Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Επιθυμίες


Τη νύχτα

Που κυλάνε στους ώμους

Λυμένοι σπασμοί

Σε ήθελα

Να χαϊδέψεις

Με βλέφαρα γυμνά

Το κορμί μου

Σκοτεινός και βουβός

Να σαρώνεις τον άνεμο

Και να ’ρχεσαι

Βαρύς σα σιωπή

Κι απλά

Θα σε δεχτώ


Ελένη Βακαλό

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

Κέρδος

 Όταν σου ζήτησα νερό

δεν δίψαγα·

η πεθυμιά μου ήταν

της προσφοράς την προθυμία

ν’ απολαύσω.


Αργύρης Χιόνης

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Κραυγή

Σε άδεια κάμαρη ανήλιαγη και κρύα,

εγώ πεθαίνω με βαθιά πληγή στα στήθια –

ποτέ κανένας δεν με θέλησε κοντά του,

ποτέ κανένας δεν μ’ αγάπησε στ’ αλήθεια.


Είν’ η ψυχή μου από χρόνια διψασμένη,

-ζητάει κρασί για να το πιει και να μεθύσει-,

ψυχή ανάλαφρη, ολοφώτεινη, καθάρια,

που τους εχθρούς της καταφέρνει ν’ αγαπήσει.


Και θέλω απλόχερα τριγύρω να σκορπίσω

αυτό που μέσα μου ριγεί και τραγουδάει,

σαν πολυέλαιος σε γιορτή να κουδουνίσω,

σαν πολυέλαιος που κρέμεται στα χάη.


Γιατί της νιότης η φωτιά με στροβιλίζει

κορυδαλλός είν’ η ψυχή μου και σκιρτάει,

τρέμει η καρδιά μου και ψηλά μ’ ανασηκώνει –

μ’ ένα φτερούγισμα στον ουρανό με πάει.


Elissaveta Bagryana



Ο σεισμογράφος της καρδιάς

Βλέπεις τον άνθρωπο

βαδίζει πλάι σου, δουλεύει και μιλά

ντυμένος άψογα, διαβάζει, ταξιδεύει-

ωστόσο παραμένει αδιαπέραστος

και άγνωστος.

Ποιο όργανο θ'  ακροαζόταν την ψυχή του;

Και ποιο μηχάνημα θα εισχωρούσε

μες στων ονείρων του τον ουρανό;

Πώς θα επισημανθούν οι μετεωρίτες της σκέψης του

και πώς θα τους συλλάβεις;


Πώς θα μπορέσεις να υπολογίσεις

της ελπίδας το ξύπνημα,

του πάθους τ' ολοστρόγγυλο φεγγάρι,

την έκλειψη της θλίψης,

το βάθος της απάτης;

Πώς θα μετρήσεις

την καταστροφική πλημμύρα της απόγνωσης

που την ακτή θα καταστρέψει

που θα συντρίψει

τα τηλεγραφικά τα σύρματα των νεύρων,

και μες στο αίμα της θα πνίξει

ετούτη τη φτωχή καρδιά

του ανθρώπου;


 (μετ. Ρίτα Μπούμη-Παπά)

Elisaveta Bagryana

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2022

Προσποίηση

 


Θα προσποιούµαστε

ότι κοιταζόµαστε

ενώ παράλληλα

θα κηδευόµαστε

σε διπλανούς τάφους.

Κι όταν το σκοτάδι

θα πέσει

µόνοι θα µείνουµε.

Θα σηκωθούµε

και θα χορεύουµε

και θα φιλιόµαστε.

Και έπειτα…

έτσι για πλάκα

θα αλλάξουµε τάφους.


Γιώργος Κοκκινίδης

Προς Αντιγόνην


Φέτο δε θά ‘ρθει η άνοιξη, δε θ’ αφήσουμε

τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια

των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,

όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε

να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια

να τσιρίζουν ζει ζει ζει.


Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος

μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,

με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,

με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,

κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.


Δεν ξεγελιόμαστε απ’ τα τεχνάσματα σας.

Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —

δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.

Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα

και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,

πλημμυρίζουν οι δρόμοι.


Λεία Χατζοπούλου-Καραβία

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2022

Μισό σκοτάδι καφές


0 ύπνος ιερή συνήθεια

είτε ελαφρύς

εμβρυακός

είτε πολλά βαρύς

με χάπια παπαρούνας

άλλοτε πέφτεις για ύπνο

και πέφτεις και πέφτεις

όλο βαθύτερα

βυθίζεσαι στο κατακάθι

με τα τετράδια σου

άγραφα τριαντάφυλλα

να έχουν ήδη βουλιάξει

το χέρι μόνο που κρατάει το μολύβι

έχει μείνει απ’ έξω

τελευταίο σινιάλο

άλλοτε πλέεις στο καϊμάκι

φτερά από παιδικά φαντάσματα

τότε που ζεστός

τρελός ποιητής ξυπνούσες

κι έγραφες στίχους

στη γαλάζια πιτζάμα σου


Μαρία Λάτσαρη

Άυπνη


Υπάρχουν κάποιες νύχτες

Που ο ύπνος

Το παίζει ντροπαλός,

Ακατάδεκτος και περιφρονητικός.

Κι όλες οι πονηριές

Που σκαρφίζομαι για να πάρω

Τις υπηρεσίες του με το μέρος μου

Είναι άχρηστες σαν πληγωμένη

Περηφάνια, και πολύ πιο οδυνηρές.


Μάγια Αγγέλου

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

Ερωτικό


Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,

ώσπου να πέσει η σκοτεινιά μια μέρα του θανάτου…

στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμα του;


Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

στερνό φιλί, πρώτο φιλί και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί που μου το τάξανε πολλοί,

κι όμως δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να μου το δώσει…


Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό

και με τη νύχτα μυστικά, γίνουμε πάλι ταίρι,


αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

σα μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει!


Ναπολέων Λαπαθιώτης

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Ορατόριο

Τι είπατε;

Πάλι μάθημα;

Τι μάθατε;

Το εμπεδώσατε;

Το εφαρμόσατε;


Κάποιοι ξέμπαρκοι σ ένα λιμάνι

Θα τους πάρει το κύμα,

Δεν τολμώ

Μόνο λόγια.

Κάποιοι ξέμπαρκοι στο δρόμο, 

δεν τολμώ

Μόνο λόγια.


Πόσες φορές λέμε: δεν έκανα κακό σε κανένα.

Μήπως κάναμε και σε κανέναν καλό;


Μαργαρίτα Γέρου

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2022

Έλα


Έλα

Έστω και μέσα στ’ όνειρό μου

χτύπημα στο τηλέφωνό μου

Έστω σαν θύμηση πικρή


Έλα

Έστω σαν ζάλη στο πιοτό μου

φοβάμαι για τον εαυτό μου

όσοι αγαπούν νιώθουν μικροί


Έλα

Μια τελευταία χάρη κάνε

ήμουν δική σου όσο να `ναι

δεν ήμουν ένας αριθμός


Έλα

Τρέμω τη νύχτα που ‘μαι μόνη

έγιναν θάλασσες οι πόνοι

κι η απουσία σου βαθύς γκρεμός


Πυθαγόρας

Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2022

Έξι βδομάδες κιόλας

Έξι βδομάδες κιόλας, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα

Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καημούς,

Βέβαια, καημός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!


Γράφεις, σου γράφων, λες πως αγαπάς, πώς σ’ αγαπούνε,

Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή,

Ώρες μ’ εκείνον μοναχός μιλάς που είναι μακριά.

Μα ό, τι κι αν αισθανθείς κι ό, τι κι αν στοχαστείς και όλα όσα

Μ’ εκείνον πεις που βρίσκεται μακριά σου, είναι όλα αυτά

Άτονα κι άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.


Ω! η απουσία! Η πιο σκληρή απ’ τις δυστυχίες όλες

Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητάς παρηγοριά,

Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου

Και ό, τι θα βρεις, ανούσιο πάντα να ‘ναι και πικρό!

Κι ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα σαν λεπίδι,

Γοργότερη από τα πουλιά, κι από τις σφαίρες πιο γιορτή,

Κι απ’ το νοτιά στη θάλασσα κι απ’ το αγριοφύσημά του,

Και μ’ ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,

Να, όμοια σα βέλος, που ‘ρχεται στο τέλος η Υποψία,

Ξαπολυμένη από την άθλια Αμφιβολία τη βδελυρή.


Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος,

Το γράμμα της με δάκρυα να διαβάζω εγώ,

Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,

Την ώρα εκείνη η σκέψη της να ‘ναι δοσμένη αλλού;

Ποιος ξέρει; Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές,

Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ’ όχθες ξεραμένες,

Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ’ αγνό;

Ίσως να ‘ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;


Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.


(Ανθολογία Γαλλικής ποίησης, Καστανιώτης, 1988)

Paul Verlaine

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2022

Τυφλώσου


Τυφλώσου, σήμερα:

η αιωνιότητα είναι επίσης γεμάτη μάτια —

σ’ αυτά

πνίγει, ό,τι βοήθησε τις εικόνες να διαβούν

τον δρόμο απ’ όπου ήρθαν,

σ’ αυτά

σβήνει, ό,τι σε τράβηξε μακριά από τη γλώσσα

με μία χειρονομία

που επέτρεψες όπως

ο χορός δύο λέξεων μόνο από

φθινόπωρο και μετάξι και Τίποτα.


από τη συλλογή Ηλιακές Ίνες [1968]

Paul Celan

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Έρμαια της φτώχειας και του θανάτου


Φτωχοί δεν είναι

μονάχα στερημένοι βασικών αγαθών

κι αφημένοι στην τύχη, δίχως δύναμη και δίχως θέληση.

Είναι σημαδεμένοι απ’ τη σφραγίδα μιας αγωνίας δίχως όνομα

γυμνωμένοι απ’ όλα, ακόμη κι απ’ το νόημα της φτώχειας τους.

Η σκόνη των πόλεων σηκώνεται ν’ αμαυρίσει τα πρόσωπά τους

κι όλος ο βόρβορος κολλάει πάνω τους.

Θα ξωκείλουν μια μέρα ακυβερνητοι σαν ξεβρασμένα ναυάγια·

προκαλούν το φόβο σαν τους πανουκλιασμένους

μα αν ο κόσμος αισθανόταν το βάρος της οδύνης

θα είχε σαν τους φτωχούς ροδοστέφανο στο μέτωπο.

Γιατί οι φτωχοί έχουν την αγνότητα της πέτρας

και την αθωότητα του νιογέννητου τυφλού ζώου·

και μέσα στην πλέρια από σένα απλότητά τους

δεν ζητούν παρά να μείνουν φτωχοί όπως κι είναι στ’ αλήθεια…

Γιατί η φτώχεια είναι σαν μεγάλο φως στο βάθος της καρδιάς..

Εσύ είσαι ο φτωχός, ο γυμωμένος απ’ όλα,

είσαι η πέτρα που κυλά δίχως αναπαμό,

είσαι ο απεχθής λεπρός που όλοι αποστρέφονται

και που πλανιέται ολόγυρα απ’ τις πόλεις με τα κουδούνια του.Μήτε καν σαν τον άνεμο δεν έχεις χώρο

κι η ομορφιά σου με κόπο κρύβει τη γύμνια σου

κι ακόμη και το ρούχο που τ’ορφανό βάζει τις καθημερινές

είναι λαμπρότερο, γιατί τουλάχιστον του ανήκει…

Είσαι φτωχός σαν την ανάγκη ενός μωρού να γεννηθεί

στα σπλάχνα μιας κόρης ντροπιασμένης που ‘ναι μάνα

και που σφίγγει την κοιλιά της τόσο που να πάει να πνίξει

την άλλη ζωή που φέρνει και σκιρτά μέσα της.

Είσαι φτωχός σαν ανοιξιάτικη βροχή

που σιγανά πέφτει στις στέγες μιας πόλης

και σαν τη μόνη λατρεμένη ευχή ενός φυλακισμένου

στα βάθη του κελιού του για πάντα έξω απ’ τον κόσμο.


Είσαι φτωχός σαν τους αρρώστους που ολονυχτίς

στριφογυρίζουν ολοένα κι είναι σχεδόν ευτυχισμένοι

και σαν τ’ ανθάκια μέσα στις ράγες

τόσο θλιμμένα μες στον άνεμο τον ταραγμένο απ’ το ταξίδι

και σαν το χέρι που έρχεται στα μάτια να κρύψει

δάκρυα μεγάλης θλίψης…


Και τί είναι μπροστά σου τα τρεμάμενα πουλιά;

Τί είναι μπροστά σου, το σκυλί το κοκκαλιάρικο;

Τι είναι για σένα η αιώνια και σιωπηλή θλίψη των ζώων

των εγκαταλειμμένων απ’ όλους στην υποδούλωση;

Και μπροστά σε σένα και τη δυστυχία σου

τι είναι όλοι οι φτωχοί των ασύλων της νύχτας;


Δεν είναι παρά ταπεινά χαλίκια,

κι όμως σαν τη μυλόπετρα του μύλου,

λίγο ψωμί του δίνουν…

Μα εσύ είσαι αληθινά ο φτωχός, ο γυμνωμένος απ’ όλα,

ο επαίτης που κρύβει το πρόσωπο·

είσαι το μεγάλο φως της πενίας

που ο χρυσός δίπλα του ωχρά.


Είσαι εξόριστος, δίχως πατρίδα,

κανένα μέρος εδώ-κάτω δε σου ανήκει.

Το μέγεθός σου μας συνθλίβει, είσαι τεράστιος για εμάς.

Ουρλιάζεις στον άνεμο,

είσαι σαν άρπα που θα την έθραυε όποιο χέρι άγγιζε τις χορδές της.

Εσύ που γνωρίζεις τα πάντα, εσύ που η αστείρευτη γνώση σου,

πηγάζει από την υπεραφθονία της φτώχειας,

κάνε να μην είναι πάντα οι φτωχοί συντριμμένοι,

λευτέρωσέ τους από τη βαρειά καταφρονιά

τη δεμένη στην περπατησιά τους.


(…)


Οι φτωχοί είναι σιωπηλοί σαν πράγματα,

κι αν έρμαια των δρόμων μια εστία τους υποδεχτεί

παίρνουν μια θέση ταπεινά σαν πρόσωπα οικεία

κι ανακατεύονται στις ακαθόριστες σκιές του σκηνικού,

σβήνοντας στη λησμονιά σαν εργαλεία παρατημένα.


Μοιάζουν με κείνους τους φύλακες αγαθών

που δεν τα αντίκρισαν ποτέ με τα μάτια τους·

περιπλανιούνται χαμένες σχεδίες πάνω από βάραθρα

και σε σεντόνια ύφασμα απλωμένα στους κάμπους

κείτονται ανυπεράσπιστοι, εκτεθειμένοι σ’ όλους τους ανέμους.


Πάσχουν από εκείνη τη μοναδική και μεγάλη οδύνη

την οποία ο άνθρωπος μετέτρεψε σε μικρομέριμνες·

κι αποδέχονται την ύπαρξή τους με πολλή αγάπη,

που θε να ‘χε τη γλύκα του χόρτου ή τη σκληράδα της πέτρας.


Και πηγαίνουν στο χώρο που αγκαλιάζει το βλέμμα σου

όπως τα χέρια πάνω στις χορδές της άρπας.

Σώσε τους μόνο από την αμαρτία των μεγάλων πόλεων

όπου το μίσος κι η σύγχυση βαραίνουν πάνω τους.

Οι μεγάλες πόλεις σκέφτονται μονάχα τον εαυτό τους

και παρασέρνουν τα πάντα στην αδηφάγα τους βιάση·

θραύουν τη ζωή των ζώων σαν ξύλο ξερό

αναλώνουν λαούς ολόκληρους στη βάσανό τους.


Κι οι άνθρωποι υποδουλωμένοι σε μιαν επιστήμη κίβδηλη

πλανιούνται, έχοντας χάσει το ρυθμό της ζωής

κι επειδή ρίχνονται σε θορύβους το ίδιο μάταιους

αποκαλούν πρόοδο το χνάρι που αφήνουν σαν το γυμνοσάλιαγκα.

Επιδείχνουν την αναίδεια τους σαν εταίρες

και ζαλίζονται μες στο θόρυβο του μετάλλου και του γυαλιού.


Προχωρούν αδιάκοπα κυριευμένοι από μια πλάνη που τους ωθεί εκτός εαυτού.

Ο χρυσός κυβερνά τυραννικά και φθείρει όλες τις δυνάμεις τους…

Και μόνο με το μαστίγιο του αλκοόλ και άλλα δηλητήρια

εμμένουν στη στείρα ταραχή τους.


Οι φτωχοί υποφέρουν κι αυτοί, υπόδουλοι σε τούτο το ζυγό

κι όλα όσα βλέπουν τους καταπονούν.

Αισθάνονται στο πετσί τους τα ρίγη του πυρετού

και τριγυρνούν τη νύχτα σαν ψυχές κατάδικες·

είναι απόβλητοι μαζί με όλη τη φύρα της πόλης

και γεννούν την απέχθεια σαν το ψοφίμι το αφημένο στον ήλιο.


Έρμαια των δρόμων τα πάντα τους προσβάλλουν και αηδιάζουν:

το κυνικό φτιασίδι των γυναικών

και το θαμβωτικό βροντολόγημα των αυτοκινήτων…


Rainer Maria Rilke

Γι' ακόμη μία φορά είμαι φτωχή


Μονάχα δυο φορές έχασα τόσα

Κι έγινε αυτό στην χλοερή την γη

Δυο φορές εμπρός καθώς ο επαίτης

Στην πύλη του Θεού έχω σταθεί!


Οι Άγγελοι δυο φορές κατήλθαν

Το απόθεμα μου για να επιστραφεί

Κλέφτη, Τραπεζίτη – Πάτερ

Γι' ακόμη μια φορά είμαι φτωχή!


Emily Dickinson

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022

Η ανορεξία της ύπαρξης


Δεν πεινάω, δεν πονάω, δε βρωμάω

ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω

κάνω πως γελάω

δεν επιθυμώ το αδύνατο

ούτε το δυνατό

τα απαγορευμένα για μένα σώματα

δε μου χορταίνουν τη ματιά.


Τον ουρανό καμιά φορά

κοιτάω με λαχτάρα

την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του

κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται

στη γοητεία της νύχτας.


Η μόνη μου συμμετοχή

στο στροβίλισμα του κόσμου

είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.


Αλλά νιώθω και μια άλλη

παράξενη συμμετοχή∙

αγωνία με πιάνει ξαφνικά

για τον ανθρώπινο πόνο.


Απλώνεται πάνω στη γη

σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο

που μουσκεμένο στο αίμα

σκεπάζει μύθους και θεούς

αιώνια αναγεννιέται

και με τη ζωή ταυτίζεται.


Ναι, τώρα θέλω να κλάψω

αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.


Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ


Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Η μάνα

Μια καινούργια καρδιά γεννιέται στον κόσμο, μητερούλα. Οι καρδιές όλες είναι καταστραμμένες απ’ το συμφέρον, τρώγονται απ’ την απληστία, λιώνουνε απ’ το φθόνο, το έμπυο τρέχει απ’ τις βρωμερές πληγές τους, το ψέμα κ’ η κακομοιριά… Όλοι οι άνθρωποι είναι άρρωστοι, τρέμουνε τη ζωή… σα να περιπλανιούνται μες στην αντάρα… κι ο καθένας δεν ξέρει παρά το δικό του πόνο.

Μα νάσου που ’ρχεται ένας άνθρωπος που φωτίζει τη ζωή με τη φλόγα της γνώσης και φωνάζει και καλεί: «Ε! παραστρατημένα, κακόμοιρα έντομα! Καιρός πια είναι να καταλάβετε πως έχετε όλοι τα ίδια συμφέροντα, πως ο καθένας έχει δικαίωμα να μεγαλώσει, να ζήσει! Είναι απομονωμένος αυτός ο άνθρωπος που μας καλεί, και γι’ αυτό φωνάζει δυνατά… του χρειάζονται φίλοι. Μονάχος του είναι θλιμμένος, κρυώνει. Στο κάλεσμά του, όλες οι καρδιές ενώνονται σε μια καρδιά μ’ ό,τι έχουνε καλύτερο, σε μια καρδιά πελώρια, ευαίσθητη και δυνατή, σαν ασημένια καμπάνα… Και να τι μας λέει αυτή η καμπάνα:  Άνθρωποι όλου του κόσμου, ενωθείτε, φτιάξετε μια μόνο οικογένεια! Η μάνα της ζωής είναι η στοργή κι όχι το μίσος. Αδέρφια, την ακούω κιόλας αυτή την καμπάνα!

[…] Κι όταν κοιμούμαι κι όταν περπατώ, όπου κι αν βρεθώ, ακούω την καμπάνα αυτή ν’ αντιλαλεί παντού… κ’ είμαι ευτυχισμένος. Το ξέρω: η γη απόκαμε να σηκώνει την αδικία και τον πόνο, μουγκρίζει σα ν’ απαντά στο κάλεσμα, κι ανατριχιάζει σιγανά, καλωσορίζοντας την καινούργια αυγή που πρωτοφέγγει μες στην καρδιά του ανθρώπου.

[…] τους ανθρώπους τους καρτερούνε ακόμα μεγάλοι πόνοι, χέρια αχόρταγα, θα τους αρπάξουνε, ακόμα πολύ αίμα… κι όμως όλα αυτά, όλος μου ο πόνος κι όλο το αίμα μου, είναι μικρό αντάλλαγμα μπροστά σ’ εκείνο που έχω κιόλας μέσα μου, μες στο μυαλό μου, στο μεδούλι του κοκάλου μου. Είμαι γεμάτος πλούτη, όπως τ’  αστέρι είναι γεμάτο αχτίδες… Όλα θα τα υπομένω… όλα θα τα υποφέρω… γιατί έχω μια χαρά που κανένας και τίποτα, ποτέ, δε θα τη σκοτώσει, κι αυτή η χαρά, είναι η δύναμή μου.

[…] Είσαι υποχρεωμένος να μισήσεις τον άνθρωπο, για να ’ρθει πιο σύντομα ο καιρός που θα μπορέσεις να τον θαυμάζεις απεριόριστα. Πρέπει να εξαφανίσεις αυτόν που εμποδίζει το δρόμο της ζωής, που ξεπουλά τους άλλους για να μπορεί ν’ αγοράσει τιμές ή την ησυχία του. Αν βρεθεί κανένας Ιούδας στο δρόμο όπου βαδίζουν οι δίκαιοι, και τους περιμένει για να τους προδώσει, θα ’μουν εγώ ο ίδιος προδότης, αν δεν τον ξέκανα… Είναι τάχατες έγκλημα; Και δεν έχεις το δικαίωμα;

Κ’ εκείνοι οι άλλοι, οι αφέντες μας, έχουνε τάχατες το δικαίωμα να χρησιμοποιούνε δήμιους και στρατιώτες, δημόσια σπίτια και φυλακές, και κάτεργα, και κάθε λογής φριχτά κι απαίσια πράματα για την ασφάλειά τους, και την καλοπέραση; Κι αν είμαι υποχρεωμένος κάποτε ν’ αρπάζω το δικό τους το ραβδί στα χέρια μου… τι να γίνει ;… Το κάνω, δεν τ’ αρνούμαι. Οι αφέντες μάς δολοφονούν κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες. Αυτό μου δίνει το δικαίωμα να σηκώσω το χέρι και να χτυπήσω κατακέφαλα εκείνον τον εχθρό, πού έχει προχωρήσει πιο πολύ καταπάνω μου, εκείνον που είναι ο πιο βλαβερός για τα έργα της ζωής μου. Ξέρω πως το αίμα των εχθρών μου δεν είναι δημιουργικό, το ξέρω πως δεν είναι γόνιμο… Εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει σημάδια πίσω του, γιατί είναι σαπισμένο. Μα όταν το αίμα το δικό μας, σα μια πυκνή βροχή, χύνεται στη γη και την ποτίζει, τότε με δύναμη η αλήθεια ξεπηδά, και το ξέρω κι αυτό!

