Μπαίνοντας σ’ ένα άδειο μέρος,
Χωρίς να τη βρω σε κανένα δωμάτιο
Τα κεριά και τα φώτα που ανάβω
Αργοσβήνουν μπροστά σ’ έναν άνεμο μελαγχολίας.
Χοντρή η επιφάνεια της σκόνης απλωμένη παντού
Ένα ταιριαστό θλιβερό μέρος να γράψεις το όνομά της
Ή να σχεδιάσεις το πρόσωπό της με τον τρόπο που κοίταξε
Εκείνη τη θρυλική νύχτα που ήρθε.
Το παλιό σπίτι καταρρέει σιγά-σιγά
Κάθε μέρα ακούω τον απαίσιο γδούπο
Που λέει πως ένα άλλο άνοιγμα υπάρχει εκεί
Να περνούν οι άνεμοι και να πλημμυρίζουν οι καταιγίδες.
Οι οπωρώνες μου στενάζουν και γέρνουν από φρούτα
Όπου, με Ινδική σοφία οι μέλισσες φέρνουν γύρω
Τ’ άφησα να σαπίζουν πάνω στα κλωνάρια
Και τρώω ότι πέφτει στο χώμα.
Οι βαριές αγελάδες κοπίασαν
Στην αγωνία με σβολιασμένες θηλές
Τα χέρια μου είναι χαλαρά
το αίμα μου κρύο.
Απορώ πως η καρδιά μου χτυπάει ακόμα.
Δεν έχω καμία επιθυμία να κλάψω ή να τραγουδήσω,
Ούτε επιθυμία να προσευχηθώ ή να καταραστώ
Η απώλεια της αγάπης είναι φοβερό πράγμα
Λένε ψέματα εκείνοι που πιστεύουν πως ο θάνατος είναι χειρότερος.
μετ. Γεωργ. Νικ. Σχορετσανίτ
Countee Cullen
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου