Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Μυθιστόρημα Κ'

Ανδρομέδα

Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι
όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί
μου
όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων.

Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού
θα με παρασύρουν;
Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;
Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι
δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,
βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων
κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.

Γιώργος Σεφέρης

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Ένα μόνο


είμαι ένα μονοπάτι από κάτω σου
πέντε σε μισώ
τρεις σε καταδιώκω
το μέτρο φορές χάνεται
το κεφάλι σε χάρτινη σακούλα
εϊ παιδιά υπολείπομαι
είμαι η χολή του τοίχου
δεν έχει ηλικία το σκοτάδι
πέσε σε έρωτα μαζί μου
γλείψε το χέρι μου
και μασούλα την ψυχή μου
κάπως τέχνη
είμαι χρόνιες δεσμίδες
από πεντάευρα προορισμένα
για κεράσματα μιας νύχτας
οι τσακισμένες σελίδες στο βιβλίο που ξέχασες
στο λεωφορείο
το σάλιο που σκούπισες στο δάχτυλό σου
από το πλάι του αιδοίου της
μην με κυλάς άλλο

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2016

Κλείνουν οι δρόμοι ένας-ένας


Υιοθετήσαμε τις απεγνωσμένες
Χειρονομίες των πουλιών
Το ζεστό γλίστρημα των ψαριών

Κι όλ' αυτά για να μην πεθάνουμε
Τώρα που ο θάνατος
Έγινε μια υπόθεση τόσο εύκολη
Και λογική τόσο...

Ο χώρος όπου και να κοιτάξεις σου επιστρέφει τον πόνο του
Ζω κλεισμένος σ' ένα φιλί
Κανείς δεν είναι μέσα στο ρίγος της νύχτας
Τα κοιμισμένα όνειρα στις παλάμες μου
Γνώρισαν το σφυγμό ενός ήλιου που μάτωνε
Άλικες πέτρες και σύννεφα
Κι οι βουνοσειρές άλικες
Πώς να 'ναι ωραίες δίχως εσένα
Δίχως τα μάτια σου να 'ναι επάνω τους

Είναι μια μακρινή γιορτή χειλιών
Που τα έβαψε όλα

Άλικα βήματα κι η ζωή ξεγυμνώνοντας τη ζωή σου
Που άρχιζε και τέλειωνε
Μέσα στο κάθε πράγμα
Μέσα στο κάθε σήμερα
Μέσα στο κάθε που έζησα

Έτσι έζησα έτσι ζω έτσι θα ζήσω
Χνούδι από άνεμο
Ίσκιωμα φύλλου
Δάκρυ νερού
Άνθρωπος τελειώνοντας μέσα σου
Χνούδι ίσκιωμα δάκρυ

Αλέξης Τραϊανός

Η περιφραστική πέτρα



Μίλα.
Πὲς κάτι, ὁτιδήποτε.
Μόνο μὴ στέκεις σὰν ἀτσάλινη ἀπουσία.
Διάλεξε ἔστω κάποια λέξη,
ποὺ νὰ σὲ δένει πιὸ σφιχτὰ
μὲ τὴν ἀοριστία.
Πές:
«ἄδικα»,
«δέντρο»,
«γυμνό».
Πές:
«θὰ δοῦμε»,
«ἀστάθμητο»,
«βάρος».
Ὑπάρχουν τόσες λέξεις ποὺ ὀνειρεύονται
μιὰ σύντομη, ἄδετη, ζωὴ μὲ τὴ φωνή σου.

Μίλα.
Ἔχουμε τόση θάλασσα μπροστά μας.
Ἐκεῖ ποὺ τελειώνουμε ἐμεῖς
ἀρχίζει ἡ θάλασσα.
Πὲς κάτι.
Πὲς «κῦμα», ποὺ δὲν στέκεται.
Πὲς «βάρκα», ποὺ βουλιάζει
ἂν τὴν παραφορτώσεις μὲ προθέσεις.

Πὲς «στιγμή»,
ποὺ φωνάζει βοήθεια ὅτι πνίγεται,
μὴν τὴ σῴζεις,
πὲς
«δὲν ἄκουσα».

Μίλα.
Οἱ λέξεις ἔχουν ἔχθρες μεταξύ τους,
ἔχουν τοὺς ἀνταγωνισμούς:
ἂν κάποια ἀπ᾿ αὐτὲς σὲ αἰχμαλωτίσει,
σ᾿ ἐλευθερώνει ἄλλη.
Τράβα μία λέξη ἀπ᾿ τὴ νύχτα
στὴν τύχη.
Ὁλόκληρη νύχτα στὴν τύχη.
Μὴ λὲς «ὁλόκληρη»,
πὲς «ἐλάχιστη»,
ποὺ σ᾿ ἀφήνει νὰ φύγεις.
Ἐλάχιστη
αἴσθηση,
λύπη
ὁλόκληρη
δική μου.
Ὁλόκληρη νύχτα.

Μίλα.
Πὲς «ἀστέρι», ποὺ σβήνει.
Δὲν λιγοστεύει ἡ σιωπὴ μὲ μιὰ λέξη.
Πὲς «πέτρα»,
ποὺ εἶναι ἄσπαστη λέξη.
Ἔτσι, ἴσα ἴσα,
νὰ βάλω ἕναν τίτλο
σ᾿ αὐτὴ τὴ βόλτα τὴν παραθαλάσσια.

Κική Δημουλά

Κι ήθελε ακόμη


Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Το όνειρο


«Χθες βράδυ», είπε, «κοιμήθηκα μια χαρά
αν εξαιρέσεις δυο αλλόκοτα όνειρα
που ήρθαν λίγο πριν αλλάξει ο καιρός
όταν σηκώθηκα κι άνοιξα όλα
τα πατζούρια, για να μπει στα δωμάτια
ο ζεστός πουπουλένιος άνεμος με το υγρό του φτέρωμα.
Στο πρώτο όνειρο οδηγούσα
κατεβαίνοντας τα σκότη, μέσα σε μια μαύρη νεκροφόρα
με πολλούς ανθρώπους, ώσπου τράκαρα
σ’ ένα φως κι αμέσως μια γυναίκα
μαινόμενη μας ακολούθησε κι όρμησε καταπάνω μας
να σταματήσει το αυτοκίνητό μας.
Κραυγάζοντας ήρθε στο νησί
Που είχαμε σταματήσει και με μια βλαστήμια
απαίτησε να πληρώσω πρόστιμο
επειδή φέρθηκα σαν αγροίκος επιδρομέας
και κατέστρεψα όλο το αόρατο
εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού του Σύμπαντος.
Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή
να με ειδοποιεί να της κρατήσω το χέρι
και να τη φιλήσω στο στόμα γιατί
μ’ αγαπούσε κι αν την αγκάλιαζα με θάρρος
θα γλίτωνα όλη την ποινή.
«Ξέρω, ξέρω» είπα στο φίλο μου.
Παρ’ ολ’ αυτά περίμενα να μου βάλει πρόστιμο
και πήρα της γυναίκας το λαμπερό ένταλμα
(καθώς εκείνη ξέπλενε τη διαδρομή με δάκρυα),
μετά οδήγησα νά ’ρθω σε σένα πάνω στον άνεμο.
Δεν σου λέω για τον εφιάλτη
που μου συνέβη στην Κίνα.»

*Aπόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη.
Sylvia Plath

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

Μόμπιλ



Είναι ο στόχος, ο νέος κωδικός
νούμερο ένα κουτί, ασημένιος χυμός
σκόρπια δύναμη πάνω από χίλια σούπερ μάρκετ
σκόρπια λεφτά πεταμένα και χαμένα
η βροχή σ' έχει ξεπλύνει στις άκρες
σαν ένα κανάλι έχεις απήχηση στις μάζες
σπρώξε με πίσω στον αληθινό κόσμο
σπρώξε με μπρος και δείξε μου το δρόμο
σα διαφάνειες χάνεται ο ένας πίσω απ' τον άλλο
φωτοτυπίες από ένα Ζίροξ μεγάλο
ίδιοι κι απαράλλαχτοι από το ένα ως το δέκα
σε μια ατέλειωτη ουρά στο δρόμο για τη Μέκκα
η επικράτεια της ηλιοφάνειας
απ' την ταράτσα μίας διάνοιας
σα βροχερά εργοστάσια απλώνονται στο χάος
είμαι τόσο φτωχός όταν εσύ είσαι μάγος
κι όταν είσαι τόσο πλούσιος, εγώ δείχνω χαμένος
μ' αυτά που έμαθα όμως είμαι τόσο δεμένος
κι αυτό που θέλω αληθινά τώρα
πνευματική σύσφιγξη, εδώ και τώρα

Είναι ο στόχος, μια ανθρώπινη καρδιά
ακούω τα ψέματα σα μουσική στ' αυτιά
τώρα που τα περιοδικά μου δείχνουν πώς να ζήσω
πώς να κάνω σεξ, να επιβιώσω και να φιλήσω
νέα συμπεριφορά πρέπει ν' αποκτήσω
γνώση, αυτοάμυνα, αν χρειαστεί να σου δείξω
πόσα παγωτά έφαγες για να μάθεις
πως είναι πολυτέλεια ό,τι δε θέλεις;
πως το φιλί κάνει δύο ανθρώπους ένα;
το είπε ο Μαρξ, μα δεν τον πίστεψε κανένας
τώρα πουλάει μπλουτζίν στον παράδεισο
κι εγώ διάλεξα εσένα αντί για την άβυσσο
η επικράτεια της ηλιοφάνειας
απ' την ταράτσα μίας διάνοιας
σα βροχερά εργοστάσια απλώνονται στο χάος
είμαι τόσο φτωχός όταν εσύ είσαι μάγος
κι όταν είσαι τόσο πλούσιος, εγώ δείχνω χαμένος
μ' αυτά που έμαθα όμως είμαι τόσο δεμένος
κι αυτό που θέλω αληθινά τώρα
ομαδική συσπείρωση, εδώ και τώρα

Πόσα πλυντήρια έβαλες για μένα;
πλήρωσα τη ζωή μου για μία μέρα
η τεχνολογία με παίρνει στα φτερά της
κάθε μου χαρά είναι και δικιά της
από τα γκέτο κάθε πόλης στέλνω το φόρο
βιταμίνα τεκ, η αγάπη είναι ένα δώρο
δωρεάν σα σαμπουάν, χημική σα σκόνη
είμαστε ένα στη δύναμη της σιλικόνης
πόσες εκπομπές είδες σήμερα;
από τα μάτια σου θα εισβάλλω στο σύμπαν
η επικράτεια της ηλιοφάνειας
απ' την ταράτσα μίας διάνοιας
σα βροχερά εργοστάσια απλώνονται στο χάος
είμαι τόσο φτωχός όταν εσύ είσαι μάγος
κι όταν είσαι τόσο πλούσιος, εγώ δείχνω χαμένος
μ' αυτά που έμαθα όμως είμαι τόσο δεμένος
κι αυτό που θέλω αληθινά τώρα
εδώ και τώρα

Κωνσταντίνος Βήτα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

Νύχτα μεγάρων κεφαλιών


ποίηση αποπροσανατολισμού
κουλογραμμένη
σε έναν άκυρο που δεν θυμάμαι ποιος
αγκάλιαζε τον πιανίστα

I.
τι είναι αυτό
κάπου το έχω ξαναδεί
 δεν ρωτάω για το μουσικό όργανο
που το έχω ξαναδεί
είναι μία διαφήμιση
όπου ένας τύπος τραγουδάει
στο αεροδρόμιο
δεν ξέρω αν
η κυρία μαρίτσα θα πεθάνει
του είπε κάποιος
να βγάλει βόλτα τον γέρο
στα ενενηντατέσσερα
έξω από το δημοτικό
για να κολλήσει τη νόσο
των πτηνών και να πεθάνει



ΙΙ.
έλα να πλήξουμε
μια ώρα αρχύτερα
στα φώτα του μεγάρου
με τα χρώματα των οσίων δρόμων
βλέπουμε ώμους
κλείνουμε τις μύτες μας
πέφτουν χασκόγελα
από το ταβάνι
στη μέση του πουθενά
κι όταν είναι
να πληρώσουμε το εισιτήριο
κανείς δεν λαλάει
κι όλες περιμένουν στα πεζούλια
δεν ξέρουν τι
δεν αναρωτιούνται
γιατί


ΙΙΙ.
πάντα
να λέτε ευχαριστώ
να είστε ευγενικοί
μην παρεξηγηθούμε
στη μύγα κολλάει
το σίδερο
κι ο τύπος που σε παίρνει από πίσω
και σε τρομάζει πριν πας σπίτι
θα γίνουμε φίλοι ποτέ

πάντα να λέτε ευχαριστώ
να προωθούμε την οικογένεια
δεν είμαι όμορφη
παρακαλώ
να μην το ξαναπείτε
ευχαριστώ
προτιμώ να ανήκω
στην συνομοταξία των άσχημων
των πολύ άσχημων




IV.
έσυρες την πινακίδα
στο στέκι των ψαράδων
με τις πλαστικές άσπρες
δίπλα στο μέγαρο
οι πλαστικές άσπρες καρέκλες
αδερφή του πεντζίκη
το πακέτο των τσιγάρων
σβήσε τα φώτα της μεγάλης σκάλας
στην πόλη των τρελών
κανείς δεν κοιμάται
όλοι έχουν ραντεβού
παιδιά σας ευχαριστώ από καρδιάς
τα σέβη μου πολύ παιδιά
μη με πατέ ποτέ στο κέντρο
ποτέ
σε ένα λεπτό



V.
δεν πλήττω
δεν πλήττω
δεν πλήττω
το σαξόφωνο
το σαξόφωνο
το σαξόφωνο
με επηρεάζει
με διστάζει
με κράζει
τι είναι αυτό μέσα μου
που με ατιμάζει

VI.
τι κανς μιχαλιό
συ δν σαι
πουρθες απτοχουριο
μαριπρουχθές τημάνα σου
ίδα κιαποειδα
τηνκαμεν
μπρους σενατοίχου
όχιτουλη ναπροσκυνά



VIII.
η ζωή μου
βούτυρο σοφττ
νέο βιτάμ σοφτ
η γεύση στο ψωμί
η ώρα γυρίζει
και η ζωή συνεχίζει
νιώθω όμως μια σιγουριά
μια σιγουριά
όχι δύο
μια
μια
μια σου λέω είναι


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Υπόφωτο

Βραχνή η Περιπέτεια
απ’ το πολύ να λέει
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.

Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.

Το πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς το συνεχώς
προσεκτικά και αργά.
Μη και χυθεί σταγόνα
από την αίσθηση πως ζω,
που την πίνω αργά αργά
σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ ρηχό φλιτζάνι
το φως του Οκτωβρίου.
Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την πας πιο δω πιο κει
ανάλογα που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι να γίνει πιο πυκνό.
Έχει η ατμόσφαιρα
αυτό που λέμε λιγοστεύει,
είτε πρόκειται για φως
για θεό
φθινοπώριασμα πίστης
για υπόφωτο έρωτα.
Ειν’ η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο και σπασμένο
το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι απόγινε, τι απόγινες;


Πάει κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά αποκρίνεται
η λακωνική εξαφάνιση.
Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.

Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.
Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες ονοματοφωλιές
σ’ εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα ύψους.
Πεινασμένα φωνήεντα
τσιμπάνε με το ράμφος τους
ψόφια τζάμια.

Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει αργά αργά το χρώμα.
Μια κιτρινίλα στα φυτά,
στα φιλάλληλα,
στα καταφύγια φάρδη.
Μελανίες μελιστάλαχτοι
σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Το κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας που πατάω.
Παντού σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να κουκουλωθείς
να μη βλέπεις άλλο
τι γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν οι χαμοί
ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας
καθυστερούμε να χαθεί
απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.


(Από την ποιητική συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», 1981)
Κική Δημουλά

Τα έντερα και τα άλλα


Τα έντερα τα εσώτατα
που διοχετεύουν πάθη
και κάνουν αισθητή
την κάθοδο
της μεμψίμοιρης μέρας
το στομάχι
η σακούλα του παλιού έρωτα
η φτώχεια της πέψης
η εξωτερική αύξηση
η εσωτερική στέρηση
τα αγγεία
με τα στεκάμενα αίματα
της προσωπικής μου αποτυχίας
κι οι φλέβες
τα χοντρά σκοινιά της ύπαρξής μου
που μ’ έδεναν μαζί σου
όταν το ρολόι του σώματός σου
χτύπαγε
κι άδειαζε μέσα μου
το χρόνο
το συκώτι
το λαβωμένο σκούρο τριαντάφυλλο
οι κυκλικές σκηνές
των σπλάχνων
η υψηλή τραγωδία
του λαιμού,
το μέσα της σήψης
το έξω της επιβίωσης
η σκοτεινή συντεχνία
πώς μυστικά συνεργάζονται
τα όργανα που σε καταρρακώνουν
τα βαριά τα σιωπηλά
κλειδιά του θανάτου
κρατώ
μα δεν το ξέρω
κι ολόκλειστο κουτί
ακόμη ταξιδεύω
στη θάλασσα την κόκκινη
που θα με κουκουλώσει.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