[…] Άμα θέλεις να πας μπροστά, πρέπει ν’ αγωνιστείς ενάντια στον ίδιο τον εαυτό σου. Πρέπει να ξέρεις να τα θυσιάσεις όλα, ολάκερη την καρδιά σου…  Ν’  αφιερώσεις τη ζωή σου για την ιδέα, και να πεθάνεις γι’ αυτήν, δεν είναι πράμα συνηθισμένο. Μα χρειάζεται να δόσεις ακόμα παραπάνω, να δόσεις ό,τι έχεις πιο αγαπημένο στη ζωή… και τότε αυτό το πιο αγαπημένο, η αλήθεια, θα τρανέψει, θα υψωθεί!

Στάθηκε στη μέση της κάμαρας, με χλωμό πρόσωπο, μισόκλειστα μάτια, κ’ εξακολούθησε, σηκώνοντας το χέρι ψηλά, σα να ’δινε μια επίσημη υπόσχεση:

— Το ξέρω πως θα ’ρθει ένας καιρός, που οι άνθρωποι θα θαυμάζουν, ο ένας τον άλλον, όπου καθένας τους θα λάμπει σαν αστέρι στα μάτια του άλλου, όπου όλοι θ’ ακούνε το διπλανό τους σα να ’τανε μουσική η φωνή του. Θα υπάρχουν άνθρωποι ελεύθεροι στη γη, όλοι θα ’χουν ανοιχτή καρδιά, εξαγνισμένοι από κάθε απληστία και φθόνο. Και τότε η ζωή δε θα ’ναι πια η ζωή, μα ένας ύμνος στον άνθρωπο, η μορφή του θα πάει ψηλά, γιατί οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορούν να φτάσουν όλα τα ύψη! Θα ζούνε τότε μες στην ελευθερία και στην ισότητα, θα ζούνε για την ομορφιά. Τότε οι καλύτεροι θα ’ναι εκείνοι που θα μπορούν ν’  αγκαλιάσουν περισσότερο τον κόσμο μέσα στην καρδιά τους, εκείνοι που θα τον αγαπήσουν πιο βαθιά, εκείνοι πού θα ’ναι οι πιο ελεύθεροι… γιατί μέσα σ’ εκείνους θα υπάρχει η περισσότερη ομορφιά! Τότε η ζωή θα ’ναι μεγάλη και μεγάλοι θα ’ναι εκείνοι που θα τη ζούνε!… Σώπασε στάθηκε ορθός, κ’ εξακολούθησε με μια φωνή όπου αντιλαλούσε όλη η δύναμή του:

— Στο όνομα αυτής της ζωής, είμαι έτοιμος για όλα… θα ξεριζώσω την καρδιά μου, αν χρειάζεται, και θα την ποδοπατήσω χάμω εγώ ο ίδιος.

 

(μετάφραση Μέλπως Αξιώτη, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966)

Maxim Gorky

Με τα μάτια κλειστά


Κανείς δε θα μπορέσει μου `χες πει

να με πονέσει πάλι όπως εσύ

κι αφού είπαμε γεια με τα δάκρυα στεγνά

τα παράθυρα αφήνω όλη μέρα κλειστά


Ποτέ δε θα σ’ αφήσω μου `χες πει

να ζήσεις στα όνειρά μου όπως πριν

Κι όμως να! περπατώ μες στον ύπνο σου εγώ

και μου δίνεις φιλιά στα όνειρά σου ξανά

Και σε παίρνω αγκαλιά με τα μάτια κλειστά

πως γεννάει στο σκοτάδι η λύπη χαρά


Χαρά σ’ αυτόν που τώρα σ’ αγαπά

χαράζει και σ’ αγγίζει στα μαλλιά

Κι όμως να! περπατώ μες στον ύπνο σου εγώ

και μου δίνεις φιλιά στα όνειρά σου ξανά

Και σε παίρνω αγκαλιά με τα μάτια κλειστά

πως γεννάει στο σκοτάδι η λύπη χαρά


Κανείς δε θα μπορέσει μου `χες πει

ποτέ να μ’ αγαπήσει όπως εσύ


Παναγιώτης Καλατζόπουλος 


Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Η σύνθλιψη των σταγόνων


Εγώ δεν ξέρω, κοίτα, είναι τρομερό το πως βρέχει.

 

Βρέχει όλη την ώρα, έξω πυκνά και γκρίζα, εδώ κόντρα στο μπαλκόνι

με σταλαγματιές πηχτές και σκληρές, που κάνουν πλαφ και συνθλίβονται

σαν γροθιές μιά μετά την άλλη, τί αηδία. Τώρα εμφανίζεται μια σταγονίτσα

στο πάνω μέρος στο περβάζι του παραθύρου, μένει τρεμάμενη απέναντι

στον ουρανό που την κομματιάζει σε χίλιες σβησμένες λάμψεις, μεγαλώνει

και ταλαντεύεται, τώρα θα πέσει και δεν πέφτει, ακόμα δεν πέφτει.

 

 Είναι κολλημένη με όλα της τα νύχια, δεν θέλει να πέσει και φαίνεται πως

γατζώνεται με τα δόντια, ενώ της μεγαλώνει η κοιλιά, πια είναι μια

σταγονάρα που κρέμεται μεγαλοπρεπής, και ξαφνικά, ωπ, να την, πλαφ,

διαλύεται, τίποτα, ένας λεκές στο μάρμαρο.

 

Μα υπάρχουν κι αυτές που αυτοκτονούν που παραδίνονται αμέσως,

εμφανίζονται στο περβάζι και την ίδια στιγμή πέφτουν, μου φαίνεται

ότι βλέπω το τρέμισμα του άλματος, τα ποδαράκια τους ν’ απλώνονται

και την κραυγή που τις μεθάει σ’ αυτό το τίποτα της πτώσης και της

εξαφάνισης. Θλιβερές σταγόνες, στρογγυλές αθώες σταγόνες.

 

 Αντίο σταγόνες. Αντίο.

 

  

[Μετάφραση : Βασίλη Λαλιώτη]

 Julio Cortazar

Μισή Ώρα


Μήτε σε απέκτησα, μήτε θα σε αποκτήσω

ποτέ, θαρρώ. Μερικά λόγια, ένα πλησίασμα

όπως στο μπαρ προχθές, και τίποτε άλλο.

Είναι, δεν λέγω, λύπη. Aλλά εμείς της Τέχνης

κάποτε μ’ έντασι του νου, και βέβαια μόνο

για λίγην ώρα, δημιουργούμεν ηδονήν

η οποία σχεδόν σαν υλική φαντάζει.

Έτσι στο μπαρ προχθές —βοηθώντας κιόλας

πολύ ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός—

είχα μισή ώρα τέλεια ερωτική.

Και το κατάλαβες με φαίνεται,

κ’ έμεινες κάτι περισσότερον επίτηδες.

Ήταν πολλή ανάγκη αυτό. Γιατί

μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο οινόπνευμα,

χρειάζονταν να βλέπω και τα χείλη σου,

χρειάζονταν να ’ναι το σώμα σου κοντά. 


(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877-1923, Ίκαρος 1993)

Κ. Π. Καβάφης

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Νήματα ήλιου

Νήματα ήλιου

πάνω στον γκριζόμαυρη ερημιά.

Ψηλή, σαν δέντρο,

μια σκέψη

αρπάζει τη νότα φωτός: ακόμη

τραγούδια είναι να ειπωθούν, πέρα

από τους ανθρώπους.


(Fadensonnen, 1967)

Paul Celan

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Όλο και πιο γυμνά

 



Όλο και πιο γυμνά

Όλο και πιο άναρθρα

Όχι πια φράσεις

Όχι πια λέξεις

Γραμμάτων σύμβολα

Αντί για την πόλη η πέτρα

Αντί για το σώμα το νύχι

Ακόμα πιο πολύ: μια αιμάτινη

Σκοτωμένη κηλίδα

Πάνω στο μικροσκόπιο.


Μανόλης Αναγνωστάκης 

Προσθήκη στη δημοσίευσ

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Ένα Ποίημα για τη Βιομηχανία της Λογοτεχνίας

 Εσύ γράφεις το βιβλίο, διατάζονται ασφαλιστικά μέτρα για τους χαρακτήρες και εμείς πληρώνουμε τους δικηγόρους. Μαζί θα είμαστε ακατανίκητοι.

Γράφεις το βιβλίο και εμείς το δίνουμε στους πελάτες της τράπεζας για τα Χριστούγεννα. Τίποτε δεν μας νικάει.

Γράφεις το βιβλίο, οι πειρατές το ανεβάζουν στο PirateBay, εκδίδουμε ασφαλιστικά μέτρα για το PirateBay και για τους πειρατές, και γράφουμε ασταμάτητα άρθρα στις εφημερίδες. Γράφουμε ασταμάτητα άρθρα στο διαδίκτυο όταν πεθάνουν οι εφημερίδες. Ένα like σε κάθε σπίτι.

Γράφεις το βιβλίο κι εμείς γράφουμε τη φανφίξιον εκδοχή του. Εντελώς ακατανίκητοι. Κόλλα πέντε!

Εσύ γράφεις το βιβλίο κι εμείς το κοροϊδεύουμε στις εφημερίδες, το κοροϊδεύουμε στην τηλεόραση, το κοροϊδεύουμε στο διαδίκτυο. Στην υγειά της κοροϊδίας σου.

Εσύ γράφεις το βιβλίο κι εμείς το εκθειάζουμε στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο, βλέπουμε μέσα του τις αντανακλάσεις μας, τις όμορφες ομοιότητές μας.

Εσύ γράφεις το βιβλίο, βάζεις τα καλά σου και πας σε παρουσιάσεις, διαβάζεις δυνατά και υπογράφεις όλα τα βιβλία. Χαιρετίσματα από τον συγγραφέα. Τα θερμά μου χαιρετίσματα, ο συγγραφέας. Σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, δικός σας, ο συγγραφέας. Εγκάρδιες ευχαριστίες. Χωρίς τους αναγνώστες μου θα ήμουν ένα τίποτα. Τίποτα. Δικός σας, ο συγγραφέας. Με αγάπη. Δικός σας, ο ακατανίκητος συγγραφέας.

Εσύ γράφεις το βιβλίο, εμείς το διορθώνουμε, διαλέγουμε τη γραμματοσειρά και το σκαλίζουμε σε πέτρινες πλάκες. Εσύ γράφεις και γράφεις και γράφεις κι εμείς ζωγραφίζουμε έναν πίνακα για το εξώφυλλο, συνθέτουμε το βιογραφικό σου, συλλέγουμε τα αστέρια και τις κολακείες.

Οπότε, λοιπόν, εσύ γράφεις το βιβλίο κι εμείς το τυπώνουμε με αριστερή στοίχιση. Έτσι για πλάκα. Με δεξιά στοίχιση. Χα, χα, λέμε μέσω email, για προσπαθήστε να μας σταματήσετε. Χα, χα! Τίποτε όμως δεν θα μας σταματήσει.

Εσύ γράφεις το βιβλίο, κι εμείς το εκδίδουμε, εσύ γράφεις το βιβλίο κι εμείς το τυπώνουμε χαρτόδετο, με σκληρό εξώφυλλο, αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τη σελιδοποίηση και τη διόρθωση του δοκιμίου. Εσύ γράφεις το βιβλίο, κι εμείς το στοιβάζουμε σε παλέτες και το στέλνουμε στη Λετονία, το στέλνουμε στη Λιθουανία, το στέλνουμε στην Εσθονία, το φορτώνουμε σε πλοία στις αποβάθρες της Βαλτικής και το στέλνουμε στην άλλη άκρη του ωκεανού στις αλυσίδες βιβλιοπωλείων, όπου και πάλι το στοιβάζουμε σε παλέτες στα εμπορικά κέντρα, σε παλέτες στους εμπορικούς δρόμους και το πουλάμε με έκπτωση: πρέπει να φύγει όλο. Χωρίς να υπολογίζουμε τα πνευματικά δικαιώματα.

Εσύ θα βάλεις τα καλά σου κι εμείς θα βγάλουμε τη φωτογραφία του συγγραφέα. Θα βρέξεις τα μαλλιά σου και θα τα χτενίσεις, θα βάλεις κραγιόν και θα προσπαθείς να μη δείχνεις τόσο κουρελιάρης, ίσιωσε το κορμί σου, η κοιλιά μέσα, το στήθος έξω, δείξε ότι έχεις αρχίδια και πες cheeeeeese. Αυτό το ύφος είναι εντελώς ακατανίκητο.

Εσύ γράφεις το βιβλίο. Όταν όλα έχουν ειπωθεί, όταν όλα έχουν γίνει αυτό μόνο έχει σημασία. Ούτε τα πιάτα, ούτε το δείπνο, ούτε οι λογαριασμοί. Ούτε τίποτε άλλο. Γράφε, γράφε, γράφε. Και διάβαζε. Εάν δεν διαβάζεις, δεν μπορείς να γράψεις. Είπε ο Μαρκ Τουέιν στον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Στον Κάρολο Δαρβίνο. Είπε ο Αϊνστάιν, έγραψε η Μαρί Κιουρί σε ένα γράμμα στον Σόλον Ισλάντους. Είναι γραμμένο στο Χαβαμάλ. Είναι γραμμένο στη Μπαγκαβάτ Γκίτα. Είναι γραμμένο στο γαλλικό σύνταγμα. Είναι υπογραμμισμένο στο Ο Αγών μου. Εάν δεν διαβάζεις δεν μπορείς να γράψεις – Δαλάι Λάμα.

Όμως πρώτα πρέπει να γράψεις το βιβλίο. Με μια ευχάριστη δυσαρέσκεια για μια δυσάρεστη ευχαρίστηση.

Πρόσεχε το παρόν, παλιώνει.

Πρόσεχε το παρελθόν, αλλάζει.

Πρόσεχε τον υπερσυντέλικο, τον παρακείμενο, τον παρατατικό. Είναι ακατανίκητοι.

Πρόσεχε την πλειοψηφία. Πρόσεχε τα επίθετα.

Πρόσεχε την αργκό. Πρόσεχε τη μετρική στην Έδδα.

Οι μεταφορές πρέπει να είναι απόλυτα κατανοητές. Όχι ευφημισμοί, παρά μόνο ειρωνικοί• μη μιλάς για τη γη, τον ουρανό ή τα αστέρια. Μη λες ναι, όχι, μαύρο, άσπρο ή ίσως. Μην αναφέρεις την κυρία της λίμνης στο Αμβούργο, μη τονίζεις αυτό που οι αναγνώστες πρέπει να ανακαλύψουν από μόνοι τους.

Μην πουλήσεις την ψυχή σου στην αγορά, μην αφήσεις το κοινό να χρηματοδοτήσει την ύπαρξή σου και μην αυτοεκδίδεσαι. Μην αφήσεις τους βλάκες της ακαδημίας να σου ρίξουν το ηθικό, και να εμπιστεύεσαι τον επιμελητή σου, να είσαι ευγνώμων για τον διορθωτή της ορθογραφίας και του τυπογραφικού δοκιμίου.

Εάν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι, όλοι θα έβλεπαν ότι είσαι ηλίθιος.

Εάν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι των δημοσίων σχέσεων, η ντροπιαστική σου ματαιοδοξία θα ήταν εμφανής σε όλους.

Εάν δεν υπήρχαν οι διαφημιστές, θα σε αποκαλούσαν αδελφή.

Ο Θεός να έχει καλά τα λογοτεχνικά φεστιβάλ!

Ο Θεός να έχει καλά τις εκθέσεις βιβλίου!

Ο Θεός να έχει καλά τις ποιητικές αναγνώσεις!

Ο Θεός να έχει καλά τις πρωτοσέλιδες συνεντεύξεις!

Και πρέπει να υπάρχει καιρός. Ο Θεός να έχει καλά τον καιρό! Πρέπει να υπάρχει φύση. Είναι ακατανίκητη. Βροχή πάνω σε ένα γαλάζιο λουλούδι. Ο Θεός να το έχει καλά! Άνεμος που θροΐζει μέσα σε ξανθά μαλλιά. Μια απόκρημνη οροσειρά που καθρεφτίζεται στη μακρινή λάμψη ενός κοκκινισμένου ματιού. Κάτι ρομαντικό. Κάτι με το οποίο ο κόσμος να μπορεί να ταυτιστεί. Κάτι για τον Θεό. Κάτι ακατανίκητο.

Πρέπει να υπάρχουν χαρακτήρες. Ήρωες και κακοί.

Πρέπει να υπάρχει εσωτερικός χρόνος, εξωτερικός χρόνος, τα γεγονότα πρέπει να οδηγούν το ένα στο άλλο.

Εσύ γράφεις σπίτια για τους χαρακτήρες, κι εμείς φροντίζουμε για την πιστοληπτική τους ικανότητα, φροντίζουμε τα δάνειά τους, κι εσύ τους γράφεις ένα εισόδημα ώστε να μπορούν να πληρώνουν τις δόσεις τους, σου παρέχουμε ένα εισόδημα ώστε να έχεις πιστοληπτική ικανότητα και πλάνο δόσεων. Εσύ γράφεις τα παράθυρα κι εμείς θα τα καθαρίζουμε, εσύ γράφεις τα κατώφλια κι εμείς θα φέρουμε τις πόρτες, θα βάλουμε τις κλειδαριές, θα κοιτάμε απ’ το ματάκι, θα χτυπάμε το κουδούνι και θα βγάζουμε τα παπούτσια μας πριν να μπούμε, θα σπάμε την πόρτα και θα βιάζουμε τους ενοίκους. Γιατί τέτοια γίνονται στα βιβλία. Δεν είναι παρανοϊκό, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Τα βιβλία είναι γεμάτα βιαιοπραγίες και άσκοπη τραγωδία, είτε επειδή οι συγγραφείς τους δεν δίνουν δεκάρα, είτε επειδή είναι εντελώς ψυχοπαθείς.

Εάν θέλεις να μετακινήσεις έναν χαρακτήρα από το ένα δωμάτιο στο άλλο, αυτή η μετακίνηση πρέπει να γίνει με χάρη, με πλούσια πρόζα, όχι όμως υπερβολικά ευφάνταστη, μην επινοείς καινούργιες λέξεις, εκτός κι αν υπάρχει προηγούμενο, και μην παραβαίνεις τους κανόνες της γραμματικής, αλλά βρες το δικό σου ύφος, το ιδίωμα που θα αποκαλύπτει ποιος πραγματικά είσαι, ποια είναι η ψυχική σου υπόσταση. Κάθε βήμα πρέπει να είναι ενδιαφέρον, οι αναγνώστες κοιμούνται καθημερινά και μερικές φορές πιο συχνά, οι αναγνώστες πεθαίνουν πολλές φορές τη μέρα, πεθαίνουν πιο συχνά από τους χαρακτήρες, εντελώς ακατανίκητο. Όχι αδέξιες προτάσεις.

Κάποιοι άνθρωποι δεν ανέχονται τη συγκίνηση.

Κάποιοι άνθρωποι δεν ανέχονται τους ξένους. Κάποιοι δεν ανέχονται τις γυναίκες και τα παιδιά.

Κάποιοι δεν ανέχονται τους άντρες με υπαρξιακή κρίση. Αυτοί είναι κυρίως γυναίκες και παιδιά.

Κάποιοι δεν ανέχονται τίποτε αν είναι γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο ενεστώτα, κάποιοι δεν ανέχονται το πρώτο πρόσωπο αορίστου, η ανοχή για τους υπόλοιπους χρόνους ποικίλει.

Κάποιοι δεν ανέχονται να τους απευθύνονται προσωπικά. Το βιβλίο πρέπει να είναι βιβλίο, δεν πρέπει να περιέχει έναν συγγραφέα, κάνε τον εαυτό σου αφανή, το βιβλίο πρέπει να είναι μια μαύρη τρύπα ανατιναγμένων μυαλών. Ξέρω πως αυτό είναι δύσκολο, ξέρω πως θέλεις να συμμετέχεις, αλλά όχι τώρα.

Η ιεραρχία πρέπει να είναι ξεκάθαρη.

Μη λες βλακείες στις συνεντεύξεις. Μη φοράς γυαλιά ηλίου στη φωτογραφία του εξωφύλλου. Μην παίρνεις τις κριτικές στραβά, κι αν πάρεις τις κριτικές στραβά, μην τις πάρεις στραβά στη συνέντευξη, όχι δημοσίως, μην γκρινιάζεις για τις κριτικές στο Facebook, και με κανέναν τρόπο μη φτιάξεις μπλογκ για τις κριτικές. Να έχεις καλά πράγματα να πεις για άλλους συγγραφείς και να τα λες, να κάνεις retweet στα tweet τους, να κάνεις like στις επίσημες ιστοσελίδες τους, να κάνεις like στις επίσημες ιστοσελίδες των βιβλίων τους, να κάνεις like στις θετικές κριτικές τους και να μη ζηλεύεις. Μόνο οι μικρόνοες ζηλεύουν.

Εάν θέλεις να διαβάζουν οι άνθρωποι τα βιβλία σου, πρέπει να γράφεις βιβλία για τους ανθρώπους, όχι για ποιητές, όχι για φιλολόγους, όχι για καθηγητές, όχι για φιλόσοφους, όχι για επιστήμονες, όχι για χειριστές τρακτέρ, όχι για νοσοκόμους, όχι για δασκάλους του δημοτικού, ούτε για γέρους. Πρέπει να ξέρεις ποιοι είναι οι αναγνώστες σου, τι τους αρέσει. Σε μερικούς αρέσει να διαβάζουν για γέρους που κάνουν μπάνιο σε φυσικές λιμνούλες και αφαιρούν τα νεκρά κύτταρα ξύνοντας το δέρμα τους πάνω στα βρύα, σε άλλους αρέσει πιο πολύ αν κάποιος έχει πεθάνει ήδη ή είναι ετοιμοθάνατος. Εάν θέλεις οι άνθρωποι να διαβάζουν τα βιβλία σου, μην ξεχνάς την εξωτερική σου εμφάνιση. Να είσαι περιποιημένος. Και μην ξεχνάς να χαμογελάς. Και ο πιο άσχημος άνθρωπος του κόσμου είναι ακατανίκητος άμα χαμογελάει.

