Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

Η μνήμη των αναμνήσεων

Η ανύψωσις του χεριού σου

Έχει τη χάρι ζαρκαδιού που τρέχει

Σε χλόη γαλάζια σαν τα φύλλα της καρδιάς σου

Το στεφάνι που έρριξες στο λαιμό του αλόγου

Είναι από άνθη λεπτότερα και από πτερά εντόμων

Η συλλογή των λουλουδιών αυτών είναι πολύτιμη

Δεν είναι συλλογή κολεοπτέρων

Δεν είναι συλλογή αγαλμάτων εξ ελεφαντοστού

Είναι μια συλλογή ενθυμημάτων

Που η διαφάνειά των ξεπερνά τα πέρατα του κόσμου

Οι πληθυσμοί της οικουμένης σε λατρεύουν

Οι σκέψεις σου είναι διάφανες όπως εσύ η ίδια

Στην επιφάνειά των πλέχουν χίλιες μικρές πομφόλυγες

Περιέχουν το πεντάσταγμα της απαλής καρδιάς σου

Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μου

 Κάθε παλμός της αυξάνει την ζωή μας

Είμαι στην άκρη του δάσους και συγκρατώ τους χθεσινούς ψιθύρους

Μπροστά μου το λειβάδι απλώνεται όπως χθες

Στην χλωρασιά του έφθασε το άλογο που αγάπησες

Όμως εσύ δεν ήλθες

Τα βήματα του αλόγου είναι ο βηματισμός του ονείρου μας

Είναι οι θάλασσες που διαβήκαμε

Τα τρεχαντήρια που χρωματίσαμε μαζί

Το άλογο αυτό κρατά στο στόμα του μια ημισέληνο

Χωρίς να την αφήση χλιμιντρίζει

Το άλογο αυτό και εγώ μαζί του

Στεκόμαστε στην άκρη του δάσους και σε περιμένουμε

Το άλογο αυτό και εγώ

Είμεθα πλάσμα εν και αδιαίρετο

Είμεθα κένταυρος που σε αγαπά

Είμεθα κένταυρος που ξέρει

Ότι δεν είναι δυνατόν να μη ξανάρθης

 

Ανδρέας Εμπειρίκος

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Η απώλεια της αγάπης

Μπαίνοντας σ’ ένα άδειο μέρος,

Χωρίς να τη βρω σε κανένα δωμάτιο

Τα κεριά και τα φώτα που ανάβω

Αργοσβήνουν μπροστά σ’ έναν άνεμο μελαγχολίας.


Χοντρή η επιφάνεια της σκόνης απλωμένη παντού

Ένα ταιριαστό θλιβερό μέρος να γράψεις το όνομά της

Ή να σχεδιάσεις το πρόσωπό της με τον τρόπο που κοίταξε

Εκείνη τη θρυλική νύχτα που ήρθε.


Το παλιό σπίτι καταρρέει σιγά-σιγά

Κάθε μέρα ακούω τον απαίσιο γδούπο

Που λέει πως ένα άλλο άνοιγμα υπάρχει εκεί

Να περνούν οι άνεμοι και να πλημμυρίζουν οι καταιγίδες.


Οι οπωρώνες μου στενάζουν και γέρνουν από φρούτα

Όπου, με Ινδική σοφία οι μέλισσες φέρνουν γύρω

Τ’ άφησα να σαπίζουν πάνω στα κλωνάρια

Και τρώω ότι πέφτει στο χώμα.


Οι βαριές αγελάδες κοπίασαν

Στην αγωνία με σβολιασμένες θηλές

Τα χέρια μου είναι χαλαρά

το αίμα μου κρύο.

Απορώ πως η καρδιά μου χτυπάει ακόμα.


Δεν έχω καμία επιθυμία να κλάψω ή να τραγουδήσω,

Ούτε επιθυμία να προσευχηθώ ή να καταραστώ

Η απώλεια της αγάπης είναι φοβερό πράγμα

Λένε ψέματα εκείνοι που πιστεύουν πως ο θάνατος είναι χειρότερος.


μετ. Γεωργ. Νικ. Σχορετσανίτ

Countee Cullen


Το απολωλός


Άδικα ψάχνεις, Κύριε, το απολωλός

κι άδικα θα χαρείς την εύρεσή του.


Αντίθετα, να ’σαι υπερήφανος

που διάλεξε με παρρησία να σ’ αρνηθεί

για την «τιμή και την πεποίθησί του».


Το απολωλός θα ζήσει κατά την κρίση του

και σύμφωνα μ’ αυτήν στο τέλος ίσως θα κριθεί.


Η ανησυχία και η θλίψη Σου

θα ’πρεπε μάλλον να στραφούν

στα υπόλοιπα ενενήντα εννέα: σε μας.


Με τη μορφή προβάτων, αδιάκοπα κοντά Σου

μας έχεις αιώνες τώρα

και για πάντα χάσει.


"Ο άνθρωπος μόνος", 2009

Γιάννης Βαρβέρης

Απώλεια


Δεν υπάρχει ζωή που

να μην είναι αθάνατη

έστω και για μια ελάχιστη στιγμή.

Ο θάνατος φτάνει πάντα καθυστερημένος

μετά από εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή.


Wislawa Szymborska

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Άτιτλο

Εδώ, στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των πυκνών ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χαθούν,   

ταξιδευτές, σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.

Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πώς λιγοστέψαν οι διαδρομές,                                            

ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία, δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή, 

μονάχα θεία πνιγμονή-

κολυμπητές στης άμμου τα βαθιά, όπως τυφλό, σε αρτηρία τυφλή

ουρλιάζει το αίμα


Τζένη Μαστοράκη

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Η γέφυρα του Μπρούκλιν


Μπήξε μια φωνή

από τη χαρά σου Coolidge

Για κάτι τέτοια εγώ

με όλη μου την καρδιά τα  σπαταλάω τα λόγια.

Κοκκινίσετε λοιπόν

όμοια με της σημαίας μου το ύφασμα

τέτοιον έπαινο ακούγοντας

κι ας πα’ να ‘σαστε σεις

δέκα φορές που λέει ο λόγος

οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Όπως μέσα στην εκκλησία μπαίνει

με κατάνυξη ο πιστός

όπως, απλός και σοβαρός

πάει να κλειστεί σ’ ένα κελί και ν’ ασκητέψει,

όμοια κι εγώ

μέσα στα σύννεφα που απλώνει

το ηλιοβασίλεμα το αποκαλυπτικό

με ταπεινοσύνη αληθινή ανεβαίνω

πάνω στη γέφυρα του Μπρούκλιν.

Όπως εισβάλλει ο νικητής σε κάποια πολιτεία

που την πνίγει ο κορνιαχτός

καβάλα στα κανόνια του

πόχουν λαιμό αψηλό σαν της καμηλοπάρδαλης –

όμοια κι εγώ, γιομάτος περηφάνια

κι όλος δίψα για ζωή

πάω καμαρωτός να σκαρφαλώσω

πάνω στη γέφυρα του Μπρούκλιν.

Όπως ένας ζωγράφος που δεν του κόφτει και πολύ

κάθεται ώρες κι ατενίζει

μ’ έρωτα και με προσοχή

σ’ ένα Μουσείο κάποια Παναγία,

όμοια κι εγώ, μες στους αιθέρες στέκω

τους σπαρμένουμς μ’ άστρα

ορθός, ατενίζοντας τη Νέα Υόρκη

ψηλά πάνω απ’ τη γέφυρα του Μπρούκλιν.

Βαριά κι ασφυχτική την ώρα που βραδιάζει

θα ‘λεγες, η Νέα Υόρκη

τα ‘χει όλα λησμονήσει και βάσανα και ορόφους

και μονάχα των σπιτιών οι ψυχές φαντάζουν

μέσα στο διάφανο των παραθύρων φέγγος.

Εδώ ψηλά μόλις που ακούγεται

των βαρούλκων ο βόμβος,

κι είν’ ένας τέτοιος πάλι βόμβος πιο γλυκός

που σε κάνει να μαντέψεις πως

περνάν σιδηροδρομικοί συρμοί

κυλώντας και τραντάζοντας

με χλαπαταγή σάμπως να βάλθηκε

κάποιος στην πιατοθήκη να σωριάζει πιάτα.

Κι όταν η ώρα φτάσει που

– σαν από κάποιου ρυακιού το ανάβρυσμα –

το παιδί του μπακάλη

πάει να κάνει διανομή τα πακέτα τη ζάχαρη,

ακριβώς είναι τότε όπου θωρείς

κάτω απ’ τη γέφυρα κατάρτια να διαβαίνουν

αψηλά στο μπόι, το πολύ όσο και μία καρφίτσα.

Νιώθω περήφανος, το λέω

για τούτο-δω το ατσάλινο χιλιόμετρο

να τα ζωντανεμένα τα παλιά όνειρά μου –

να ξεπεράσει με τη δύναμή της

η απλή κατασκευή τους παλαιούς ρυθμούς,

τα μπουλόνια τ’ ατσάλινα

μόνο αυτά να λογαριάζουν

και ο υπολογισμός τους ο ακριβής.

Κι αν ακόμα υποθέσουμε

ότι κάποτε η συντέλεια του κόσμου εσήμαινε

κι ότι το χάος έφερνε καπάκι

τον πλανήτη μας ολάκερο

αν υποθέσουμε ότι δεν απόμεινε παρά

μονάχ’ ετούτ’ η γέφυρα,

τεντωμένη περήφανα πάνω απ’ τις ύστερες τις τέφρες

πάλι και τότε –

με τον ίδιο τρόπο που από κάτι οστά

πιο ψιλά κι από βελόνες,

ξαναστήνονται οι πελώριες σαύρες

στα βάθρα των Μουσείων –

θα μπορούσε κάλλιστα

ξεκινώντας απ’ αυτή τη γέφυρα

των αιώνων ο γεωλόγος

απαρχής να συναρμόσει πάλι

τους σημερινούς καιρούς.

Θα μπορούσε να πει:

να!  τούτο-δω που βλέπετε το ατσάλινο ποδάρι

από τη μια στην άλλη του άκρη

έσμιγε θάλασσες και κάμπους,

από κείνο-κει το μέρος

η Ευρώπη κατά τα δυτικά εξορμούσε

τα ινδιάνικα φτερά της

χάνοντας στον άνεμο.

Κοιτάξτε τούτο το πλευρό

που φανερά θυμίζει κάποια μηχανή –

και φανταστείτε πόσα μπράτσα στ’ αλήθεια

θα χρειαζόταν κανείς ώστε

με το ποδάρι του πάνω στο Μανχάταν

στηριγμένο γερά να τραβήξει επάνω του

θέλω να πω στα χείλη του,

ολάκερο ένα Μπρούκλιν;

Αν κρίνω απ’ τα καλώδια τα ηλεκτρικά –

το συμπέρασμα είναι απλό –

πρόκειται για την εποχή

που διαδέχτηκε την ανακάλυψη του ατμού –

εδώ πέρα κιόλας οι άνθρωποι

ούρλιαζαν απ’ τα ραδιόφωνα

εδώ πέρα κιόλας οι άνθρωποι

πετούσαν μ’ αεροπλάνα.

Η ζωή εδώ πέρα

γι’ άλλους ήτανε αμεριμνησία σωστή,

γι’ άλλους πάλι – ατέρμονη κραυγή

λιμού και πείνας.

Από τούτο-δω το μέρος

οι άνεργοι δίνανε βουτιά

στον ποταμό τον Hudson

να πνιγούνε.

Και μπορώ εύκολα να συνεχίσω

με λεπτομέρειες πιο πολλές τον πίνακά μου,

τόσο που, ακολουθώντας κάποιος

τα ηχερά τα πλέγματα

θα ‘βγαινε ίσια στους πρόποδες των άστρων.

Ορίστε, που σα να τον βλέπω ακόμη –

στο σημείο αυτό

κάποτ’ εστάθη ο Μαγιακόφσκι

ορθός εστάθη κι ύφαινε

λέξη προς λέξη τα ποιήματά του.

Αυτή ‘ναι η γέφυρα του Μπρούκλιν.

Ώρες κάθομαι και την κοιτάζω

καθώς θα κοίταζ’ ένας Εσκιμώος

το τραίνο που περνάει,

δεν ξεκολλάω από πάνω της

τσιμπούρι της γίνομαι και λέω

Α ναι, μάλιστα…

μια τέτοια γέφυρα –

είναι η αλήθεια η ίδια


(1925)

μτφρ. Οδυσσέας Ελύτης

Vladimir Mayakovsky

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Ο πατέρας

 Ο πατέρας μου ήταν μηχανοδηγός

Κάρβουνο μύριζαν τα πέτσινα ρούχα του

Κάτω απ' τη μαύρη του τραγιάσκα

Άρχιζαν τα καπνισμένα μάτια του


Ο πατέρας μου δε μιλούσε πολύ

Μόνο χαμογελούσε κάπου κάπου

Με τα ηλιοψημένα χείλια του

Προπάντων όταν έπινε τσίπουρο

Κάτω απ' την κληματαριά τής αυλής


Αψηλός και δυνατός ήταν

Κι όταν με σήκωνε αψηλά

Με τ' ατσαλένια μπράτσα του

Δε φοβόμουν καθόλου

Όπως κι εκείνος δε φοβόταν

Ούτε τη ζωή του

Ούτε το θάνατό του:

Περνούσε με το τρένο του

Σφυρίζοντας

Μες απ' τις σκοτεινές

Τις στοιχειωμένες σήραγγες

Και τις νικούσε


Από τη συλλογή Θαλασσινό Ημερολόγιο (1981)

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου

Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι


Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.

Απογεύματα, Κυριακές στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.

Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί

ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...

Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν...

Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πώς πέθανε κι ο πατέρας.


Γι’ αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.


Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.


(Από τη συλλογή Οι πυροτεχνουργοί, 1979)

Γιώργος Μαρκόπουλος

Σκοινάκι


Ήμουν μικράκι

κι όλο έκανα σκοινάκι.

Πηδούσα χαρωπά απ’ τον ένα

στον άλλο και τον άλλον ήχο

ψηλά με το σκοινάκι είχα το νου

αλλά το άφησα

μου έπεσε

στη μέση τ’ ουρανού.

Τώρα ήχο ήχο

στη στρατόσφαιρα

στα αζήτητα

το σκοινάκι

πήρε μαζί του

και τη βαρύτητα.


«Στα ξένα», εκδ. Κέδρος, 2001

Γιάννης Βαρβέρης

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Δήμητρα

 Όπου έζησα -χειμώνας και άγρια γη

Kάθισα στο κρύο πέτρινο δωμάτιό μου

και διάλεξα δυνατές λέξεις, γρανίτη, πυρόλιθο,

για να σπάσω τον πάγο.


H ραγισμένη μου καρδιά-

-προσπάθησα να το αποτρέψω-

όμως  γλίστρησε, επίπεδη,

πάνω στην παγωμένη λίμνη.


Εκείνη ήρθε από πολύ πολύ μακριά,

αλλά την είδα τελικά να περπατά,

η κόρη μου, το κορίτσι μου,

πάνω στους αγρούς,

με πόδια γυμνά,

να φέρνει όλα τα λουλούδια της άνοιξης

στο σπίτι της μητέρας της.


Ορκίζομαι πως ο αέρας μαλάκωσε

και έγινε θερμός

με την κίνησή της,

ενώ ο γαλάζιος ουρανός χαμογελούσε, την ίδια ακριβώς στιγμή,

με το μικρό ντροπαλό στόμα ενός νέου φεγγαριού.


 Carol Ann Duffy 

Εκπαίδευση για τον ελεύθερο χρόνο


Σήμερα θα σκοτώσω κάτι. Ο,τιδήποτε.

Αρκετά αγνοήθηκα και σήμερα

θα το παίξω Θεός. Είναι μια συνηθισμένη μέρα,

μια απόχρωση του γκρι με βαρεμάρα ανακατώνονται στους δρόμους.

Λιώνω μια μύγα στο παράθυρο με τον αντίχειρά μου.

Το κάναμε αυτό στο σχολείο. Σαίξπηρ. Ήταν σε

μια άλλη γλώσσα και τώρα η μύγα είναι σε μια άλλη

γλώσσα.

Εκπνέω ταλέντο στο τζάμι για να γράψω τʼ όνομά μου.

Είμαι μία ιδιοφυία. Θα μπορούσα να γίνω στʼ αλήθεια ο,τιδήποτε,

έστω και με μισή ευκαιρία. Όμως σήμερα θα αλλάξω τον κόσμο.

Τον κόσμο του κάτι. Η γάτα με αποφεύγει. Η γάτα

ξέρει ότι είμαι μία ιδιοφυία, και κρύφτηκε.

Χύνω το χρυσόψαρο στον καμπινέ. Τραβάω καζανάκι.

Βλέπω ότι αυτό είναι καλό. Το παπαγαλάκι πανικοβάλλεται.

Κάθε δεκαπέντε μέρες, περπατώ δυο μίλια μέχρι την πόλη

για το επίδομα. Υπογράφω. Δεν εκτιμούν το αυτόγραφό μου.

Δεν έμεινε τίποτα να σκοτώσω. Τηλεφωνώ στο ράδιο

και λέω στον σπίκερ ότι μιλάει με έναν σούπερ-σταρ.

Μου το κλείνει. Παίρνω το κουζινομάχαιρο και βγαίνω.

Τα πεζοδρόμια αστράφτουν άξαφνα. Αγγίζω το χέρι σου.


Carol Ann Duffy

Άτιτλο

 Κι ύστερα τι

δεν είχε τίποτα να φοβηθεί ή να κρύψει

οι φτωχοί δεν έχουν τίποτα να κρύψουν έλεγε

κι έγραφε με το δάχτυλο ένα κύκλο στο χώμα

και μέσα του στο κέντρο ένα ανθρωπάκι

η παραλία ήταν ήσυχη

κάποιος είχε ρίξει μια πετονιά

και περίμενε χωρίς να τρέμει

στο γυρισμό είχε βραδιάσει

τον βρήκε στην ίδια θέση

και για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια από τότε που

ήτανε μικρό παιδί

του ’ρθε η επιθυμία

εκεί πίσω από τον άνθρωπο

να πάρει ένα χαλίκι και να το πετάξει στη θάλασσα

θαρρώ πως πήρε ένα

το ’σφίξε στη χούφτα του στάθηκε μια στιγμή

ο άνθρωπος εκεί ένα γυρτό μαύρο σημάδι

συνέχισε

το καφενείο ήταν κλειστό οι καρέκλες ανάκατες

κάθησε σε μια δίπλα στο τζιου-μποξ

στ’ αυτιά του ακόμα η πλάκα από τ’ απόγεμα

το φανταράκι απόψε πάλι

η Αλεξανδρούπολη είναι μακριά

ο Αριστείδης αυτή την ώρα θα γράφει γράμματα που δε

θα στείλει

ή θα σκέφτεται σκοπιά

θα μακαρίζει εμάς τους έξω

και θα ονειρεύεται μια βαθιά πολυθρόνα

έναν καφέ που θα πίνει μ’ αργές γουλιές

και τσιγάρα αμέτρητα τσιγάρα

στο μυαλό του ακόμα η πλάκα

έχει μεράκια

βλακείες είπε κι ένιωσε το κρύο

από τη νύχτα και τη θάλασσα

ήθελε να σηκωθεί και να φύγει

κι έμενε εκεί στην καρέκλα δίπλα στο τζιου-μποξ

χωρίς να κοιτάζει τη θάλασσα

και το μικρό πράσινο φωτάκι του φάρου

μια ν’ ανάβει μια να σβήνει

το τραγούδι συνέχιζε μέσα του και τον ενοχλούσε

γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα

μ’ αρέσει να βλέπω τους άντρες να ξυρίζονται

όλους;

