Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

Άτιτλο



Είμαι ρεσεψιονίστ,

αλλά περιστασιακά γίνομαι και βαστάζος,

μεταφέροντας βαλίτσες σε ορόφους χωρίς ασανσέρ

στα αυθαίρετα κτίρια της βαριάς τους βιομηχανίας,

για να μου δώσει ο Τουρίστας δύο ευρώ.


Κάνω θελήματα για τον καλοκάγαθο νησιώτη που με προσέλαβε,

φέτος παντρεύει την κόρη του

και κάνει οικονομία στους μισθούς μας.


Είμαι ρεσεψιονίστ,

αλλά περιστασιακά αναλαμβάνω δουλειές που δεν θα έπρεπε,

καλύπτω τα κενά των εξαντλημένων συναδέλφων

που λιποθυμούν -χαμογελώντας,

γιατί κοιτάει κι ο πελάτης.


Νιώθω τυχερό, όπως και να ‘χει-,

κάποιες φορές είναι καλοί μαζί μου.

Δεν λένε τίποτα αν πιάσω έναν χυμό να πιώ,

ούτε σχολίασαν το λερωμένο με καφέ αντίτυπο των Δουβλινέζων,

που σέρνω μαζί μου

-για υποστήριξη πιο πολύ,

δεν προλαβαίνω να διαβάζω,

κι αν προσπαθήσω το βράδυ,

το βιβλίο μού πέφτει απ’ τα χέρια.


Μου ‘δωσαν μέχρι και ρεπό, Αύγουστο μήνα,

επειδή είχα σαράντα πυρετό,

Αφαιρέθηκε, πολύ λογικά, από τον μισθό μου.

“Βλέπεις ένα μεγάλο ξενοδοχείο,

νομίζεις πως είμαι πλούσιος”

λέει το αφεντικό, δακρύζοντας σχεδόν

“δεν έχω τόσα λεφτά όσα πιστεύεις!”

Παραλίγο να τον λυπηθώ.


Αλλά έχω να κοιμηθώ μήνες,

η αλπραζολάμη δεν δουλεύει πια,

η αλλαγή βάρδιας με σκοτώνει,

ονειρεύομαι με ανοιχτά μάτια,

τα κενά μνήμης με διαλύουν,

γίνομαι κακός και πικρόχολος,

οι τουρίστες είναι ενοχλητικοί,

απολιτίκ, αποικιοκράτες, ανόητοι,

όταν φωτογραφίζονται πλάι στα μνημεία

μού φαίνονται ακόμα πιο ηλίθιοι,

όταν αγοράζουν Πάνες με πλαστικές στύσεις

και μουσικά κουτιά που παίζουν τον κιτς εθνικό ύμνο

της ζορμπικής πονηριάς,

μού ‘ρχεται να καγχάσω ειρωνικά

αντ’αυτού χαμογελάω δουλικά:

δεν υπάρχουν δουλειές στην Ελλάδα.


Η έννοια της προσωρινότητας σπάει

σε έξι με επτά μήνες το χρόνο,

σε ατεμάχιστες χωρίς ρεπό εβδομάδες

στους Ιούλιους χωρίς τέλος,

με τη ζέστη της κόλασης πάνω στους εργάτες.

Ο επιχειρηματίας/αφεντικό/καλοσυνάτος Ζορμπάς/οικογενειάρχης

παραπονιέται πως τα λεφτά δεν φτάνουν

για ένα γαμημένο κλιματιστικό.

Ο χρόνος κυλάει, ναι,

κυλάει γρήγορα,

οι μήνες θα περάσουν,

πριν καν το καταλάβω,

πέρασα τη μισή μου ζωή να τους σερβίρω.


Αντώνης Γουλιανός

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Άτιτλο

Πού είσαι τώρα φως μου

Ήτανε γραμμένο

Να 'μαι εδώ για πάντα

Να σε περιμένω


Όσο κι αν κρατήσει

Να μην το ξεχάσεις

Όταν φτάσεις πάρε

Πάρε όταν φτάσεις


Θα το γράψει ο τοίχος

Θα το γράψει ο βράχος

Πως δεν ήταν μόνο

Ενός ανθρώπου λάθος


Θα το πει η σημύδα

Θα το πει κι ο κέδρος

Πως εδώ σκοτώνει

Όπου βρει το κέρδος


Θα το πει η λεβάντα

Θα το πει η μυρσίνη

Πως κυλάει στα μάτια

Η δικαιοσύνη


Μάτια του παιδιού μου

Που δεν θα φιλήσω

Δεν υπάρχει τρόπος πια

Να σταματήσω


Μέχρι να’ρθει ο πήχυς

Και το χαλινάρι

Μέχρι να’ρθει η Νέμεσις

Και να τους πάρει


Αν δεν βρω το τέρμα

Δεν θα ησυχάσω

Δεν θα σταματήσω

Δεν θα ξαποστάσω


Δεν θα κάνω πίσω

Και δεν θα ξεχάσω

Θα σε πάρω εγώ

Παιδάκι μου όταν φτάσω


Φοίβος Δεληβοριάς

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Ένα Κλεμμένο Ποδήλατο


Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο

Και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο

Γιατί μια καινούρια αγάπη θα χύνεται σα μέλι

Κι από ένα σημείο τής γης αυτός ο ήλιος θ' ανατέλλει

Πιο όμορφος από ποτέ, σαν στρογγυλό χρυσάφι

Θα λάμψει στο βλέμμα σου σα μεγάλο διαμάντι

Κι εγώ που κάνω όνειρα χωρίς να κοιμάμαι

Περνάω μέσα από ένα κρύσταλλο χωρίς να φοβάμαι

Γιατί τα όνειρα που κάνω όταν περπατώ στο δρόμο

Είναι πιο έντιμα απ' αυτά που μας πλασάρει ο νόμος

Ο νόμος μιας εταιρίας, ο νόμος μιας πολιτείας

Η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης αποικίας

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας

Χρώματα αγάπης και χρώματα βίας

Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα

Μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα

Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση

Στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης

Σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι

Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Είναι σα μαγνήτης που με κάνει να ονειρεύομαι

Να μιλάω στα κτίρια, στα σύννεφα, ή να προσεύχομαι

Να 'χα μια θάλασσα έξω απ' το σπίτι μου

Κι όποτε βρέχει να πετάω απ' το μπαλκόνι μου

Κρατώντας το χέρι σου για πάντα

Στις φραουλένιες πεδιάδες, στις γραμμικές κοιλάδες

Κι όπως συγκρούεται ένα αεροπλάνο στο μυαλό μου

Να γίνει το σώμα σου ένα με το δικό μου

Πες μου, πες μου, τι σκέφτεσαι για μένα

Όταν τα σώματά μας στέκουν σταυρωμένα;

Κι από ένα σημείο της Γης αυτός ο ήλιος ανατέλει

Κάποιος τότε σ' ένα στόχο σημαδεύει

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας

Χρώματα αγάπης και χρώματα βίας

Θάψε τις κούκλες σου κι όλα τα πλαστικά όπλα

Μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα

Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση

Στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης

Σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι

Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι

Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο

Και θα 'ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο

Ίσως βρούμε ένα σπίτι για να μείνουμε

Ένα τόπο να ζήσουμε και να πεθάνουμε

Μιλώντας σε κάποιον που έχει πεθάνει

Σε χιονισμένα τοπία, σε δέντρα από μελάνι

Ή σε ανθρώπους που ψάχνουν μια κατεύθυνση

Προς το θεό, μια άλλη χώρα, μια άγνωστη διεύθυνση

Στην οθόνη ενός κομπιούτερ, στα όνειρα του σκύλου

Στο ουράνιο τόξο, στην καρδιά ενός φίλου

Φύλαξε τις εικόνες κι όλα όσα πιστεύεις

Στο βιβλίο των ματιών σου είναι όλα αυτά που θέλεις

Χρώματα απ' τον πόλεμο μιας υδατογραφίας

Χρώματα αγάπης και χρώματα βίας

Θάψε τις κούκλες κι όλα τα πλαστικά σου όπλα

Μαχαίρια, πιστόλια, κάθε είδους κόλπα

Τα όνειρα της ζωής, μια θαμπή ανάμνηση

Στριφογυρίζουν σα μόρια μιας μεγάλης περιπλάνησης

Σα δαχτυλίδια του Κρόνου στέκονται πάνω απ' το κεφάλι

Τα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι


Κ. Βήτα

Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Σε βλέπω να ορθώνεσαι...


Σε βλέπω να ορθώνεσαι σαν στύλος

και σιγανά επάνω σου ολοένα σκαρφαλώνω.

Το στήριγμά μου εσύ, με τόση ρώμη:

Καθώς στη διαύγειά σου με γνωρίζω,

πιο δυνατή, στο στέμμα σου με ορίζω

και νιώθω της ζωής λαχτάρα ακόμη!


Rainer Maria Rilke


Φανατισμένη δεν είμαι


Φανατισμένη δεν είμαι

όμως πότε

θα πάψω πια ν’ ακούω

ειδήσεις παράλογες και βίαιες

(διείσδυση σε όλες τις εγκοπές)

σε όλους

και σε όλες


Πότε

θα πάψω πια να διαβάζω

για γυναικοκτονίες αδιευκρίνιστες

(για ύποπτες μορφές σε καμιόνια μαύρα)

Η ελπίδα σκοτεινιασμένη

Μαύρο το μέλλον


Πότε

θα πάψω πια να πληροφορούμαι

νούμερα και στατιστικές

(Με περισσότερα χρόνια καταδικάζεται ένας κλέφτης

παρά ο φονιάς που σκότωσε τη γυναίκα του

αν υπάρχει υποψία απιστίας)


Πότε

θα πάψω πια να μαθαίνω

λεπτομέρειες των φόνων

(μαχαιρωμένη 57 φορές)

Βιασμένη

Κακοποιημένη


Πότε

θα πάψω πια να εικάζω,

στη σκέψη του βλέμματός τους,

την αθωότητα και την άγνοια


Πότε

θα πάψω πια να πιστεύω

πως γυναίκα σημαίνει απάρνηση

(μη βγαίνεις, μη ντύνεσαι, μην είσαι)

Πως αν τολμήσεις ν’ αντισταθείς

σε υποχρεώνουν σε σιωπή

σε χτυπούν, σε σκοτώνουν

και στο τέλος

σε ενοχοποιούν


Όχι. Φανατισμένη δεν είμαι

όμως πώς

να πάψω πια να σκέφτομαι

πως εκείνοι οι νικηφόροι φονιάδες

(που άντρες δεν λογίζονται)

περπατούν πάνω στην ίδια επιφάνεια

κι αναπνέουν το ίδιο οξυγόνο

Νιώθω πως ένα δάκρυ

θα κυλήσει, μα αντ’ αυτού

μέσα βαθειά, κάτι σκληραίνει


Ο βράχος της πίστης,

λάβα που στερεοποιήθηκε,

ενώ να εκτιναχτεί θα ’πρεπε

κι όλα στο διάβα της να τα κάψει∙

μα τούτο για να γίνει

λίγη τρυφερότητα χρειαζόταν παραπάνω...


Πώς αλλιώς

να αποτινάξω τότε

ετούτη την τραχυμένη απελπισία

για να μη σχίζει τα μέσα μου

όπως έκαναν μ’ εκείνες

Με όλες τους...


Πώς έγινε κι αποξενωθήκαμε

απ’ την ψυχή μας τη συλλογική;

Πότε... πώς...


Για το τι και το πού

αμφιβολία δεν χωρά:

Εδώ και τώρα

εδώ και τώρα


Πότε

θα πάψω πια να νιώθω

πως εδώ και τώρα

δεν μας αξίζουμε



Pilar Rodriguez Aranda

Όλες εμείς


Πίσω απ’ την πλάτη της σιωπής

βαλθήκαμε να διαπεράσουμε τα τείχη απ’ τις χαραμάδες

αγνοώντας τον άνεμο που στο παράθυρο στριμώχτηκε.

Ασυμβίβαστες, επιθυμούμε να αποσπαστούμε απ’ ό,τι σιωπά

από τούτη τη σιωπή που μας τσακίζει και μας διαμελίζει.


Ψηλαφιστά αποζητούμε την αναγέννηση

να πάψουμε πια να είμαστε τούτο το φως το θαμπό στα δωμάτια.

Μα η πραγματικότητα μάς ζυγώνει σαν κόρη άρρωστη

που στο νου μας βρίσκει μια ποδιά

κι ανάμεσα σε νευρώνες εισδύει, άθυμη και ξαφνική.



Ορτένσια Καρράσκο Σάντος

Κυριακή 26 Μαΐου 2024

Άτιτλο

 


Ο κλασικός μουσικός σταθμός

παίζοντας ώρα με την ώρα στο διαμέρισμα


το σήκωμα και το σήκωμα

και το ξανασήκωμα του τηλεφώνου


οι συλλαβές γεννώντας

το παλιό σενάριο ξανά και ξανά


τη μοναξιά του ψεύτη

στο επίσημο δίκτυο του ψέματος


που ζει πληκτρολογώντας αριθμούς (τηλεφώνου)

για να πνίξει τον φόβο


κάτω από την ανείπωτη λέξη.


Adrienne Rich

Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Στην Κάτω Νύχτα


Ήπιες απόψε λόγια και φωνές

μοιάζαν με ουίσκι. Το σώμα

της παλιάς αηδόνας σού τραγούδησε

το πόσο πόνεσε και τώρα

άλλο δε γίνεται να τραγουδήσει.

Έτσι είναι. Στην κάτω νύχτα

όλα σωπαίνουνε.

Τα πίνει ο θόρυβος

που πίνει.

Λίγη φωνή

βγαίνει μονάχα το ξημέρωμα

κι ειν' η δική της

καθώς γλιστράει στο πάλκο της λεωφόρου

κι εκεί πρωτοσφυρίζει το τραγούδι της

μαρμαρωμένη κίτρινη της πάχνης

θεά αποτρόπαιη μουσική της μέρας.


Γιάννης Βαρβέρης

Ωδή στη χαρά


Τους φίλους σας να σκέφτεστε

χωρίς αιτία και μνήμη, έτσι

αμίλητους σκυφτούς να περπατούν

έντονα να τους σκέφτεστε να κλαίτε

μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν και δεν ξέρετε

πώς τον κοιτούν τον κόσμο αυτή την ώρα.


Γιάννης Βαρβέρης

Μην εμπιστεύεσαι εκείνους που δεν αγαπούν τη θάλασσα.


Στο ίδιο χώμα 

πάνω κάτω 

έξω μέσα

σαν τα μυρμήγκια οι ανθρώποι,

έξι χέρια να χανε

με δυό να δουλεύουνε

με τέσσερα να τρων εσένα,

εσένα που λίγο να κάνεις πως

πας να κολυμπήσεις 

μέσα στη στάλα της  βροχής,

αμέσως να σε πουν πνιγμένο.


Μάης '20

Ody

Ο Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας


Ήταν αναπόφευκτο: η μυρωδιά από πικραμύγδαλα του θύμιζε άτυχους έρωτες. Ο γιατρός Χουβενάλ Ουρμπίνο την ένιωσε από τη στιγμή που μπήκε μες στο σκοτεινό ακόμα σπίτι, όπου είχε τρέξει βιαστικά για ν’ ασχοληθεί με μια περίπτωση που από χρόνια είχε πάψει να είναι επείγουσα. Ο Χερεμία δε Σαιντ Αμούρ, πρόσφυγας από τις Αντίλλες, ανάπηρος από τον πόλεμο, φωτογράφος για παιδιά κι ο πιο πονετικός του αντίπαλος στο σκάκι, είχε ξεφύγει μια για πάντα από τα βασανιστήρια της μνήμης, με αναθυμιάσεις από υδροκυανιούχο χρυσό.

Gabriel Garcia Marquez

Κυριακή 19 Μαΐου 2024

Κυριακή


Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμε

Δέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα

Πολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμε

Σαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μας

Λησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του Παραδείσου

Στον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάς

Σήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοι

Μη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.


(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμεν

Εις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,

Τον οβολόν μας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).


Μανόλης Αναγνωστάκης

Άτιτλο


Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν

οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια

την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε

βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα

σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν

σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.


Γιώργος Σεφέρης

Σαββατοκύριακο


Ξυπνώντας

Λίγες σταγόνες ύπνο ακόμα στα μαλλιά

Γυμνά πρόσωπα

Γυμνό δωμάτιο

Ένα κρεβάτι τυχαίο

Κορμιά που το κυλινδρικό τους φλούδι

Δεν κρύβει καν λίγη εντεριώνη λησμονιάς…

Δίχως μια λέξη δίχως μια κίνηση

Σαν την ανυπαρξία του πέρα και του εδώθε

Όπως γλιστράει στις σκοτεινές στοές τους

Ζώντας μονάχα τη στιγμή

Που φεύγει

(Που ξέρουμε πως φεύγει)


Τίτος Πατρίκιος

Κυριακή

Ο ήλιος ψηλότερα θ’ ανέβει

σήμερα που ’ναι Κυριακή.

Φυσάει το αγέρι και σαλεύει

μια θημωνιά στο λόφο εκεί.


Τα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι

θα ’χουν ανάλαφρη καρδιά:

κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,

κοίταξε τ’ άνθη στο περβόλι.


Τώρα καμπάνες που χτυπάνε

είναι ο Θεός αληθινός.

Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε

και μεγαλώνει ο ουρανός.


Άσε τον κόσμο στη χαρά του

κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,

σαν τραγουδάκι χαρωπό,

ένα τραγούδι του θανάτου.


Κώστας Καρυωτάκης

Κυριακή 12 Μαΐου 2024

Βιογραφικός Πίνακας


Στη μάνα μου


Το σπίτι

κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο

και τη θάλασσα

με λογική τεσσάρων παραθύρων,

χαμογελώντας στερεότυπα

μ’ ένα πλατύ πορτοκαλί

μπαλκόνι.


Σ’ αυτό το μπαλκόνι

σ’ αυτό το χαμόγελο

τ’ απογεύματα, η μάνα μου

το δυσανάγνωστό της πρόσωπο

εκθέτει.


Ο χρόνος το συνέγραψε

χωρίς έξαρση

από νύχτα σε νύχτα

σε γλώσσα πόνου ρέουσα

γεμίζοντας

κατεβατά φθοράς.

Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.


Κάθεται

άκρη άκρη στην καρέκλα

να μην επιβαρύνει το απόγευμα

μ’ όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,

ίσα ίσα να υπάρχει

σταματημένη μέσα στη ζωή της

από μιάν άπνοια τύχης,

ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα

της έκπληξής της το σπασμό:


“Υπάρχουν θάλασσες

καράβια νευρικά

που σπρώχνουν λύσεις

στο ανεμπόδιστο;

Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;

Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα

το αλκοολικό απόγευμα

υπάρχουν;” Δεν το ‘ξερε.

Δεν το ‘ξερε η ζωή της.


Τώρα

αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:

λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,

το ξαναφέρνει πίσω,

βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,

γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.


Σιγά σιγά

απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι

από το σούρουπο υποσκάπτονται.

Το σχήμα τους παραφρονεί.

Σε χώρο θάμπους κλείνονται

να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.

Νυχτώνει.


Κική Δημουλά

Ο δαίμονας


Το μυαλό μου κουρασμένο


πως έπεσα

και τσακίστηκα


τώρα

με δεκανίκια

χρυσά τρίγωνα χρυσά τετράγωνα

γύρω κρεμνάω


τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα

τώρα η μαύρη φίλη μου, άσπρο φάντασμα


κι εκείνη που χάθηκε μετ’ ασημένιο καρφί

στον ποταμό


δεν ξέρω ποιός; ο ήλιος ή το χιόνι


δεν ξέρω ποιά; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια 


μετράω ολοένα μετράω

η μητέρα μου ολοένα κλαίει

μετράει η μητέρα μου ολοένα κλαίει


Μίλτος Σαχτούρης

Μητέρα μου

 Μητέρα μου


Μητέρα μου, πόσο φρικτὰ βαραίνει

ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος.

Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος

γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.


Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία

κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,

ἂς μὲ δεχτῆ σὰ νἆμαι ἁμάρτημά σου

ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι᾿ ἁγία.


Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,

τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.

Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω

πόσους μετροῦν νεκροὺς τἀγαπημένα.


Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα

ποὺ πνιχτικό, βαθὺ σκότος θὰ γίνη

στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει...

Ἄχ, πώς μου λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα.


Μαρία Πολυδούρη

Σαν τη μητέρα, αλήθεια

 Πηγαίνει αργά στο σινεμά,

μάλιστα στον εξώστη.

Σ' έργα κατά προτίμηση, βουβά

και θαμπωμένα. Κι εκεί

- μέσα στους τόσους εξευτελισμούς -

η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες

της γενιάς γύρω απ' το τριάντα.

Με κείνα τα βαθιά καπέλα,

με τις σειρές τα περιδέραια,

τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙

με τις ψιλές γλυκιές φωνές,

με τις κινήσεις τους τις μητρικές.


Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙

σαν τη μάνα του

των πρώτων παιδικών του χρόνων...


Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.


Γιώργος Ιωάννου

Τύψεις


όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει

η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι

τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου

από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:

δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια

φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα

λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες -

μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου

όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω

μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει

βουβή ξενυχτισμένη και χλομή

 

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Η μάνα μου και ο σατανάς

 


Τη μεγάλη Παρασκευή

η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας

και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.

Δε φοράει πια εκείνο το ροζ

που τη θάψανε

κι ούτε κατεβαίνει ολοένα

με το κουτί της μαζί.

Τη Μεγάλη Παρασκευή

η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί

φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.

Το νύχι της το προτελευταίο

παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου

άγνωστη

όταν κρυφοσκεπτόταν

και κρυφοαμάρτανε

μακριά μου

σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Τετάρτη 8 Μαΐου 2024

Ο τοκετός του θανάτου


Ένας άνθρωπος ήτανε

τον είχανε

σε μία κατάψυξη

πάγος ήτανε.


Άνοιξε το ψυγείο της

η μάνα του

απόψυξη

κρακ κρακ

τσακίστηκε

κάτω έξω

και

-συναισθηματικός-


πάει

έλιωσε

ο άνθρωπος.


Γιάννης Βαρβέρης

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Άτιτλο


Είπε:

ψηφίζω το γαλάζιο.

Εγώ το κόκκινο.

Κ’ εγώ.

Το σώμα σου ωραίο.

Το σώμα σου απέραντο

Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.

Διαστολή του σώματος.

Συστολή της ψυχής.

Όσο απομακρύνεσαι

σε πλησιάζω.

Ένα άστρο

έκαψε το σπίτι μου.

Οι νύχτες με στενεύουν

στην απουσία σου.

Σε αναπνέω.

Η γλώσσα μου στο στόμα σου,

η γλώσσα σου στο στόμα μου –

σκοτεινό δάσος….

οι ξυλοκόποι χάθηκαν

και τα πουλιά.

Όπου βρίσκεσαι

υπάρχω.

Τα χείλη μου

περιτρέχουν τ’ αυτί σου.

Τόσο μικρό και τρυφερό

πώς χωράει

όλη τη μουσική;

Ηδονή –

πέρα απ’ τη γέννηση,

πέρα απ΄το θάνατο…

τελικό κ’ αιώνιο

παρόν.

Αγγίζω τα δάχτυλα

των ποδιών σου.

Τι αναρίθμητος ο κόσμος.

Κάτω απ΄όλες τις λέξεις

δύο σώματα ενώνονται

και χωρίζουν.

Μέσα σε λίγες νύχτες

πώς πλάθεται και καταρρέει

όλος ο κόσμος.

Η γλώσσα εγγίζει

βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.

Ενώνεται.

Τώρα

με τη δική σου αναπνοή

ρυθμίζεται το βήμα μου

κι ο σφυγμός μου.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.

Ένας αιώνας

κ’ εννιά δευτερόλεπτα.

Τι να τα κάνω τ’ άστρα

αφού λείπεις;

Με το κόκκινο του αίματος

είμαι.

Είμαι για σένα.


Γιάννης Ρίτσος

Το παλάτι του φεγγαριού

(απόσπασμα)

Είχα πηδήξει από την άκρη του γκρεμού, και έπειτα, την τελευταία στιγμή, κάτι με έπιασε στο ενδιάμεσο. Αυτό το κάτι, είναι αυτό που ερμηνεύω ως αγάπη. Είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να σταματήσει έναν άνθρωπο από το να πέσει, τόσο δυνατό, ώστε να αναιρέσει τους νόμους της βαρύτητας.

Paul Auster

Ημερολόγιο του Χειμώνα

Θαρρείς ότι αυτό δεν θα σου συμβεί ποτέ, ότι δεν μπορεί να συμβεί σ’ εσένα, ότι είσαι το μοναδικό άτομο στον κόσμο στο οποίο τίποτε απ΄ αυτά τα πράγματα δεν θα συμβεί ποτέ. Κι έπειτα, το ένα μετά το άλλο, αρχίζουν να σου συμβαίνουν τα πάντα, κατά τον ίδιο τρόπο που συμβαίνουν σε οποιονδήποτε άλλο.

Paul Auster

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Μαύρη Ψυχή

(απόσπασμα)


Είχα ένα φίλο, τον Τσίκο, 

που με είχε βαφτίσει ''Nina'', το 

ισπανικό αντίστοιχο του ''μικρή''.

Ο Τσίκο με φώναζε έτσι συνέχεια

και μου άρεσε όπως ακουγόταν. 

Μου άρεσε, επίσης, το όνομα 

''Simone'', από τότε που είδα 

την ηθοποιό Σιμόν Σινιορέ

σ' εκείνες τις γαλλικές ταινίες.

Έτσι, έφυγα από τη Φιλαδέλφεια 

ως Γιούνις Γουέιμον,

και έφτασα στο Ατλάντικ Σίτυ 

ως Νίνα Σιμόν.

Το μόνο πρόβλημα ήταν 

μήπως η μαμά ανακάλυπτε 

ότι έπαιζα πιάνο σε μπαρ. 

Άκουγα κιόλας τη φωνή της 

να αντηχεί στ' αυτιά μου: 

''Σε μπαρ; 

Για όνομα του Θεού!''