Κ.λπ, κ.λπ.

 

Μετάφραση Ελένη Ηλιοπούλου

Eiríkur Örn Norðdahl

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022

Τότε που η σιωπή τραγούδησε

 Σε ένα σπίτι έρημο κι ερειπωμένο, ζούσε μια χοντρή, βαριά σιωπή, τόσο χοντρή πού ‘χε ξηλώσει όλα τα κουφώματα, τόσο βαριά που ‘χε βουλιάξει όλα τα πατώματα και τόσο σιωπηλή που όποιος έμπαινε εκεί δεν άκουγε ούτε τη βουή του τρομαγμένου αίματος στις φλέβες του.


Και, ξαφνικά, μια μέρα, η σιωπή τραγούδησε. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο, ο έρωτας τα πάντα κατορθώνει, και η σιωπή, για την οποία σας μιλώ, αγάπησε τρελά ένα σαράκι που, λίγο λίγο, από μέσα τρώγοντάς την, αδιάκοπα αδειάζοντάς την, ανάλαφρο την έκανε του έρωτα δοχείο, του τραγουδιού του ηχείο.


Αργύρης Χιόνης

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Τα λάθη του Θεού


«Η Ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού», γράφει κάπου ο Ελύτης.

Τα δικά μου γραπτά μάλλον επιδεινώνουν τα λάθη του Θεού,

ώστε να φαίνεται ακόμη πιο αναγκαία η διόρθωσή τους.

Ή μήπως ο λογοτέχνης διορθώνει τα λάθη που έλεγε ο Ελύτης, θέλοντας και μη;


Τόσο η δημιουργία όσο και τα αίτιά της παραμένουν ένα μυστήριο.

Ίσως με πιάνει απελπισία, βλέποντας τα λάθη του Θεού, και γι’ αυτό γράφω. 

Εκτός κι αν αυταπατώμαι ότι είναι απελπιστικά τα πράγματα,

μόνο και μόνο για να κατορθώσω τελικά να γράψω.


Η λογοτεχνία χρειάζεται αντιθέσεις για να ζωντανέψει.

Στην καρδιά της παλεύουν το καλό με το κακό,

τα δώρα με τα λάθη του Θεού – όσο κι αν μεταμφιέζονται,

όσο κι αν αλλάζουν μεταξύ τους θέσεις.

Μέχρι πρόσφατα τα λάθη του Θεού μες στα γραπτά μου

ήταν πολλά και διάφορα.

Τώρα πια το ρόλο του κακού τον παίζει ο χρόνος,

που όσο πάει και λιγοστεύει.


Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2022

Ars Poetica

 

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση

σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες

όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι

αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται

μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας

μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα

αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.


Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά

ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ

να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες

αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό

κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν

μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια

τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα

με αίσθημα ποτισμένες.


Από τη συλλογή "Ο θάνατος του Μύρωνα" (1960) -στη συγκεντρωτική έκδοση "Ο δύσκολος θάνατος".


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Η μάνα και ο χάρος


Σ' ενός παιδιού προσκέφαλο μια μάνα παραστέκει

και ξαγρυπνά, ανήσυχη και καταπικραμένη.

Τόχει μονάκριβο παιδί και τρέμει μην το χάσει.

Χλωμό το προσωπάκι του, τα μάτια του κλεισμένα,

με πόνο το στηθάκι του ανεβοκατεβαίνει·

κάθε που παίρνει αναπνοή λες στεναγμός και βγαίνει.

Το βλέπ' η μάνα και πονεί και σχίζετ' η καρδιά της.


Εκεί στην θύρα της κτυπούν. - Ποιος είναι; - Ένας γέρος.

Κάτι στην ράχη του φορεί, σαν ράσο, σαν σεντόνι,

και το κρατεί σφικτά σιφκτά. Να ζεσταθεί γυρεύει.

Χειμώνας είναι, τα βουνά κι οι κάμποι χιονισμένοι,

έξω απ' την θύρα ο Βοριάς μουγκρίζει παγωμένος,

κι ο γέρος στο κατώφλι της από το κρύο τρέμει.


Η μάνα γέρνει στο παιδί, το βλέπει κοιμισμένο,

στοιβάζει ξύλα στην φωτιά, την θύρα μανταλώνει.

Κι ο γέρος πήγε κάθισε κοντά εις το παιδί της,

κι η μάνα αντίκρυ κάθεται και βλέπει τ' άρρωστό της

όπου ανέπνεε βαριά κι εσάλευε τα χέρια.

- Πε, θα σωθεί; ή ο Θεός θα μου το πάρει, γέρο;

Το κάτασπρο κεφάλι του εκούνησεν ο γέρος,

σαν να της λέγει θα σωθεί, και σαν να λέγει όχι. 

Έσκυψ' η μάνα· δάκρυα τα μάγουλά της βρέχουν.

Τα βλέφαρά της έκλεισαν. Τρεις μέρες και τρεις νύκτες

έχει η πτωχή να κοιμηθεί. Ο ύπνος την επήρε.

Απεκοιμήθη μιαν στιγμή. Με μιας ανατριχιάζει,

κρύος ιδρώς την περεχά, εδώ κι εκεί κοιτάζει,

δεν βλέπει το παιδάκι της, τον γέρον δεν τον βλέπει...

Ο γέρος Χάρος έφυγε και πήρε το παιδί της!

Κι εκεί, εκεί που δούλευε στην κώχην τ' ωρολόγι,

με μιας βούζει και βογγά, και πέφτει το βαρίδι.

Η ώρα εσταμάτησε. - Η μάνα τρέχει έξω,

τρέχει, φωνάζει δυνατά· Παιδάκι μου, παιδί μου!


Στα χιόνια έξω κάθεται μια μαυροφορεμένη.

- Μην είδες γέρον να περνά, μην είδες το παιδί μου;

- Είδα τον Χάρον κι έτρεχε κι εκράτει το παιδί σου.

Τρέχει γοργά, τον άνεμον τον ξεπερνά ο Χάρος,

κι ό,τι κι αν πάρει μια φορά δεν το γυρίζει πίσω.

- Τι δρόμον πήρε δείξε μου, τι δρόμον, και τον φθάνω.

- Πε όλα τα τραγούδια σου τον δρόμον να σου δείξω,

τα τραγουδάκια τα γλυκά που λεγες του παιδιού σου.

Είμαι η Νύκτα· σ' έβλεπα να κλαις και να τα λέγεις.

- Νύκτα μου, όλα να στα πω, μόν' άφησέ με τώρα

οπού τον Χάρον κυνηγώ να εύρω το παιδί μου!

Η Νύκτα εκσυθρώπιασε, τον δρόμον δεν της δείχνει.

Σφίγγει τα χέρια η πτωχή και τραγουδεί και κλαίει·

δάκρυ το δάκρυ ακολουθεί, τραγούδι το τραγούδι.

Κι η Νύκτα την λυπήθηκε, της έδειξε τον δρόμον.

-Στο δάσος πήγαινε, δεξιά. Εκεί στα μαύρα πεύκα

είδα τον Χάρον να χωθεί κι εκράτει το παιδί σου.


Στα πεύκα μέσα τα πολλά, στα τόσα μονοπάτια

η μάνα παρελόγιασε, δεν ξεύρει πού να πάγει.

Εκεί στου δάσους τα πυκνά εφύτρων' ένας βάτος. 

Δεν είχε φύλλα ούτ' ανθούς, αγκάθια είχε μόνον

κι απ' τα κλαδιά του έσταζε η πάχνη παγωμένη.

- Το είδες το παιδάκι μου; είδες τον Χάρον, βάτε;

- Είδα τον Χάρον να περνά κι εκράτει το παιδί σου.

Αγκάλιασέ με, σφίξε με στα στήθη τα ζεστά σου,

που τα κλαδιά μου πάγωσαν κι από το κρύο τρέμω,

κι αν με ζεστάνεις θα σου πω τον δρόμο που επήραν.

Σφίγγει τον βάτον δυνατά στα στήθη τα ζεστά της·

εξέσχιζαν την σάρκα της τ' αγκάθια· στάζει αίμα...

Στην χειμωνιάτικην νυκτιάν ο βάτος βγάζει άνθη,

στα παγωμένα του κλαδιά φύλλα χλωρά φυτρώνουν.

Τόσην φωτιά έχ' η καρδιά μιας μάνας λυπημένης!


Κι ο βάτος την λυπήθηκε, της έδειξε τον δρόμον.

Κι εκεί που τρέχει, απαντά στον δρόμον της μιάν λίμνην.

Είναι βαθιά, και πέραμα δεν βλέπει, ούτε ξύλο,

κι η μάνα θέλει να διαβεί να εύρει το παιδί της.

- Θεέ μου, θαυματούργησε να καταπιώ την λίμνην!

Και πέφτει κάτω στα νερά βουτά το μέτωπό της.

Και είδ' η λίμνη από βαθιά τα μάτια της να λάμπουν.

- Μέσ' στα βαθιά μου έχω γω πολλά μαργαριτάρια,

πλην σαν τα μάτια σου τα δυο δεν είδ' ακόμη άλλα.

Αν θέλεις δάκρυσέ μου τα να πέσουν στα νερά μου,

κι εγώ αντίκρυ σε περνώ στου Χάρου το παλάτι,

που χει τους κήπους του λαμπρούς με άνθη και δένδρα μύρια,

το κάθε δένδρον και ζωή, ζωή το κάθε άνθος.

- Να λίμνη, πάρ' τα μάτια μου και δωσ' μου το παιδί μου!

Η μαύρη κλαίει και θρηνεί και κλαίει και δακρύζει

ως που τα μάτια της τα δυο εχύθηκαν στην λίμνην,

και στα βαθιά της έλαμψαν σαν δυο μαργαριτάρια.


Κι η λίμνη την εσήκωσε, την πέρασε αντίκρυ.

Εκ' ήσαν δάση και σπηλιές, και στύλοι και καμάρες,

δεν ήξευρες είναι βουνό, ή κήποι και παλάτια.

Αλλά η μάνα τίποτε δεν έβλεπ' η καϋμένη·

τα δυο της μάτια έλαμπαν μεσ' τα βαθιά της λίμνης.

- Πού είν' ο Χάρος πείτε μου, πού είναι το παιδί μου;

Την άκουσ' η γερόντισσα που φύλαγε στην θύρα.

- Ο Χάρος απ' τον γύρον του δεν ήλθ' ακόμη πίσω.

Ποιος σε οδήγησε εδώ; Ποιον είχε βοηθόν σου;

- Βοήθεια είχα τον Θεόν. Μ' ελέησεν εκείνος.

Και συ, γριά, λυπήσου με. Πού θα βρω το παιδί μου;

- Εγώ δεν ξεύρω το παιδί, και συ δεν έχεις μάτια.

Δένδρα και άνθη περισσά μαράθηκαν απόψε,

κι ο Χάρος τώρα που ρχεται θα τα μεταφυτεύσει.

Το κάθε δένδρον άνθρωπος, ζωή το κάθε άνθος.

Μοιάζουν με τ' άλλα τα φυτά όπου στην γην φυτρώνουν,

αλλά εδώ έχουν καρδιές, κι έχ' η καρδιά των κτύπον.

Αν απ' τον κτύπον της καρδιάς γνωρίσεις το παιδί σου

εγώ σου δείχνω πού να πας. Τι έχεις να μου δώσεις;

- Και τι μου μένει της πτωχής; Τι έχω να σου δώσω;

στα τετραπέρατα της γης πηγαίνω αν με στείλεις.

- Στα τετραπέρατα της γης δεν έχω να σε στείλω.

Δώσ' μου τα μαύρα σου μαλλιά, τις εύμορφες πλεξούδες,

και πάρε τ' άσπρα μου μαλλιά, τον δρόμον να σου δείξω.

Της έδωκε τις εύμορφες τις μαύρες τις πλεξούδες

κι επήρε τ' άσπρα της μαλλιά και τ' άσπρα της τα φρύδια,

κι εμβήκαν μέσα στην αυλήν του παλατιού του Χάρου,

εκεί που ήσαν τα φυτά, δένδρα και άνθη μύρια.

Ήσαν εκεί τραντάφυλλα και νάρκισσοι και κρίνοι,

και όλα τ' άνθη του βουνού, και των νερών λουλούδια,

και ποιο απ' τ' άνθ΄ ήτον γερό και ποιο αρρωστημένο.

Ήσαν οξιές και φοινικιές και πλάτανοι και πεύκα,

και ρίγανη στον ίσκιον των κι αλιφασκιά και θρούμπι.

Και το καθέν' απ' τα φυτά έχει και τ' όνομά του·

καθένα είναι μια ζωή. Κι οι άνθρωποι εζούσαν

ένας εδώ, άλλος εκεί, σ' όλες της γης τις άκρες.

Και το καθέν' απ' τα φυτά κτυπούσε η καρδιά του.

Κι η μάνα η βαριόμοιρη η πολυπικραμένη

μεσ' τα λουλούδια τα μικρά ψηλαφητά σκαλίζει,

και σκύφτει το κεφάλι της ν' ακούσει την καρδιά των.

Στα χίλια μέσα γνώρισε τον κτύπον του παιδιού της·

ήτον γαρύφαλο μικρό, χλωμό κι αρρωστημένο.

- Το ηύρα!Να το, έκραξε και άπλωσε τα χέρια.

- Μην το εγγίξεις. Πρόσμενε ο Χάρος να γυρίσει,

και όταν έλθει απ' εδώ να σου το ξεριζώσει

φοβέρισέ τον πως και συ θα ξεριζώσεις τ' άλλα.


Εκεί με μιας εχύθηκεν ένας ψυχρός αέρας

κι ένιωσ' η μάνα η τυφλή πως έρχεται ο Χάρος.

- Εδώ πώς ήλθες; Τι ζητείς; Ποια είσαι; - Είμαι μάνα!

Και το γαρυφαλάκι της σκεπάζει με τα χέρια.

Φυσά ο Χάρος. Πάγωσαν τα δάκτυλα της μάνας·

βαριά βαριά εκρέμασαν τα χέρια στο πλευρό της.

- Ό,τι κι αν κάμεις δεν μπορείς τον Χάρον να νικήσεις.

- Είν' ελεήμων ο Θεός και σε νικά Εκείνος.

- Εγώ δεν κάμνω άλλο τι παρά το πρόσταγμά του.

Εμένα μ' έχει κηπουρόν να του μεταφυτεύω

τα δένδρα του και τ' άνθη του εις τον παράδεισόν του,

εις ένα τόπον μακρινόν που γυρισμόν δεν έχει.

Εκεί εγώ τα παραιτώ και άλλοι τα φροντίζουν.

- Αχ! δώσ' μου το παιδάκι μου, δώσ' το παιδί μου Χάρε!

Πέφτει στην γην γονατιστή, παρακαλεί και κλαίει.

Δεν ωφελούν τα κλαύματα ούτε τα παρακάλια.

Με μιας τα χέρια τα τυφλά απλών' εις δυο λουλούδια.

- Αν μ' απελπίζεις όλα σου θα σου τα ξεριζώσω!

- Μην τα εγγίζεις! Συ πονείς και κλαίεις το παιδί σου,

και θέλεις τώρα την καρδιάν να καύσεις άλλης μάνας;

Ετράβηξε τα χέρια της και γέρνει το κεφάλι.

- Σου έφερα τα μάτια σου. Τα ψάρευσα στην λίμνην.

Τα είδα κι έλαμπαν εκεί μέσ' τα βαθιά νερά της.

Πάρε τα πίσω. Βλέπουνε καλύτερ' από πρώτα.

Πάρε τα κι έλα να ιδείς τα δύο λουλουδάκια

που άπλωσες τα χέρια σου να μου τα ξεριζώσεις.


Εις το πηγάδι της ζωής ο Χάρος την επήγε·

έσκυψε μέσα να ιδεί κι είδε τα δυο ανθάκια,

κι είδε καθέν' από τα δυο τι μοίρα το προσμένει.

Τιμή, αγάπη και χαρά επρόσμενε το ένα

και τ' άλλο το επρόσμενε η συμφορά κι η πίκρα.

Θέλημα είναι του Θεού η μοίρα κάθε άνθους!

- Πε τίνος είναι η χαρά, η πίκρα τίνος, Χάρε;

- Δεν ημπορώ να σου το πω. Μόνον αυτό σου λέγω.

Είν' του παιδιού σου η ζωή εν απ' αυτά τ' ανθάκια,

κι εν απ' τα δύο ριζικά η μοίρα του παιδιού σου.

- Πε μου, ω Χάρε, απ' τα δυο ποιο είναι το παιδί μου;

Αν είν' η μοίρα η κακή δική του, πάρε μου το,

πάρ' το μαζί σου μακριά εις του Θεού τον κήπον.


Και έπεσε στα γόνατα κι εσταύρωσε τα χέρια.

- Τα τόσα μου τα δάκρυα, τα τόσα παρακάλια

ατγχώρησέ μου τα, Θεέ, και κάμε όπως θέλεις,

γιατί είναι πάντοτε σωστόν, Θεέ, το θέλημά σου,

κι αν να τ' αλλάξεις σε ζητώ, Θεέ μου, μη μ' ακούσεις,

μη με ακούσεις!....

                              Κι έσκυψε το μέτωπο στο χώμα.

Κι ο Χάρος ανεχώρησε μαζί με το παιδί της.

Στον τόπο παν τον μακρινό που γυρισμό δεν έχει.


Απόδοση Δημήτρη Βικέλα

Hans Christian Andersen 

Σε μία γαμήλια επέτειο

Το στερέωμα έγινε κομμάτια

Αυτή η κουρελιασμένη επέτειος

Δύο ανθρώπων

Οι οποίοι αρμονικά πορεύτηκαν για τρία χρόνια

Στων αμοιβαίων υποσχέσεών τους

Τους μακρινούς περιπάτους

 

Τώρα ο έρωτάς τους κείτεται χαμένος

Κι ο Έρωτας κι οι υποτακτικοί του

Βρυχώνται αλυσοδεμένοι

Από κάθε σύννεφο φορτωμένο με αλήθεια

Ή παγίδες

Ο θάνατος ξεσπάει στο σπιτικό τους


Εξαιρετικά αργά

μέσα σε μια βροχή από λάθη

Γίνονται ένα αυτοί  των οποίων

Ο έρωτας διαμελίστηκε

Μέσα στην καρδιά τους εξατμίζονται τα ανοίγματα

Και οι διέξοδοι καίγονται μέσα στο μυαλό τους.


Dylan Thomas

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2022

Όταν τα δέντρα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων


Θα ’ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουν μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.


Αργύρης Χιόνης

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Τι γρήγορα περνάει το καλοκαίρι

 Τι γρήγορα περνάει το καλοκαίρι


Το τηλέφωνο δεν χτυπά 

Χάθηκαν οι φίλοι 

Μόνο καμιά βροχή 

Με επισκέπτεται 

Μα κι αυτή είναι βιαστική 

Καταλαβαίνει πως δεν είναι ο καιρός της 

Και γρήγορα σταματάει 

Αφήνει μόνο θαμπάδες στα τζάμια 

Σαν να μου λέει: 

Δεν είναι δική μου η θαμπάδα 

Της ζωής σου είναι 

Που την ξέχασες να πλέει


Λεωνίδας Κακάρογλου

Στη βεράντα, το καλοκαίρι

Είμαι ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλα του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σα φανοί αυτοκινήτων που ‘ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de ville- τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.


Κώστας Ταχτσής

Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Η απόφαση


Xρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:

Oργή κι επιμονή. Γνώση κι αγανάχτηση.


Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.

Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.


Kατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.


Mονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς

την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.


(Μετάφραση: Μάριος Πλωρίτης / Aπό το θεατρικό έργο «H απόφαση» – Die Massnahme -, 1930)

Bertolt Brecht

Οι δικαστές



Κι αντίκρυ μου κάθισαν οι δικαστές.

Ο ένας πόρνος, μπεκρής και τετραπέρατος

κρυφά χλευάζοντας και φανερά δοξολογώντας

μιαν εξουσία που τον ξέρει και τον χρειάζεται.


Ο άλλος αδιάφορος για ό, τι δεν ήτανε δικό του

προσυπογράφοντας το καθετί που του ζητούσαν

φτάνει ν’ ακούει επαίνους για τις επιδόσεις του.

 

Ο άλλος στοχαστικός και λάγνος, πάντα υποταγμένος

στα όσα βαθιά ως τα σπλάχνα του μισούσε

με αντάλλαγμα το ελεύθερο της δίψας του.

 

Ο άλλος πονετικός χωριάτης, γκαρδιακός παραμυθάς

έτοιμος πάντα να ξεπλύνει το παλιό του κρίμα

προσκυνώντας τους νέους κάθε φορά ηγεμόνες.

 

Ο άλλος αδιάλλακτος, στάσιμος, μαραζωμένος

θρηνώντας σιωπηρά τα χαμένα χρόνια του

μισώντας όσους τον αφήναν πίσω…


Τίτος Πατρίκιος

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Στον χρόνο


Η αλλαγή δεν ήρθε να μου προσφέρει

την αλλαγή. Τι είναι μήπως

η αλλαγή και τι μπορεί ν’ αλλάξει,

απαλλαγή καμιά δεν θα υπάρξει

του εαυτού μας το τέλμα

μας κρατάει καλά. Αυτό είναι

και το τέρμα.

Η αρχή ωστόσο είναι

μόνο κάποια συναλλαγή.


Ζωή Καρέλλη 

Να μάθεις να φεύγεις


Από την ασφάλεια τρύπιων αγκαλιών.

Από χειραψίες που σε στοιχειώνουν.

Από την ανάμνηση μιας κάλπικης ευτυχίας.

Να φεύγεις !

Αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς.

Να μην παίρνεις τίποτα μαζί, ούτε ενθύμια, ούτε ζακέτες για το δρόμο.

Να τρέχεις μακριά από δήθεν καταφύγια κι ας έχει έξω και χαλάζι.

Να μάθεις να κοιτάς βαθιά στα μάτια όταν λες αντίο κι όχι κάτω ή το άπειρο.

Να εννοείς τις λέξεις σου, μην τις εξευτελίζεις, σε παρακαλώ.

Να μάθεις να κοιτάς την κλεψύδρα, να βλέπεις πως ο χρόνος σου τελείωσε.

Όχι αγκαλιές, γράμματα, αφιερώσεις, κάποτε θα ξανασυναντηθούμε αγάπη μου (όλα τα βράδια και τα τραγούδια δεν θα είναι ποτέ δικά σας).

Αποδέξου το.

Να αποχωρίζεσαι τραγούδια που αγάπησες, μέρη που περπάτησες.

Δεν έχεις τόση περιορισμένη φαντασία όσο νομίζεις.

Μπορείς να φτιάξεις ιστορίες ολοκαίνουριες, με ουρανό κι αλάτι.

Να θυμίζουν λίγο φθινόπωρο, πολύ καλοκαίρι κι εκείνη την απέραντη Άνοιξη.

Να φεύγεις από εκεί που δε σου δίνουν αυτά που χρειάζεσαι.

Από το δυσανάλογο, το μέτριο και το λίγο.

Να απαιτείς αυτό που δίνεις να το παίρνεις πίσω -δεν τους το χρωστάς.

Να μάθεις να σέβεσαι την αγάπη σου, το χρόνο σου και την καρδιά σου.

Μην πιστεύεις αυτά που λένε -η αγάπη δεν είναι ανεξάντλητη, τελειώνει.

Η καρδιά χαλάει, θα τη χτυπάς μια μέρα και δεν θα δουλεύει.

Να καταλάβεις πως οι δεύτερες ευκαιρίες είναι για τους δειλούς

-οι τρίτες για τους γελοίους.

Μην τρέμεις την αντιστοιχία λέξεων-εννοιών, να ονομάζεις σχέση τη σχέση, την κοροϊδία κοροϊδία.

Να μαλώνεις τον εαυτό σου καμιά φορά που κάθεται και κλαψουρίζει

-σαν μωρό κι εσύ κάθεσαι και του δίνεις γλειφιτζούρι μη και σου στεναχωρηθεί το βυζανιάρικο.

Να μάθεις να ψάχνεις για αγάπες που θυμίζουν Καζαμπλάνκα

– όχι συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Και να μάθεις να φεύγεις από εκεί που ποτέ πραγματικά δεν υπήρξες.

Να φεύγεις κι ας μοιάζει να σου ξεριζώνουν το παιδί από τη μήτρα.

Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά.


Χριστίνα Παρασχά

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2022

Μοτοκούζι

 


Προεκλογικές μέρες πάνω απ’ το ποτάμι

Κανείς δεν κάνει αυτό που πρέπει να κάνει

Παρατημένος στα έργα της πολεοδομίας

Ακούς το τραγούδι της Αστυνομίας

Κρατάς το μεγάλο σχέδιο σφιχτά στα χέρια

Είναι αυτό που θ’ αλλάξει τη ζωή μας σε μία μέρα

Η μέρα μιας γυναίκας στα προάστια

Σούπερ μάρκετ, όνειρα

Εστιάζουν τα μάτια

Μια Μοτοκούζι διασχίζει το μεγάλο δρόμο

Κρατάς την Polaroid σαν μοναδικό όπλο

Αν κλέβαμε το Volvo απ’ την άλλη άκρη του δρόμου

Θα `φευγες μαζί μου μέχρι το τέλος του κόσμου;

Κοίτα πώς ανοίγει ο κόσμος σ’ αυτή τη στροφή

Τα χρώματα της γης απλώνονται σαν μεγάλη γιορτή

Σαν φωτοβολίδα το απόγευμα σκάει

Και πέφτει το βράδυ σαν ανθρώπινο χάδι

Διασχίζουμε τα FM, τις ειδήσεις των εννέα

Προεκλογικά δελτία, διεστραμμένη γερουσία

Από εδώ ως τα διυλιστήρια ο αέρας βρωμάει

Κανείς τους δε φταίει, κανείς δεν αλλάζει

Μια Μοτοκούζι διασχίζει το μεγάλο δρόμο

Κρατάς την Polaroid σαν μοναδικό όπλο

Αν κλέβαμε το Volvo απ’ την άλλη άκρη του δρόμου

Θα `φευγες μαζί μου μέχρι το τέλος του κόσμου;


Κίτρινες μέρες πάνω απ’ το ποτάμι

Μ’ ένα μεγάλο κασετόφωνο γύρω απ’ το κεφάλι

Περνάς αόρατος τα κομπρεσέρ του δρόμου

Πειραιά Καλλίπολη το λεωφορείο του λόφου

Ένα παιδί στη διασταύρωση ζητά λεφτά για ψωμί

Καθαρίζει τα τζάμια εκατοντάδων ταξί

Αν τα όνειρά μας διαλύαν του πολέμου τα σύννεφα

Θα καίγαμε στις ταράτσες βιβλία και ποιήματα

Μια Μοτοκούζι διασχίζει το μεγάλο δρόμο

Κρατάς την Polaroid σαν μοναδικό όπλο

Αν κλέβαμε το Volvo απ’ την άλλη άκρη του δρόμου

Θα `φευγες μαζί μου μέχρι το τέλος του κόσμου;


Κωνσταντίνος Βήτα 

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Ο αγαθός του λόφου


Μέρα με τη μέρα

Μόνος σ'ένα λόφο

Ο άντρας με το ανόητο χαμόγελο κάθεται τελείως ακίνητος

Αλλά κανείς δε θέλει να τον ξέρει,

Βλέπουν ότι είναι απλά ένας αγαθός,

Και ποτέ δε δίνει μια απάντηση

 

Αλλά ο αγαθός του λόφου

βλέπει τον ήλιο να δύει,

και τα μάτια μες το μυαλό του

βλέπουν τον κόσμο να στριφογυρίζει

 

Καλά στην πορεία του,

με το κεφάλι σ'ένα σύννεφο,

Ο άνθρωπος με τις χίλιες φωνές να μιλάει εντελώς φωναχτά

Αλλά κανείς δεν τον ακούει

ή τον ήχο που φαίνεται να κάνει,

και ποτέ δεν μοιάζει να δίνει σημασία

 

Αλλά ο αγαθός του λόφου

βλέπει τον ήλιο να δύει,

και τα μάτια μες το μυαλό του

βλέπουν τον κόσμο να στριφογυρίζει

 

Και κανείς δε φαίνεται να τον συμπαθεί,

δεν κατανοούν τι θέλει να κάνει,

και ποτέ δεν δείχνει τα συναισθήματά του

 

Αλλά ο αγαθός του λόφου

βλέπει τον ήλιο να δύει,

και τα μάτια μες το μυαλό του

βλέπουν τον κόσμο να στριφογυρίζει

 

Ω γύρω, γύρω, γύρω

 

Κι αυτός ποτέ δεν τους ακούει

Γνωρίζει ότι αυτοί είναι οι ανόητοι

Δεν τον συμπαθούν

 

Αλλά ο αγαθός του λόφου

βλέπει τον ήλιο να δύει,

και τα μάτια μες το μυαλό του

βλέπουν τον κόσμο να στριφογυρίζει



The Beatles

Τετάρτη 25 Μαΐου 2022

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ θ. 1


Έχοντας κοινή αισθητική και κοσμοθεωρητική άποψη, πως η καταστροφή κι η θνητότητα της μορφής των όντων περιλαμβάνονται στο περίγραμμα της ολοκλήρωσης της ζωής.


Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος, μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση ροή κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης, που κακώς ονομάζουμε ‘χαμό’.


Αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική κατοχύρωση της Ακρόπολης, σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή.


Νιώθοντας απαραίτητη την ανάγκη της αιωνιότητας στην τέχνη, μόνο κατά τη διάρκεια της ώρας της δημιουργίας.


Καταλαβαίνοντας τον Φειδία, που έδωσε μεν στο έργο χρονοϊστορική υπόσταση, χωρίς όμως να είναι τίποτα παραπάνω στα πλαίσια της υποστασιακής αιωνιότητας, για την οποία δεν υπάρχει χρονική διάρκεια και που γι’ αυτήν ένα δευτερόλεπτο δεν έχει διαφορά από τρία δισεκατομμύρια αιώνες, χάρη στις βουλητικές της ιδιότητες και στη δυναμική της χροιά, που μόνο στ’ άτομα νοούνται και κανέναν δε νοιάζει ο αριθμός των ατόμων αυτών.


Μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές- φολκλόρ αρθρογραφίες γι’ αυτόν.


Νομίζοντας πως κάνουμε μια ανώτερη καλλιτεχνικά πράξη, όντας σίγουροι πως όλη η γελοία και ψεύτικη επιβίωση όχι μόνο δε συγκρίνονται, έστω και μειονεκτώντας, μ’ ένα λεπτό ενεργητικής δράσης κι απόλαυσης, αλλά και καλλιτεχνικά είναι βλαβερή, προετοιμάζοντας ερασιτέχνες περιηγητές και ευνούχους.


ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ


Να θέσουμε ως σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων και την προπαγάνδα κατά αυτών. Πρώτη καταστροφή ορίζεται η ανατίναξη του Παρθενώνα, που μας έχει κυριολεκτικά πνίξει.

Η προκήρυξη αυτή δεν αποσκοπεί παρά να δώσει ένα μέτρο απ’ το σκοπό μας. Είναι ένα βλήμα που ξεκινάει με λίγες πιθανότητες για στόχο τους πολλούς, μα δεν που επιζητάει παρά ελάχιστους.


​Γενικός Διοργανωτής της ΣΑΣΑ (Σύνδεσμος Αισθητικών Σαμποτέρ Αρχαιοτήτων).

Νοέμβριος 1944.

Γιώργος Βασιλείου Μακρής


Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Αυτό να πεις


Εμείς κατά τους Φιλισταίους οι διεφθαρμένοι

για μερικούς οι φωνακλάδες

και γι’ άλλους πολυεδρικοί

σ’ εποχή εκπτώσεων αλλάζαμε το νου μας

και το δέρμα του παίρναμε τους ίσκιους

απ’ τα δένδρα, ντυνόμαστε κι όλο τέτοια

κρούσματα κι επεισόδια με τα φωνήεντα.

Το εκκρεμές αόμματο μια εκεί μια εδώ

σφάζοντας τη γενιά μας τον ένα τον άλλο,

μετά που μετρηθήκαμε είμαστε πάλι δυο,

εσύ, εγώ

μα τώρα μόνο για σένα λένε οι σατανάδες.

Λοιπόν, σα θα γράφεις τη μερίδα μου,

σε πινακίδες υποθέτω λεωφόρων,

μην ξεχνάς που τον ρεζίλεψα τον ήλιο τους

κάτω απ’ τα τείχη να τον σέρνω τσίτσιδο

πίσω από ’να δίτροχο

εγώ, που μου πήρανε την Βρισηίδα.

Μην ξεχνάς, σε μια ριξιά στο ζάρι τα ’παιξα όλα

πες για το τίποτα στο έτσι,

ακόμα και τον κλήρο μου στην ονειρούπολη

ίσα να δω που ο θυμός μου μαργαριτάρι άφωνο

γίνεται σύννεφο κι ύστερα χειροβομβίδα.

Να πεις κι αυτό για μένα: ήτανε ποταμός

σαράντα οργιές του βάθους που κύλαγε ίσα πάνου

μόνο σα ξέρασε τη λύσσα του απόθανε.

Αυτό να πεις σα βραδιαστούνε

και χάσουνε το δρόμο τους οι πολυεδρικοί

οι φωνακλάδες

οι διεφθαρμένοι.