ναι όλους

κι ύστερα το λίγο αίμα που έτρεξε

σκατά είπε και πάλι δεν κινήθηκε

ο άνθρωπος’ με την πετονιά σκέφτηκε και κρύωνε πάλι

το τραγούδι ακόμα

απ’ το κορίτσι του

ηλίθιε φώναξε δυνατά και σηκώθηκε ντροπιασμένος

όταν είδε λίγο πιο κάτω αριστερά στον άσπρο τοίχο με

τις διαφημίσεις

δυο νεαρούς να τρέχουνε και να χάνονται στο στενό

πήγε στον τοίχο

το χρώμα έσταζε σαν αίμα κάτω από τα γράμματα

μαλάκα είπε τρόμαξες τα παιδιά

είχε αρχίσει να ξημερώνει


Αγγελική Ελευθερίου

Άτιτλο

 Στον ύπνο της έβλεπε όνειρα ερωτικά

ξύπνησε με διάθεση να φάει φαγιά ωραία και γλυκά πολλά

γλυκά

δε βρήκε παρά ένα βαζάκι με ζαχαρωμένο σταφύλι

από το περασμένο καλοκαίρι

της το ’χε φέρει η μάνα της και δεν ξέρει πώς

αλλά της ήρθε να πει

το ’πε κιόλας «Θεός σχωρέσ’ την»

στάθηκε μια στιγμή άφησε το κουταλάκι στο γλυκό μπήκε

στο δωμάτιο

και πια ήξερε

μέρες τώρα την τριγύριζε

πως η αγωνία ξανάρθε

δεν ήθελε

ο καιρός ήταν ωραίος άνοιξη

είχε κατέβει και στα μαγαζιά

αγόρασε υφάσματα χρωματιστά

άκουσε κάτι γυναίκες στο τρόλεϋ που μιλούσαν για

χρώματα

φορέματα και τέτοια της άρεσε

σκέφτηκε να τηλεφωνήσει στη μάνα της

όχι τώρα αργότερα είπε

μπορεί να καταλάβει τώρα

τι να καταλάβει είπε και τ’ άφησε

μπήκε στο δωμάτιο άναψε τσιγάρο

το σπίτι βρώμισε σκέφτηκε κι ανασκουμπώθηκε

και θυμήθηκε που όταν ήτανε μικρή και μαλώνανε οι

γονείς της

όλο δουλειές έκανε κι έτρωγε και ξύλο κι όλο μαλώναν κι όλο

το ίδιο κι όταν ο άντρας της γύριζε με νεύρα

όλο έκανε για να περάσει η μπόρα όπως λέγανε και δεν

επέρναγε

κι άρχισε να σπάει και να πετάει να ξεκαθαρίζει τα παλιά

έβαλε και μουσική που της άρεσε

κι άρχισε να χορεύει γύρω απ’ τα σκουπίδια

κουράστηκε και σταμάτησε

από τα πόδια και τα χέρια της έτρεχε αίμα

σκοτωμένο το ’πε

πλύθηκε κι άλλαξε

το τηλέφωνο χτύπησε ήταν η μάνα της

το ακουστικό το κρατούσε λίγο μακριά


Αγγελική Ελευθερίου

Άτιτλο

 


Κάποτε θα ‘πρεπε αυτή η ιστορία να τελειώνει

μαζί ή μόνη

μαζί

μόνη

όχι μαζί

και ξανά μόνη

να μείνει ή να φύγει

να μείνει

να φύγει

να μείνει να

να φύγει πάλι

Στο τέλος αποφάσισε

ό,τι ήταν από αρχής συντελεσμένο

μαζί

να μείνει μόνη

μαζί να φύγει

μόνη

Πες μου μια ιστορία χωρίς τέλος


Αγγελική Ελευθερίου