Θυμάμαι, ενώ χωρίζαμε στη μαρμαρένια σκάλα,
σταθήκαμε μια στάλα,
και μου ‘πες πως θα ξαναρθείς, για να χαρώ, -ποιος ξέρει,
μετά το καλοκαίρι.
Και τη στιγμή που βγαίναμε στη στράτα τη μεγάλη,
μου το ξανάπες πάλι’
κι απάνω κει χωρίσαμε, -χωρίσαμε σα φίλοι,
μ’ ένα φιλί στα χείλη.
Πέρασε το φθινόπωρο, κακός βοριάς σιμώνει,
κι ειν’ η καρδιά μου μόνη-
κοντοζυγών’ η παγωνιά, τα σύννεφα κι η μπόρα,
-και τι θα γίνω τώρα…
Σου ‘γραφα τόσα γράμματα, και πόσο λυπημένα:
δε μου ‘γραψες ούτ’ ένα’
και στη γιορτή σου, σου ‘στειλα τ’ άνθη τα ταxτικά σου:
δεν έλαβα δικά σου.
Τώρα, στο δρόμο σου περνώ, με μάτι κουρασμένο,
-και δε σε περιμένω’
μου φαίνεται πως όλ’ αυτά κοιμούνται σ’ έναν τάφο,
-γι’ αυτό, και δε σου γράφω.
Όμως, εκείνο το φιλί, που δώσαμε σα φίλοι,
μου τυραννεί τα χείλη:
το ‘χω, για καταδίκη μου, και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου.
(Από το βιβλίο Ποιήματα εκδ. Ζήτρος, 2001)
Ναπολέων Λαπαθιώτης
σταθήκαμε μια στάλα,
και μου ‘πες πως θα ξαναρθείς, για να χαρώ, -ποιος ξέρει,
μετά το καλοκαίρι.
Και τη στιγμή που βγαίναμε στη στράτα τη μεγάλη,
μου το ξανάπες πάλι’
κι απάνω κει χωρίσαμε, -χωρίσαμε σα φίλοι,
μ’ ένα φιλί στα χείλη.
Πέρασε το φθινόπωρο, κακός βοριάς σιμώνει,
κι ειν’ η καρδιά μου μόνη-
κοντοζυγών’ η παγωνιά, τα σύννεφα κι η μπόρα,
-και τι θα γίνω τώρα…
Σου ‘γραφα τόσα γράμματα, και πόσο λυπημένα:
δε μου ‘γραψες ούτ’ ένα’
και στη γιορτή σου, σου ‘στειλα τ’ άνθη τα ταxτικά σου:
δεν έλαβα δικά σου.
Τώρα, στο δρόμο σου περνώ, με μάτι κουρασμένο,
-και δε σε περιμένω’
μου φαίνεται πως όλ’ αυτά κοιμούνται σ’ έναν τάφο,
-γι’ αυτό, και δε σου γράφω.
Όμως, εκείνο το φιλί, που δώσαμε σα φίλοι,
μου τυραννεί τα χείλη:
το ‘χω, για καταδίκη μου, και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου.
(Από το βιβλίο Ποιήματα εκδ. Ζήτρος, 2001)
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου