Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ποίημα Γενεθλίων

Ποιος.

Ο μήνας της ανθοφορίας τελείωσε. Τα φρούτα μαζεύτηκαν,
Φαγώθηκαν ή σάπισαν. Είμαι ολόκληρη στόμα.
Οκτώβρης, ο μήνας της αποθήκευσης.

Αυτό το υπόστεγο, μουχλιασμένο σαν στομάχι μούμιας:
Παλιά εργαλεία, χερούλια και σκουριασμένοι χαυλιόδοντες.
Είμαι σαν στο σπίτι μου εδώ, ανάμεσα στα νεκρά κεφάλια.

Άσε με να καθίσω μέσα σ’ ένα ανθοδοχείο,
Οι αράχνες δεν θα το προσέξουν.
Η καρδιά μου κομμένο γεράνι.

Τουλάχιστον ο άνεμος ας άφηνε ήσυχα τα πνευμόνια
μου.
Σκυλίσιο σώμα οσφραίνεται τα πέταλα. Ανθίζουν ανάποδα.
Κροταλίζουν σαν ορτανσίες.

Κεφάλια με παρηγορούν καθώς σαπίζουν,
καρφωμένα στα δοκάρια της στέγης από χθες:
Τρόφιμοι ιδρύματος που δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη.

Λάχανα: σκουληκιασμένο μωβ, βερνίκι ασημί,
Ένδυμα μουλαρίσιων αυτιών, κελύφη νυχτοπεταλούδας
αλλά με πράσινη καρδιά
Οι φλέβες τους άσπρες σαν ξύγκι γουρουνιού.

Ω η ομορφιά της συνήθειας!
Οι πορτοκαλιές κολοκύθες δεν έχουν μάτια.
Τούτοι οι διάδρομοι γεμάτοι γυναίκες που νομίζουν πως
είναι πουλιά.

Ιδού ένα σχολείο βαρετό.
Είμαι ρίζα, είμαι πέτρα, ένας σβώλος κουκουβάγιας,
Χωρίς όνειρο κανένα.

Μητέρα, είσαι το μοναδικό στόμα
Για το οποίο θα γινόμουν η γλώσσα του. Μητέρα της ετερότητας
Φάγε με. Ρωγμή στο καλάθι των αχρήστων, σκιά των εισόδων.

Είπα: Πρέπει να το θυμάμαι αυτό από τότε που ήμουν μικρή.
Υπήρχαν τόσο τεράστια λουλούδια,
Πορφυρά και κόκκινα στόματα, παντελώς αξιαγάπητα.

Τα στεφάνια από κλαδιά βατομουριάς μ’ έκαναν να κλαίω.
Τώρα με ανάβουν σαν ηλεκτρική λυχνία.
Για βδομάδες δεν μπορώ να θυμηθώ απολύτως τίποτε.

Sylvia Plath 

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ…

Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, –κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Tη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, –κι όπως ήρθα και θα φύγω.

Τ’ είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
–κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου…

 [Αποχαιρετισμοί στη μουσική, II) 
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Che fece .... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι — το σωστό —  εις όλην την ζωή του.


(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Κ.Π. Καβάφης

Κυριακή Απόγευμα

Πολλές φορές σε ζήτησα το απόγευμα:
Όταν με βρήκε πίσω απ’ το παράθυρο
να προφητεύω τις συνεχείς σιωπές σου.
Όταν μια βίαιη σκηνή εκτυλίχτηκε
σ’ εμένα ανάμεσα και στο τετελεσμένο.
Όταν προχώρησα στο διπλανό δωμάτιο
κι αυτό το εκάλεσα «φυγή».
Κι άλλες επίμονες φορές σε φώναξε
μεσ’ από έξι λαϊκά τραγούδια
για πιάνο και για δύσκολο απόγευμα.
Κι ακόμα τρεις θρηνητικές μορφές
όταν τα θέματα σουρούπωναν
κι ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερινά απογεύματα»
κι όλον εσένα Κυριακή
που είναι μπάντα δύσκολη.


Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος
Κική Δημουλά

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Νυχτερινό

Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη. Ακόμα μια νύχτα
κάτω από τους ίδιους αστερισμούς

Ακόμα μια νύχτα θα σφίξω τα χέρια σου·
τα μάτια σου είναι γατίσια σα μια ταράτσα φθινοπωρινού ξενοδοχείου
ο ουρανός υπόσχεται βροχή και ξέρεις
πόσο χλομιάζουν οι ώρες, τα τρένα αρχίζουν χειμερινά δρομολόγια
κι ύστερα δεν ξέρω αν θ’ ακούω για πάντα
εκείνη τη ραγισματιά στη φωνή, εσένα μονάχα ή ένα γράμμα
δίχως καν σκέψη ανταπόκρισης

Ακόμα μια νύχτα σπαταλημένη, χαμένος σε παιδικές χορωδίες
θυμάμαι ένα κλάμα παιδιού όταν οι δρόμοι χαμηλώνουν τα φώτα

Από τη συλλογή Δύσκολος θάνατος (1954)
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου

Ο εραστής

Mιλούσε μιαν άλλη γλώσσα, την ιδιάζουσα διάλεκτο μιας
λησμονημένης, τώρα πλέον, πόλεως, της οποίας και ήτανε,
άλλωστε, ο μόνος νοσταλγός.


(από τα Ποιήματα, B΄, Ίκαρος 1977)
Νίκος Εγγονόπουλος

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Σόνια


Έγειρε το χλωμό κεφάλι της μ’ ένα λυγμό
κι αποκοιμήθηκε
για πάντα
Πάνω της ο ουρανός ορεινός
άγονο τοπίο-σκοτεινός-
πέτρες μόνο και βράχια κι ούτε βροχή….
Νύφη εσύ με πασαλειμμένο το στόμα σου κόκκινο
τούλια χέρια λιωμένα δαντελωτά
προσφέρανε ικετευτικά
ένα ματσάκι κρινάκια
Γύρω στο χώμα οι φίλες σου
θλιμμένες και βαμμένες υπερβολικά
σουρσίματα αλλόκοτα κάνανε
σαν για να τις προσέξουνε
και παίξουν σε κάποια ταινία
Να αυτό το δαχτυλίδι ποίημα παιδικό
Λόγος Τιμής
αυτή την ώρα που οι Μελλοντικοί
το πέταγμα των αετών μαθαίνουν
αυτή την ώρα που το κούτελό σου
δείχνει εκείνο που δε φαίνεται
την ίδια πάντα ώρα
που οι ΚΟΚΚΙΝΕΣ ΦΑΛΤΣΕΤΕΣ
τους Διαφορετικούς σκοτώνουν…

Κατερίνα Γώγου

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Οι άνθρωποι της λαγνείας

Ω άνθρωποι της λαγνείας, προσέξτε και μη μπείτε
σ’ αυτή τη χώρα της αγάπης,
Εδώ θα βρείτε μόνο το σταυρό
και την αγχόνη.

Darshan Singh

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Hotel des rouges

Αν κάτι έχω ζηλέψει στη ζωή μου, αυτό είναι τ’ άσπρα σεντόνια. Τα κολλαρισμένα άσπρα σεντόνια των ξενοδοχείων, που κοιμούνται πάνω τους τόσοι άνθρωποι, κλαίνε, γελάνε, κάνουν έρωτα, διαβάζουν, πεθαίνουν, κι όμως… Όταν πας εσύ, ο νέος πελάτης, σε υποδέχονται άσπιλα. Κουβαλούν κάτι απ’ τη σιωπή που σεργιανάει σ’ όλα τα ξενοδοχεία Γ΄ θέσης, κάτι απ’ τους γέρους κυρίους που σε κοιτούν υποψιασμένοι στη ρεσεψιόν, κάτι απ’ τα παλιωμένα έπιπλα με το γδαρμένο, τόπους-τόπους, ξύλο…

Το ξέρεις καλά πως κάτι κουβαλούν, αλλά στο δέρμα σου φαντάζουν τόσο αθώα, τόσο καινούργια, τόσο άπιαστα. Σέρνεις τα δάχτυλα πάνω τους και αισθάνεσαι την ικανοποίηση του να δημιουργείς πτυχές. Σε κυριεύει η ψευδαίσθηση ότι εσύ πρώτος θα τα τσαλακώσεις. Κι όμως, όταν φύγεις, καλά το ξέρεις, θα μπουν στο πλυντήριο, θα σιδερωθούν και θα επιστρέψουν στο ίδιο κρεβάτι, το ίδιο αθώα, όπως σου παρουσιάστηκαν και σένα.

Ζηλεύω που δεν είμαι ένα άσπρο σεντόνι ξενοδοχείου. Ζηλεύω που δεν μπορώ να ξεγράψω –τόσο εύκολα όπως αυτά–, τους ανθρώπους που κοιμούνται στην αγκαλιά μου, τους ανθρώπους που με τσαλακώνουν αλλά κι αυτούς που με χαϊδεύουν στοργικά κι ακουμπούν πάνω μου ξένοιαστα.

Θα ‘θελα να μην έχω μνήμη. Να κυλιέμαι σε μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα, ήχους και να ‘μαι ευτυχισμένος. Κι ύστερα να κοιμάμαι αθώος, τον ύπνο ενός μικρού παιδιού και να ξυπνώ ξανά tabula rasa. Όχι τόσο, γιατί το παρόν είναι οδυνηρό, όσο γιατί το παρελθόν είναι αξεπέραστο.

Αλήθεια, ποιος ηλίθιος είπε, ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές; Ο χρόνος μολύνει τις πληγές, ξανά και ξανά, έτσι που να αισθάνεσαι πως γεννήθηκες μαζί τους, πως θέριεψες μαζί τους και πως θα πεθάνεις μαζί τους. Αυτό το τελευταίο είναι που δεν αντέχεται. Κοιτιέσαι στον καθρέφτη, μετράς τις πρώτες άσπρες τρίχες, τις πρώτες αχνές ρυτίδες και τις ίδιες παλιές πληγές.

Λες θα σπάσω τον καθρέφτη, θα λυτρωθώ βλέποντας τα κομματάκια του γυαλιού να χοροπηδάνε δαιμονισμένα εδώ κι εκεί, κι ύστερα θα χορέψω ξυπόλητος ένα ζεϊμπέκικο, έτσι για την πάρτη μου και θα ξοφλήσω τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Χα! Aπό δω πήγαν κι άλλοι. Δεν βαριέσαι όμως… Πήγαν και ξαναπήγαν. Σιγά μην φτάνανε στο τέρμα.

Hotel des Rouges… Ένα κλαδί αγγίζει το μπαλκόνι μου. Γραπώνομαι πάνω του με μια πείνα πρωτόγνωρη. Χαζεύω τ’ αυτοκίνητα που τρέχουν δαιμονισμένα, το βουητό των περιστατικών, τα μπαλκόνια με τ’ απλωμένα ρούχα, τα λευκά σεντόνια… Κρατάω την ανάσα μου και θυμάμαι. Γίνομαι ένα με κείνο το ξερό κλαδί. Κολλάω πάνω του. Επιχειρώ τη Λήθη. Ταξίδι στο κέντρο της Μιλτιάδου…

Αικατερίνη Τεμπέλη

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Ν'ανθίζουμε ως το τίποτα

Η αλήθεια είναι πως προσπαθήσαμε πολύ.
Γνωρίζαμε στο βάθος ότι η μνήμη άπιστη είναι
κι αν δεν συλλέγεις αποδείξεις, σε λίγα χρόνια σ’ απατά.

Στοιβάξαμε κι εμείς τις μαδημένες μαργαρίτες
–είχαν ανακριθεί σκληρά
μέχρι να ομολογήσουν την τρισύλλαβη αυταπάτη–
κάπου ψηλά κρεμάσαμε και τ’ άχρηστο κομποσκοίνι
–οι απελπισμένοι έρωτες το’ χαν να ζουν ασκητικά–
σπάσαμε και το μελανοδοχείο του χειμώνα
μήπως γεμίσει η κάμαρη ξανά με χελιδόνια.

Τίποτα δεν ωφέλησε.

Ό,τι προφέραμε μαραίνονταν αμίλητο
λες κι η μικρόψυχη ζωή προβάριζε το θάνατο
πριν τη συνθλίψει ο χρόνος.
Τιμωρημένοι ισόβια στη σάρκινη ερημιά μας
μας έβαζαν να υποδυόμαστε πουλιά
μας μάθαιναν ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα
κι ανθεκτικοί στην ενοχή
τα «πάντα» ν’ ανταλλάσσουμε με μιας στιγμής φιλί.

