Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Ο ταξιδιώτης

Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι

αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
ώ μνήμη μνήμη
ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
κοντά στο Λουξεμβούργο
στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
ένας κρατούσε μια νυφίτσα
άλλος ένα σκαντζόχοιρο
έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
θυμάσαι το πένθος των σταθμών
πολύωρο
διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε

δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
να μιλούν
ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων

γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
και το γυμνό κοπάδι των τοπίων

κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
χαύνο κι εξοργισμένο
και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
ποταμού
και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
ματιών
κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
φοντας
αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
όπως
οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
λώναν
οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
στρώντας
βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά

Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
Ευρίπου.

Γκιγιόμ Απολλιναίρ

Απροσάρμοστοι άνθρωποι

 Υπάρχουν άνθρωποι που κοιτάν τη ζωή με το σκυθρωπό πρόσωπο και το πένθιμο βλέμμα εξόριστων στη Σιβηρία, που θα κοίταζαν από το παράθυρό τους, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, να πέφτει το χιόνι πάνω στα χιόνια. Όλα τους φαίνονται ομοιόμορφα, άδεια, ανούσια και πληκτικά.

Στο συμπόσιο της Ζωής δεν δείχνουν ούτε βουλιμία, ούτε απόλαυση. Κρατάν στάση χορτασμένων. Τίποτα δεν τους ενθουσιάζει, τίποτα δεν τους μεθάει. Όταν η ζωή τους προσφέρει κάτι άλλο, που θα το θεωρούσαν τύχη να το αποκτήσουν, τ' αφήνουν να πέσει από τα χέρια τους μ' απογοήτευση. Ονειρεύονται πάντα κάτι άλλο και ποθούν πάντα κάτι περισσότερο. Αλλά δεν μπορούν ποτέ να το καθορίσουν. Τα όνειρά τους είναι ρευστά κι οι πόθοι τους ατμώδεις: δεν έχουν ποτέ μορφή συγκεκριμένη και το περιεχόμενό τους είναι κάθε στιγμή διάφορο.

Η ζωή των ανθρώπων αυτών περνάει σχεδόν χωρίς πράξεις και χωρίς πραγματοποιήσεις κανενός είδους, σ' ένα Γαλαξία αναρίθμητων και νεφελωδών ρεμβασμών. Κάθε πράξη τους φαίνεται ελάττωση και κάθε πραγματοποίηση περιορισμός. Ό,τι οι άνθρωποι αυτοί θα 'θελαν για να αισθάνονται πως ζουν, για να βρίσκουν χαρά κι ομορφιά στη ζωή, θα 'ταν η άμεση πραγματοποίηση κι ο αδιάκοπος μετασχηματισμός – χωρίς καμιά από μέρους τους προσπάθεια – όλων των πόθων τους, όλων των εικόνων κι όλων των καταστάσεων που δημιουργεί κάθε στιγμή η φαντασία τους κι η ψυχική τους, κάθε φορά, διάθεση.

Ό,τι θα 'θελαν θα 'ταν να ζουν αδιάκοπα σ' ένα κλίμα παραμυθιών – ελεύθεροι από τους περιορισμούς του χρόνου και του διαστήματος, ελεύθεροι ακόμα κι από τους περιορισμούς του ίδιου του κορμιού τους: να 'ναι μέσα στο μεγάλο εκείνο πλοίο που περνάει στο βάθος του θαλάσσιου ορίζοντα, όταν αυτοί βρίσκονται στην παραλία, να 'ναι καθισμένοι στο κατώφλι στης ανθισμένη εκείνης βίλλας, που τη βλέπουν περνώντας μ' ένα τραίνο, να μεταμορφώνονται σε πρόσωπα της ιστορίας και του θρύλου, να μεταφέρονται στιγμιαία από έναν τόπο σε άλλο κι από μια κατάσταση σε άλλη, να ζουν εξαίσιες περιπέτειες και μοναδικούς έρωτες, να 'ναι, τέλος, ό,τι λαχταρούσε ο Άγιος Αντώνιος του Φλωμπέρ – όλο το πνεύμα κι όλη η ύλη, δηλαδή θεοί – «και να 'ναι η κάθε ημέρα τους κι ένα καινούριο θάμα».

Δεν πρόκειται για τρελούς, γιατί ό,τι οι άνθρωποι αυτοί ονειρεύονται και ποθούν ήταν ένας καιρός που το έζησαν αληθινά. Αν σήμερα το βλέμμα τους είναι πένθιμο, είναι γιατί δεν ξαναβρίσκει τις λαμπρότητες και τις μαγείες που άλλοτε το φώτιζαν. Αν όλα τους φαίνονται ανούσια, είναι γιατί έχουν ζωηρή ακόμη στα χείλια τους τη γεύση ενός συμποσίου εξαίσιου. Αν έχουν το ύφος εξόριστων, είναι γιατί στ' αλήθεια ειν' εξόριστοι: είναι έκπτωτοι άγγελοι, που διατηρούν τη νοσταλγική ανάμνηση ενός χαμένου παράδεισου. Ο χαμένος αυτός παράδεισος είναι ο κόσμος της παιδικής τους ηλικίας, ο γοητευτικός και μυστηριώδης τόπος της τέταρτης διάστασης.

Στον τόπο αυτό ο χρόνος είναι άγνωστος και το διάστημα δεν αποτελεί εμπόδιο. Τα σύνορά του αγγίζουν από τη μια πλευρά την πραγματικότητα κι από την άλλη χάνονται μέσα στο απέραντο βασίλειο του φανταστικού, τόσο που φανταστικά και πραγματικά να μην ξεχωρίζουν, αλλά να παίρνουν το ένα τη μορφή του άλλου. Η ζωή εκεί δεν είναι μια κατάσταση που υπάρχει και που στέκει αντίκρυ στον άνθρωπο, που ο άνθρωπος έχει να την αντιμετωπίσει – είναι μια αδιάκοπη προέκταση του εαυτού του, κάτι σαν την προέκταση ζωντανών σκιών στο λευκό και παρθένο πανί του κινηματογράφου.

Κάθε τι εκεί μπορεί, χωρίς να χάσει την πραγματική του υπόσταση, να παίρνει τα πιο ποικίλα σχήματα και τις πιο παράδοξες οντότητες, χωρίς κι αυτές να 'ναι λιγότερο πραγματικές. Κάθε βήμα εκεί, είναι και μια ανακάλυψη, κι όμως ο τόπος αυτός διατηρεί πάντα το γοητευτικό, κι ανησυχαστικό μαζί, μυστήριο του ανεξερεύνητου, γιατί είναι σ' αέναο μετασχηματισμό. Αλλά ό,τι είναι ακόμα πιο θαυμαστό στον κόσμο αυτόν είναι η γεύση της μαγείας που έχει κανένας απ' όλα, κι απ' όλες τις στιγμές, η εντατικότητα και το θάμπος της ζωής του. Τίποτε, τίποτε στον κόσμο της πραγματικότητας δεν μπορεί να δώσει την ίδια παλμώδη χαρά, τον ίδιο γλυκασμό ευτυχίας!

Όλοι μας ζήσαμε στον τόπο αυτό. Οι άνθρωποι όμως που γι' αυτούς μιλώ δεν στάθηκαν απλοί του μόνο υπήκοοι, όπως οι περισσότεροί μας. Γεννημένοι με μια ψυχή πιο αγνή και με μια φαντασία πιο δυνατή, υπήρξαν οι εξερευνητές κι οι βασιλιάδες του. Πήγαν μακρύτερα απ' όλους μας, είδαν θαυμαστότερα οράματα, χάρηκαν εντονότερα, δημιούργησαν περισσότερα. Γιατί για να χαρεί κανένας τον παραμυθένιο κόσμο σ' όλη του την ομορφιά και σ' όλη του τη μαγεία, δεν αρκεί να 'ταν κανένας παιδί στην ηλικία. Πρέπει και να τον έχουν προικίσει οι Μοίρες μ' εξαιρετική ευαισθησία, μ' απεριόριστη φαντασία και, πάνω απ' όλα, με μιαν ικανότητα αυταπάτης ανεξάντλητη.

Οι άνθρωποι που γι' αυτούς μιλώ είχαν αυτά τα χαρίσματα. Κι αν σήμερα περιφέρουν στη ζωή την πικρία, την αθεράπευτη μελαγχολία και την υπερηφάνεια εξόριστων, όταν όλοι οι άλλοι εμείς ζούμε σαν μετανάστες, αν ονειρεύονται αδιάκοπα τα υπέρμετρα, όταν όλοι οι άλλοι εμείς έχουμε συνθηκολογήσει, είναι γιατί διατηρούν ακόμα την ευαισθησία και τη φαντασία που είχαν όταν ήταν παιδιά, ενώ έχουν χάσει – αλίμονο! – την ικανότητα της αυταπάτης!

