Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Μαύρη Ψυχή

(απόσπασμα)


Είχα ένα φίλο, τον Τσίκο, 

που με είχε βαφτίσει ''Nina'', το 

ισπανικό αντίστοιχο του ''μικρή''.

Ο Τσίκο με φώναζε έτσι συνέχεια

και μου άρεσε όπως ακουγόταν. 

Μου άρεσε, επίσης, το όνομα 

''Simone'', από τότε που είδα 

την ηθοποιό Σιμόν Σινιορέ

σ' εκείνες τις γαλλικές ταινίες.

Έτσι, έφυγα από τη Φιλαδέλφεια 

ως Γιούνις Γουέιμον,

και έφτασα στο Ατλάντικ Σίτυ 

ως Νίνα Σιμόν.

Το μόνο πρόβλημα ήταν 

μήπως η μαμά ανακάλυπτε 

ότι έπαιζα πιάνο σε μπαρ. 

Άκουγα κιόλας τη φωνή της 

να αντηχεί στ' αυτιά μου: 

''Σε μπαρ; 

Για όνομα του Θεού!''

Δεν έβλεπα πώς η μαμά 

θα μπορούσε να το ανακαλύψει,

αλλά με κάποιο τρόπο, σε τέτοιες 

περιπτώσεις, πάντα το μάθαινε...

Αν υπήρχε ταμπέλα 

στο δρόμο με τ' όνομά μου,

- Απόψε παίζει η Γιούνις Γουέιμον - 

οι πιθανότητες θα ήταν αυξημένες.

Έτσι αποφάσισα να χρησιμοποιήσω

καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. 

Η στάση μου 

απέναντι στην ερμηνεία ήταν αυτή

ενός μουσικού με κλασσική παιδεία. 

Όταν παίζεις 

είσαι συγκεντρωμένος στη μουσική 

επειδή αξίζει πλήρη σεβασμό,

και το κοινό πρέπει να είναι 

ήσυχο και σιωπηλό. 

Αν ένας μεθυσμένος 

άρχιζε να φωνάζει και να τσακώνεται 

όσο έπαιζα, 

με αποσπούσε 

από τη συγκέντρωσή μου. 

Έτσι, σταματούσα μέχρι να ησυχάσει,

και αν δεν ησύχαζε δε μπορούσα 

να συνεχίσω. 

Όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, 

άρπαζαν τον τύπο και τον πέταγαν 

έξω, στο δρόμο.

Η συμπεριφορά μου 

απέναντι στο εκάστοτε ακροατήριο

διαμορφώθηκε εκεί, 

στο Μινττάουν Μπαρ εντ Γκριλ

και δεν άλλαξε ποτέ,

ανεξάρτητα από το ακροατήριό μου

ή από το πόσο μεγάλη ήταν 

η αίθουσα συναυλιών. 

Δεν επιλέγω εγώ το κοινό μου.

Αν ένα κοινό δε με σέβεται,

προσβάλλει τη μουσική που παίζω.

Και αν δε θέλει

να ακούσει τη μουσική μου, 

τότε ούτε εγώ θέλω να παίξω.

Και αν δεν τους αρέσει η στάση μου,

δεν είναι υποχρεωμένοι να έρθουν

να με δουν.

Δεν τους χρειάζομαι.

Θα έρθουν άλλοι. 


Nina Simone

Σάββατο 13 Απριλίου 2024

Η Άνοιξη

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να 'βγαινε από άδειο πιθάρι.

Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ' αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.

Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το 'νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.

Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.

Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ' τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ' τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα 'μενε κρυμμένη στη γη».


Ε.Χ. Γονατάς

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Γράμμα ενός αρρώστου


Φίλε μου Αλέξη, το ‘λαβα το γράμμα σου·

και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;

Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου

ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω…


Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας

όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,

κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα

που να μου φέρει λίγη ποικιλία.


Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα

– σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε –

και τ’ άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε

κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.


Έκλαψα βέβαια, κάτω απ’ την κουβέρτα μου.

Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!

Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα

πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.


Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα

κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη

και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα

κι όλο η μητέρα μου ‘λεγε: Το Μάρτη…


Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα

κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:

«Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!»

Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.


Να πεις σ’ όλους τους φίλους χαιρετίσματα,

κι αν τύχει ν’ απαντήσεις την Ελένη,

πως μ’ ένα φορτηγό -πες της- μπαρκάρισα

και τώρα πια να μη με περιμένει…


Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να ‘ρχότανε

σαν ένας καπετάνιος να με πάρει

χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του

κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.


Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ’ εκούρασα.

Μπορεί κιόλας να σ’ έκαμα να κλάψεις.

Δε θα ‘βρεις, βέβαια, λόγια για μι’ απάντηση.

Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις…


Νίκος Καββαδίας

Βάλτε να πιούμε


Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα

πέταξαν και χαθήκανε μες της ζωής το ρέμα.

Μα τάχα εμείς παντοτινά τ’ άφταστα θα ζητούμε;


Βάλτε να πιούμε…


Τα περασμένα σβήσανε, το τώρα δε θα μείνει.

Τροφή των χοίρων έγιναν και οι πιο λευκοί μας κρίνοι.

Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε;


Βάλτε να πιούμε…


Αδέλφια κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει.

Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι.

Στο περιγιάλι το φαιδρό ας γλεντοτραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Τάχατε κι όποιος δε μεθά κι όποιος δεν τραγουδήσει

κι όποιος στ’ αγκάθια περπατά μια μέρα δε θ’ αφήσει

τ’ αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Πες μας που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφήνει;

Πες μας που πάει ο άνεμος, που πάει η φωτιά σαν σβήνει;

Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Στο ξέχειλο ποτήρι μας είναι όλα εκεί γραμμένα.

Καπνοί `ναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα.

Καπνός κι αφρός το γέλιο μας κι εμείς που τραγουδούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Άκουσε δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη.

Μα σαν είναι ώρα γνέψε μας, δε σου ζητούμε χάρη.

Μα όσο να φύγεις πρόσμενε κι αν θέλεις σε κερνούμε.


Βάλτε να πιούμε…


Καρθαίος Κλέανδρος

Ο τελευταίος σταθμός

(απόσπασμα)


[…]


Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και νά 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες το μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες·

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·

στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.

[…]


Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44


Γιώργος Σεφέρης

Έναν ακόμα καφέ πριν φύγω


Η ανάσα σου είναι γλυκιά, τα μάτια σου είναι σαν δύο κοσμήματα στον ουρανό

Η πλάτη σου είναι ίσια, τα μαλλιά σου είναι απαλά στο μαξιλάρι όπου ξαπλώνεις

Αλλά δεν αισθάνομαι στοργή, καμία ευγνωμοσύνη ή αγάπη

Η αφοσίωσή σου δεν είναι σε μένα, αλλά στα αστέρια πάνω από το κεφάλι σου.

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω

Στην κοιλάδα κάτω

Ο μπαμπάς σου είναι παράνομος και περιπλανώμενος στο επάγγελμα.

Θα σου μάθει πώς να διαλέγεις και να επιλέγεις, και πώς να ρίχνεις τη λεπίδα.

Επιβλέπει το βασίλειό του, έτσι ώστε κανένας ξένος να μην εισβάλει.

Η φωνή του τρέμει καθώς ζητάει άλλο ένα πιάτο φαγητό.

Ακόμα ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο.

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω.

Στην κοιλάδα κάτω

Η αδελφή σου βλέπει το μέλλον όπως η μαμά σου και εσύ.

Δεν έμαθες ποτέ να διαβάζεις ή να γράφεις, δεν υπάρχουν βιβλία στο ράφι σου.

Και η ευχαρίστησή σου δεν έχει όρια, η φωνή σου είναι σαν κορυδαλλός του λιβαδιού

Αλλά η καρδιά σου είναι σαν ωκεανός, μυστηριώδης και σκοτεινή

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ για το δρόμο

Άλλο ένα φλιτζάνι καφέ πριν φύγω

Στην κοιλάδα κάτω


Bob Dylan