Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Αδηφάγο Κήτος

Κάποτε είχαμε ένα κήτος να μας χωρίζει
με μάτια όλο γρανάζια
με στόμα άπληστο από προσταγές
και το κέρας της Αμάλθειας ποτέ να μην αρκεί
για τον κορεσμό του κέρδους.

Τριμμένα παντελόνια σε γραφείων
πολυκαιρισμένες καρέκλες
με θέα οθόνες υπολογιστών
και τα ψηφιακά φιλιά που μού ’στελνες
από το πατρικό
πάντα να ξεμένουν σ’ αρχεία ξεχασμένα.

Τώρα πια έχουμε μια ολόκληρη θάλασσα
να καταπιούμε για να σμίξουμε
να στερέψουν τα σκυλόψαρα απ’ το βυθό
να μείνουν μόνο κοράλλια και μαργαριτάρια
λίγη ομορφιά ανεπιτήδευτη ως θέλγητρο για γυρισμό.

Είναι η θάλασσα με την αντάρα της
και μερικά βουνά που πρέπει να παραβγούμε
στήθος με στήθος ν’ αναμετρηθούμε
με τα στοιχειά της μοίρας μας
και αν φανούμε τυχεροί
σ’ αγαπημένα χώματα και πάλι να βρεθούμε.

Ας είναι˙ τι Οδυσσέας θα ήμουν άραγε
αν δε βαστούσα με λίγο νόστο να ποτίσω το λαρύγγι;
Μόνο μη μου μιλάς για κήτη καπιταλισμού˙
για Οδύσσεια προορίστηκα κι όχι για του Ιωνά τα πάθη.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Πηνελόπη Γιώσα

Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

Ο τροπαιούχος ζογκλέρ


Είμαστε δυο λάστιχα γυμναστικής νομίζεις/ τυλιγμένα με τη συσκευασία τους/ οι διπλανοί του κουτιού σε βιτρίνα/ θα κρατηθούν ακλόνητοι χωρίς αναπνοή/ από φόβο για την ταλάντωση δε θα συναντηθούν/ ποτέ τα μαλλιά μας σε κυματισμούς/ δε θα φτάσουν ως τον υπέρτατο ουρανό/
στα χερουβείμ την ώρα δοξαστικών τραγουδιών.// Ούτε σκύλος ούτε πετραδάκια ακούγονται/ δεν ήρθες από γεροδεμένο φόβο για το σμήγμα/ μαρτυριάρικο εξαπολύεται να μας προδώσει/ μόνος σήμερα ο απέναντι ψάλλει δυνατά ξόρκια/ στο ξημέρωμα τρομάζει τα κακά πνεύματα/ εύκολη απόφαση να κινηθούμε στα λόγια/ οι δρόμοι από παράδοση υπόσχονται σωτηρίες.//
Αφού δεν πιάνουν το γείτονα ακόμα/ αλήθεια μπορούμε να τραγουδάμε/ ασφαλώς αόρατοι κάτω από τη συχνότητα/ έτσι τα καταφέρνουν φάλαινες κι ελέφαντες.

Ο μουσικός στον πρώτο παίζει τύμπανα/ κοιμάται το παιδί σου κι αντί να λες δόξα σοι/ δεν είναι στο δρόμο κάπου να κινδυνεύει/ τυραννία πού θα βρεθεί, όλο καταστροφές/ μήπως πάει εκεί, μήπως εκεί, θα μου πει κανείς/ τότε τι θα παρακαλέσω θα έχω τίποτα στο χέρι/ μικρός θα πω καλό παιδί παρασύρθηκε. //Τι να του πω να μην κάνει να μη βγει/ να μη μιλήσει να μην παίξει ποτέ/ αφόρετο αγόρι της ηλικίας του/ δε θα έχει κανένα κορίτσι.// Το μανίκι σα δελτίο στραβό κι ανάποδο / ευτυχώς που συννέφιασε ο αντίθεος/ όποτε έχει ήλιο φοβάμαι περισσότερο.// Το πολύ-πολύ ας τη φοράει για πρόχειρη/ προσεύχομαι να μας λυπηθεί ο θεός.

Μαρία Τρανού

Μέγας κηπουρός


κανείς δεν είδε το μασκοφόρο με τα τριαντάφυλλα.
έφευγε απ’ το σπίτι με ψαλίδια στα χέρια και μ’ έναν
γάτο μαύρο αγκαλιά στο δάσος με τα μυστικά –δεν
το ’ξερε κανείς– μέχρι που χείλη τεράστια μίλησαν
για εγκλήματα στον ποταμό, για πευκοβελόνες θηρίου,
για επιθανάτιους χτύπους και θρήνους στη διαπασών.
τότε αγκάθια χέρια το ξεγύμνωσαν, το ξερίζωσαν
το μολυσμένο μανιτάρι το μαινόμενο.

Κοινωνία των (δε)κάτων, 2007
Ευτυχία Παναγιώτου