( «Αποχρώσεις», εκδόσεις Εστία)
Κώστας Ουράνης

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Το γράμμα

Θυμάμαι, ενώ χωρίζαμε στη μαρμαρένια σκάλα,
σταθήκαμε μια στάλα,
και μου ‘πες πως θα ξαναρθείς, για να χαρώ, -ποιος ξέρει,
μετά το καλοκαίρι.

Και τη στιγμή που βγαίναμε στη στράτα τη μεγάλη,
μου το ξανάπες πάλι’
κι απάνω κει χωρίσαμε, -χωρίσαμε σα φίλοι,
μ’ ένα φιλί στα χείλη.

Πέρασε το φθινόπωρο, κακός βοριάς σιμώνει,
κι ειν’ η καρδιά μου μόνη-
κοντοζυγών’ η παγωνιά, τα σύννεφα κι η μπόρα,
-και τι θα γίνω τώρα…

Σου ‘γραφα τόσα γράμματα, και πόσο λυπημένα:
δε μου ‘γραψες ούτ’ ένα’
και στη γιορτή σου, σου ‘στειλα τ’ άνθη τα ταxτικά σου:
δεν έλαβα δικά σου.

Τώρα, στο δρόμο σου περνώ, με μάτι κουρασμένο,
-και δε σε περιμένω’
μου φαίνεται πως όλ’ αυτά κοιμούνται σ’ έναν τάφο,
-γι’ αυτό, και δε σου γράφω.

Όμως, εκείνο το φιλί, που δώσαμε σα φίλοι,
μου τυραννεί τα χείλη:
το ‘χω, για καταδίκη μου, και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου.



(Από το βιβλίο Ποιήματα εκδ. Ζήτρος, 2001)
Ναπολέων Λαπαθιώτης

Deauville

 Ξανθή σχισμή, ξανθή σκιά και μαύρη στήλη. Και η σχισμή γίνεται πηγή που ηχεί και ρέει· και η κολόνα πίδαξ – λάλος πίδαξ, λευκός και λαγαρός, που σελαγίζει και αναβλύζει. Ανάμεσα στα χείλη λάμπουν οι μαργαρίται ως κομπολόϊ υγρό, ρευστό και ανεκλαλήτως πλούσιον.

Έτσι, όταν ασπαίρει η στιγμή και από τα έγκατα ο αλαλαγμός υψώνεται υγρός και ο θόλος του κτίσματος γεμίζει και ανθίζει – χίλια τα χρόνια της στιγμής, χίλια τα έπη της κραυγής που εκτοξεύεται και υπερυψούται.

Και όταν, κάθε φορά που η χλαλοή περνά και συσπειρούται εκ νέου η κραυγή μεσ’ στην ξανθή σκιά και επάνω από την μαύρη στήλη, πάλι χίλια τα χρόνια της στιγμής, χίλια τα έπη της κραυγής και μεσ’ στη σιωπή που απλώνεται και αυτή και υπερυψούται επάνω απ’ τη ξανθή σκιά επάνω από την μαύρη στήλη ως πίδαξ λευκός γλυπτός, ως πίδαξ ακίνητος στητός, ως όμβρος πετρωμένος, ως λόγος όρθιος μαρμαρωμένος και η σιωπή, η σιωπή, αλαλαγμός και αυτή αλαλαγμός, μέσα στη μνήμη της σακρός είς τον αιώνα τον άπαντα κρυσταλλωμένος.


Άνδρος (Μπατσί) 21 – 6 – 1956
(από το περιοδικό «Ουτοπία», τεύχος Νο 49 Μάρτιος – Απρίλιος 2002)
Ανδρέας Εμπειρίκος

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Καθρέφτης


Είμαι ασημένιος και ακριβής.
Δεν έχω προκαταλήψεις.
Ότι κι αν δω το καταπίνω αυτομάτως,
Ακριβώς όπως είναι,
Αθάμπωτο από αγάπη ή απαρέσκεια.
Δεν είμαι σκληρός μόνο ειλικρινής.
Το μάτι ενός μικρού θεού, τετραγωνισμένο.
Τον περισσότερο καιρό αυτοσυγκεντρώνομαι στον απέναντι στον απέναντι τοίχο.
Είναι ροζ με στίγματα.
Τον έχω κοιτάξει για τόσο πολύ
Που νομίζω πως είναι μέρος της καρδιάς μου.
Αλλά τρεμοσβήνει.
Πρόσωπα και σκοτάδι μας χωρίζουν ξανά και ξανά.
Τώρα είμαι μια λίμνη. Μια γυναίκα σκύβει από πάνω μου,
Ψάχνοντας στις εκτάσεις μου για το ποιά είναι στ`αλήθεια.
Έπειτα γυρνά σ`αυτούς τους ψεύτες,
Τα κεριά ή το φεγγάρι.
Βλέπω την ράχη της και την καθρεφτίζω πιστά.
Με ανταμείβει με δάκρυα
Κι ένα αγωνιώδες σφίξιμο των χεριών.
Είμαι σημαντικός για εκείνη.
Έρχεται και φεύγει.
Κάθε πρωί είναι το πρόσωπό της που αντικαθιστά το σκοτάδι.
Μέσα μου έχει πνίξει ένα νεαρό κορίτσι
Και από μέσα μου
Μια γριά γυναίκα
Αναδύεται προς το μέρος της μέρα με τη μέρα,
Σαν τρομερό ψάρι.

Sylvia Plath


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Οικογενειακό


Η μητέρα πλέκει
Ο γιος πολεμά
Το βρίσκει πολύ φυσικό η μητέρα
Και ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
Κάνει επιχειρήσεις
Η γυναίκα του πλέκει
Ο γιος του πολεμά
Αυτός επιχειρήσεις
Το βρίσκει πολύ φυσικό ο πατέρας
Και ο γιος και ο γιος
Τι βρίσκει ο γιος;
Δε βρίσκει τίποτα απολύτως τίποτα ο γιος
Ο γιος η μητέρα του πλέκει ο πατέρας του επιχειρήσεις αυτός πόλεμο
Όταν θα έχει τελειώσει ο πόλεμος
Θα κάνει επιχειρήσεις με τον πατέρα του
Ο πόλεμος συνεχίζεται η μητέρα συνεχίζει πλέκει
Ο πατέρας συνεχίζει κάνει επιχειρήσεις
Ο γιος σκοτώθηκε δε συνεχίζει πια
Ο πατέρας και η μητέρα πηγαίνουν στο νεκροταφείο
Το βρίσκουν πολύ φυσικό ο πατέρας και η μητέρα
Η ζωή συνεχίζεται η ζωή με το πλεκτό τον πόλεμο τις επιχειρήσεις
Οι επιχειρήσεις ο πόλεμος το πλεκτό ο πόλεμος
Οι επιχειρήσεις οι επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις
Η ζωή με το νεκροταφείο.

Jacques Prevert

Ένα σούπερ μάρκετ στην Καλιφόρνια

 Τι σκέψεις κάνω για σένα απόψε, Oυώλτ Oυίτμαν, έχοντας πριν
περπατήσει στα δρομάκια κάτω από τα δέντρα, με πονοκέφαλο, αμήχανος,
κοιτάζοντας τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
 Μες την πείνα και την κούρασή μου, ψάχνοντας να βρω εικόνες, μπήκα
στο σουπερμάρκετ φρούτων, το φωτισμένο με νέον, αναπολώντας τα δικά
σου κατεβατά.
 Τι ροδάκινα και τι μισοσκόταδα! Ολόκληρες οικογένειες να ψωνίζουν
τη νύχτα! Διάδρομοι γεμάτοι συζύγους! Μαμάδες στα αβοκάντο, μωρά
στις ντομάτες! – κι εσύ, Γκαρθία Λόρκα, τι έκανες εκεί κάτω στα καρπoύζια;
  Σε είδα, Ουώλτ Ουίτμαν, άκληρο, μοναχικό γερογραφιά, να σκαλίζεις
τα κρέατα στο ψυγείο και να ρίχνεις πονηρές ματιές στα μπακαλόπαιδα.
  Σ’ άκουσα να ρωτάς για κάθε τι: Ποιος σκότωσε τις χοιρινές μπριζόλες;
Πόσο πάνε οι μπανάνες; Eίσαι τ’ αγγελούδι μου;
 Περιπλανιόμουν ανάμεσα στους γυαλιστερούς σωρούς από κονσέρβες,
ακολουθώντας εσένα και στη φαντασία μου, μ’ ακολουθούσε ο ντετέκτιβ
του μαγαζιού.
 Δρασκελίσαμε μαζί τους φαρδιούς διαδρόμους μες τη μοναχική μας
φαντασίωση, τρώγοντας αγκινάρες, βάζοντας χέρι σε κάθε κατεψυγμένη
λιχουδιά κι αποφεύγοντας πάντα τον ταμία.
 Πού πηγαίνουμε, λοιπόν, Ουώλτ Ουίτμαν; Οι πόρτες κλείνουν σε μια
ώρα. Κατά πού δείχνει η γενειάδα σου απόψε;
 (Αγγίζω το βιβλίο σου, ονειρεύομαι την οδύσσειά μας στο σουπερμάρκετ
και νιώθω γελοίος.)
 Θα περπατάμε ολονυχτίς στους ερημικούς δρόμους; Tα δέντρα αθροίζουν
σκιά τη σκιά, τα φώτα σβήνουν στα σπίτια, θα ’μαστε κι οι δυό μόνοι.
 Θα σουλατσάρουμε αναπολώντας τη χαμένη Αμερική της αγάπης,
προσπερνώντας γαλάζια αυτοκίνητα στις λεωφόρους, τραβώντας για το
σιωπηλό εξοχικό μας;
 Ω, ακριβέ μου πατέρα, με τη γκρίζα γενειάδα, μοναχικέ γεροδάσκαλε
του θάρρους, ποια Αμερική είχες όταν ο Χάρος σταμάτησε τα κουπιά
κι εσύ βγήκες έξω σε μια όχθη που κάπνιζε και στάθηκες κοιτάζοντας
τη βάρκα να χάνεται στα μαύρα νερά της Λήθης;

 (Μετάφραση: Κλεοπάτρα Λυμπέρη)
Allen Ginsberg

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Κυριακή απόγευμα


Παραθαλάσσιο κέντρο
καρέκλες και τραπέζια ξέχειλα από κόσμο
μουσική χειροκροτήματα
ο μαέστρος υποκλίνεται ευγενικά
τα παιδιά τρέχουν
στη θάλασσα σέρνονται φώτα
 τραγούδια
 (Σκέφτεσαι αμέσως Καρυωτάκη)
Στους δρόμους διαβαίνουν κορίτσια
 βραδιάζει
 οι εκδρομείς επιστρέφουν
με λουλούδια
με λιοκαμένα πρόσωπα
χαρούμενοι
(θλίβεσαι που έχασες μια Κυριακή)
Άγγλοι αντιπαθητικοί
ένα ζευγάρι όμορφες γάμπες
μέσα σ’ ένα βιαστικό λεωφορείο
Άλλος και φεύγουμε!
Λάμπες ασετυλίνης
 οι δρόμοι αδειάζουν
κορμιά κολλημένα στους τοίχους
λαχανιασμένοι ψίθυροι
 (νιώθουμε ξένοι, μόνοι πολύ μόνοι)
Ποιος θα μας σώσει
 ποιος θα μας ξεκουράσει
κατά πού να γυρίσουμε
(είμαστε νικημένοι
και τόσες Κυριακές μπροστά μας)

(Εν όλω συγκομιδή, εκδ. Άγρα)
Κλείτος Κύρου

Κλέλια I

ή μάλλον το ειδύλλιο της λιμνοθάλασσας

Μὴν κλαὶς, μὴν κλαὶς καλὴ
τὶς μέρες ποὺ πέρασαν:
εἴτανε νὰ τὸ ξέρης δῶρο τῶν θεῶν

Η γῆ σιγᾶ καὶ πρὶν ἀκόμη ὁ ἥλιος
ποὺ τόσο ἀγαπᾶμε σβήση
καὶ δὲν σκοπεύει πιὰ γιὰ μᾶς νὰ ξαναβγῆ
θὲ νὰ σὲ πάρω
γιὰ νὰ προχωρήσουμε
ἀπ’ τὸ λεπτὸ χεράκι

Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ μνημεῖο ἐκεῖ πέρα
θ’ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα καὶ θὰ μποῦμε:
ἐκεῖ θὲ νὰ σὲ πάρω ἀγκαλιὰ
κι’ ἀγκαλιασμένοι ἔτσι μιὰ γιὰ πάντα
θὰ χαθοῦμε
μεσ’ στῆς Δευτέρας Παρουσίας
τὰ πολύχρωμα γυαλιὰ

Νίκος Εγγονόπουλος

Εφήμερα


«Τα μάτια σου που δεν κουράζονταν από τα δικά μου
Είναι τώρα λυγισμένα απο τη θλίψη κάτω από κρεμασμένα βλέφαρα,
Γιατί ο έρωτάς μας χάνεται».
Και τότε Εκείνη:
«Παρόλο που ο έρωτάς μας χάνεται, ας σταθούμε
Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά,
Μαζί σ’ αυτή την ώρα πραότητας
Που το κουρασμένο παιδί, το πάθος, κοιμάται.
Πόσο μακριά φαίνονται τ’ άστρα, και πόσο μακριά
Είναι το πρώτο μας φιλί, και ω, πόσο γερασμένη η καρδιά μου!»
Σκεπτικοί βημάτισαν πάνω στα ξεθωριασμένα φύλλα,
Ενώ αργά εκείνος που της κρατούσε το χέρι απάντησε:
«Το πάθος συχνά φθείρει τις περιπλανώμενες καρδιές μας».
Τους κύκλωνε το δάσος, και τα κίτρινα φύλλα
Έπεφταν σαν αδύναμοι μετεωρίτες στο μισοσκόταδο, και άξαφνα
Ένας γερασμένος λαγός εμφανίστηκε κουτσαίνοντας στο μονοπάτι·
Τον είχε καταβάλει το φθινόπωρο: και τώρα στάθηκαν
Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά:
Γυρνώντας, είδε ότι εκείνη είχε βάλει νεκρά φύλλα
μαζεμένα σιωπηλά, νοτισμένα σαν τα μάτια της,
Στο στήθος και τα μαλλιά.
«Α, μη θρηνείς», της είπε,
«Που κουραστήκαμε, αφού άλλοι έρωτες μας περιμένουν·
Μίσησε και αγάπα μέσα σ’ ευτυχισμένες ώρες.
Μπροστά μας απλώνεται η αιωνιότητα· οι ψυχές μας
Είναι έρωτας, και ένας συνεχής αποχαιρετισμός».

W.B.Yeats

ΧΧΧVI



Υπάρχουν ποιητές που είναι τεχνίτες
Και δουλεύουν τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!

Τι λυπηρό να μην ξέρεις ν’ ανθίζεις!
Να’ χεις να βάζεις στίχο σε στίχο, όπως αυτός
Που χτίζει έναν τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δεν είναι έτσι!

Αλλά το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει, και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία…

Το  σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελάω…
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνουν ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω…
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου είναι
Στην κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε, να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν’ αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.

Όποιος  έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει.

Fernando Pessoa

Η Χαρά



Ζητώ την χαράν πότε εδώ πότε εκεί!
Που είσαι; ειπέτε μου που κατοικεί;
Δεν είναι εις λόφους ‘ εις όρη υψηλά.
Ειπέτε μοι, που η μορφή της γελά;

Εις βάθη κοιλάδων επήγα ζητών.
Τον ρύακα είδα που πίπτει κροτών,
και παίζει και σύρει νερά καθαρά,
Μαζί των δεν έπαιζε πλην η χαρά.

Εζήτησ’ αύτην εις σκιάς των δασών.
Εγέλων τα φώτα αστέρων χρυσών,
Πτηνόν εκαλάδ’ εις μυρσίνη χλωράν,
Πλην έψαλε θρήνους και όχι χαράν.

Εζήτησ’ αύτην εν ευθύμους χορούς,
Εις δείπνον θαλάμους λαμπρούς και ηχηρούς.
Εις φώτα, εις σκεύη χρυσά κι’ αργυρά,
Πλην ουτ’ εις αυτά δεν ευρέθ’ η χαρά.

Την έφθασα τέλος, την εύρον μακράν,
Μακράν εις χωρίου κοιλάδα μικράν.
Τριγύρω της είχε παιδιά αρκετά,
Κ’ επήδα μ’ εκείνα κ’ εγέλα μ’ αυτά.

Που είστε καλοί παιδικοί μου καιροί!
Εφώναξα τότε με στήθος βαρύ.
Πλην όμως την είδα , πετά η χαρά.
Και αυτ’ ήν είναι η πρώτη κ’ εσχάτη φορά.

(Μετάφραση Αλεξάνδρας Ραγκαβή)
Johann Wolfgang Goethe

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Η ωραία εποχή

Νηστική χαμένη παγωμένη
Ολομόναχη άφραγκη
Μια κοπέλα δεκάξι χρόνων
Ακίνητη όρθια
Πλατεία Ομονοίας
Μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου.

Jacques Prevert

Γη


Με ηδονή αναμοχλεύουμε τα χώματά μας
Σπέρνοντας στις γυναίκες και στη γη
Λέγοντας: Γη γη γηγενής, γη μάνα γη
Γη γη πατρίδα μας παντού στην οικουμένη
Γη της καρδιάς μας
Γη του πέους μας
Γη της ψυχής μας
Άνευ ολέθρων, δίχως μιάσματα και δίχως ζήλεια γη
Γη άνευ όφεων εδεμική
Γη αθωότητας και γη ευδαιμονίας
Γη γηγενής στο αίμα μας (δικαιοσύνη)
Άνευ ορίων άνευ όρων γη
Σφύζουσα γη του γίγνεσθαι (μεγαλωσύνη)
Γη γη του μέλλοντος υπάρχεις ήδη
Στο αίμα μας
Στο σπέρμα μας
Και στ' άσματά μας.

Ανδρέας Εμπειρίκος

Μπολιβάρ, κράζω το όνομά σου

Αν η νύχτα αργεί να περάσει
παρηγόρια μας στέλνει τις παλιές της σελήνες
κι αν στου κάμπου τα πλάτη, φαντασμάτων σκοτάδια
λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν.

Ήρθ’ η ώρα της νίκης,
ήρθ’ η ώρα θριάμβου,
Μπολιβάρ!

Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα
και το κόκκινο χρώμα που’ χαν πριν τη θυσία
θα σκεπάσει μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.

Μπολιβάρ!  Μπολιβάρ! Μπολιβάρ! Μπολιβάρ!

Νίκος Εγγονόπουλος

Ι


της Magali, της Τατιάνας

Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.

(Από τη συλλογή "Νυχτερινά")
Δ.Π.Παπαδίτσας

Άτιτλο

Κοίτα που προσκυνάμε.
Όλοι ζούμε στη πόλη.

Η πόλη σχηματίζει- συχνά φυσικά,αλλά αναπόφευκτα ψυχικά,ένα κύκλο.
Ένα παιχνίδι. Ένα κύκλο θανάτου με το σεξ στο κέντρο του. Πήγαινε με το αυτοκίνητο
στις άκρες των προαστίων της πόλης. Στην άκρη ανακάλυψε ζώνες εκλεπτυσμένης
ακολασίας και ανίας, παιδική πορνεία. Αλλά στο λερωμένο κύκλο που αμέσως περιβάλλει
με το φως της ημέρας τη βιομηχανική περιοχή, υπάρχει η μόνη πραγματική ζωή του πλήθους
στους πλανήτες μας, η μόνη ζωή του δρόμου, η ζωή της νύχτας. Άρρωστοι τύποι σε ξενοδοχεία
του ενός δολαρίου, φτηνές πανσιόν, μπαρ, ενεχυροδανειστήρια, λαϊκά θεάματα και πορνεία,
σε ετοιμοθάνατες στοές που δεν πεθαίνουν ποτέ,σε δρόμους και δρόμους νυχτερινών σινεμά.

Όταν η διασκέδαση πεθαίνει, γίνεται Παιχνίδι.
Όταν το σεξ πεθαίνει γίνεται Οργασμός.

Όλα τα παιχνίδια περιέχουν την ιδέα του θανάτου.

Λουτρά, κάγκελα ή εσωτερική πισίνα. Ο πληγωμένος αρχηγός μας
στην ιδρωμένη πλάκα, χλωρίνη στην αναπνοή του και στα μακριά μαλλιά.
Ευκίνητος, αν και ανάπηρος, σώμα παλαιστή μέσων βαρών, κοντά του ο
έμπιστος δημοσιογράφος, ο μυστικοσύμβουλος. Του άρεσε να έχει κοντά του
ανθρώπους με βαθιά αίσθηση ζωής. Αλλά  οι περισσότεροι του τύπου ήταν
γύπες που κατέβαιναν στη σκηνή  για περίεργη Αμερικάνικη αταξία.
Κάμερες μέσα στο φέρετρο που παίρνουν συνέντευξη από σκουλήκια.

Χρειάζεται μεγάλο φονικό για να γυρίσεις στα βράχια
στη σκιά και να ξεσκεπάσεις παράξενα σκουλήκια από κάτω.Οι
ζωές των δυσαρεστημένων τρελών μας αποκαλύπτονται.

Η κάμερα , σαν θεός που βλέπει τα πάντα, ικανοποιεί τη
λαχτάρα μας για παντογνωσία. Να κατασκοπεύεις τους
άλλους από αυτό το ύψος και τη γωνία : πεζοί μπαινοβγαίνουν
στο φακό μας σαν σπάνια υδρόβια έντομα.

Δυνάμεις της γιόγκα. Να γίνεται κανείς αόρατος ή μικρός.
Να γίνεται γιγάντιος και να φτάνει τα πιο μακρινά αντικείμενα.
Να αλλάζει τη πορεία της φύσης. Να τοποθετείται οπουδήποτε
στο χώρο ή χρόνο. Να καλεί τους νεκρούς. Να εξυψώνει
τις αισθήσεις και να συλλαμβάνει απρόσιτες εικόνες γεγονότων
σε άλλους πλανήτες, στο βαθύτερο κομμάτι του μυαλού του,
ή του μυαλού των άλλων.

Το όπλο του ελεύθερου σκοπευτή είναι μία προέκταση του
ματιού του. Σκοτώνει με επιζήμια όραση.

Ο δολοφόνος ( ; ), βάζοντάς το στα πόδια, οδηγημένος με
ασυνήδειτη, ενστικτώδη άνεση εντόμου, σαν σκόρος, προς
μία ζώνη ασφαλείας, καταφύγιο από τους πολυσύχναστους
δρόμους. Γρήγορα, καταβροχθίστηκε το ζεστό,σκοτεινό,
αθόρυβο στομάχι του φυσικού θεάτρου.

(Οι κύριοι, σημειώσεις για την όραση)
James Douglas Morrison

Εσείς θα μπορούσατε;



Το πρόσωπο χάλασα της ρουτίνας
ρίχνοντας χρώμα απ' το ποτήρι του νερού.
Χάραξα σ' ένα πιάτο ζελατίνας
τα λοξά μάγουλα του ωκεανού.
Το κάλεσμα διάβασα νέων χειλιών
πάνω σε ψαρολέπια από λαμαρίνα.
Εσείς
ένα σκοπό νυχτερινό
θα μπορούσατε
να παίξετε σ' έναν αυλό από υδροσωλήνα;

(μτφ: Γιώργος Μολέσκης)
Vladimir Mayakovsky

Μαύρος κόρακας στη βροχή


Πάνω στο ξερό κλαδί εκεί ψηλά
Κουρνιάζει ένας βρεγμένος μαύρος κόρακας
Που στρώνει ξανά και ξανά το φτέρωμά του μες τη βροχή.
Δεν αναμένω ένα θαύμα
Ή ένα ατύχημα
Να πυροδοτήσουν την όραση
Μες τα μάτια μου,ούτε ψάχνω
Πια στον ανερμάτιστο καιρό κάποιο σχέδιο,
Μόνο αφήνω τα λεκιασμένα φύλλα να πέφτουν όπως πέφτουν,
Χωρίς τελετή, ή οιωνό.
Παρόλο που, το ομολογώ, κάποιες φορές επιθυμώ,
Κάποια ανταπόκριση απ` τον βουβό ουρανό,
Δεν έχω στ` αλήθεια παράπονο:
Κάποιο αμυδρό φως μπορεί ακόμα
Να ξεπηδήσει λευκόπυρο
Απ` της κουζίνας το τραπέζι ή την καρέκλα
Σαν μια ουράνια φωτιά που πότε πότε
Κατέχει τα πιο αμβλεία αντικείμενα–
Καθαγιάζοντας έτσι ένα διάστημα
Αλλιώς ασυνεπές
Επιδίδοντάς του γενναιοδωρία , τιμή,
Κάποιος ίσως πει αγάπη. Ούτως ή άλλως , τώρα περπατώ
Επιφυλακτική( γιατί θα μπορούσε να συμβεί ακόμα και σ` αυτό το μουντό, ερειπωμένο τοπίο)~ δύσπιστη
Παρόλ` αυτά συνετή, αγνοώντας
Πως ένας άγγελος ίσως διαλέξει να φεγγοβολήσει
Άξαφνα δίπλα μου. Γνωρίζω μόνο πως ένας κόρακας
Που τακτοποιεί τα μαύρα φτερά του μπορεί να λάμψει τόσο
Ώστε ν` αδράξει τις αισθήσεις μου, ν` ανασηκώσει
Τα βλέφαρά μου, και να μου παραχωρήσει
Μια σύντομη ανάπαυλα από το φόβο
Της απόλυτης ουδετερότητας. Με λίγη τύχη ,
Μοχθώντας επίμονα μέσα απ` αυτή την εποχή
Της κόπωσης,
Θα συρράψω ένα κάποιο κίβδηλο,
Περιεχόμενο. Τα θαύματα συμβαίνουν,
Αν σ` αρέσει να αποκαλείς αυτά τα σπασμωδικά
Τεχνάσματα ακτινοβολίας θαύματα. Η αναμονή άρχισε ξανά,
Η μακριά αναμονή για τον άγγελο,
Γι` αυτή τη σπάνια , τυχαία κάθοδο.

(μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου)
Sylvia Plath