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Β'. Ψυχολογία

Ο κύριος αυτός
κάθε πρωί κάνει το λουτρό του
μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας
έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο
για τη δουλειά και για τους πελάτες.

Γιώργος Σεφέρης

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Είσοδος Κινδύνου

Κάτω από το παράθυρο μου πέρασε πάλι αυτός
δόκανο για φεγγάρια
Το κεφάλι του τετράγωνο κλουβί
μέσα του ένα μάτι
απ’ τα λίγα που περίσσεψαν της νύχτας
μα όχι ψάρι
Σου γράφω μετά από τρεις βροχές
Η απόπειρα μου για το ποιος είναι ο άλλος που είμαι
απότυχε
Τι να σου λέω λοιπόν για τη μοναξιά με λέξεις
Μη δεν είδες θερισμένο κάμπο πέρα πέρα
καταμεσί του απόμαχο βαγκόνι έξω από τις ράγιες
τη σιγαλιά ν’ ακουμπάει πάνω του
δίχως κουδούνι να βοσκάει η ερημιά
κατάψηλα να περιπολούν κοράκια;
Κάτω απ’ το παράθυρο μου πάλι αυτός
Το κεφάλι του εγώ: είσοδος κινδύνου.

Έκτωρ Κακναβάτος

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου είναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τσουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα  γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική σου μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

49.

Οδηγίες χρήσης:
Όλοι τη γνωρίζουν καλά.
Ή τουλάχιστον κάπου την έχουν συναντήσει.
Χρήση εσωτερική,
η μακροχρόνια χρήση
Θα πρέπει να αποφεύγεται είναι
Καταστροφική
Μπορεί να οδηγήσει ακόμη και
Στον θάνατο.
Ο συσχετισμός στον άνθρωπο δεν έχει ακόμα
Επιβεβαιωθεί
Εν τούτοις θα πρέπει να γίνεται γνωστή.
Σε μεγάλες ποσότητες για χρόνια
Οι αλληλεπιδράσεις είναι μάλλον
Άγνωστες.
Δεν υφίσταται δε
Αντιμετώπιση στην υπερδόση.
Ο ασθενής θα πρέπει να γνωρίζει την ημερομηνία
Λήξης.
Να διατηρείται σε θερμοκρασία δωματίου.
Σκεφτείτε καλά πριν την χρησιμοποιήσετε.
Για μεγαλύτερη ασφάλεια κρατήστε την
Σε μυστικό μέρος
Μακριά από παιδιά -
Τέτοια είναι
η αλήθεια της ύπαρξης.

Γιάννης Λειβαδάς

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Τη νύχτα

Τα μάτια μου είναι τόσο κουρασμένα
απ' της πένητος μέρας μου τη φρίκη,
Στην ψυχή μου βαραίνουν, πετρωμένα,
τα μάγια ονείρου που πια δεν μου ανήκει.

Σαν φύλλα, απ' το φθινόπωρο παρμένα,
οι σκέψεις μου πλανώνται. Συντριμμένος,
με χείλη πληγωμένα, παγωμένα,
ο ήλιος πια ν' ανατείλη δεν προσμένω.

Πλην, ξέρω — θα 'ρθη η αυγή! Με καρτερούνε
κι άλλες άτυχες μέρες: θα βιωθούνε
μες σ' υπνηλία και τρομοκρατημένη
ηρεμία, κ' η προσφιλής, συγκινημένη
ελπίδα, την ψυχή την πληγωμένη
θ' ανερωτά: «Τι ελπίδες σε κρατούνε;»

μετάφραση Άρης Δικταίος
Dimitar Boyadjiev

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Μελαγχολία

Τρομαγμένοι στεκόμαστε στα κάγκελα
Κι αναμετρούμε τα συμβάντα.
Κορόνες και χρυσά κιονόκρανα
Κατρακυλούν από την τελευταία κιθάρα

Μετράμε ακόμα μια φορά τις γυναίκες
Και τα αστέρια εορταστικά
Ώσπου της αγχόνης το πουλί στη στέγη
Δυνατά και συνεχώς κραυγάζει: Φρίκη!
Και το παιχνίδι ρολόι του κόσμου χτυπά
Γρήγορα και πιο γρήγορα φωναχτά.
Εκατό χιλιάδες στέκονται αμυνόμενοι
Γύρω από το δέντρο του κόσμου, που λυγίζει.
Κι ώρα την ώρα φτερουγίζει
Μια μαύρη κάργια.
Πίσω στη θλιμμένη χώρα
Τραβάει ο ήλιος στο χαμό!

μετάφραση: Σωτήρης Ε. Γυφτάκης
~ Γερμανόφωνη Ποίηση - Μέρος Δεύτερο (εκδ. λεξίτυπον, 2009)
Eugen Gottlob Winkler

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Γυναικεία ονόματα

Είναι γυναίκες οι ψυχές, ανοίγουν
Η μια στην άλλη, αναζητούν.
Γυναίκα είναι η γη, πάσχει να είναι ωραία,
Ν' απαστράπτει σαν σε καθρέφτη.
Γυναίκα είναι η θάλασσα κ' η πόρτα,
Δέχεται και κλει, γυναίκα ο τάφος,
Μας σκεπάζει, γυναίκα είναι η νύχτα
Και σκοτεινιάζει, βαραίνει τα κόκαλα.
Γυναίκα η βρύση κ' η πλατιά βροχή,
Η στέρηση, η ανάμνηση κ' η προσευχή,
Η στάμνα, το σκαμνί, το καράβι,
Το δέντρο, το πουλί τ' αηδόνι, και το ψάρι.

Από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις (1961)
Γιώργος Θέμελης

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

Τους προβολείς στήσε

Τους προβολείς στήσε
Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει.

Η δράση να κυλάει
να παρασέρνεται στη δίνη.

Η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά
σαν τον καθρέφτη
μα σαν φακός να μεγεθύνει.

Vladimir Mayakovsky

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Καθιστές Κοιλιές

Ευχαριστημένοι
Όπως εκείνοι που ξέρουν
Όπως εκείνοι που κρατάν στη χούφτα τους την αλήθεια
Καλά πιασμένη για να μη ξεφύγει
Και με περηφάνια
Σαν φύλακες των ίδιων σας των εαυτών
Εξουσιάζετε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης
Εσείς καθιστές κοιλιές.

Δεν υπάρχει αέριο
Δεν υπάρχει μολύβι
Που να φουσκώνει τόσο που τόση σαβούρα να βγάζει
Σαν τη δική σας δηλητηριώδη σιγουριά
Αυτή η σιγουριά τού να νιώθετε το πανωφόρι σας
Καλοπροστατευμένο από τον πισινό σας.

Κοιτάτε από εδώ κι από εκεί
Χαμογελάτε ξύνοντας πονηρά το βρωμερό στόμα σας
Κι από εκεί αποφαίνεστε όπως το αρχαίο μαντείο
Φουσκωμένες ηλιθιότητες
Αποφθέγματα που στραγγίζουν ανάμεσα στις σχισμές σαν ποντίκια.

Φτερωτό το ρωμαλέο πόδι
Το νεανικό και ρωμαλέο πόδι
Που θα γκρεμίσει σύντομα
Αυτό το φουσκωμένο με λάσπη, κακία και αδικία πανωφόρι
Παρασέρνοντας μαζί του και τον πισινό και την κοιλιά σας
Το θλιβερό σας πρόσωπο που μολύνει τον αέρα
Τον καθαρό και δίκαιο αέρα
Όπου σήμερα ξεσηκωνόμαστε
Ενάντια σε όλους σας
Ενάντια στην ηθική σας ενάντια στους νόμους σας
Ενάντια στην κοινωνία σας ενάντια στο θεό σας
Ενάντια σε σας τους ίδιους καθιστές κοιλιές
Με ένα στέρεο στάχυ
Γι’ αυτόν που σπρώχνει τη δύναμη του από τη γη
Για να ανοίξει ο ήλιος
Για να δώσει τον καρπό του
Καρπό του μίσους και της χαράς
Φρούτο του αγώνα και της γαλήνης.

Η αλήθεια βρίσκεται σε αμάχη και σε αυτή σας περιμένουμε
Καθιστές κοιλιές
Τεντωμένες κοιλιές
Νεκρές κοιλιές.

Luis Cernuda

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Το πρόσχημα

Συμμετείχαν σε επαγγελματικό συνέδριο
που γινόταν σε μεγάλο ξενοδοχείο.
Με πρόσχημα ότι η βρύση στη μπανιέρα της έπαθε βλάβη,
του ζήτησε να πλυθεί στο δωμάτιό του.
Επίτηδες άφησε ανοικτή την πόρτα του μπάνιου καθώς πλενόταν,
για να την δει γυμνή.
Ολοφάνερα του ρίχτηκε με αυτόν τον τρόπο.
Όμως ήταν και μια επίσπευση των κινήσεων
να κάνουν έρωτα για πρώτη φορά.
Γιατί η έλξη ανάμεσά τους με δαιμόνια επιμονή
συνεχώς μεγάλωνε.

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Φύλλα Χλόης

«Τι λέτε πως εγίνηκαν οι γέροντες κ’ οι νειοι;
Τι λέτε πως γινήκαν οι γυναίκες,τα παιδιά;

Βρίσκονται κάπου καλά και ζωντανοί,
Το πιό μικρό βλαστάρι τ’αποδείχνει πως δεν υπάρχει θάνατος στ’αλήθεια
Μα κι αν εστάθη θάνατος ποτές, ίσα-ίσα τράβηξε
Πιό μπρος τη ζωή, και δεν καρτέραγε να τη σταματήσει,
Κ’έπαψε τη στιγμή που ματαφάνηκε η ζωή.

Όλα τραβάνε εμπρός και ξαναπλάθονται όλα,τίποτα δεν χάνεται,
Κι ο πεθαμός είν’άλλο απ’ότι ενόμιζε καθένας, είναι μια τύχη κάλλια.»

Walt Whitman

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Μόνωση

Θε μου, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού πήγε η ευωδία
του νεανικού μου δέρματος κ' η θέρμη των ήλιων;
Φθίνω στο σπίτι των σκιών και λιώνω την καρδιά,
μια χρυσαλλίδα, στις χλωμές σελίδες των βιβλίων.

Η αγάπη, μάταια, κάποτε, με θλίψη μου γελά –
είμαι μακριά κι απ' τα γλυκά βλέμματα των οικείων.
Πάνω απ' της ρούγας τα σκυφτά χαμόσπιτα, ψηλά,
στο χρυσό δείλι, γράφομαι βαρύς κ' εξαίσιος κίων.

Κι όμως τα βράδια νοσταλγώ: στον ίσκιο ενός καλού
κι αγαπημένου φίλου αβρά να γείρω να ξεϊδρώσω
– ρόδο που φύτρωσε άγονα στην άμμο του γιαλού,
του βλέμματος να ρουφώ τη ζαφειρένια δρόσο.

Ν' ακούω κοντά μου μια καρδιά να πάλλει δυνατά,
ένας παλμός ν' ανθεί για με και να κρατώ ένα χέρι
στα λυπημένα χέρια μου, κι ο νους μου να κοιτά
τη λάμψη του στα μάτια ενός που δέχεται και χαίρει.

Νά χουν σκοπό και προορισμό της νιότης μου οι παλμοί,
στιλπνοί καρποί να δένονται σε πρόθυμα κλωνάρια
κι όχι, καθώς των ασκητών οι εσπερινοί ψαλμοί,
να πνίγονται σε σιωπηλά, πένθιμα σεμινάρια.

Κι όταν της νύχτας ο άνεμος την πόρτα μας βροντά
κ' έντρομος το γκρεμό παλιάς πληγής θ' αναθυμιέμαι,
να τον καλώ γοερά, κι αυτός γλυκά να μου απαντά,
κι αχνά χαμογελώντας του, πάλι ν' αποκοιμιέμαι.


Γιάννης Ρίτσος
Από την συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα
[Α' Τόμος] (έκδ. 1978)

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Άτιτλο

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις.  Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.


Από την συλλογή "Ιδιώνυμο"
Κατερίνα Γώγου

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα


Το στόμα σου φύτεψε
μ’ εκείνο το φιλί στο δικό μου
ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα,
κι οι ρίζες τους τρων την καρδιά μου.
Ήταν φθινόπωρο. Ο άμετρος ουρανός
άρπαξε με τον ήλιο του
όλο το χρυσάφι –κίονες λάμψεων–
από τη ζωή.
Το καλοκαίρι ήρθε σκληρό·
το μπουκέτο μάδησε,
μα άφησε να σπάσουν στα μάτια μου
δύο μπουμπούκια πόνος.

Jan Ramon Jimenez

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής