«Τα μάτια σου που δεν κουράζονταν από τα δικά μου
Είναι τώρα λυγισμένα απο τη θλίψη κάτω από κρεμασμένα βλέφαρα,
Γιατί ο έρωτάς μας χάνεται».
Και τότε Εκείνη:
«Παρόλο που ο έρωτάς μας χάνεται, ας σταθούμε
Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά,
Μαζί σ’ αυτή την ώρα πραότητας
Που το κουρασμένο παιδί, το πάθος, κοιμάται.
Πόσο μακριά φαίνονται τ’ άστρα, και πόσο μακριά
Είναι το πρώτο μας φιλί, και ω, πόσο γερασμένη η καρδιά μου!»
Σκεπτικοί βημάτισαν πάνω στα ξεθωριασμένα φύλλα,
Ενώ αργά εκείνος που της κρατούσε το χέρι απάντησε:
«Το πάθος συχνά φθείρει τις περιπλανώμενες καρδιές μας».
Τους κύκλωνε το δάσος, και τα κίτρινα φύλλα
Έπεφταν σαν αδύναμοι μετεωρίτες στο μισοσκόταδο, και άξαφνα
Ένας γερασμένος λαγός εμφανίστηκε κουτσαίνοντας στο μονοπάτι·
Τον είχε καταβάλει το φθινόπωρο: και τώρα στάθηκαν
Στη μοναχική όχθη της λίμνης ακόμα μια φορά:
Γυρνώντας, είδε ότι εκείνη είχε βάλει νεκρά φύλλα
μαζεμένα σιωπηλά, νοτισμένα σαν τα μάτια της,
Στο στήθος και τα μαλλιά.
«Α, μη θρηνείς», της είπε,
«Που κουραστήκαμε, αφού άλλοι έρωτες μας περιμένουν·
Μίσησε και αγάπα μέσα σ’ ευτυχισμένες ώρες.
Μπροστά μας απλώνεται η αιωνιότητα· οι ψυχές μας
Είναι έρωτας, και ένας συνεχής αποχαιρετισμός».
W.B.Yeats
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου