμαθα το μαγικό της Ευτυχίας:

Άπαντες γοητεύει.



Ζητωκραυγάστε για αυτή σε κάθε εποχή,

κάθε φορά που ο πετεινός τον Γαλατών λαλεί



Α! Κανένας φθόνος πια:

Τη ζωή μου την έκανε ζωή του



Κείνη η γοητεία είχε πάρει σάρκα και οστά

διασπείροντας τις προσπάθειες



Ω Εποχές, Ω Κάστρα!

Αλίμονο! Η στιγμή της διαφυγής του,

θα σημάνει την ώρα του θανάτου μου



Ω Εποχές, Ω Κάστρα!

 ***

Αυτά είναι παρελθόν. Σήμερα ξέρω πώς να δοξάσω την ομορφιά.

Arthur Rimbaud

Παραλήρημα Ι, η μωρή παρθένος, ο σατανικός νυμφίος


Ακούστε την εξομολόγηση παλαιού της κολάσεως συντρόφου μου:

«Ω Κύριε, Ω Ουράνιε Νυμφίε, μην αποστρέφεσαι την εξομολόγηση  της ταπεινότερης δούλης σου. Χαμένη είμαι. Μεθυσμένη. Μιαρή. Τι ζωή!

«Άφεση, Ουράνιε Πατέρα, Άφεση! Α! Άφεση! Τόσα τα δάκρυα! Και πόσα ακόμη, ελπίζω!

«Αργότερα τον Ουράνιο Νυμφίο θ’ απαντήσω! Γεννήθηκα να τον υπηρετώ.                

  – Ο Άλλος μπορεί να με χτυπήσει τώρα!

«Πόσο πιο χαμηλά να φτάσω από δω, δεν πάει άλλο! Ω φίλοι μου…όχι, όχι φίλοι μου…Πότε βίωσα κάτι παρόμοιο, παραλήρημα, βασανιστήρια, οτιδήποτε…Είναι τόσο ανόητο!

« Υποφέρω, κλαιω! Στ’ αλήθεια υποφέρω. Μ’ ακόμα έχω το δικαίωμα να κάνω ότι θέλω, περιφρονημένη απ’ τις πιο αξιοκαταφρόνητες καρδιές

«Επιτέλους, αφήστε με να ομολογήσω, ακόμα κι αν τούτο σημαίνει είκοσι φορές να τα επαναλάβω…τόσο εξασθενημένη, τόσο τιποτένια!

«Είμαι δούλα του σατανικού νυμφίου, αυτού που ξελόγιασε τις μωρές παρθένες. Μ’ αυτόν μοιάζει ο Διάβολος. Στοιχειό δεν είναι, μήτε φάντασμα. Αλλ’ εγώ που έχασα τα λογικά μου, εγώ καταραμένη και νεκρή στον κόσμο – κανείς πια δεν θα μπορεί να με σκοτώσει!  Πώς να σας τον περιγράψω! Δεν μπορώ άλλο να μιλήσω. Πενθώ, κλαιω, φοβάμαι. Κύριε σας ικετεύω, δροσίστε με, εάν δεν σας πειράζει παρακαλώ!

«Στερημένη από σύντροφο – εκ πεποιθήσεως στερημένη…Ω, μάλιστα, κείνο τον καιρό ήμουν πολύ σοβαρή και βέβαια δεν είχα γεννηθεί για να γίνω σκελετός!… -Εκείνος ήταν παιδί – ή σχεδόν παιδί… Οι λεπτοί, μυστηριακοί του τρόποι με γοήτευσαν. Παράτησα τα πάντα προκειμένου να τον ακολουθήσω. Τι ζωή! Την αληθινή ζωή τη χάνουμε. Εξόριστοι του κόσμου.  Στην πραγματικότητα πηγαίνω, εκεί που αυτός με οδηγεί. Και συχνά στρέφεται ενάντια μου, σε μένα, μια φτωχή ψυχή. Ο Δαίμονας! (Αληθινός Δαίμονας, ξέρετε, και σίγουρα καθόλου άνθρωπος).

«Λεει: Δεν αγαπώ τις γυναίκες. Ο καθένας μας ξέρει πως την αγάπη εκ νέου πρέπει ν΄ ανακαλύψει. Η σιγουριά είναι το μόνο πράγμα που οι γυναίκες αναζητούν. Μόλις λοιπόν κατακτήσουν τούτο, η αγάπη και η ομορφιά περισσεύουν, και δεν παραμένει τίποτα παρ’ εκτός μιας παγωμένης αποστροφής· τέτοιο μενού σερβίρεται στους γάμους σήμερα. Μερικές φορές διακρίνω γυναίκες που οφείλουν να είναι ευτυχισμένες, έχοντας βρει κάποιον που τους ταιριάζει ως σύντροφος, αλλά ήδη όλα αυτά ξεφτίζουν από κτήνη, που διαθέτουν τόσο συναίσθημα όσο και ένα κούτσουρο.

«Τον ακούω να μετατρέπει το όνειδος σε δόξα, τη σκληρότητα σε γοητεία. Κατάγομαι από φυλή αρχαία: Σκανδιναβοί οι πρόγονοι μου: πετσόκοψαν τις σάρκες τους και γεύτηκαν το ίδιο τους το αίμα.  Το σώμα μου ολούθε θα χαράξω, με τατουάζ διάστικτος, σα Μογγόλος αποκρουστικός θα μοιάσω· θα δείτε, θα ουρλιάξω στους δρόμους.  Θα τρελαθώ από θυμό. Ποτέ μη μου δείξετε κοσμήματα, στα τέσσερα θα πέσω σφαδάζοντας στο δάπεδο. Θέλω τα πλούτη μου να κολυμπούν στο αίμα. Ποτέ δεν θα δουλέψω…». Αρκετές νύχτες ο δαίμονας του με βούτηξε και κυλιστήκαμε σε πάλη! – με τρομοκράτησε θανάσιμα καρτερώντας με σε δρόμους ή σε σπίτια- «Θα μ΄ αποκεφαλίσουν και αλήθεια τούτο θα’ ναι αηδιαστικό» Ω! πώς τρεκλίζει η αύρα του εγκλήματος τούτες τις μέρες!

Μερικές φορές όταν μιλά, μιλά στη δική του διάλεκτο, συγκίνηση γεμάτος, για το θάνατο, ωθώντας μας να μετανοήσουμε, και πόσοι στ’ αλήθεια τρισάθλιοι άνθρωποι υπάρχουν στον κόσμο, πόσες σκληρές εργασίες, πόσοι αποχαιρετισμοί που σχίζουν τις καρδιές μας.  Στα καταγώγια, όπου συνήθως ήμασταν μεθυσμένοι, έκλαιγε συλλογιζόμενος αυτούς που μας περικύκλωναν, όρθια κτήνη. Στους σκοτεινούς δρόμους περιμάζεψε μέθυσους. Είχε τον οίκτο που μια μητέρα μοχθηρή δείχνει στα παιδιά της. Χάνονταν με τη γλυκύτητα ενός κοριτσιού του κατηχητικού. Προσποιήθηκε τον παντογνώστη, στο εμπόριο, στην Τέχνη, στην Ιατρική – και εγώ πάντα τον ακολούθησα παντού. Όφειλα να το κάνω!

«Είδα ξεκάθαρα κάθε παγίδα που έστησε στη φαντασία του· κοστούμια, υφάσματα, έπιπλα: Άγγιξα όσα τον άγγιξαν, ένα άλλο πρόσωπο. Κάθε φορά που μου φαίνονταν μελαγχολικός, τον ακολουθούσα στις παράξενες και πολύπλοκες πράξεις, αδιάκοπα, στο καλό και στο κακό: Μα πάντα ήμουν σίγουρος, ότι δεν θα με παρασύρει στον κόσμο του. Δίπλα στ’ ακριβό του σώμα, πόσες ώρες τις νύχτες δεν ξόδεψα, καιροφυλαχτώντας τον ύπνο του, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψω γιατί λαχταρούσε τόσο πολύ ν’ αποδράσει απ΄ την πραγματικότητα. Πότε άλλοτε άνθρωπος, είχε τόση μεγάλη θέληση; Γνώριζα – χωρίς να φοβάμαι – ότι θα μπορούσε στα σοβαρά να βλάψει την κοινωνία. Ίσως να κατείχε τα μυστικά που θα άλλαζαν το ρουν της ζωής; Όχι μονολόγησα, τους ανθρώπους ερευνούσε μόνο. Φυσικά η φιλανθρωπία του ήταν καλυμμένη με μάγια και έτσι έγινα σκλάβα του. Κανένας άλλος δεν θα’ χε τη δύναμη, -την απελπιστική δύναμη!- για ν΄ αντέξει, – ν΄ αντέξει την προστασία και τον έρωτα του.  Επί πλέον, μου είναι αδύνατο να φανταστώ στη θέση του οποιοδήποτε άλλη  -ο καθένας μας βλέπει το δικό του Άγγελο και κανείς των άλλων-, τουλάχιστον εγώ αυτό πιστεύω.  Έζησα μες στην ψυχή του, σαν σε παλάτι αμόλυντο, έτσι ώστε τα πιο ανάξια άτομα σε αυτό να μπορούσατε να είστε εσείς, τούτο είναι όλο. Αλίμονο! Πόσο πολύ εξαρτημένη ήμουν. Αλλά τι θέλησε από την τιποτένια, δειλή μου ύπαρξη; Δε μπορούσε να με κάνει καλύτερη, εάν δε με σκότωνε! Λυπημένη και απογοητευμένη του είπα μερικές φορές «Σε καταλαβαίνω» κι αυτός αδιαφορώντας ανασήκωνε τους ώμους.

«Έτσι τα βάσανα μου συνέχισαν να μεγαλώνουν, διαλυόμουν όλο και σε περισσότερα κομμάτια και καθένας θα μπορούσε να το δει αυτό, εάν δυστυχώς δεν ήμουν τόσο τρισάθλια, που κανείς  δε μου έδινε σημασία! και ακόμα, όλο και περισσότερο ποθούσα την αγάπη του…Τα φιλιά του και τα γερά του μπράτσα καθώς με σφίγγε στην αγκαλιά του, μοιάζανε με παράδεισο – έναν σκοτεινό παράδεισο, στον οποίο εισχωρούσα, και όπου εκεί θέλησα μόνη να αφεθώ – φτωχή, κουφή, άλαλη, και τυφλή. Ήδη ήμουν εξαρτημένη. Και φανταζόμουν, ότι ήμασταν σα δυο μικρά παιδιά, ελεύθερα να περιπλανηθούν στης θλίψης τον Παράδεισο.  Πάντα συμφωνούσαμε. Αίσια προχωρήσαμε, συνεργαστήκαμε. Αλλά μετά από ένα δυνατό σφιχταγκάλιασμα, μου είπε: «Πόσο αστεία θα μοιάζουν όλα, όλα όσα πέρασες, όταν δεν θα είμαι πια εδώ. Όταν δε θα νιώθεις τα χέρια μου να σφίγγουν το κορμί σου, ούτε την καρδιά μου να πάλλεται κάτω απ’ τη δική σου, μήτε την ανάσα του στόματός μου στα μάτια σου. Κι αυτό επειδή κάποια μέρα  θα πρέπει να φύγω, πολύ μακριά. Έτσι κι αλλιώς τι νόμιζες;  Πρέπει να βοηθήσω κι άλλους: Αυτή είναι η αποστολή μου. Αν και μη νομίζεις ότι στ’ αλήθεια το διασκεδάζω…αγάπη μου…» Και κείνη τη στιγμή χάθηκε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βυθίστηκα στην πιο φρικτή μαυρίλα – ξεψύχησα. Τον έπεισα να μου υποσχεθεί ότι δεν θα μ’ εγκατέλειπε ποτέ. Και μου το υποσχέθηκε, είκοσι φορές·  μου το υποσχέθηκε σαν τους όρκους που δίνουν οι εραστές. Κι ήταν τόσο ανόητη η υπόσχεση του, όσο και το «Σε καταλαβαίνω» που εγώ του έλεγα.

«Α! Ποτέ δεν τον ζήλεψα. Δεν θα μ’ άφηνε, το πιστεύω. Τι θα’ κανε; Δεν είχε ούτε ένα γνωστό· ποτέ δε θα δούλευε· Ζούσε σαν υπνοβάτης. Ήταν δυνατό η καλοσύνη του και η ευσπλαχνία του να του δώσει μια θέση στον πραγματικό κόσμο; Υπάρχουν στιγμές που ξεχνώ την αθλιότητα στην οποία περιέπεσα: Θα με κάνει δυνατότερη, θα ταξιδέψουμε, θα κυνηγήσουμε στην έρημο, θα κοιμηθούμε σε πεζοδρόμια αγνώστων πόλεων, ξένοιαστοι κι ευτυχισμένοι. Η αλλιώς  κάποια μέρα θα ξυπνήσω και η μαγική του δύναμη θα έχει αλλάξει τους νόμους και τα ήθη, αλλά ο κόσμος θα παραμείνει ανέγγιχτος, αφήνοντας  τις χαρές μου, τις επιθυμίες μου και την αδιαφορία μου. Ω! Αυτός ο υπέροχος κόσμος ο γιομάτος περιπέτειες βγαλμένες από παιδικά βιβλία- θα μου δοθεί ποτέ; Τόσο πολύ υπέφερα· Αξίζω μιας ανταμοιβής… Δε μπορεί. Δε γνωρίζω τα ιδανικά του. Λεει ότι έχει ελπίδες και συγχωρέσεις, αλλά τούτα δε μ’ απασχολούν. Μιλά στο Θεό; Ίσως πρέπει να Του μιλήσω αυτοπροσώπως. Είμαι στα βάθη της αβύσσου και σχεδόν έχω ξεχάσει πως προσεύχονται.

«Ας υποθέσω ότι μου εξέφρασε τη θλίψη του -θα την καταλάβαινα καθόλου καλύτερα  από τα αστεία και τις χυδαιότητες του; Μου επιτίθεται, σπαταλά ώρες κάνοντας με να ντρέπομαι για όλα όσα τυχόν μ’ αγγίξανε στον κόσμο, και τρελαίνεται εάν κλάψω.

«…Διακρίνεις αυτόν τον κομψό νεαρό μέσα σε τούτο το όμορφο και ήσυχο σπίτι; Ονομάζεται Duval, Dufour, Armad, Maurice, ή όπως εσύ επιθυμείς. Υπάρχει και μία γυναίκα που ξόδεψε τη ζωή της αγαπώντας αυτόν το διεφθαρμένο ηλίθιο· πέθανε.  Σίγουρα έχει αγιάσει. Θα με σκοτώσεις με τον τρόπο που αυτός σκότωσε τη γυναίκα; Είναι το γραφτό μας, ευσπλαχνικές καρδιές». Αλίμονο! Υπήρξαν μέρες που όλοι όσοι βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του, έμοιαζαν σα παιχνίδια στα χέρια ενός αλλόκοτου παραληρούντος: για πολύ καιρό ακούγονταν το τρομώδες γέλιο του. -Κατόπιν επέστρεφε για να υποδυθεί μια νεαρή μητέρα, η μια μεγαλύτερη αδερφή…Εάν δεν ήταν τόσο άγριος, θα σωζόμαστε! Μα η γλυκύτητα του επίσης, είναι θνητή… Σκλάβα του είμαι… -Α! Μου σάλεψε!

«Κάποια μέρα ως εκ θαύματος θα εξαφανιστεί, μα είναι ανάγκη να γνωρίζω, εάν θα αναληφθεί σε ουρανό, τότε ίσως μπορέσω να παρακολουθήσω έστω και για ένα λεπτό μόνο, την Ανάληψη του αγαπημένου μου!»

Κολασμένο ζευγάρι!

 Arthur Rimbaud

Νύχτα στην κόλαση


Μονορούφι κατέβασα το δηλητήριο. -Τρισευλογημένη ας είναι η συμβουλή που μου δόθηκε! -Τα σωθικά μου καίγονται. Του φαρμακιού η δύναμη τα μέλη μου πώς στρίβει, ακρωτηριάζομαι, ισοπεδώνομαι. Πεθαίνω της δίψας, πνίγομαι, δε μπορώ να φωνάξω. Τούτο μοιάζει με κόλαση, με αιώνιο βασανιστήριο! Δείτε τις φλόγες πως θεριεύουν! Όπως μου πρέπει καίγομαι. Εμπρός, Διάβολε!

Αμυδρά μετανοημένος στράφηκα στο καλό και στην ευτυχία, λύτρωση. Πώς να περιγράψω το όραμά μου, πυκνός της κόλασης ο αέρας, δε χωράει ύμνους! Υπήρχαν μυριάδες χαριτωμένων πλασμάτων, ένα αβρό κονσέρτο ιερής μουσικής, η δύναμη και η ειρήνη, οι  ευγενείς φιλοδοξίες,  και δεν ξέρω τι ακόμα.

Ευγενείς φιλοδοξίες!

Αλλά είμαι ακόμα ζωντανός! – εάν υποθέσουμε ότι η κατάρα είναι αιώνια! Βέβαια εάν κάποιος θέλει ν’ ακρωτηριαστεί, δεν είναι καταδικασμένος; Με φαντάζομαι στην Κόλαση, επομένως είμαι. Τούτο είναι κατήχηση εν δράση. Είμαι δέσμιος του βαπτίσματός μου.  Γονείς μου, καταστρέψατε τη ζωή μου, όπως τη δική σας. Αθώο μου αγόρι! – Η κόλαση δεν μπορεί να εναντιωθεί στους παγανιστές -κι είμαστε ακόμα ζωντανοί! Αργότερα, οι απολαύσεις της καταδίκης θα γίνουν βαθύτερες. Ένα έγκλημα, γρήγορο, θα μου επέτρεπε την ανυπαρξία, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου των ανθρώπων.

Σκάσε, σκάσε επιτέλους! Ντροπή και κατηγόρια είναι όλα εδώ:- Ο Σατανάς που λέγει ότι η φωτιά είναι τιποτένια, ότι ο θυμός μου είναι γελοίος και ανόητος, αρκετά!…- Ψιθυριστά σφάλματα, μαγικά, ψεύτικα αρώματα, παιδαριώδης μουσικές- και να σκεφτείς ότι κατέχω την αλήθεια, ότι αντικρίζω τη δικαιοσύνη: Η κρίση μου είν’ ορθή κι ακλόνητη, ένα βήμα πριν την τελειότητα…. Υπερηφάνεια. Σφίχνεται το κρανίο μου. Έλεος! Κύριε, φοβάμαι. Διψώ, πόσο πολύ διψώ! Α! νεότητα, χλόη και βροχή, η λίμνη στα βράχια,  το σεληνόφως την ώρα που το καμπαναριό σημαίνει μεσάνυχτα… Ο διάβολος είναι στον καμπαναριό, εκείνη την ώρα! Μαρία, Αγία Παρθένε! –  Φρικτή ηλιθιότητα.

Εκεί πέρα, δεν είναι εκείνες οι ευγενικές ψυχές, που με επιθυμούν μετά μανίας;…Ελάτε…έχω ένα μαξιλάρι στο στόμα μου, δεν μ’ ακούν, είναι φαντάσματα. Τέλος πάντων, ποτέ κάποιος δεν σκέφτεται τους άλλους. Μην του αφήσετε να με ζυγώσουν. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι η  σάρκα μου που καίγεται, αρχίζει να μυρίζει.

Οι παραισθήσεις μου είναι ατέλειωτες. Αλλά αυτό το είχα πάντα: όχι άλλη πίστη στην ιστορία, λησμοσύνη στις αρχές. Πρέπει να σιωπήσω: ποιητές και οραματιστές θα ζηλέψουν. Είμαι χίλιες φορές πλουσιότερος απ΄ όλους και άπληστος όσο και η θάλασσα.

Α τούτο! το ρολόι της ζωής μόλις σταμάτησε. Δεν ανήκω πια στον κόσμο – η θεολογία είναι ακριβής, η κόλαση είναι βεβαίως εδώ κάτω- και απάνω ο παράδεισος – -έκσταση, εφιάλτης, ύπνος σε πύρινη φωλιά.

Πώς το μυαλό περιπλανιέται άσκοπα στη χώρα…Σατανά, Φερδινάνδε, τρέξτε με τους άγριους σπόρους …ο Ιησούς πάνω σε βάτα πορφυρά πατά, μα δεν τα σπάζει … Ο Ιησούς βάδισε πάνω σε τρικυσμένα ύδατα. Στο φως του φαναριού τον είδαμε εκεί, ολόλευκο, με μακριά καστανά μαλλιά, να στέκει στην αναδίπλωση ενός σμαραγδένιου κύματος.

Θα αποκαλύψω όλα τα μυστήρια: μυστήρια θρησκευτικά ή της φύσης, του θανάτου, της γέννησης, του μέλλοντος, του παρελθόντος, της κοσμογονίας και της ανυπαρξίας. Είμαι ο κύριος της φαντασματογορίας.

Ακούστε!

Είμαι ταλαντούχος! Κανένας δεν υπάρχει εδώ, και όμως υπάρχει κάποιος: Δεν θα ήθελα να σπαταλήσω το θησαυρό μου. – Θέλετε νέγρικα τραγούδια, χορούς  ουρί του παραδείσου; Θέλετε να εξαφανιστώ, να καταδυθώ μήπως και το δαχτυλίδι ανακαλύψω; Το επιθυμεί κανείς;  Χρυσάφι και γιατρικά θα φτιάξω.

Πιστέψτε με, η πίστη αποκαλύπτει, οδηγεί, θεραπεύει. Ελάτε όλοι, ακόμα και τα μικρά παιδιά, – είθε να σας παρηγορήσω, είθε να βγάλω την καρδιά μου για σας  – η θαυμαστή καρδιά μου! – Καημένοι μου άνθρωποι, ταπεινοί μου εργάτες! Δεν ζητώ τις προσευχές σας, με την πίστη σας και μόνο, θα είμαι ευτυχής.

-Σκεφτείτε με, τώρα. Αυτή η μικρή πράξη με κάνει να συγχωρώ τον κόσμο. Έχω την ευκαιρία να μην υποφέρω περισσότερο. Η ζωή μου δυστυχώς, δεν ήταν παρά γεμάτη γλυκές ηλιθιότητες.

Μπα! Ας κάνω όλες τις γκριμάτσες που μπορώ να σκαρφιστώ.

Σίγουρα, είμαστε εκτός κόσμου. Όχι πια θόρυβος. Η αφή μου εξαφανίστηκε. A!, το κάστρο μου, η Σαξονία μου, το δάσος μου με τις ιτιές. Δειλινά και πρωινά, νύχτες και μέρες….Πόσο κουρασμένος είμαι!

Μου πρέπει  μια δική μου κόλαση για το θυμό, μια κόλαση για την υπερηφάνειά μου-και μια κόλαση για τα χάδια· μια συμφωνία κολάσεων!

Πεθαίνω από πλήξη. Αυτό είναι ο τάφος απ΄ όπου βορά των σκουληκιών γινόμαστε, η φρίκη των φρικών! Σατανά, κατεργάρη, θες να με διαλύσεις με τις γοητείες σου. Απαιτώ. Απαιτώ να με διαπεράσεις μ’ ένα δικράνι, να με κατακάψεις.

A! Για να ξαναγεννηθώ! Για να κοιτάξουν επίμονα τις παραμορφώσεις μας. Και αυτό το δηλητήριο, και αυτό το φιλί, το χίλιες φορές καταραμένο! Η αδυναμία μου, και η σκληρότητα του κόσμου! Θεέ μου, έλεος, κρύψε με, αρρωστημένος αμφιφέρομαι! Κρύβομαι, κι όμως δεν είμαι.

Είναι η φωτιά π’ ανασηκώνεται με τους καταραμένους.

Arthur Rimbaud

Βρώμικο αίμα



Απ’ τους προγόνους μου του Γαλάτες, κατέχω τα χλωμά γαλάζια μάτια μου, η στενοκεφαλιά και η αδεξιότητα μου στη μάχη. Τα ενδύματα μου είναι τόσο βαρβαρικά όσο και τα δικά τους. Tα μαλλιά μου όμως, αλίγδωτα τ’ αφήνω.

Οι Γαλάτες ήταν ζωογδάρτες και οι πιο αδέξιοι αχυροξηραντές της εποχής τους.

Από αυτούς κληρονόμησα την ειδωλολατρία και την αγάπη μου για ανοσιουργήματα – Ω! και όλα τα είδη της βίας, το θυμό,  την  ακολασία- υπέροχη που’ ναι,  την απόλαυση: – και προ πάντων το ραχάτι και  την τεμπελιά.

Κάθε είδους τέχνες με τρομοκρατούν.  Αφεντικά και εργάτες, όλοι τους χωριάτες, ταπεινής καταγωγής. Το χέρι που βαστά την πέννα είναι ισάξιο αυτού που κρατά τ’ αλέτρι. Τί χειρωνακτική εποχή! Ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσω τα χέρια μου. Έτσι κι αλλιώς η νοικοκυροσύνη φαντάζει μακριά μου. Η εντιμότητα της ζητιανιάς με θλίβει. Οι εγκληματίες είναι τόσο αηδιαστικοί όσο και οι ευνούχοι· Παραμένω ανέγγιχτος, κι όλα το ίδιο μου κάνουν.

Αλλά ποιός κατέστησε τη γλώσσα μου τόσο αναξιόπιστη, ώστε μέχρι τώρα με καθοδήγησε και με κράτησε αδρανή;  Ούτε καν το ίδιο μου το σώμα δε χρησιμοποίησα για να τα καταφέρω, πιο αργόσχολος και από έναν φρύνο, έζησα παντού. Ούτε μια οικογένεια υπάρχει στην Ευρώπη που να μη γνωρίζω. Μιλώντας για οικογένειες εννοώ, φαμίλιες σα τη δική μου, που χρωστούν τα πάντα στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με γιους πρωτότοκους κάθε φαμίλιας ξάπλωσα.

Εάν είχα έστω, κάποια ταύτιση, σε ένα οποιοδήποτε χρονικό σημείο της Γαλλικής ιστορίας.

Αλλά αντ’ αυτού, τίποτε.

Γνωρίζω καλά ότι ήμουν πάντα απόγονος μιας κατώτερης γενιάς. Έτσι δεν μπόρεσα να κατανοήσω την επανάσταση. Οι πρόγονοι μου ποτέ δεν εξεγέρθηκαν , εκτός του να λεηλατήσουν, του να κατασπαράξουν σα λύκοι, το κτήνος που δεν σκότωσαν.

Αναθυμούμαι την ιστορία της Γαλλίας, πρεσβυτέρας κόρης της Εκκλησίας. Έπρεπε να ‘χω πάει, όπως ένας δουλοπάροικος, σταυροφόρος στους Άγιους Τόπους· το κεφάλι μου είναι γεμάτο μονοπάτια των πεδιάδων της Σουαβίας, απόψεων του Βυζαντίου, προμαχώνων της Ιερουσαλήμ, της λατρείας της Μαρίας, της θλιβερής σκέψης του Χριστού Εσταυρωμένου, στροφές στο κεφάλι μου με χίλιες γητειές βέβηλες .  – Κάθομαι σαν τον λεπρό απάνου σε  θρύψαλα δοχείων και τσουκνίδες, στα θεμέλια ενός διαβρωμένου από τον ήλιο τείχους.- Αργότερα, στρατιώτης του ιππικού, βρήκα προσωρινό καταφύγιο κάτω από τις γερμανικές νύχτες.

Α! Ένα πράγμα ακόμη· Χορεύω σε Σαββαταία τελετή σε κατακόκκινο ξέφωτο, χορεύω μαζί με γριές και παιδιά.

Δεν θυμάμαι καλά το παρελθόν τούτης της γης και τη Χριστιανοσύνη. Ποτέ δεν θα σταματήσω να βλέπω τον εαυτό μου σ’ αυτό το παρελθόν. Αλλά πάντα ολομόναχος, χωρίς οικογένεια, ποία γλώσσα τάχα χρησιμοποίησα για να μιλήσω;  Ποτέ δεν φάνηκα στα συμβούλια του Χριστού· Μήτε στα συμβούλια των Λόρδων, αντιπροσώπων του Χριστού. Τι να’ μουν άραγε στον περασμένο αιώνα: Ούτε ένα σημάδι δεν βλέπω στο παρόν μου. Όχι άλλοι περιπλανώμενοι, όχι άλλοι ασαφείς πόλεμοι πια. Η ταπεινή ράτσα  συγκάλυψε επαρκώς τα πάντα-τους ανθρώπους, καθώς λεει κάποιος, την αιτία· το έθνος και την επιστήμη.

 Α! Επιστήμη! Όλα έχουν ξαναγίνει. Το τούτο μου εστί το αίμα – το ύστατο μυστήριο-  έχουμε την Ιατρική και τη Φιλοσοφία- των αρχαίων γυναικών τα γιατροσόφια και τα λαϊκά τραγούδια παρήλθαν. Και οι πριγκιπικές διασκεδάσεις και τα απαγορευμένα των βασιλέων παιχνίδια. Γεωγραφία, Κοσμογραφία, Μηχανική, Χημεία!…

Επιστήμη, η νέα αριστοκρατία! Πρόοδος! Ο κόσμος προελαύνει!…Και γιατί να μην μπορεί ν’ αλλάξει τούτο;

Είναι τα οράματα των αριθμών. Κινούμαστε προς το Πνεύμα. Και ότι σας λέγω είναι βέβαιο, είναι προφητικό. Κατανοώ και δεδομένου ότι δεν μπορώ να εκφραστώ χωρίς λέξεις παγανιστικές, καλύτερα να παραμείνω σιωπηλός.

Αίμα ειδωλολατρικό επιστρέφει! Σιμώνουμε το Πνεύμα· γιατί ο Χριστός δεν μ’ ελεεί κληροδοτώντας την ψυχή μου με ευγένεια και ελευθερία;  Αλίμονο, το Ευαγγέλιο παρήλθε! Το Ευαγγέλιο! Το Ευαγγέλιο.

Αδηφάγος αναμένω το Θεό μου. Για την αιωνιότητα ολάκερη θα παραμένω ο γόνος μιας κατώτερης γενιάς.

Και τώρα είμαι εδώ, στις παραλίες της Βρετάνης. Αφήστε τις πόλεις να ανάψουν τις λάμπες τους τη νύχτα. Η ημέρα μου έσβησε· εγκαταλείπω την Ευρώπη. Ο θαλασσινός αγέρας θα καυτηριάσει τους πνεύμονες μου· τα τροπικά κλίματα θα μαυρίσουν τη σάρκα μου. Να κολυμπήσω, να λιώσω το χορτάρι, να κυνηγήσω, μα πιότερο να καπνίσω· να πιω οινοπνεύματα δυνατά σα σίδερο λιωμένο, όπως αυτά που συνήθιζαν να πίνουν οι αγαπημένοι μου πρόγονοι γύρω από φωτιές αναμμένες.

Θα επιστρέψω με σιδερένια μέλη, με μαυρισμένη σάρκα και μάτια λυσσασμένα. Και στη θέα ετούτη, ως  δυνατής γενεάς θα τους φανώ. Χρυσάφι θα κατέχω: Βάναυσος και νωθρός θα είμαι. Γυναίκες προστρέχουν τέτοιας λογής  σακάτηδες αγροίκους που γυρνούν από κλίματα αναμμένα. Θα αναμειχθώ με τα κοινά. Σώθηκα.

Τώρα είμαι καταραμένος. Απεχθάνομαι την πατρίδα μου. Το καλύτερο για μένα είναι ένας μεθυσμένος ύπνος , φυτεμένος σε κάποια ακρογιαλιά, μόνο αυτό αξίζει.

Μα κανείς δε φεύγει – Ας ξαναπιάσουμε εξ’ αρχής τους δρόμους μας – φορτωμένους με ανηθικότητα, μ’  ανηθικότητα που έθρεψε τις ρίζες του μαρτυρίου μου, από της λογικής την εποχή- στον ουρανό ανεβαίνει, χτυπώντας με, εκσφενδονίζοντας και σέρνοντας με.

Η τελική αθωότητα, η τελική δειλία. Καθώς έχει λεχθεί. Ας μη διασπείρω στον κόσμο την απέχθεια και τις προδοσίες μου.

Εμπρός! Η πορεία, τα φορτία, η ερημιά, πλήξη και οργή.

Σε ποιόν να πουληθώ; Ποιά κτήνη να λατρέψω; Ποιές ιερές εικόνες να καταστρέψει κάποιος; Ποιές καρδιές θα ραγίσω;  Ποιό ψέμα να κρατήσω – σε ποιό αίμα να πατήσω;

Καλύτερα να προφυλαχθώ απ’ τη δικαιοσύνη – η σκληρή ζωή, απλά κτηνώδης- Ν’ ανασηκώσω, με μια στεγνή γροθιά, το σκέπαστρο του φέρετρου, να ξαπλώσω μέσα, ασφυκτιώντας. Έτσι μήτε γηρατειά, μήτε κίνδυνοι: ο τρόμος δεν είναι Γάλλος

Α! Τόσο πολύ προλόγισα, που προσφέρω ανώφελα αυτό, που ένα θείο είδωλο το ωθεί στην τελειότητα.

Ω, Αυταπάρνηση μου, θαυμαστή φιλευσπλαχνία μου, ανιδιοτελή μου αγάπη! Ακόμα εδώ κάτω, για όλα αυτά.

Εκ Βαθέων, Κύριε, (De profundis, Domine) Τι αρχίδι που είμαι!

Μικρό παιδί ήμουν ακόμη, που θαύμασα τη σκληρή καταδίκη αυτών, που η πόρτα της φυλακής θα τους κρατήσει ισόβια δεσμώτες. Επισκέφθηκα πανδοχεία και δωμάτια νοικιασμένα,  από την παρουσία του, καθαγιασμένα. Αντίκρισα με το βλέμμα του τον γαλανό ουρανό και τον οργασμό των ανθών μες στα λιβάδια.  Στους δρόμους των πόλεων ακολούθησα το μοιραίο του άρωμα  Κι ήταν δυνατότερος από Άγιο, πιο διαισθητικός από στρατοκόπο- και αυτός, αυτός μόνο! ήταν μάρτυρας της δόξης και του σκοπού.

Σε άδειους δρόμους, τις χειμωνιάτικες νύχτες, άστεγος, παγωμένος και πεινασμένος, μια φωνή έσφιξε την παγωμένη μου καρδιά: «Αδυναμία ή Δύναμη: Υπάρχεις, τούτο είναι δύναμη. Δεν γνωρίζεις κατά που ή γιατί πορεύεσαι, προς πάσα κατεύθυνση να πορευθείς, απάντησε σε καθένα. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα σε βλάψει πιότερο, απ’ ότι σα νάσουν  πτώμα». Το πρωί η ματιά μου ήταν τόσο απλανής και το πρόσωπο μου έμοιαζε τόσο άδειο, που κι αυτούς που καταπρόσωπο συναπάντησα, ίσως μήτε να  μ’ αντιλήφθηκαν.

Ξάφνου, στις πόλεις, η λάσπη μου φάνηκε σα μίγμα κοκκινόμαυρο, όπως η αντανάκλαση της λάμπας στον καθρέφτη,  που μετακινείται στο διπλανό δωμάτιο, όπως ο θησαυρός στο δάσος! Καλή Τύχη ούρλιαξα, κι είδα μια θάλασσα από φλόγες και καπνός γέμισε τον ουρανό· και στ’ αριστερά, και στα δεξιά, κάθε αγαθό να εκρήγνυται όπως μυριάδες κεραυνοί.

Αλλά από τα όργια και τη συντροφιά των γυναικών όλα μου ήταν απαγορευμένα. Ούτε ακόμα ένας φίλος. Είδα τον εαυτό μου μπροστά σε έναν όχλο, να στέκει αντιμέτωπος με έναν πυροσβεστικό ουλαμό, κλαίγοντας με θλίψη που δεν μπορούσαν να με καταλάβουν, και ζήτησα συγχώρεση! – όπως η Ζαν Ντ’ Αρκ !- « Κληρικοί, Καθηγητές και Ιατροί, σφάλετε καθώς με παραδίδετε στα χέρια του νόμου. Ποτέ δεν ήμουν δικός σας· Ποτέ δεν ήμουν Χριστιανός· Ανήκω στη ράτσα που τραγούδησε στο ικρίωμα. Δεν καταλαβαίνω τους νόμους σας· Δεν έχω καμία ηθική, είμαι ένα κτήνος: Έχετε παραπλανηθεί…»

Ναι, σφαλίζω τα μάτια μου στο φως σας. Είμαι ένα κτήνος, ένας αράπης. Αλλά μπορώ να σωθώ. Σεις είστε ψευταράπαδες, μανιακοί, άγριοι, δυστυχείς, όλοι σας. Έμπορε, είσαι ένας σκυλάραπας· Δικαστή, είσαι ένας σκυλάραπας· Στρατηγέ, είσαι σκυλάραπας, Αυτοκράτορα, παλιά μου φαγούρα, είσαι σκυλάραπας· Μεθύσατε μ’ αφορολόγητο πιοτό, παραγωγής του Σατανά – αυτοί οι άνθρωποι εμπνέονται από τον πυρετό και τον καρκίνο. Ανάπηροι και γέροι είναι τόσο αξιοσέβαστοι που ζητούν να τους βράσουν – το καλύτερο πράγμα είναι να εγκαταλείψεις αυτή την ήπειρο, όπου η τρελή περιπλάνηση παρέχει καταφύγιο σε αυτούς τους τρισάθλιους. Εισέρχομαι στο αληθινό βασίλειο των παιδιών του Ham.

Κατανοώ τη φύση;  Κατανοώ τον εαυτό μου; Όχι άλλα λόγια. Θάβω τους πεθαμένους στην κοιλιά μου… Κραυγές, τύμπανα, χορός, χορός, χορός, χορός! Δεν βλέπω την ώρα που οι λευκοί θα αποβιβαστούν, θα περιέλθω στην ανυπαρξία.

Δίψα και πείνα, κραυγές, χορός, χορός, χορός, χορός!

Οι λευκοί αποβιβάζονται! Κανόνια! Τώρα πρέπει να βαφτιστούμε, να ντυθούμε και να αρχίσουμε τη δουλειά.

Η καρδιά μου διαποτίστηκε από επιείκεια. Α! Κι αυτό δεν το είχα προβλέψει.

Δεν έχω σε λάθος υποπέσει. Αλαφρές θα’ ναι οι μέρες μου, και άφεση θα μου δοθεί. Δεν θα υποφέρω τα βάσανα μιας ψυχής μισοπεθαμένης έναντι του Αγαθού, εκεί όπου φως ασκητικό επιστρέφει ως νεκρικών κεριών το φως. Η μοίρα ενός υιού πρωτότοκου, ένα πρόωρο φέρετρο σκεπασμένο αστραφτερά δάκρυα. Χωρίς αμφιβολία η ασωτία είναι ανόητη, η διαστροφή επίσης· κάποιος πρέπει να πετάξει τη σαπίλα μακριά. Μα το ρολόι θα πρέπει να σημάνει στις ώρες του απόλυτου πόνου. Άραγε μπορώ σα να ‘μουν παιδί να παίξω στον Παράδεισο, ξεχνώντας όλη αυτή τη δυστυχία;

Γρήγορα! Υπάρχουν άλλες ζωές; Ο ύπνος για τους πλουσίους είναι αδύνατος. Τα πλούτη ήταν πάντοτε κοινό αγαθό.  Η Θεϊκή  Αγάπη παρέχει μόνο τα κλειδιά της γνώσης. Βλέπω ότι η φύση είναι μόνο μια επίδειξη ευγένειας. Αποχαιρετιστήριες χίμαιρες, ιδανικά και λάθη.

Το μετρημένο άσμα των αγγέλων αναδύεται από το ναυαγοσωστικό πλοιάριο: Είναι η θεία αγάπη. Δύο αγάπες! Δύναμαι να πεθάνω από αγάπη γήινη, να πεθάνω από αφοσίωση. Άφησα πίσω μου ψυχές των οποίων η θλίψη θέριεψε στη αναχώρηση μου. Με επιλέγετε μεταξύ των ναυαγών, αυτοί που παραμένουν άραγε δεν είναι φίλοι μου;

Σώστε τους!

Ο σκοπός αναγεννήθηκε μέσα μου. Ο κόσμος είναι καλός. Θα ευλογήσω τη ζωή. Θα αγαπήσω τους αδελφούς μου. Δεν υπάρχουν πλέον οι υποσχέσεις της παιδικής ηλικίας. Μήτε η ελπίδα της διαφυγής των γηρατειών και του θανάτου. Ο Θεός είναι η δύναμή μου, και Τον δοξάζω.

Η πλήξη δεν είναι πλέον η αγάπη μου. Η οργή, διαστροφή, τρέλα, των οποίων κάθε παρόρμηση και καταστροφή γνωρίζω – το φορτίο μου ολόκληρο κατέβασα. Με καθαρό το πνεύμα σας εκτιμήστε το μέγεθος της αθωότητας μου. Είμαι ανίκανος να ζητήσω της ήττας μου παρηγοριά. Δεν με φαντάζομαι να ξεκινώ για γάμο, και ο Ιησούς Χριστός να είναι πεθερός μου.

Δεν είμαι δεσμώτης του σκοπού μου. Έχω πει: Θεός. Θέλω ελευθερία στη σωτηρία: πώς θα την επιτύχω; Οι ελαφρές απολαύσεις μ’ αφήσανε. Καμία περαιτέρω ανάγκη για τη θεία αγάπη ή για την αφοσίωση στο καθήκον. Δεν μετανοώ για την εποχή των συγκινήσεων και των αισθημάτων. Κάθε τι έχει το σκοπό του, περιφρόνηση και ευσπλαχνία: Κρατώ τη θέση μου στην κορυφή της αγγελικής ιεραρχίας της καλής αίσθησης.

Όσον αφορά στην εγκατεστημένη ευτυχία, εσωτερική ή όχι… όχι δεν δύναμαι. Είμαι τόσο άσωτος, τόσο αδύναμος. Τον ανθό της ζωής φουντώνει η εργασία, να μια παλιά ιδέα, όχι δική μου· η ζωή μου δεν ζυγίζει παρά ελάχιστα, παρασύρεται και περιπλανιέται πολύ πέρα από τη δράση, αυτό το αγαπημένο σημείο του κόσμου.

Πώς έγινα γεροντοκόρη, για να βρω το κουράγιο και  να αγαπήσω το θάνατο!

Αν ο Θεός μου κληροδοτούσε ηρεμία ουράνια, αιθερική, η προσευχή- όπως οι πρώτοι μάρτυρες- Άγιοι! Ισχυροί! Αναχωρητές, ενός είδους καλλιτέχνες πλέον δεν χρειαζόμαστε!

Τούτη η φάρσα δεν έχει τέλος! Η αθωότητά μου είναι αρκετή να με κάνει να δακρύσω. Η ζωή είναι η φάρσα που όλοι πρέπει να παίξουμε.

Αρκετά! Αυτό είναι η τιμωρία σας …. Εμπρός, Μαρς!

 A! Τα πνευμόνια μου καίγονται, τα μηλίγγια μου στριγκλίζουν! Η νύχτα κυλά στα μάτια μου, κάτω από αυτόν τον ήλιο! Η καρδιά μου… τα μέλη μου….

Πού πηγαίνουμε; Στη μάχη; Είμαι αδύναμος! οι άλλοι προχωρούν… Εργαλεία, όπλα…χρόνος!…

Πυρ! Ρίχτε μου! Εδώ! ή παραδίνομαι -δειλοί! Θα σκοτωθώ! Θα ριχτώ κάτω από τις οπλές των αλόγων!

 Aχ!…

– Θα σε συνηθίσω

Αυτός θα ήταν ο Γαλλικός τρόπος ζωής, το μονοπάτι της τιμής!  

Arthur Rimbaud

Κάποτε, εάν ενθυμούμαι καλώς



Κάποτε, αν θυμάμαι καλά, με συμπόσιο έμοιαζε η ζωή μου, όπου κάθε καρδιά ανοίχθηκε και κάθε λογής κρασί έτρεξε.

Ένα βράδυ, κάθισα την Ομορφιά στα πόδια μου  -και τη βρήκα πικρή -και τη βεβήλωσα.

Όρθωσα το ανάστημα μου ενάντια στη δικαιοσύνη.

Τράπηκα σε φυγή. Ω Μάγισσες, Ω Δυστυχία, Ω Μίσος , είναι που σε σας τον θησαυρό μου εμπιστεύθηκα.

Κατάφερα να εξαφανίσω μέσα μου, όλη την ανθρώπινη ελπίδα. Με δρασκέλισμα αθόρυβο, κτήνους βαρύθυμου, έπνιξα κάθε ευχαρίστηση.

Κάλεσα τους δήμιους για να αφανιστώ, μασώντας τις κάνες των όπλων τους. Επικαλέστηκα τους λοιμούς για να με πνίξουν σ’ άμμο και αίμα. Η Δυστυχία ήταν ο Θεός μου.. Στη λάσπη ξάπλωσα στεγνώνοντας τη σάρκα μου με μιαρό αέρα. Υποδύθηκα τον ανόητο ως του σημείου παραφροσύνης.

Και η άνοιξη μου έφερε το τρομώδες γέλιο ενός ηλίθιου.

Εντούτοις, όταν ήμουν έτοιμος να κοάξω! Σκέφτηκα στα παλαιά συμπόσια να ψάξω το κλειδί, μήπως και βρω ξανά την όρεξη μου.

Η Φιλανθρωπία είναι το κλειδί. Τούτη η έμπνευση καταδεικνύει ότι ονειρεύτηκα.

« Θα παραμείνεις Ύαινα, και όλα τα άλλα…» κραυγάζει ο δαίμονας που κάποτε με έστεψε με τέτοιας λογής όμορφες παπαρούνες. Ψάξε το Θάνατο με όλες τις κεφαλαιώδεις επιθυμίες σου, και τον εγωισμό σου ολάκερο, και μ΄ όλες σου τις αμαρτίες».

 Α! Επαρκής είμαι απ’ αυτά: Αλλά, Αγαπημένε Σατανά, σας ικετεύω, μη δείχνεται τόσο ενοχλημένος·  και καθώς αναμένεται μερικά καθυστερημένα σημάδια δειλίας, δεδομένου ότι εκτιμάται σε έναν συγγραφέα την έλλειψη περιγραφικής ή διδακτικής ενόρμησης, σας επισυνάπτω τούτες τις ειδεχθείς σελίδες  από το ημερολόγιο μιας καταραμένης ψυχής.

Arthur Rimbaud