*Από τη συλλογή “Οδός Λαιστρυγόνων” (1978)


Έκτωρ Κακναβάτος

Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Λαχταρώ

 


Και θέλω να παίζουμε κρυφτό και να σου δίνω τα ρούχα μου

και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου

και να κάθομαι στα σκαλιά ενώ εσύ κάνεις ντουζ

και να σου τρίβω το σβέρκο

και να σου φιλάω τα πόδια και να σε κρατάω απ’ το χέρι

και να βγαίνουμε για φαγητό

και να μη με νοιάζει που τρως το δικό μου

και να σε συναντώ στου Ρούντυ και να μιλάμε για τον καιρό

και να πληκτρολογώ τα γράμματά σου

και να κουβαλάω τα πράγματά σου

και να γελάω με την παράνοιά σου

και να σου δίνω κασέτες που δεν τις ακούς

και να βλέπουμε σπουδαίες ταινίες και να βλέπουμε άθλιες ταινίες

και να γκρινιάζουμε για το ραδιόφωνο

και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι

και να σηκώνομαι για να σου φέρνω καφέ

και κουλούρια και κρουασάν

και να πηγαίνουμε στου Φλόρεντ

και να πίνουμε καφέ τα μεσάνυχτα

και να μου κλέβεις τα τσιγάρα

και ποτέ να μην μπορώ να βρω ένα σπίρτο

και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ

και να σε πηγαίνω στον οφθαλμίατρο

και να μη γελάω με τα αστεία σου

και να σε θέλω το πρωί μα να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα

και να φιλάω την πλάτη σου και να χαϊδεύω το δέρμα σου

και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου,

τα μάτια σου, τα χείλη σου,

ο λαιμός σου, το στήθος σου, ο κώλος σου

και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας

μέχρι να γυρίσει σπίτι ο γείτονάς σου

και να περιμένω στα σκαλιά καπνίζοντας

μέχρι εσύ να γυρίσεις σπίτι

και να ανησυχώ όταν αργείς

και να ξαφνιάζομαι όταν έρχεσαι νωρίς

και να σου δίνω ηλιοτρόπια

και να πηγαίνω στο πάρτι σου

και να χορεύω μέχρι τελικής πτώσης

και να μετανιώνω όταν κάνω λάθος

και να χαίρομαι όταν με συγχωρείς

και να κοιτάω τις φωτογραφίες σου

και να εύχομαι να σε ήξερα από πάντα

και ν’ ακούω τη φωνή σου στα αυτιά μου

και να νιώθω το δέρμα σου στο δέρμα μου

και να τρομάζω όταν θυμώνεις

και το ένα σου μάτι έχει γίνει κόκκινο

και το άλλο γαλάζιο και η χωρίστρα σου στα αριστερά

και το πρόσωπο σου σαν Κινέζου

και να σου λέω ότι είσαι πανέμορφος

και να σε αγκαλιάζω όταν αγχώνεσαι

και να σε κρατάω όταν πονάς

και να σε θέλω όταν σε μυρίζω

και να σε προσβάλλω όταν σε αγγίζω

και να κλαψουρίζω όταν είμαι δίπλα σου

και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι

και να μου τρέχουν τα σάλια στο στήθος σου

και να σε πνίγω τη νύχτα

και να κρυώνω όταν παίρνεις την κουβέρτα

και να ζεσταίνομαι όταν δεν την παίρνεις

και να λιώνω όταν χαμογελάς

και να διαλύομαι όταν γελάς

και να μην καταλαβαίνω γιατί νομίζεις ότι σε απορρίπτω

όταν δε σε απορρίπτω

και να αναρωτιέμαι πως σου πέρασε απ’ το μυαλό

ότι θα μπορούσα

ποτέ να σ’ απορρίψω

και να αναρωτιέμαι ποιος είσαι

αλλά να σε δέχομαι ούτως ή άλλως

και να σου λέω για το μαγεμένο ξωτικό του δάσους

που διέσχισε πετώντας τον ωκεανό επειδή σε αγαπούσε

και να σου γράφω ποιήματα

και να αναρωτιέμαι γιατί δε με πιστεύεις

και να αισθάνομαι κάτι τόσο βαθύ

που να μη βρίσκω λόγια να το περιγράψω

και να θέλω να σου αγοράσω ένα γατάκι

το οποίο θα ζηλεύω επειδή θα το προσέχεις περισσότερο από μένα

και να σε κρατάω στο κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις

και να κλαίω σα μικρό παιδί όταν τελικά το κάνεις

και να διώχνω τις κατσαρίδες

και να σου αγοράζω δώρα που δε θέλεις

και να τα παίρνω πάλι πίσω

και να σου ζητάω να με παντρευτείς

και να λες πάλι όχι

αλλά να συνεχίζω να στο ζητάω

επειδή αν και νομίζεις ότι δεν το εννοώ

πάντα το εννοούσα από την πρώτη φορά που στο ζήτησα

και να περιπλανιέμαι στην πόλη

με τη σκέψη πως είναι άδεια χωρίς εσένα

και να θέλω ό,τι θέλεις

και να νομίζω ότι χάνω τον εαυτό μου

αλλά να ξέρω πως είμαι ασφαλής μαζί σου

και να σου λέω  για τη χειρότερη πλευρά μου

και να προσπαθώ να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου

επειδή δεν αξίζεις τίποτα λιγότερο

και να απαντάω στις ερωτήσεις σου

όταν θα προτιμούσα να μην το κάνω

και να σου λέω την αλήθεια

όταν στην πραγματικότητα δεν το θέλω

και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής

επειδή ξέρω ότι το προτιμάς

και να νομίζω ότι όλα έχουν τελειώσει

αλλά να κρατιέμαι για δέκα λεπτά ακόμα

πριν με πετάξεις έξω από τη ζωή σου και ξεχάσω ποια είμαι

και να προσπαθώ να σε πλησιάσω

επειδή είναι όμορφα να σε μαθαίνω και αξίζει τον κόπο

και να σου μιλάω κακά γερμανικά και εβραϊκά χειρότερα

και να σου κάνω έρωτα στις τρεις το πρωί

και κάπως

με κάποιο τρόπο

να σου εκφράζω έστω και λίγο

τον ακάθεκτο

τον ακατάλυτο

τον ακατάσβεστο

τον μεταρσιωτικό

τον ψυχαναλυτικό

τον άνευ όρων

τον τα πάντα πληρούντα

τον δίχως τέλος και δίχως αρχή,

ερωτά μου για σένα.


Sarah Kane

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Έρωτες

 


Ι


Σ’ αγκαλιές τα σώματα ζητούν,

να ξεκουραστούν μαθημένα,

η θλίψη κι η ασκήμια να τυραννούν.


Ανάπαυση μέτρια,

περίσκεπτη εμπιστοσύνη,

μετρημένη παράδοση του σώματος,

σχεδόν υπόκριση ερωτική

ατελής ομιλία, η απαγορευμένη.


Στρέφονται από δω κι από κει

τυράννια και συστροφή, τα σώματα,

συμπλοκή άχαρη, καμιά παρηγορία.


Τα σώματα μένουν φτωχά,

άκαμπτα και κουρασμένα.

Τα παιδεύει της ηδονής εκμηδένιση.


ΙΙ


Σκέφτομαι τις πόρνες με τα σώματα πεθαμένα,

–απ’ την κούραση κιόλας απ’ την ανάγκη–

που πρέπει ακόμα να ζήσουν.

Σκέφτομαι τις πόρνες, που φιλούν τα στόματα,

όταν, από καιρό, έχουν πεθάνει τα δικά των σώματα,

φιλούν τα χαλασμένα στόματα, σπασμένα, γεροντικά,

χαλαρά, σιχαμερά, που δεν έχουν

ομιλία καμιά, ήχον φωνής να ταιριάζει,

την φοβερήν ώρα, όταν πλαγιάζει

το ένα σώμα στ’ άλλο κοντά.


Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951)

Ζωή Καρέλλη


Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Μαρία


Στ' άσπρα σεντόνια

όταν με ρίχνεις

και το κορμί μου γεμίζεις μελανιές

στο νου μου έρχεται 

η άσχημη Μαρία

που ακόμη τους ώμους της δαγκώνει

για να μου δείξει ότι αγαπιέται. 


Από τη συλλογή, "Σκόνη σε γυαλιά ηλίου"

Ολυμπία Σταύρου

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Απλά το είπε


Τη μέρα εκείνη χιόνιζε

κι αυτή η χάρτινη σακούλα

χόρευε στον αέρα γύρω μου

δεκαπέντε λεπτά·

εκείνη την ημέρα κατάλαβα

πως πίσω από τα πράματα

υπάρχει μια ολόκληρη ζωή.

Ναι, καμιά φορά

υπάρχει τόση ομορφιά στον κόσμο

που δεν μπορώ να την αντέξω, είπε.

Τρελάθηκες, του είπα

τι ομορφιά κι αηδίες

αυτή η χάρτινη σακούλα

χόρευε πάνω από ένα ψόφιο πουλί

κάποιος την είχε πετάξει

και το πουλί μαζί.

Βλέπεις εσύ τίποτα όμορφο;

ναι, είπε, έτσι απλά το είπε

βλέπω

υπάρχει ένας τρόπος να πλαγιάζεις ψόφιος.


Μαρία Λαϊνά

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Παρά ένα δώδεκα μαγικά παραμύθια


ΙΙ

Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο. Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω. Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.

Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.

Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών. Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.

Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου; Είναι βροχή δωματίου.


Λεκτικά τοπία, 1983

Αργύρης Χιόνης 

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

Τα δεσμά

 Τα πράγματα συγχέονται,

τα μέτρα διασαλεύονται,

όλες οι λέξεις λιώνουν,

χάνονται σε ένα ποτάμι μελωδίας.

Και εγώ αναζητώ τα δεσμά μου

στα μάτια σου.

Αναζητώ την αιχμαλωσία

στη σύγχυση των χρωμάτων

στην στιγμή που άφησα πίσω μου την υποταγή

και γεύτηκα την ελευθερία.

Επαναστάτησα εναντίον του δεσμώτη μου,

μα όταν ελευθερώθηκα με βασάνισε η λευτεριά.

Άφησε με να ζήσω στη λάμψη των ματιών σου

Κάνε τα χέρια σου αλυσίδες,

και ζέστανε με τη θέρμη τους

την παγωμένη νύχτα.

Επιθυμώ να με σκεπάσεις με το δικό σου φως,

Να βλέπω μέσα απ’ τα δικά σου μάτια

το μαγικό κόσμο της καρδιάς.

Επιθυμώ να υψώσεις τα κατάρτια σου

στις θάλασσες της δικής μου αγάπης,

να αλιεύσεις τα μαργαριτάρια της.

Τράβηξέ με στη δική σου τροχιά.

Δεν άδειασε το ποτήρι εντελώς.

Ναι, προτιμώ την αιχμαλωσία σου,

δεν με ελκύει πια η αύρα της ελευθερίας.



Wafaa Wagdi 

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Για κείνον που ζητάει ένα ποίημα για τον πόλεμο


Είναι καλύτερα θαρρώ σε χρόνια σαν κι αυτά

Του ποιητή το στόμα να μένει σιωπηλό, γιατί, μα την αλήθεια,

Δεν έχουμε το χάρισμα να επέμβουμε σ’ ενός πολιτικού δουλειά.

Είναι αρκετή του ποιητή η ανάμειξη, όση να ευχαριστήσει

Μια κόρη στη νωχέλεια της νιότης της,

Ή ένα γέροντα σε μία χειμωνιάτικη νυχτιά.


W. B. Yeats

Κραυγή δέκατη πέμπτη


Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ

Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα

Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο

Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της

Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά

Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας

Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα

Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού


Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε

Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε

Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα

Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο

Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν

Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά

Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες

Τρώγαν πικρό ψωμί καπνίζαν φημερίδες

Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ’ αυτήν τη γη.


Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν

Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ

Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια

Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε

Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ

Με σπασμένη φωνή που κλαίει

Κάθε φορά στη θύμησή τους.


Κραυγές της νύχτας (1960) 

Κλείτος Κύρου

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Μπροστά σ'ένα παλιό άλμπουμ


Γυρίζεις πάντοτε, μελαγχολία,

Ώ, γλυκύτητα της μοναχικής ψυχής.

Διάπυρη οδεύει προς το τέλος της η χρυσαφένια μέρα .


Με ταπεινότητα λυγίζει στον πόνο ο υπομονετικός,

Βγάζοντας ήχους αρμονίας και τρυφερής παραφροσύνης

Κοίτα! Σκοτεινιάζει κιόλας


Ξαναγυρίζει η νύχτα και κάτι θνητό παραπονιέται

Και κάποιο άλλο πάσχει μαζί του

Τρέμοντας κάτω από τα φθινοπωρινά αστέρια

Το κεφάλι σκύβει βαθύτερα χρόνο με το χρόνο.


Georg Trakl