Δεν έβλεπα πώς η μαμά 

θα μπορούσε να το ανακαλύψει,

αλλά με κάποιο τρόπο, σε τέτοιες 

περιπτώσεις, πάντα το μάθαινε...

Αν υπήρχε ταμπέλα 

στο δρόμο με τ' όνομά μου,

- Απόψε παίζει η Γιούνις Γουέιμον - 

οι πιθανότητες θα ήταν αυξημένες.

Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. 

Η στάση μου 

απέναντι στην ερμηνεία ήταν αυτή

ενός μουσικού με κλασσική παιδεία. 

Όταν παίζεις 

είσαι συγκεντρωμένος στη μουσική 

επειδή αξίζει πλήρη σεβασμό,

και το κοινό πρέπει να είναι 

ήσυχο και σιωπηλό. 

Αν ένας μεθυσμένος 

άρχιζε να φωνάζει και να τσακώνεται 

όσο έπαιζα, 

με αποσπούσε 

από τη συγκέντρωσή μου. 

Έτσι, σταματούσα μέχρι να ησυχάσει,

και αν δεν ησύχαζε δε μπορούσα 

να συνεχίσω. 

Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, 

άρπαζαν τον τύπο και τον πέταγαν 

έξω, στο δρόμο.

Η συμπεριφορά μου 

απέναντι στο εκάστοτε ακροατήριο

διαμορφώθηκε εκεί, 

στο Μινττάουν Μπαρ εντ Γκριλ

και δεν άλλαξε ποτέ,

ανεξάρτητα από το ακροατήριό μου

ή από το πόσο μεγάλη ήταν 

η αίθουσα συναυλιών. 

Δεν επιλέγω εγώ το κοινό μου.

Αν ένα κοινό δε με σέβεται,

προσβάλλει τη μουσική που παίζω.

Και αν δε θέλει

να ακούσει τη μουσική μου, 

τότε ούτε εγώ θέλω να παίξω.

Και αν δεν τους αρέσει η στάση μου,

δεν είναι υποχρεωμένοι να έρθουν

να με δουν.

Δεν τους χρειάζομαι.

Θα έρθουν άλλοι. 


Nina Simone

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Η Άνοιξη

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.

Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.

Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.

Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.

Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη».


Ε.Χ. Γονατάς

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Γράμμα ενός αρρώστου


Φίλε μου Αλέξη, το ‘λαβα το γράμμα σου·

και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;

Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου

ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω…


Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας

όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,

κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα

που να μου φέρει λίγη ποικιλία.


Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα

– σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε –

και τ’ άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε

κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.


Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου.

Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!

Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα

πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.


Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα

κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη

και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα

κι όλο η μητέρα μου ‘λεγε: Το Μάρτη…


Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα

κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:

«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»

Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.


Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,

κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,

πως μ’ ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα

και τώρα πια να μη με περιμένει…


Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να ‘ρχότανε

σαν ένας καπετάνιος να με πάρει

χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του

κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.


Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ’ εκούρασα.

Μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις.

Δε θα ‘βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ απάντηση.

Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις…


Νίκος Καββαδίας

Βάλτε να πιούμε


Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα

πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.

Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;


Βάλτε να πιούμε…


Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.

Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.

Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;


Βάλτε να πιούμε…


Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.

Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.

Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει

κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει

τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;

Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;

Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.

Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.

Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.

Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.

Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Καρθαίος Κλέανδρος

Ο τελευταίος σταθμός

(απόσπασμα)


[…]


Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και νά 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες·

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·

στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

[…]


Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44


Γιώργος Σεφέρης

Έναν ακόμα καφέ πριν φύγω


Η ανάσα σου είναι γλυκιά, τα μάτια σου είναι σαν δύο κοσμήματα στον ουρανό

Η πλάτη σου είναι ίσια, τα μαλλιά σου είναι απαλά στο μαξιλάρι όπου ξαπλώνεις

Αλλά δεν αισθάνομαι στοργή, καμία ευγνωμοσύνη ή αγάπη

Η αφοσίωσή σου δεν είναι σε μένα, αλλά στα αστέρια πάνω από το κεφάλι σου.

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω

Στην κοιλάδα κάτω

Ο μπαμπάς σου είναι παράνομος και περιπλανώμενος στο επάγγελμα.

Θα σου μάθει πώς να διαλέγεις και να επιλέγεις, και πώς να ρίχνεις τη λεπίδα.

Επιβλέπει το βασίλειό του, έτσι ώστε κανένας ξένος να μην εισβάλει.

Η φωνή του τρέμει καθώς ζητάει άλλο ένα πιάτο φαγητό.

Ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο.

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω.

Στην κοιλάδα κάτω

Η αδελφή σου βλέπει το μέλλον όπως η μαμά σου και εσύ.

Δεν έμαθες ποτέ να διαβάζεις ή να γράφεις, δεν υπάρχουν βιβλία στο ράφι σου.

Και η ευχαρίστησή σου δεν έχει όρια, η φωνή σου είναι σαν κορυδαλλός του λιβαδιού

Αλλά η καρδιά σου είναι σαν ωκεανός, μυστηριώδης και σκοτεινή

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω

Στην κοιλάδα κάτω


Bob Dylan

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2024

Πέρασα

Because these wings are no longer wings to fly

— T.S. Eliot


Περπατώ και νυχτώνει.

Αποφασίζω και νυχτώνει.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.

Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.

Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,

πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.

Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων

μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη.


Κική Δημουλά

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Παυσίπονον


Το βλέμμα φτάνει άνετα στη Λισαβώνα

έχω σχεδόν αποδημήσει στα εναύσματα

θα ‘θελα να σου επιστρέψω την αφή σου

χαρίζοντάς σου και τα δέκα μου δάχτυλα

μνημονεύουμε μυστήριο:

μνημονεύουμε ηλιθιότητα, μα εμένα

με φρουρεί συνέχεια η εναρθροσύνη

το τρίγωνο εμπαίζει κι αυτό τα ανύπαρκτα

ουράνια συνεχώς με τρία ύψη

δευτερεύοντες άγγελοι διαρκώς συστρέφονται

στον ύπνο πετυχαίνουμε το σοσιαλισμό μας.


Κουφάλογο – αυτή ‘ναι – η αδιόρατη καλοσύνη

χασμουρητό του έαρος μυωπική νοσταλγία.


Είμαι ακέραιος ωσάν του Άγιου Πάνθηρα τα σαγόνια

κοιτάζοντας απ’ τη γαλάζια κλειδαρότρυπα

τις λινές του Ιησού βλεφαρίδες που ο άνεμος

με τον αντίχειρα ξαναχαϊδεύει σήμερα

στα ανεπρόκοπα βράχια της χαμηλόφωνης Ιουδαίας.


