Θα έρθουν με τήβεννους
να σωφρονίσουν
και με λευκές ρόμπες
να υποτάξουν
κι εσύ πού θα είσαι
όταν έρθουν;
Πού θα είμαστε όλοι εμείς
όταν έρθουν;
από το περιοδικό "Τεφλόν", 2014
Pat Parker
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι σκύλοι μ'άσπρα λουλούδια στο κεφάλι περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο και μέσα φαίνονταν τα σφυριά και τα μαχαίρια
Θα έρθουν με τήβεννους
να σωφρονίσουν
και με λευκές ρόμπες
να υποτάξουν
κι εσύ πού θα είσαι
όταν έρθουν;
Πού θα είμαστε όλοι εμείς
όταν έρθουν;
από το περιοδικό "Τεφλόν", 2014
Pat Parker
Άνθρωπε, που κοιτάζεις μέσα στη θάλασσα –
στερώντας τη θέα από εκείνους που έχουν πάνω της το ίδιο δικαίωμα όσο έχεις κι εσύ για τον εαυτό σου –
είναι φύσει ανθρώπινο να σταθείς στη μέση ενός πράγματος,
αλλά δε γίνεται να σταθείς εν μέσω αυτής:
η θάλασσα δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει παρά έναν καλοσκαμμένο τάφο.
Τα έλατα στέκονται σε πομπή – έκαστο με ένα σμαραγδένιο τρίγωνο στην άκρη – εσωστρεφή όπως τα περιγράμματά τους – λέγοντας τίποτα·
η απώθηση, ωστόσο, δεν είναι το πιο εξόφθαλμο χαρακτηριστικό της θαλάσσης·
η θάλασσα είναι ένας συλλέκτης, ταχύς στο να επιστρέψει το αδηφάγο βλέμμα.
Υπάρχουν κι άλλοι πέρα από εσένα οι οποίοι ενδύθηκαν αυτό το βλέμμα –
η έκφραση των οποίων έπαψε να είναι μία διαμαρτυρία –
τα κόκκαλα των οποίων έπαψαν να είναι το αντικείμενο της έρευνας για τα ψάρια
εφόσον δεν έχουνε αντέξει·
άντρες ρίχνουν τα δίχτυα, δίχως επίγνωση πώς βεβηλώνουν έναν τάφο,
και κωπηλατούν γρήγορα μακριά· όμοια με τα πόδια της αράχνης στην επιφάνεια
κινούν συγχρονισμένα τα πτερύγια λες και δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα
όπως ο θάνατος.
Οι κυματισμοί αναδιπλώνονται εις εαυτόν σε μία φάλαγγα – υπέροχοι κάτω από ένα αφρώδες δίκτυο,
και καταλήγουν ξέπνοα ενώ η θάλασσα θροΐζει μέσα κι έξω από τα φύκια·
τα πουλιά βουτούν στον αέρα με τη μέγιστη ταχύτητα, γιουχάροντας κατά το σύνηθες–
τις ρίζες των βράχων γδέρνει το καύκαλο μιας χελώνας, ανάμεσά τους εν κινήσει κι ο ωκεανός, κάτω από τον παλμό των φάρων και τον ήχο των σημαδούρων,
όπως πάντα προελαύνει, δείχνοντας λες και δεν είναι αυτός ο ίδιος ωκεανός
μες στον οποίο όλα τα πεταμένα πράγματα δεσμεύονται να βουλιάξουν –
μες στον οποίο το αν αναδεύονται ή αν θα στροβιλιστούν, δεν θα ‘ναι
από δική τους βούληση ή συνείδηση.
Marianne Moore
Μια εύσωμη νέα ξέσκουφη γυναίκα
με ποδιά
Τα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω στέκεται
στον δρόμο
Το ένα πόδι με την κάλτσα πατάει
στο πεζοδρόμιο
Το παπούτσι της στο χέρι. Κοιτάζοντας
προσεχτικά στο βάθος του
Τραβάει έξω τον χάρτινο πάτο
να βρει το καρφί
Που την πόναγε
William Carlos Williams
Κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα
είχα γράψει πριν από χρόνια
κι ως σήμερα μου το καταλογίζουν.
Όμως οι στίχοι κάνουν τη δική τους τη δουλειά
δείχνουν τα καθεστώτα, τα κατονομάζουν
ακόμα κι όταν πάνε να εξωραϊστούν
ν’ ανακαινίσουν λίγο τη βιτρίνα
ν’ αλλάξουν επωνυμία και ταμπέλα.
Μάλιστα οι στίχοι κάποτε πετυχαίνουν
σ’ απρόσμενες στάσεις τους ηγέτες
βέβαιους πως κανένας δεν τους βλέπει
με σώβρακο κιτρινισμένο κι ανοιχτό
πριν φορέσουν περισκελίδα ή παντελόνι
με καλαμένια πόδια παντόφλες στραβοπατημένες
πριν βάλουν μπότες ή σκαρπίνια
με την κοιλιά να ξεχειλάει πριν τη ρουφήξουν
για να κουμπώσουν το αμπέχονο ή το σακάκι
με τις μασέλες αφημένες στο ποτήρι
πριν ξαναπροβάρουν τον ιστορικό τους λόγο
με τα προγούλια τους να κρέμονται, τις λάπες
πριν θεληματικό υψώσουν το πηγούνι
πριν ατενίσουν πάντα νέοι το μέλλον.
Οι στίχοι δεν ανατρέπουν καθεστώτα
μα σίγουρα ζούνε πιο πολύ
απ’ όλες τις καθεστωτικές αφίσες.
(25 χρόνια μετά το ποίημα "Στίχοι 2")
Τίτος Πατρίκιος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυο θαμπούς προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν με τη μοναδική λέξη: ζω.
«Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος,
«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες
Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα.»
Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου. Κρίνε για να κριθείς.
Μανόλης Αναγνωστάκης
Στίχοι που κραυγάζουν
στίχοι που ορθώνονται τάχα σαν ξιφολόγχες
στίχοι που απειλούν την καθεστηκυία τάξη
και μέσα στους λίγους πόδες τους
κάνουν ή ανατρέπουν την επανάσταση,
άχρηστοι, ψεύτικοι, κομπαστικοί,
γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες.
(Ποιες μάζες; Μεταξύ μας τώρα –
ποιοι σκέφτονται τις μάζες;
Το πολύ μια λύτρωση ατομική, αν όχι ανάδειξη.)
Γι’ αυτό κι εγώ δε γράφω πια
για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια
όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια.
Μόνο μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω
να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή.
Όσο μπορώ, κι όσο κρατήσω.
Τίτος Πατρίκιος