Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Ναι, πονάει


Ναι, πονάει όταν σκάζουν τα μπουμπούκια.
Αλλιώς γιατί να δίσταζε η άνοιξη;
Αλλιώς γιατί η φλογισμένη επιθυμία μας
να κείτεται σαβανωμένη κάτω από τον πάγο xλωμιασμένη;
Kι όμως ο κάλυκας ήταν μπουμπούκι τον χειμώνα.
Τι είναι αυτό το άγνωστο που αναδύεται και πάει να τιναχτεί;
Nαι, πονάει όταν σκάζουν τα μπουμπούκια,
πονάει γι αυτό που μεγαλώνει
και για το άλλο που κλεισμένο μένει.

Ναι, είναι πόνος πέφτοντας οι στάλες.
Από αγωνία τρέμοντας και κρέμονται βαριά,
γραπώνονται από το κλαδί, φουσκώνοντας, γλιστρούν-
αλλά το βάρος τις τραβάει κι ας είναι γραπωμένες.
Πόνος είναι να στέκεσαι διστακτικός, δειλός και διχασμένος
πόνος είναι να νιώθεις το κενό να σε τραβάει και να σου γνέφει,
κι εσύ να μένεις τρέμοντας μονάχα-
πόνος είναι να επιθυμείς να μείνεις
και μαζί να πέσεις.

Ξάφνου, την πιο κακιά στιγμή, που τίποτα δεν στέργει,
σκάζουν μες σε λαμπρή γιορτή όλα του δέντρου τα μπουμπούκια,
όταν ο φόβος έχει πια καταλυθεί
και αστραποβόλες πέφτουν οι στάλες του κλαδιού,
ξεχνώντας το φόβο του αγνώστου,
του ταξιδιού την αγωνία ξεxνώντας-
για μια στιγμή μονάχα νιώθουν να εμπιστεύονται
παραιτημένες μες στη θαλπωρή
που δημιουργεί τον κόσμο.

(μτφ: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ)
Karin Boye

Μετά θάνατον


"Πώς νιώθεις όταν αποκτάς φτερά, όταν πεθάνεις, πες μου μάνα"
"Πρώτα κυρτώνει η πλάτη γίνεται φαρδιά και μεγαλώνει

Μετά όσο πάει βαραίνει. Μοιάζει όπως όταν κουβαλάς ένα βουνό
Ραγίζουν σπάζουν τα πλευρά, οι σπόνδυλοι και το μεδούλι.

Ξάφνου ορθώνεται και μ' ένα τίναγμα όλα τα σηκώνει
Τότε μαθαίνεις ότι είσαι πια νεκρός' πως ζεις με μία μορφή αλλαγμένη"

(μτφ: Μαργαρίτα Μέλμπεργ)
Karin Boye

Το πρόσωπο του έρωτα


Το πρόσωπο σου είναι το πρόσωπο
όλων των άλλων πρίν από σένα καί μετά
από σένα' και τα μάτια σου είναι
ήρεμα σαν μια γαλάζια αυγή, που σπάζει
το χρόνο στην ώρα του. Βουκόλος
των νεφών, φρουρός της λευκής -με
εναλλαγή χρωμάτων- ομορφιάς, το τοπίο
των εξομολογημένων χειλιών σου, που έχω
εξερευνήσει, κρατά το μυστικό κάποιου
χαμόγελου όπως το τοπίο με τα μικρά
λευκά χωριά πέρα από τα βουνά'
κι οι χτύποι της καρδιάς σου
μέτρο της έκστασής τους.

Δεν υπάρχει ερώτημα μιας -κάποιας-
αρχής' δεν υπάρχει ζήτημα κατάκτησης,
δεν υπάρχει ερώτημα θανάτου: πρόσωπο
πολυαγαπημένο μου, το πρόσωπο του έρωτα!

(μτφ: Αθαν. Β. Νταουσάνης ,
από το βιβλίο "Η Ποίηση της Μαύρης Αφρικής", εκδ. Ροές, 2003)
Ingrid Jonker

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Άτιτλο

Να στέκεσαι, στη σκιά
του στίγματος στον αγέρα.

Για - κανέναν - και - για - τίποτε - να στέκεσαι.
Αγνώριστος,
μόνος για τον εαυτό σου.

Με όλα, όσα βρίσκουν χώρο μέσα του
και χωρίς
λόγια.

(μτφ: Νόρα Πυλόρωφ-Προκοπίου)
Paul Celan

Ακροτελεύτια μουσική


Κάποτε,
τότε τον άκουσα,
τότε ξέπλυνε τον κόσμο,
αθέατος, στο μάκρος της νύχτας,
αληθινά.

Μονάχος και ατελεύτητος,
εκμηδενιζόμενος,
να εκμηδενίζει.

Φως ήταν. Απελευθέρωση

(μτφ: Μηνάς Δημάκης)
Paul Celan

Αν


Απ’ το πρωί ο άνεμος ξεκάρφωνε τον ουρανό.
Απ’ το πρωί ο ήλιος κάπνιζε
ανάμεσα στα ερείπια.
Αν το πρόσωπό σου, το πρόσωπο ασπίδα. Και το σύν-
νεφο εκείνο κι ο τόπος τοπίο, και τα μάτια σου στρέ-
φοντας ξαφνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που
κοίταζαν λίγο πιο πριν.
Αν το χέρι σου ήταν.
Αν τα μάτια σου.
Αν το χέρι σου.
Αν η λέξη που πήγες να πεις.
Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου.

Τάκης Σινόπουλος

Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Δυο μήνες

Δυο μήνες τώρα σε λιμπίζομαι
και δεν το λέω
Μες στο μπλουτζίν λαμποκοπάς
όλο δροσιά και νιάτα

(Από τη συλλογή, "Το Κορμί και το Σαράκι")
Ντίνος Χριστιανόπουλος

         

Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας



Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
ποτὲ δὲ λένε τὴν ἀλήθεια
ὁ κόσμος ὑποφέρει καὶ πονᾷ
κι ἐσεῖς τὰ ἴδια παραμύθια

Τί νὰ τὰ κάνω τὰ τραγούδια σας
εἶναι πολὺ ζαχαρωμένα
ταιριάζουν σὲ σοκολατόπαιδα
μὰ δὲ ταιριάζουνε γιὰ μένα

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Ρήγμα στον κρόταφο


Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικα μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.
Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ’ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.

Έκτωρ Κακναβάτος

Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο

Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τελείωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.

Έκτωρ Κακναβάτος

Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο

Ο στόμφος εκούρασε• σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση•
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με του αστούς μακάρια πια
παρακμάζει• σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγγνώμη• ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις• λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.

Έκτωρ Κακναβάτος

Λέγοντας πέτρες


Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
… χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο•
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.

Έκτωρ Κακναβάτος

If...



Ἂν - λέω ἄν...
ἂν ὅλα δὲ συνέβαιναν τόσο νωρὶς
ἡ ἀποβολή σου ἀπ᾿ τὸ Γυμνάσιο στὴν Ε´ τάξη,
μετὰ Χαϊδάρι, Ἅι-Στράτης, Μακρονήσι, Ἰτζεδίν,
ἂν στὰ 42 σου δὲν ἤσουν μὲ σπονδυλοαθρίτιδα
ὕστερα ἀπὸ τὰ εἴκοσι χρόνια τῆς φυλακῆς
μὲ δυὸ διαγραφὲς στὴν πλάτη σου, μιὰ δήλωση
ἀποκηρύξεως ὅταν σ᾿ ἀπομονῶσαν στὸ Ψυχιατρεῖο
ἂν - σήμερα λογιστὴς σ᾿ ἕνα κατάστημα ἐδωδίμων-
ἄχρηστος πιὰ γιὰ ὅλους, στιμμένο λεμόνι,
ξοφλημένη περίπτωση, μὲ ἰδέες ἀπὸ καιρὸ ξεπερασμένες,
ἂν - λέω ἄν...
μὲ λίγη καλὴ θέληση ἐρχόνταν ὅλα κάπως διαφορετικὰ
ἢ ἀπὸ μία τυχαία σύμπτωση, ὅπως σὲ τόσους καὶ τόσους
συμμαθητές, φίλους, συντρόφους - δὲ λέω ἀβρόχοις ποσὶ
ἀλλὰ ἄν...
(Φτάνει. Μ᾿ αὐτὰ δὲ γράφονται τὰ ποιήματα. Μὴν ἐπιμένεις.
Ἄλλον ἀέρα θέλουν γιὰ ν᾿ ἀρέσουν, ἄλλη «μετουσίωση».
Τὸ παραρίξαμε στὴ θεματογραφία).

Μανόλης Αναγνωστάκης

Fair Play

Τῷ φίλω Μ.Ἄν.

Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.

Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.

Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».

Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».

Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.

Μανοῦσος Φάσσης/ Μανόλης Αναγνωστάκης

Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος

Όλα περνούν κι όλα μένουν,
αλλά δικό μας είναι το να περνάμε
να περνάμε κάνοντας δρόμους,
δρόμους πάνω στη θάλασσα.
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα,
ούτε ν’ αφήσω στη μνήμη
των ανθρώπων το τραγούδι μου.
Εγώ αγαπώ τους ανεπαίσθητους κόσμους,
τους αβαρείς και αβρούς,
σαν σαπουνόφουσκες.
Μ’ αρέσει να τους βλέπω να ζωγραφίζονται
από ήλιο και πορφύρα, να πετάνε
κάτω από το γαλανό ουρανό, να πάλλουν
κι αμέσως να σπάνε…
Ποτέ δεν κυνήγησα τη δόξα…
Διαβάτη, τα ίχνη σου είναι
μόνο ο δρόμος και τίποτε άλλο
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος,
ο δρόμος γίνεται βαδίζοντας…
Βαδίζοντας γίνεται ο δρόμος
και γυρίζοντας το βλέμμα πίσω
φαίνεται το μονοπάτι
που ποτέ δε θα ξαναπατήσεις
Διαβάτη δεν υπάρχει δρόμος
μόνο απόνερα στη θάλασσα.

Antonio Machado

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Μεγάλο γράμμα

Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο
‘Οταν τα χείλια σου ανακαλύπτουν
Τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σωρεύουν οι καιροί.
Μα έπειτα δε σου φτάνει.
Έπειτα θέλεις να βρεις όλες τις μικρές φλέβες
καθώς απλώνονται κάτω απ’το δέρμα
να βρεις όλα τα τραγούδια που δεν ειπώθηκαν
όλες τις μνήμες που ταξίδεψαν
στα λεπτά μονόξυλα
των στιγμών.

Το γέλιο σου άξαφνα ν’αρπάζει από το μπράτσο
ένα άλλο γέλιο
και να γυρνάν στους δρόμους ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά
σα μαθητές που σπαν τα καλαμάρια τους στην πόρτα του
σχολείου...

Ένα κεφάλι ν’ακουμπάει στον ώμο σου
και ο ήλιος να καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο και να φεύγει
αφήνοντας τη μέρα μες τα χέρια μας
άδειο πακέτο πυκνογραμμένο πολύτιμες σημειώσεις

Μα έπειτα
κι αυτό δε φτάνει.
Θες πιο πολλά.
Κ’ ετούτο το παρόν που καίει και καίγεται
Ετούτος ο πελώριος λιοψημένος ξυλοκόπος
ακολουθεί παντού με το βαρύ του βήμα
κ’ εύκολα δε χορταίνει δε γελιέται
όλο ακονίζοντας το τσεκούρι του στα κόκκαλα
όλο γυρεύοντας.
Και ξέρεις πως η δίψα του
είναι η δική σου δίψα.

Θέλουμε πιο πολλά
τα θέλαμε όλα.
Δε γινόταν αλλιώς.
‘Ο,τι μας έφτανε χτες
για σήμερα ήταν λίγο.
‘Ο,τι μας γέμιζε χτες
Ήθελε κι άλλο σήμερα να μη χαθεί.

Ναι, μα ένας άνθρωπος
δεν είναι πορτοκάλι να τον ξεφλουδίζεις
δεν είναι πράγμα
να τον κόβεις στα δύο και στα τέσσερα.
Είχες μια τρυφερή καρδιά κοριτσάκι.
Πίστεψε αν αδέξια την έσφιγγα
δεν το’κανα για να πονάς.
Ήθελα να σ’αγαπώ
μα ήταν πολλά τα όσα ξέραμε
ήταν πολλά τα όσα δεν είχαμε μάθει ακόμα.

Κι αν ήμουν άντρας
κ’ έπρεπε να’μαι δυνατός
(έπρεπε...)
να το ξέρεις:
Όπου μ’άγγιζες πονούσα.
Όπου δε μ’άγγιζες
πονούσα.

Και μέσα μου φουσκώναν ολόκλειστα
τα δικά μου ποτάμια
που θα μπορούσαν να ποτίσουν
όλα τα λησμονημένα περιβόλια.

Τίτρος Πατρίκιος

Θρήνος


Σκισμένα τα κορίτσια σα χαρτόνι
με στίγματα από θειάφι μέσα στο κεφάλι
με χόρτο θυμωμένο μες στο στόμα
να σπάζουν το φλιτζάνι τ’ ουρανού

με δάκρυα τεντωμένα μες στα μάτια
σα μαύρες ολοκαίνουργιες καρφίτσες
πότε το χρώμα των πουλιών θα τραγουδήσει;
πότε οι πεταλούδες θα χτυπήσουν τα μαχαίρια;
όταν στους ήλιους θα φυτρώσουν άλλα χέρια

κι ο ύπνος θα τους αδειάζει απ’ το σκοτάδι
κι η νύχτα θα ’ναι όμορφη σα μέρα

(Από τη συλλογή: Σφραγίδα ή Η Όγδοη Σελήνη)
Μίλτος Σαχτούρης

Παρασκευή 24 Ιουλίου 2015

Η πιο δημοκρατική στιγμή


Η πιο δημοκρατική στιγμή
είναι του αμοιβαίου οργασμού.

Τίτος Πατρίκιος

Αποχαιρετισμοί στη μουσική



Ι
Το όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.

Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω...

Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.

Μήτε καν αυτή τη λέξη την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.

Κι αφού τα άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα...

ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, - κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Τη στιγμή του σταυρωμού μου, και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...

Μόνος ήρθα κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.

Τι είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- Κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου...

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Η γιάμπολη


Να είχε έρθει τάχα στον κόσμο ο ήρωας της ιστορίας για να μαζεύει πάνω του όλες τις προσβολές; Αυτός ήταν ο προορισμός του στη ζωή; Όχι. Όχι ακριβώς. Τα τελευταία πέντε - έξη χρόνια τον είχε πιάσει μια σφοδρή μανία για τη γιάμπολη. Η γιάμπολη ήταν ένα κουρκούτι καμωμένο με κομμάτια γλυκόρριζας που τα έβραζαν μέσα σε γλυκό αραρούτι. Εκείνη την εποχή αυτό το κουρκούτι ήταν η καλύτερη λιχουδιά ακόμη και για το πλούσιο τραπέζι του άρχοντα του τόπου. Οι κατώτεροι αξιωματούχοι σαν το Γκόι μόνο μια φορά το χρόνο είχαν την ευκαιρία να τη δοκιμάσουν, όταν ήταν επίσημα προσκαλεσμένοι στο παλάτι του άρχοντα. Μα και τότε δεν κατάφερναν παρά να βρέξουν ίσα-ίσα τα χείλια τους. Έτσι ζούσε τόσο καιρό με τον κρυφό πόθο να φάει, να χορτάσει κάποτε με γιάμπολη. Αυτή την επιθυμία του βέβαια δεν την είχε εμπιστευτεί ποτέ σε κανένα. Κι ο ίδιος ακόμη ίσως δεν καταλάβαινε καλά - καλά πως αυτό είχε γίνει ο σκοπός της ζωής του. Κι όμως χωρίς να υπερβάλει κανείς θα μπορούσε να πει πως αυτή ήταν η αλήθεια. Είναι φορές που ο άνθρωπος αφιερώνεται σε μια ιδέα, σ' ένα σκοπό, άσχετο αν δεν πιστεύει πως θα εκπληρωθεί ποτέ. Όσοι κάτι τέτοια τα θεωρούν κουταμάρες, δεν έχουν μπει στο νόημα της ζωής. Είναι μόνο θεατές της.

Ryūnosuke Akutagawa 

Η πίστη του Ουέι Σένγκ



O Ουέι - Σένγκ, σκυθρωπός κι αμίλητος, έσυρε τα βήματά του πάνω στην άμμο, κάτω απ' το γεφύρι. Το νερό λίγο λίγο ήρθε κι αυτό και χάδεψε την άμμο στα πόδια του. Την ίδια ώρα απ' τη μεριά του ποταμιού έφτασε η ευωδιά της καλαμιάς. Ατένισε πάνω κατά το γεφύρι. Είδε μονάχα το κιγκλίδωμα, μαύρο, αιχμηρό να προβάλλει στον ουρανό που το γαλάζιο φως του, χανόταν καθώς ο ήλιος άγγιζε στη δύση του. Ο Ουέι - Σενγκ έμεινε ακίνητος.

Κάτω απ' το γεφύρι το ποτάμι έβρεχε τα σαντάλια του. Κρυότερο κι από ατσάλι το νερό φούσκωνε σιγά σιγά. Πολύ γρήγορα —ήταν βέβαιος γι' αυτό— τα γόνατά του, το στήθος του θα σκεπάζονταν απ' το υγρό στοιχείο. Να, τα δυο του κιόλας πόδια ήταν βυθισμένα στο νερό που ολοένα ανέβαινε... Κι όμως η Κυρά του δεν φαίνονταν ακόμη...

Ryūnosuke Akutagawa

Ρασομόν



Ήταν ένα παγερό σούρουπο. Ο υπηρέτης ενός σαμουράι είχε καταφύγει στο Ρασομόν περιμένοντας να κοπάσει η βροχή. Κανείς άλλος δεν βρισκόταν κάτω απ' τη μεγάλη πύλη. Στην κεντρική κολώνα που το άλικο χρώμα της είχε φύγει εδώ-κει, κούρνιαζε ένα τριζόνι. Κανονικά αυτή την ώρα της νεροποντής το Ρασομόν θα 'πρεπε να προσφέρει την προστασία του σε περισσότερους, φτωχούς κι ευγενείς, μια και βρίσκεται πάνω στο μεγάλο δρόμο του Σουτζάκου. Μα κανείς άλλος δεν βρισκόταν εκεί έξω απ' αυτόν τον άνθρωπο.

Τα τελευταία χρόνια που πέρασαν ήταν για το Κυότο όλο συφορές. Σεισμοί, καταιγίδες, πυρκαγιές το παίδεψαν για καλά. Τα παλιά βιβλία λένε πως ξύλα απ' τους ναούς ακόμα και κομμάτια από τ' αγάλματα του Βούδδα, αφού έβγαζαν το λούστρο, τα ασήμια και τα χρυσόφυλλά τους, πουλιώνταν στους δρόμους για φωτιά. Στην κατάσταση που βρισκόταν το Κυότο δεν υπήρχε θέμα να επισκευασθεί το Ρασομόν. Αυτή η ερήμωση ξεθάρρεψε τις αλεπούδες και τ' άλλα αγρίμια να χτίσουν τις φωλιές τους στα ερείπια της πύλης. Έπειτα οι κλέφτες κι οι ληστές έβρισκαν σίγουρο κρυψώνα εκεί. Στο τέλος κατάντησε συνήθεια να φέρνουν και τους φτωχούς που πέθαιναν και να τους εγκαταλείπουν εκεί. Κι όταν έπεφτε το σκοτάδι το Ρασομόν έπαιρνε τέτοια φοβερή όψη που δεν δοκίμαζε κανείς να κοντοζυγώσει.

Κοπάδια τα κοράκια φτερούγιζαν από πάνω. Όσο ήταν μέρα γυρόφερναν τη σκεπή της πύλης γεμίζοντας τον αγέρα με τις κρωξιές τους. Όταν ο ουρανός αναβοκοκκίνιζε με τη δύση του ήλιου, κούρνιαζαν στην πύλη. Τότε το Ρασομόν έμοιαζε σαν να το είχες πασπαλίσει με σουσάμι. Τόσα πολλά μαζεύονταν.

Ryūnosuke Akutagawa

Σιρό


Ο Σιρό αποδιωγμένος από τ' αφεντικά του τριγύριζε στα σοκάκια του Τόκυο. Όπου όμως κι αν βρέθηκε δεν κατάφερε να ξεχάσει πως ήταν ένας μαύρος σκύλος. Ταράχτηκε σαν κοίταξε μέσα στον καθρέφτη ενός κουρείου. Ταράχτηκε από τις λακούβες του δρόμου που γεμάτες βροχή αντανακλούσαν το θόλο του ουρανού και κείνον μαζί. Γέμισε θλίψη από τα τζάμια των βιτρινών που πάνω τους καθρεφτίζονταν τα φρέσκα δεντρόφυλλα του δρόμου. Ακόμη και τα ποτήρια τα ξεχειλισμένα μαύρη μπύρα πάνω στα τραπέζια των καφενείων σχημάτιζαν τη μορφή του. Τι θα γινόταν μ' αυτόν; Βλέπετε κείνο το αυτοκίνητο; Εκείνο το αυτοκίνητο το παρκαρισμένο έξω από το πάρκο; Το αστραφτερό του χρώμα, καθώς περπατούσε πλάι του, αντανακλούσε τη σιλουέτα του Σιρό σαν να ήταν καθρέφτης. Τίποτα δεν καθρέφτιζε το Σιρό τόσο τέλεια όσο εκείνο το μεγάλο αυτοκίνητο. Πόση ήταν έκπληξή του σαν είδε μέσα το είδωλό του! Να βλέπατε μόνο το πρόσωπο του! Ο Σιρό γόγγυξε με πίκρα και γρήγορα γλίστρησε μέσα στο πάρκο.

Ryūnosuke Akutagawa

To τραγούδι του θανάτου



Στο μεγάλο τ' ακρογιάλι
που η ψυχή μου πάει ν' αράξει,
καμιά θλίψη, καμιά τύψη,
δε θα ρθει να με ταράξει,

και το μαύρο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει,
θα γιατρέψει μια για πάντα,
την αγιάτρευτή μου πλήξη

θα γιατρέψει, μια για πάντα
και τον πόνο, και τον πόθο,
και τ' αλάλητα θλιμμένο
το παράπονο που νιώθω'

μια για πάντα, θα γιατρέψει
και την τύχη, και την πλήξη,
το μεγάλο το σκοτάδι,
που θα ρθει να με τυλίξει...

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Αlla C. Bot.



Στην αγκαλιά να σ'έσφιγγα, να σ' έσφιγγα
και με τα δυο μου χέρια, ώσπου να νιώσω
να λιώσει και να στάξει όλη η ψυχούλα σου
στους πόρους της δικής μου, σαν τη δρόσο.

Τα χείλη μου ν' αγγίζουνε τα μάτια σου
τόσο απαλά, τόσο γλυκά κι αγάλια,
που όταν τα κλείνεις να θαρρείς πως κύματα
και ζέφυροι φυσούν απ' τ' ακρογιάλια...

Κι ένα φιλί στο στόμα, τόσο ατέλειωτο,
που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι,
και τόσο ηδονικό, που να φιλιόμαστε
κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει...

Κι όταν θ' απαλοσβήνει αυτό το φίλημα,
και δεις να 'χω τα μάτια μου σφαλήσει,
θα με σαλέψεις με τα δυο χεράκια σου,
κι εγώ θα 'χω στ' αλήθεια ξεψυχήσει...

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Η αλλοτρίωση της έλξης

Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις τον θάνατο.

 (από τη συλλογή: Η ανορεξία της ύπαρξης)
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Δε σ'αγαπώ

Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.

Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,

παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.


Pablo Neruda

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

Ἕνας λύκος αἰσθηματίας


Διψάω γι’ ἀγάπη πεινάω γι’ ἀγάπη πονάω γι’ ἀγάπη
Οὐρλιάζω γι’ ἀγάπη πεθαίνω γι’ ἀγάπη ἀλλά
Εἶμαι ὁ λύκος ὁ κακός ὁ λύκος καί δέν γίνεται
Δέν εἶναι δυνατόν τέτοια αἰσθήματα νά ἔχω
Γιατί ἄν τό μάθουνε τά πρόβατα
θά πέσουνε νά μέ σπαράξουν

Αργύρης Χιόνης

Κάποιος εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά

Κάποιος  εξημέρωσε,  κάποτε, μια μοναξιά
απο θηρίο της ερήμου ζώο
την έκανε, οικόσιτο
κι ήτανε τρυφερη και διακριτική
και στην αφή τόσο απαλή
πιο απαλή ακόμα κι απο γάτα.

Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά
αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά
τον κατασπάραξε,
κανείς δεν ξέρει.

(Ασήμαντα Περιστατικά)
Αργύρης Χιόνης

Μη γίνεσαι άγριος, ποιητή


Η ζωή πληρώνει τους λογαριασμούς της με το αίμα σου
κι εσύ συνεχίζεις πιστεύοντας πως είσαι αηδόνι.
Πιάστης το λαιμό μια φορά, γδύστηνα,
ξάπλωσέ την και κάνε της την πάλη σου της φωτιάς,
γέμισέ της το μεγαλειώδες έντερο, γονιμοποίησέ την,
κάντην να γεννήσει εκατό χρόνια απ’ την καρδιά.
Αλλά με όμορφο τρόπο, αδελφέ,
με μια χειρονομία
ευνοϊκή για τη μελαγχολία.

Roque Dalton

Οκτώ χαϊκού


α.
Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα
β.
στη Γιώτα Κριτσέλη
Έσβησε ο κόσμος.
Μένει αναμμένη, μόνη
μια ανεμώνη.
γ.
Για ποια εκίνησε
κορφή και σε ποια κοίτη
κατρακύλησε!…
δ.
μνήμη Γ. Κ. Καραβασίλη
Παραπατώντας
εφτασε στον θάνατο·
τον μέθυσε η ζωή.
ε.
Σήπεσαι σώμα
στη σιωπή, στην απουσία
άλλων σωμάτων
στ.
Θεέ μου, τι αόρατο
ναυάγιο που είναι
η έρημη ζωή!
ζ.
Χειμώνας πάλι·
σβηστή η φωτιά του έρωτα
και η καρδιά μου κρύα.
η.
Το είδωλό μου
μέσα στον καθρέφτη
σαν νεκρή φύση.

(Από την ενότητα: «Ιδεογράμματα Β΄)
Αργύρης Χιόνης

Λατινική Αμερική


Ο ποιητής πρόσωπο με πρόσωπο με τη σελήνη
καπνίζει την συναρπαστική του μαργαρίτα
πίνει τη δόση του από λέξεις ξένες
πετάει με τα πινέλα του της δροσιάς
ξύνει το βιολάκι του παιδεραστή
Μέχρι που σπάει τη μούρη του
στον τραχύ τοίχο κάποιου στρατοπέδου.

Roque Dalton

Ελέησον σε

Ένιωθες μόνος και μας έπλασες για να ‘χεις
Συντροφιά εις τους αιώνας των αιώνων.
Έσφαλες όμως πλάθοντάς μας
Κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σου,
Πολλαπλασίασες τη μοναξιά σου.
Τώρα είσαι μόνος μέσα σ’ ένα πλήθος μόνων.
Δεν έχει πιο μεγάλη μοναξιά.

(Από την ενότητα «Προσευχές»)
Αργύρης Χιόνης

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Ο τρελός λαγός


Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος
Bούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα
(από τα Ποιήματα 1945-1971, Kέδρος 1977)
Μίλτος Σαχτούρης

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2015

Δυνάμωσις


Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Aπό τους νόμους μερικούς θα τους φυλάξει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Aπό τες ηδονές πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξι·
το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στην γνώσι.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Κ. Π. Καβάφης

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες. (άτιτλο)

Ναι. Έτσι είναι όπως τα λες.
Άμα ψάξεις βαθιά
βρίσκεις σπίτια δίπατα
πούχουν στο κατώι πύλινα δοχεία
λίγη ώρα μακρυά απ’ τη θάλασσα
και κοψοχρονιάς.
Και στο βουνό είν’ όμορφα
με δέντρα και ποτάμια
με γυναίκα και μια γίδα είσαι εντάξει.
Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
Ξέρω πως υπάρχουνε ατέλειωτες ακρογιαλιές
και δέντρα μες στη θάλασσα
κι ο έρωτας είναι σπουδαίο πράγμα.
Άλλα έπρεπε πρώτα να τελειώνουμε με τα γουρούνια.
Ήρθες εδώ και κάπνιζες
κοιτώντας τα σανίδια.
Ήσουν αόριστος και μακρινός
κοκκίνιζες σαν τα κορίτσια
ούτε κουβέντα για όλα αυτά
ούτε και γω σου μίλησα
σούπα μονάχα "μη χάνεσαι"
και συ μου είπες "ναι μωρέ"
κι έφυγες ξεχνώντας τα τσιγάρα σου.
Έδωσα μια και γω
έτσι όπως έχω δει
να κάνετε οι άντρες
και τρύπησα με το δάχτυλο
πέρα για πέρα το πακέτο.
Δεν ήτανε κι η μάρκα μου "μωρέ"

Κατερίνα Γώγου

Σύννεφο με παντελόνια


Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!…
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ’ το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα ‘μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα ‘μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

Vladimir Mayakovsky


   

Στίχοι για το σοβιετικό διαβατήριο


Θα καταβροχθίσω
τη γραφειοκρατία
σα λύκος
Δε σέβομαι
τα πιστοποιητικά
και στέλνω
σ’ όλους τους διαόλους
όλα τα «χαρτιά».
Όμως αυτό …
Πηγαίνοντας ξυστά
στα βαγόνια,
ένας δημόσιος υπάλληλος
αξιοσέβαστος
προχωρεί
Καθένας δείχνει το διαβατήριό του
κι εγώ
δίνω
το
μικρό μου κόκκινο καρνέ.
Είναι διαβατήρια
που σου φέρνουνε το γέλιο,
άλλα πάλι –
σου ‘ρχεται να τα φτύσεις.
Είναι, λόγου χάρη,
άξια σεβασμού
τα διαβατήρια
με το εγγλέζικο λιοντάρι
απ’ τις δυο μεριές.
Τρώγοντας
με τα μάτια αυτόν τον κύριο,
με χαιρετούρες κι υποκλίσεις
παίρνει
σα να παίρνει πουρμπουάρ,
το διαβατήριο
ενός Αμερικάνου.
Για το πολωνικό
παίρνει το ύφος
μιας κατσίκας που κοιτάζει μιαν αφίσα.
Για το πολωνικό –
το μέτωπο είναι ζαρωμένο.
Όμως, δίχως
το κεφάλι του να στρέψει,
χωρίς να δοκιμάσει
συγκινήσεις ζωηρές,
δέχεται
δίχως τα μάτια του ν’ ανοιγοκλείσει
τα δανέζικα χαρτιά
και το σουηδικά
όλων
των ειδών.
Ξαφνικά,
σα γλειμμένο απ’ τη φωτιά,
το στόμα
του κυρίου
στραβώνει.
Ο κύριος
υπάλληλος
άγγιξε
το κόκκινό μου διαβατήριο.
Τ’ αγγίζει σα να ‘ταν
μια βόμβα,
τ’ αγγίζει σα να ‘ταν
σκατζόχερας,
σα να ‘ταν
ξυράφι δίκοπο,
τ’ αγγίζει σα να ‘ταν
κροταλίας
με δυο δεκάδες γλώσσες,
που ‘χει δυο μέτρα μάκρος και περισσότερο.
Το διαβατήριο
θάμπωσε
το βλέμμα του αχθοφόρου,
που ετοιμάζεται να κουβαλήσει τις αποσκευές δίχως αμοιβή.
Ο αστυφύλακας
κοιτάζει το μυστικό,
ο μυστικός
τον αστυφύλακα.
Με πόση απόλαυση
θα μ’ είχε
μαστιγώσει, σταυρώσει
η φάρα των αστυφυλάκων,
επειδή
κρατώ στα δυο μου χέρια,
ο στηριχτής του δρεπανιού,
του σφυριού ο φορέας,
το σοβιετικό μου
διαβατήριο.
Θα καταβροχθίσω
τη γραφειοκρατία
σα λύκος
Δε σέβομαι
τα πιστοποιητικά
και στέλνω
σ’ όλους τους διαόλους
όλα τα «χαρτιά».
Όμως, αυτό …
Θα τραβήξω
απ’ τις βαθιές μου τσέπες
την απόδειξη
μεγάλου συναλλάγματος.
Διαβάστε καλά,
ζηλέψτε –
είμαι
ένας πολίτης
της Σοβιετικής Ένωσης.

Vladimir Mayakovsky

Καλώ στην απολογία!


Χτυπάει ασταμάτητα το τύμπανο του πολέμου
Καλεί να μπήγουν σίδερο στους ζωντανούς.
Από τις διάφορες επικράτειες τους πολίτες
σαν σκλάβους πουλημένους
πετούν στην κόψη της λόγχης.
Για τι;
Τρέμει η γη
πεινασμένη,
απογυμνωμένη.
Ζεμάτισαν την ανθρωπότητα στο λουτρώνα αιματηρό
μόνο γιατί
κάποιος επιμένει
να κερδίσει την Αλβανία.
Αρπάχθηκε το μίσος των ανθρώπινων σκυλολογιών αιμόχαρο,
πέφτουν στο σώμα της γης χτυπήματα ανελέητα,
μόνο για να περάσουν
τον Βόσπορο
καράβια κάποια αφορολόγητα.
Σύντομα
η γη
δε θα’ χει άσπαστο πλευρό.
Και την ψυχή θα βγάλουν
με τα χέρια απλωμένα στα δημόσια ταμεία,
μόνο για να
πάρει κάποιος
στα χέρια του
τη Μεσοποταμία.
Εν ονόματι ποιών συμφερόντων
η αρβύλα
τη γη καταπατεί τρίζοντας άγρια;
Τι είναι εκεί στον ουρανό των μαχών;
Ελευθερία;
Θεός;
Δολάριο!
Πότε επιτέλους θα σηκωθείς με όλο σου τ’ ανάστημα
εσύ,
που τη ζωή σου δίνεις ηλίθια;
Πότε θα πετάξεις στα μούτρα τους την ερώτηση
γιατί πολεμάμε, αλήθεια!

(1917)
Vladimir Mayakovsky

Εσείς θα καταφέρετε;


Αμέσως άλλαξα σα σκίτσο τη ημέρα,
ρίχνοντας την μπογιά απ’ τον κουβά,
έδειξα πάνω στην ανάγλυφή μας σφαίρα
ανάγλυφα του κόσμου τα καλά και τα στραβά.
Στα λέπια των ψαριών τα κρύα
εύκολα διάβασα τα δόγματα της κοσμοσυρροής.
Εσείς
θα καταφέρετε
να παίξετε τη νυκτωδία, σε ένα φλάουτο
από σωλήνες της υδρορροής;

Vladimir Mayakovsky

Ελευθερία έκφρασης


Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.
Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.
Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.
Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα
(μτφρ. Γιάννης Ρίτσος)
Vladimir Mayakovsky

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2015

Πρώτος Έρωτας



Στον Ζαν Μπουλλέ
για να του αλλάξω ιδέες

Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει την κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπάξ.

Boris Vian

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Διάλογος πρῶτος


Σὰ νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτὲ
κι ὅμως πονέσαμε ἀπ᾿ τὰ βάθη.
Οὔτε ποὺ μᾶς δόθηκε μία ἐξήγηση
γιὰ τὸ ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν τουλάχιστον.
Ἡ ἄλλη μισή μας ἡλικία θὰ περάσει
χαρτοπαίζοντας μὲ τὸ θάνατο στὰ ψέματα.
Καὶ λέγαμε πὼς δὲν ἔχει καιρὸ ἡ ἀγάπη
νὰ φανερωθεῖ ὁλόκληρη.
Μία μουσικὴ
ἄξια τῶν συγκινήσεών μας
δὲν ἀκούσαμε.
Βρεθήκαμε σ᾿ ἕνα διάλειμμα τοῦ κόσμου
ὁ σῴζων ἑαυτὸν σωθήτω.
Θὰ σωθοῦμε ἀπὸ μία γλυκύτητα
στεφανωμένη μὲ ἀγκάθια.
Χαίρετε ἄνθη σιωπηλὰ
μὲ τῶν καλύκων τὴν περισυλλογὴ
ὁ τρόμος ἐκλεπτύνεται στὴν καρδιά σας.
Ἐνδότερα ὁ Κύριος λειτουργεῖ
ἐνδότερα ὑπάρχουμε μαζί σας.
Δὲν ἔχει ἡ ἁπαλὴ ψυχὴ βραχώδη πάθη
καὶ πάντα λέει τὸ τραγούδι τῆς ὑπομονῆς.
Ὢ θὰ γυρίσουμε στὴν ὀμορφιὰ
μία μέρα…
Μὲ τὴ θυσία τοῦ γύρω φαινομένου
θὰ ἀνακαταλάβει, ἡ ψυχὴ τὴ μοναξιά της.

Νίκος Καρούζος

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Η κακή εικόνα


Σκάζανε αβγά
κι έβγαιναν στον κόσμο
άρρωστα παιδιά
σα σπασμένα άστρα
μαύρα περιστέρια
διώχνανε τον ήλιο
με κακές πετσέτες
μ’ άχαρες στριγκλιές
έβραζε η θάλασσα
καίγαν τα πουλιά της
τα διωγμένα ψάρια
κλαίγαν στο βουνό
κι ένα λυσσασμένο
κόκκινο φεγγάρι
ούρλιαζε δεμένο
σα σφαγμένο βόδι


Μίλτος Σαχτούρης

Κάτω από τον ουρανό

Μες στο δωμάτιο
μια βροχή από κάτουρο
πετούν αγνές κοπέλες με φτερά
ψοφίμια με ροζ στην καρδιά τους ουρανό
κι άνθρωποι μ’ ουρανό γεμάτο σάπιο αίμα
κρέμονται κι ανεμίζουν τ’ άσπρα πόδια τους
από τα μάτια τους βγαίνουνε μαχαίρια
τεράστιες μαύρες ανεμώνες φυτρώνουνε
                                                στο στήθος τους
καθώς πετάνε σφάζουν κι αγκαλιάζονται
οι αγνές κοπέλες τα ψοφίμια οι σάπιοι
                                                άνθρωποι
κάτω από έναν κατουρημένο ουρανό

Από τη συλλογή "Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο" (1958)
Μίλτος Σαχτούρης

Ξένε

με το μαύρο κοστούμι σου
που χτυπάς την πόρτα μου
και μου δείχνεις τ’ άσπρα αυτά πιάτα
πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;
πού έχεις κρύψει το μαχαίρι σου;
έχεις εν’ άστρο κόκκινο μες στο κεφάλι σου
και ψευδίζεις
θέλεις τα χρήματα
τα χρήματα που σμίξαν με το αίμα και χάθηκαν
τα χρήματα που σμίξαν με τον ύπνο και χάθηκαν
ικετεύεις
φύγε
φύγε ξένε
μες στην καρδιά μου έχω ένα ήμερο πουλί
αν τ’ αφήσω να βγει
τα δόντια του θα σε κατασπαράξουν
Από τη συλλογή "Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο κόσμο" (1958)
Μίλτος Σαχτούρης

Γράμματα στη Génica Athanasiou

Γράμματα στη Génica Athanasiou

Κι αν ποτέ η ζωή μας χώριζε, οι ψυχές μας θα
μπορούσαν να επουλωθούν με τον καιρό, αλλά
θα έμεναν κατώτερες.

τη θαμπή απόχρωση του δέρματός σου και τα λαμπερά
σου μάτια, σαν ένα νερό μέσα από φρέσκα φύλλα.

Η ζωή μου όλη είναι κόλαση, εάν δε μου γράφεις. Θέλεις
να έχεις ελέυθερη τη ζωή σου, θα την έχεις, μα δεν θα
σου φέρει ευτυχία το να την αρχίσεις με τη ρημαγμένη
ζωή ενός ανθρώπου στο κατώφλι σου. κι αυτός να είμαι εγώ.

Έξω από σένα δεν θα υπάρχει πια ολοκλήρωση για μένα
σε τίποτα μέσα σ'αυτή τη ζωή που αποτραβιέται άλλωστε από μένα κάθε μέρα, κεραυνοβόλα, μες στους
πόνους μιας παράλογης γέννας. Αποτρόπαιος τοκετός
φαντασμάτων.

Το χρόνο που περνούν οι άλλοι για να ζήσουν, εγώ
τον περνώ για ν΄ απογοητεύομαι.

Και σε λατρεύω. Έχω χαραγμένο το βλέμμα σου μες
στο μυαλό μου, πιο βαθύ κι από μαχαιριά.

Πρέπει να μου βρεις ηρωίνη με κάθε τρόπο και πρέπει
να σκοτωθείς να μου την φέρεις εδώ.-Να που
βρίσκονται τα πράγματα-

(Μετ. Ελένη Μαχαίρα)
Antonin Artaud

I

Σκέφτομαι πως ετούτη τη στιγμή
κανένας δε με σκέφτεται μέσα στο σύμπαν,
πως μόνο εγώ με σκέφτομαι,
και αν τώρα πέθαινα,
κανένας, ούτε ο εαυτός μου, δε θα με σκεφτόταν.

Κι εδώ αρχίζει η άβυσσος,
όπως όταν κοιμάμαι.
Είμαι το ίδιο μου το στήριγμα και μου το αφαιρώ.
Συμβάλλω στην επένδυση των πάντων με απουσία.

Ίσως αυτός να είν’  ο λόγος
που το να σκέφτεσαι έναν άνθρωπο
είναι σαν να τον σώζεις.

Από την ποιητική συλλογή «Κατακόρυφη ποίηση» του Roberto Juarroz σε μετάφραση του Αργύρη Χιόνη (Εκδόσεις Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη, 1997)

Roberto Juarroz

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Τα χέρια μου αν μπορούσαν να μαδήσουν


Τ’ όνομά σου προφέρω
μες στις σκοτεινές νύχτες,
σαν έρχονται τ’ αστέρια
να πιούνε στο φεγγάρι
και τα κλαδιά κοιμούνται
των κούφιων φυλλωμάτων.
Νιώθω, μ’ έχει κοιλώσει
η μουσική και το πάθος.
Ρολόι τρελό, που ψάλλει
ώρες νεκρές, αρχαίες.
Τ’ όνομά σου προφέρω
τη σκοτεινή τούτη νύχτα
και μου ηχεί τ’ όνομά σου
μακρινό όσο ποτέ.
Μακρινότερο απ’ όλα
τ’ άστρα και θρηνώδες
κι από βροχή γαλήνια.
Θα σε θέλω, όπως τότε,
καμιά φορά; Ποιο λάθος
έχει η καρδιά μου κάνει;
Αν διαλύεται η καταχνιά,
άραγε, ποιο άλλο πάθος
με περιμένει; Θα ‘ναι
ήρεμο κι αγνό, τάχα;
Αχ, αν τα δάχτυλά μου
μπορούσαν να μαδήσουν
ετούτο το φεγγάρι!
Federico Garcia Lorca

Ματωμένος Γάμος

Είμ' ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι, είμ' ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;

Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!

Αχ, πως κρυώνω! Οι στάχτες μου – μέταλλα κοιμισμένα –
ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.

Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλα μου κόκκινο αίμα,
και τ` άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα `βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!

Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου.
Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!
(Στα κλαδιά.)
Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα

στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει,
για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλα μου αίμα γλυκό,
και τα άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ' τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να βγει έξω είπα!

Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Θε να τα αστράψω τα άλογο με διαμαντένιο πυρετό.
...
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.

(μετάφραση: Νίκος Γκάτσος)
Federico Garcia Lorca