Οσμίζομαι καταιγίδα στο έπακρο

μα η καρδιά μου απουσιάζει στ’ αγριολούλουδα.


Νίκος Καρούζος

Έρως Μελαχρινός


Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις

κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά

της ζωής μου που γέρασε

βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες

είναι πληρωμένοι δολοφόνοι

ας οργανωθεί πια η σφαγή

απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα


Μάτση Χατζηλαζάρου

Χαϊκού

 Μπορεί αυτός ο κόσμος

να είναι ένα λάθος

αλλά οι κερασιές ανθίζουν. 



Kobayashi Issa

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2024

Ανοίγεις και κλείνεις σα λουλούδι


Έρχομαι – μουδιασμένος με υποδέχεσαι,

κρατάς τα μάτια επίμονα χαμηλωμένα,

ύστερα λίγο λίγο ξεθαρρεύεις,

αρχίζεις να μιλάς με τρυφεράδα,

τα μάτια χρωματίζεις με ιλαρότητα,

ω πόσο εγκάρδια έγινε η κάμαρη,

δε θέλω γλύκισμα, η κουβέντα σου μου αρκεί.

Μα αν ξεχαστώ και κοιτάξω το ρολόι,

και δείξω μέριμνα για τις δουλειές του κόσμου,

σβήνεις σιγά σιγά την ομιλία,

αρχίζεις να μουδιάζεις λίγο λίγο,

σα να ’μουν ξένος μ’ αποχαιρετάς,

και κλείνεις, κλείνεις σα λουλούδι.


Ντίνος Χριστιανόπουλος

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2024

Αν ξαναγεννιόμουνα


Αν ξαναγεννιόμουνα

όλα όσα έζησα δε θα τ’ αρνιόμουνα

θα 'κανα την ίδια ζωή

κι η κάθε μου αναπνοή

θα 'τανε ίδια κι αυτή


Αν ξαναγεννιόμουνα

για όλα τα λάθη μου δε θα νιαζόμουνα

κι ούτε θα 'χα υπομονή

να ψάξω να βρω το πως, το γιατί


Και το λέω πολύ ειλικρινά

ότι αν γεννιόμουνα ξανά

τίποτα δε θ' άλλαζα

μα τίποτα, μα τίποτα


Αν ξαναγεννιόμουνα

μαζί σου όλα θα τα μοιραζόμουνα

κι ούτε θα 'χα υπομονή

να ψάξω να βρω το πως, το γιατί


Βασιλάκη Α. 

Για τον φτωχό Bertolt Brecht


Εγώ ο Bertolt Brecht

είμαι από τα μαύρα δάση,

η μάνα μου στις πολιτείες

με κουβάλησε,

σαν ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της,

και των δασών η παγωνιά

μέσα μου θα `ναι ως το θάνατό μου.


Έχω, έχω το σπίτι μου

στην πολιτεία της ασφάλτου,

φορτωμένος από την αρχή

με όλα τα μυστήρια του θανάτου

με εφημερίδες, με καπνό και με ρακή,

καχύποπτος και τεμπέλης

κι ευχαριστημένος στα στερνά.


Φέρομαι φιλικά στους ανθρώπους

φορώ καθώς το συνηθίζουν

ένα σκληρό καπέλο,

λέω, είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα

και λέω πάλι,

δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.


Το πρωί στο γκρίζο χάραμα

τα έλατα κατουράνε,

και τα ζωύφιά τους τα πουλιά

αρχίζουν να φωνάζουν

Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη

πετάω τ’ αποτσίγαρό μου και ανήσυχος κοιμάμαι.


Απ’ αυτές τις πολιτείες

θα απομείνει εκείνος που διάβηκε από μέσα τους

ο άνεμος, δίνει χαρά το σπίτι σ’ αυτόν που τρώει,

τ’ αδειάζει.


Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί

κι ότι ύστερα από μας

τίποτα τ’ αξιόλογο δε θα ‘ρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς

που μέλλονται για να ‘ρθουν,

να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου

απ’ την πίκρα να μου σβήσει.


Εγώ ο Bertolt Brecht

από τα μαύρα δάση,

ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου

μέσα στη μάνα μου σε πρώιμη εποχή.


Bertolt Brecht

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Πρόσκληση

Θέλω να βρεθούμε

για να μη ξεχάσω πως κάποτε υπήρξαμε

κάτω από τον ίδιο ουρανό

μάρτυρες σε αυτή τη μαζική λιγοθυμία

των δύο χιλιάδων κάτι χρόνων

στους ίδιους δρόμους της πόλης που στενάζει.

Θέλω να βρεθούμε στα στενά που φοβάμαι να διασχίσω

στα σπίτια από κάτω των εξαντλημένων γυναικών, των επαναλαμβανόμενων ανδρών,

μπροστά από πόρτες που δεν θα ανοίξουν ποτέ για να φανερωθούν

τα πρόσωπα των έμφυλων άφυλων με την υπόθεση –τι θα γινόταν αν- καρφωμένη στο κούτελο

τρέξε να βρεθούμε στο στενό με τους κινέζους που δουλεύουν για λευκούς

εκεί που μαζεύονται οι άραβες και μιλάνε πολύ και δεν καταλαβαίνουμε τι λένε

στα μαγικά σημεία που συχνάζουν

τα γατιά που έχουν βρει το νόημα της ζωής

και είναι πάντα ζεστά με τη γούνα τους μέσα στη γούνα τους

χωρίς οθόνες

όλα όμορφα πίσω από όμορφα ακόμα κι αν είναι άσχημα,

στις πίσω πόρτες ακριβών εστιατορίων

όπου οι σερβιτόρες κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο

και τραγουδούν την έκπτωση σαν σειρήνες της νύχτας

να περάσουμε δρόμους και μνημεία νεκρά

να επισκεφτούμε την πόλη που μας ανοίγεται ξένη.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Στα πλακάκια βγαίνει το μαύρο του νέφους που συσσωρεύεται

στα πρόσωπά μας, μέσα στις λακκούβες μαζεύεται μαύρο σκοτάδι

και είναι ακόμα Γενάρης, τα βράδια φέρνουν το ένα μετά το άλλο

σαν να μην έχει συμβεί τίποτα

δεν τολμάει κανείς να ανατρέψει το σύμπαν

οι σταγόνες της βροχής είναι οι μόνες που γλιστράνε από τις ταράτσες

κι όλα αυτά που έχουν κάνει οι άνθρωποι τι θα απογίνουν;

Διαβάζω ένα βιβλίο κι άλλο ένα για να ξεχάσω πώς θα ήταν

εάν ο χρόνος παρατεινόταν σε εκείνα τα λεπτά που ακούμπησες

την πλάτη σου στον τοίχο απέναντί μου και το βλέμμα σου έμεινε στο δικό μου

και συνεννοηθήκαμε, μιλούσαμε χωρίς φωνές, χωρίς αγγίγματα, χωρίς πληροφορία

τα κόκαλά μας πλησιάζαν, μα ήταν σε απόσταση, ο χρόνος, ο χρόνος ήταν μικρός και μεγάλωσε

και οι σκέψεις μου ελπίζω να πέρασαν τον δρόμο με τα αυτοκίνητα που μας χώριζαν,

τους ανθρώπους που τρέχουν όλη μέρα στα μετρό και στους δρόμους, στα καυσαέρια, σε τόπους κι άλλους τόπους, χωρίς στοργή, έχουν ξεχάσει και συνεχίζουν να διαγράφουν,

και όλο πηγαίνουν πηγαίνουν να βρούνε τι -κανείς δεν ξέρει-

ανθρώπους που διστάζουν να αναλάβουν την αλήθεια

ανθρώπους σαν εμένα κι εσένα

και το τσάι μου έχει κρυώσει στο πάτωμα,

γιατί δεν έχω τραπέζι.

Θα ήθελα αυτή η εξομολόγηση να ήταν χαϊκού, αλλά δεν είναι.

Κλείνω εδώ.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Άραγε αυτοί οι κύκλοι γύρω από τον ήλιο

ξέρουν τι αλλαγή προκαλούν στα δάχτυλα που έχουν ξεχάσει να αγγίζουν;

Εκτός από τα λουλούδια

στο μπαλκόνι μου που δεν τολμούν να μεγαλώσουν

για αυτά υπάρχει το άπειρο μπροστά

ενώ για μένα στα μαλλιά μου μία λευκή τρίχα κι άλλη μία

ίσως κάπου εκεί

και επειδή είμαι μικρή ακόμα

μού λένε η ηλικία μου δεν μού φαίνεται

μα πονάνε τα πόδια μου και η μέση μου

και θα έρθω στο σύμπαν να το σπάσω

όπως με σπάει αυτό μέρα με τη μέρα

κι εκείνη τη στιγμή της διάλυσης

σε προσκαλώ, έλα πάμε μαζί.

Τα έχεις μάθει όλα; Σίγουρα;

Ερωτήματα κολλάνε πάνω στη φασαρία που συνεχίζει δια παντός,

χωρίς σταματημό.

Έχεις ξεσκαρτάρει όλα τα όνειρά σου

τις σκέψεις που κάνεις λίγο πριν γίνει ο καφές

σαν τις κυρίες που στέκονται και καπνίζουν στην άκρη του παραθύρου

ενώ κοιτάζουν το θέαμα,

τα φθινοπωρινά σου δάκρυα που λιγόστεψαν

γιατί δεν είχες να φας

τις χειμωνιάτικες ψύχρες που ξεκινάνε από μέσα

και σε τρώνε από έξω

και τους καλοκαιρινούς έρωτες που ξέχασες πια τι έλεγαν

κι αν είχαν κάτι να πούνε ποτέ.

Παίζουν δυνατά τα κομμάτια που άκουσες από τα αυτοκίνητα που περνούσαν

και σού έστριβαν το στομάχι με αναμνήσεις

για όλα αυτά που ποτέ μα ποτέ δεν τόλμησες.

Η καταραμένη βοή, αυτός θόρυβο της παύσης.

Όσες φορές και να κοιτάξω το ταβάνι, εκείνο με κοιτάει πίσω.

Με έχουν κουράσει αυτές οι μέρες, θέλω να σε δω

πριν φύγω ξαπλωμένη πάνω σε ένα στρώμα χιλιοχρησιμοποιημένο

θέλω να σε δω πριν κλείσουν τα φώτα στον διάδρομο

πριν χτυπήσει το κουδούνι για να είναι κανείς

πριν με πάρουν τηλέφωνο για να μού πούνε τίποτα

πριν πετάξει το σμήνος των πουλιών και έρθει το άλλο για την άνοιξη

γιατί είναι ακόμα Γενάρης και πώς θα περάσει;

Εκείνος ο σκίουρος που περνούσε από λεύκα σε λεύκα

σε εκείνες τις διακοπές που σφύριζε ο άνεμος πάνω στα φύλλα

και έλαμπε το κρεμαστό μου στις γραμμές του ήλιου

όσο γύριζα σαν μικρός πλανήτης να τον κοιτάξω

δεν ήξερε από φτώχεια και ήταν η πρώτη φορά που είδα ένα πλάσμα ελεύθερο

μετά έκανα την καμπούρα του διαβάσματος

για τη διατήρηση της αιώνιας αμηχανίας

ο πατέρας μου δεν το έβρισκε φυσιολογικό

και το σταμάτησα

ήθελα σαν τον σκίουρο να τελειώνω, να κοντεύω, να φτάνω. Πού;

Και οι μήνες περνάνε σαν αγκάθια που τα κατάπιε το δέρμα.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Τα κύτταρά μου κάνουν συνεχώς στροφές και σε ψάχνουν

το χέρι μου χαϊδεύει τη σκόνη στον αέρα και φτιάχνει μορφές.

-Τα άλλα σώματα λένε ψέματα, μήπως λέει και το δικό μου;-

Ράβονται και ξαναράβονται οι φαντασιώσεις στη μνήμη

οι άνθρωποι μοιάζουν όλο και πιο πολύ με τον θεό

όταν ξεριζώνουν τις καρδιές τους

τις μέρες που πατάνε τις άλλες μέρες

και λιώνουν σαν ξερά φύλλα σε μία απότιστη γλάστρα.

Μέσα στα κουτιά χώνονται οι καινούργιες ζωές

κτίζουν γωνίες από χαρτιά με αξία ανεξέλεγκτη,

τα πλούσια δωμάτια εγκυμονούν το τέλος του κόσμου

μικροί πολιτικοί μας δαγκώνουν τις φλέβες και τα πόδια,

φαντάσματα τα χρέη μας στάζουν στις βρύσες τα βράδια,

ο μεγαλύτερός μας εφιάλτης γεμίζει το σούρουπο ποτήρια

-κι εμείς;

Μένουμε αγάλματα μπροστά στον καθρέφτη.

Αξίζει κάτι; Έλα να δραπετεύσουμε.

Οι τηλεοπτικές μεταφορές μοιάζουν όλο και πιο πολύ με εμάς,

σκιές που γελάμε κρυφά για να μην ακούσουν οι μανάδες μας,

οι έγνοιες και οι λύπες μας.

Γνωριστήκαμε μόνο με τα ρούχα και με λόγια που κάνουν πως ξέρουν τι λένε

ντρεπόμαστε και αυτό το συναίσθημα είναι το μόνο που καταγράφεται στη σάρκα.

Φτιάχνουμε σίδερα και σοβάδες για να κρατάνε τη γη να μην πέσει

κι ω τι κρίμα, δεν αναπνέουμε από ευγένεια

όσο η νιότη μας στριμώχνεται σε δωμάτια που δεν μας χωράνε.

Οι φίλες μου δεν μιλάνε για αυτά που πονάνε.

Θέλω να βρεθούμε έξω από τους θόλους,

μακριά από κριτικές επιτροπές και κρατικές απάτες,

μακριά από αυτά που μας ποδοπάτησαν με φροντίδα,

να μυρίζουμε απλώς λίγο δάσος και λίγη αγάπη.

Ποιος είναι ο τρόπος που τελειώνει;

Οι δολοφόνοι δεν λέγονται δολοφόνοι,

οι διαφορετικοί πεθαίνουν πιο γρήγορα,

κάποιοι ζωντανοί είναι πιο σημαντικοί από άλλους,

τα σώματα που έφτιαξαν για εμάς δεν είναι δικά μας,

κι όταν σού λένε ότι δεν είσαι καλός στο σχολείο

οι ήπειροι γράφουν την εκδίκησή τους.

Κάθε φορά που ένας πατέρας δεν λέει ότι αγαπάει το παιδί του

ένα αστέρι εκρήγνυται.

Τα εγκόσμια λάμπουν συνεχώς μεγαλύτερα

δεν ξέρουν τι θα πει φτώχεια και συνήθεια

κλείνουν την ερημιά σε γιγάντια βάζα που κτίζουν τον φόβο

για τη ματαιότητα και μας κρατάνε με μία απορία

απέναντι στον κίνδυνο.

Μην ξεχαστούμε μέσα στον ύπνο μας

κι έρθει και μας πνίξει το χάος.

Δαγκώνει δεν δαγκώνει;

Ξανά τα χέρια στις τσέπες και όχι πολλές κινήσεις

η θερμοκρασία είναι ακόμα χαμηλή,

είναι ακόμα Φεβρουάριος,

τα πουλιά έχουν αποδημήσει ήδη

το τσάι κρυώνει σε ένα λεπτό, ενώ χρειάζεται τέσσερα για να γίνει

και είναι στα τελευταία τέσσερα λεπτά που κάνεις ακριβώς τις ίδιες κινήσεις.

Η φιγούρα σου διαγράφεται πάνω στα άλλα πρόσωπα που προσπερνάς.

Αν ακουμπήσεις τον ώμο μου, κάνε μία ευχή

και πες μου τι θα γίνει.


Αντιγόνη Ηλιάδη


Μετά τις γιορτές


Κι όταν όλος ο κόσμος έφευγε

και μέναμε οι δυο μας

ανάμεσα σε άδεια ποτήρια και βρώμικα σταχτοδοχεία,

τι όμορφο που ήταν να ξέρω πως βρισκόσουν

εδώ σαν μια όαση,

μόνη μαζί μου στην άκρη της νύχτας,

και πως διαρκούσες, ήσουν περισσότερη από το χρόνο,

ήσουν αυτή που δεν έφευγε

διότι ένα κοινό μαξιλάρι

και μια κοινή ζεστασιά

θα μας καλούσαν ξανά

να ξυπνήσουμε την επόμενη ημέρα,

μαζί, γελώντας, ξεχτένιστοι.


Julio Cortazar


Μία πίστα από φώσφορο


Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο

θα σου ‘φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο

με δώδεκα διαδρόμους

δώδεκα τρόμους

με βύσματα κι εντάσεις φορητές

με πείσματα κι αεροπειρατές


Αν ήτανε η αγκαλιά σου όαση

θα σου ‘φερνα δισκάκια για ακρόαση

στο λίκνισμα της άμμου

στάλα η καρδιά μου

κι η διψασμένη μου ψυχή στρατός

και πάνω της ζωής ο αετός


Όνειρα όνειρα

φλόγες μακρινές μου

Του φευγιού μου όνειρα

κι άγνωστες φωνές μου


Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι

σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι

απ’τ’άσπρο σου το χιόνι

δίχως σεντόνι

στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή

κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί


Λίνα Νικολακοπούλου

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024

Σκυλόψαρο

(απόσπασμα)


Δεν θέλετε να ακούσετε την ιστορία

της ζωής μου, και ούτως ή άλλως

Δεν θέλω να την πω, θέλω να ακούσω


τους τεράστιους καταρράκτες του ήλιου.


Και ούτως ή άλλως είναι η ίδια παλιά ιστορία...

μερικοί άνθρωποι που απλά προσπαθούν,

με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,

να επιβιώσουν.


Κυρίως, θέλω να είμαι ευγενική.

Και κανείς φυσικά δεν είναι καλός

ή κακός

για κάποιον απλό λόγο.


Και κανείς δεν ξεφεύγει από αυτό, ενώ έχει

να κολυμπήσει μέσα στις φωτιές για να μείνει μέσα

σε αυτόν τον κόσμο.


Mary Oliver

Τα χρόνια


Όλα τα πάρτι που πέρασες

παρακολουθώντας το δωμάτιο

από ένα μπαλκόνι

όπου κάποιος ήρθε μαζί σου

για να καπνίσετε και μετά να επιστρέψετε.

Και πώς αποδεικνύεται ότι κανείς δεν

είχε την παιδική ηλικία που ήθελε,

και πως σου το έλεγαν αυτό

λίγο μεθυσμένα, λίγο λοξά

σε λιγότερο χρόνο από όσο χρειαζόταν

για να τελειώσει ένα τσιγάρο

γιατί τα θλιβερά πράγματα

δεν μπορούν να εξηγηθούν.

Πίσω από το γυαλί και μέσα,

όλοι οι φίλοι σου βουρκωμένοι.

Μπορούσες να νιώσεις το σχήμα

των φωνών τους. Μπορούσες να πεις

από τα μάτια τους ότι ήταν

σε κάποιο άλλο μέρος. Στο 1999

ή στο 2008 ή στον περασμένο Ιούνιο.

Φυσικά, είναι σημαντικό

να πηγαίνεις σε πάρτι. Να μετατρέπεις σε 

ζωή ένα φόρεμα ή ένα ποτό

ή τα σουέντ παπούτσια που φοράει κάποιος

στη βροχή. Στο δρόμο για το σπίτι,

στο αυτοκίνητο της επιστροφής, ο νυχτερινός ουρανός

έκανε τα παλιά του κόλπα. Τα αστέρια

τακτοποιήθηκαν ήσυχα.

Το άτομο που σκεφτόσουν οδηγούσε

κάτω από αυτά. Μακριά από το πάρτι,

(όπως κι εσύ) μέσα στα χρόνια.


Alex Dimitrov