΄Ανθησε αυτό το μίσος σαν ένας λαμπρός έρωτας
οδυνηρός, και αναστοχάζεται με λαχτάρα.
Ζητά ένα πρόσωπο και μια σάρκα, σαν να ήταν ένας έρωτας.
Είναι νεκρές η σάρκα του κόσμου και οι φωνές
που ακούγονταν, ένα τρέμουλο άδραξε τα
πράγματα∙ oλόκληρη η ζωή κρεμάστηκε από μια φωνή.
Κάτω από μια πικρή έκσταση περνούν οι ημέρες
στο θλιμμένο χάδι της φωνής που γυρίζει
ξεβάφοντας το πρόσωπο. Όχι χωρίς γλύκα
αυτή η φωνή της θύμησης ακούγεται αλύπητη και τρεμάμενη: κάποτε έτρεμε για μας.
Αλλά η σάρκα δεν τρέμει. Μόνο ένας έρωτας
θα μπορούσε να την ανάψει, και αυτό το μίσος τον γυρεύει.
Όλα μα όλα τα πράγματα και η σάρκα του κόσμου
και οι φωνές, δεν αξίζουν το καυτό χάδι
εκείνου του σώματος και αυτά τα μάτια. Μέσα στην πικρή έκσταση που αυτοκαταστρέφεται, αυτό το μίσος ξαναβρίσκει
κάθε μέρα ένα βλέμμα, μια σπασμένη λέξη,
και γαντζώνεται επάνω τους, αχόρταγο, σαν να ήταν έρωτας.
Cesare Pavese