Ήταν ο οδηγός της. Αυτός ζούσε σε μία κόλαση. Κάθε μέρα σκεφτόταν πως ήταν νεκρός. Χρόνια, αφού αυτός πέθανε, αυτή τον σκέφτεται να σκοντάφτει μεθυσμένος μέσα στην περιστροφική πόρτα του μετρό. Μόνο οι δυο τους στην πλατφόρμα. Αυτός να της ζητάει χρήματα, πένες για να περάσει την είσοδο.
Στο γηροκομείο, μία παράλυτη γυναίκα φρουρεί την πόρτα.
Ρωτάει: «Θα γυρίσεις πίσω;» Καθένας μέσα ή έξω πρέπει να της απαντήσει.
«Μη με αφήνεις εδώ. Έλα πίσω.»
Η Μπέατρις λέει ψέματα για να περάσει το απλωμένο για χειραψία τρεμάμενο χέρι της.
Ο πατέρας της ξέρει ότι τον παρατάει σήμερα. Αυτός περιμένει.
Το κεφάλι του που πεθαίνει γυρίζει και περιπλανιέται στον αέρα.
Ένα δάκρυ γλιστράει από το δεξί της μάτι, ωμή, ξεκάθαρη μετάνοια.
Τι εννοούσε; Τις κραυγές του στην τηλεόραση που ζητούσαν θάνατο,
τα σκυλιά που είχαν στηθεί σαν κοράκια. Ο δρόμος του για το δάσος
ήταν λεπτός όπου κι αν πατούσε.
Πριν την πάει εκεί, της δείχνει την κουδουνίστρα του φιδιού στο συρτάρι του,
Τεντωμένη σαν δείκτης ρολογιού, φυλαχτό τσέπης για προστασία,
ένα αναμνηστικό από το μεγαλύτερο που είχε σκοτώσει μέχρι τώρα.
Την καλεί στο δάσος, «Πρόσεχε πού βάζεις τα πόδια σου».
Το αγαπημένο της μέρος είναι χαμηλά, ο υγρός κόλπος με τα κλαδιά,
την άμμο που κάνει σχηματισμούς σαν ίχνη φιδιού. Η θέση του είναι ψηλή,
ένα στέκι από πλατύφυλλο πεύκο. Σε αυτόν τον μακρύ διάδρομο,
το φως αναβοσβήνει, καθώς το τσεκούρι του δαγκώνει μέσα στις παραμορφώσεις ενός δέντρου, σάπια σκουλήκια, εκκρίσεις.
Τα γάντια του τρέχουν πάνω κάτω στα φτερά του φλοιού. Το στόμα της γεμίζει βάμμα από νέφτι.
Στο πρόσωπο του δέντρο, δάκρυα κολοφωνίου σκληραίνουν και λάμπουν.
Θυμάται με ποιον τρόπο αντιμετώπισε το κρεβάτι. Ορειβασία δίπλα του.
Χωρίς άγγιγμα, αλλά με ενθουσιασμό.
Σαν να επιβιβάζεσαι σε ένα τρένο και οι ιστορίες να διαδέχονται η μία την άλλη.
Αυτός να ρίχνει λάστιχα σαν πέταλα αλόγων στο Μίσιγκαν, αυτός να παλεύει αλιγάτορες στον βάλτο της Φλόριντα.
Τα λόγια του να κροταλίζουν σαν τροχοί πάνω σε ράγες, μετά να ροχαλίζει.
Αυτή νόμιζε ότι πήγαιναν μαζί. Έμεινε πίσω. Αυτή που περιμένει,
αυτή που δεν πάει πουθενά μέσα στο φορτωμένο δωμάτιο, με τον ιδρώτα του, τα τσιγάρα και το κουταλάκι.
Κανένας τρόπος να διηγηθεί την ιστορία της.
Την μεταφέρει στην πλάτη του απέναντι από το ποτάμι.
Ο ήλιος λάμπει κάτω από τα πόδια της, όπως κι ο τρόμος αυτού που κρύβεται από κάτω. Σκαρφαλώνει για να σταθεί μαζί του στην άκρη, όπου το αμμώδες έδαφος δίνει τη θέση του στο νερό.
Η ερειπωμένη γη πίσω της, τα αποτυχημένα σφραγισμένα στόμια ανθρακωρυχείων,
τα ασημένια δολάρια σαν φεγγάρια στα χέρια ανδρών το βράδυ των εκλογών.
Ξέρει ότι τον αφήνει σήμερα. Αυτή ρωτάει, «Θα πεθάνεις πριν επιστρέψω». Αυτός λέει ότι υποθέτει πως ναι.
Βλέπει τα δάκρυά της, λέει: «Μην το παίρνεις τόσο βαριά.»
Υποσχέθηκε στη μητέρα του ότι θα επέστρεφε. Δεν υποσχέθηκε ποτέ σε αυτήν.
Στο παρελθόν, πατούν την άκρη του ποταμιού και το νερό συγχωρεί.
Δεν της υποσχέθηκε ποτέ να τη συναντήσει στην πόλη, σε οποιαδήποτε από τις πόλεις που πέρασε:
Με τα πόδια στο Λος Άντζελες το 1931, ψάχνοντας για δουλειά.
Άφησε το τρέιλερ την αυγή, περπατώντας. Πουλούσε κομμένα λουλούδια στη γωνία,
πήρε μπάλες του γκολφ από μία έκταση δρόμων, ένα κέρμα ο κουβάς.
Στις κλειδωμένες πύλες του αεροσκάφους ονειρεύτηκε μία πτήση πάνω από την πόλη
σαν ασημένιος άγγελος.
Ζήτησε να δουλέψει στη αυλή ενός σπιτιού. Ο ιδιοκτήτης υπόσχεται για το αύριο.
Αυτός κρατάει τα χέρια του και λέει, σαν να μιλάει σε έναν αδερφό ή μια αδερφή,
«Μη με ξεχνάς».
Αλαμπάμα, ΗΠΑ
(Όχι Μετάφραση από Όχι Ποιήματα)
Minnie Bruce Pratt