Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

VI



 Την καταδίκη μου ζητώ
την ενοχή μου θέλω ν’ αποδείξω
μα όλα τα δικαστήρια με αποπέμπουν δεν αναγνωρίζουν το έγκλη-
μα της ύπαρξης

Κι όμως η ύπαρξη είναι φονικό
χρόνος αιμόφυρτος μ’ εξηνταδυό σφυριές που σέρνεται στις φλέβες
μας
σπαράγματα του αχανούς που έγιναν οι τρώγλες του «δικού» μας
δήθεν χώρου
σκηνώματα πεφιλημένων που περιβληθήκαμε για σώματά μας
επαναλήψεις ξένων πεπρωμένων
κι όλα όσα ονομάζουμε «σταθμούς της ζωής»
όπου δεν ανταμώνουμε ποτέ μόνο χωρίζουμε
διασχίζοντας και διαμελίζοντας ο ένας τον άλλον
καθώς καθένας μας πορεύεται πάντα για αλλού

"Εκ Περάτων",
Βύρων Λεοντάρης 

Θύμηση



Έτσι ήταν τ’ απογεύματα της πρώτης μας νεότητας
ακούγαμε Las Hojas Muertas, My Foolish Heart
ή Sin Palabras στο Hotel del Puerto
κι εσένα τ’ όνομά σου ήτανε διάφανο
και αντηχούσε υπέροχο ψιθυριστά
κι εγώ πίστευα στις θεές των προγόνων μου
και σου ιστορούσα ψέματα γλυκά
για τη ζωή στους μακρυσμένους τόπους που επισκέφτηκα.

Τα σαββατόβραδα
κάναμε μεγάλους περίπατους στη μουσκεμένη άμμο
ξυπόλυτοι πιασμένοι χέρι χέρι μες στην απόλυτη σιωπή
που τη ραγίζανε μονάχα οι ψαράδες στα φωτισμένα τους πλεούμενα
αναφωνώντας για την ευτυχία μας.

Μετά επιστρέφαμε στην καλύβα του Billy
και πίναμε ένα κονιάκ μπρος στη φωτιά
καθισμένοι σ’ ένα μικρό χαλάκι του Λυρσά
κι έπειτα φίλαγα τα ξέπλεκα μαλλιά σου
κι άρχιζα να ταξιδεύω το κορμί σου με χέρια τόσο σίγουρα
που δεν τρομάξανε ποτέ στον έρωτα ή στη μάχη.

Η γύμνια σου αναδυότανε μες στη μικρή νυχτερινή μας κάμαρη
φωτιά που έκαιγε ανάμεσα στα ξύλινα χωρίσματα
κάτω απ’ το φως της λάμπας που μας έλουζε
σάμπως παράξενος ανθός από χιλιάδες δώρα καμωμένος
που με αφήνει πάντα έκπληκτο
και με καλεί σε νέα τοπία ανεξερεύνητα.

Κι η ανάσα σου κι η ανάσα μου δυο κοντινά ποτάμια
και το δέρμα σου και το δέρμα μου δυο χώρες δίχως σύνορα
κι εγώ όπως η καταιγίδα μέσα σου τη ρίζα να ακουμπώ των ηφαιστείων
κι εσύ για μένα ένα κρυφό φαράγγι
για να περνάει μοναχά το φως της χαραυγής.

Κι ήρθε ο καιρός που ήσουν μόνο η θάλασσα
μόνο η θάλασσα γεμάτη με τα ψάρια της και την αλμύρα της
να πέφτω διψασμένος στα κόκκινα μυστικά των κοραλλιών της
και σ’ έπινα αχόρταγα, αξεδίψαστα
πάλι και πάλι όπως το θαύμα που αναβλύζει
μες απ’ την τρύπα που άνοιξε μικρό παιδί στην άμμο.

Ω αγάπη κι είναι ετούτη η στιγμή κάμποσα χρόνια αργότερα
όπου το πρόσωπό σου παίρνει να γίνεται αχνό
κι η θύμησή μου αδιάκοπα αδειάζει από σένα.

Το όνομά σου ήταν μικρό κι ένα τραγούδι το ψιθύριζε
κάποιου αλλοτινού καιρού.

Roque Dalton