Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Κάθε ημέρα

Να τη φέρεις στο σπίτι μετά το σχολείο
αν αφήνουμε πίσω πολλούς που δεν έχουν
στα σκουπίδια μαζεύονται ήσυχοι φόνοι
με γκριμάτσες που κάνουν οι δούλοι των πρώτων
η βαρύτητα ρίχνει τα όμορφα λόγια
ξεχωρίζοντας όσους πιο εύκολα σπάζουν
ο επίσημος φόβος μιλά στις ειδήσεις
στ’ αλήθεια πεθαίνουν μαζί απ’ αγάπη
τον βραβεύσανε μόλις κατάντησε κλόουν
και αυτή την ημέρα σε φίλησα άδεια
απ’ τους πρόσφυγες ένας κοιτάζει εσένα
η απίστευτη θέση κοντά στους σπουδαίους
στη δουλειά μάς μαθαίνουν τον άκακο λύκο
η βαρύτατη θλίψη του άνθρωπου δίχως

Παναγιώτης Βούζης

Νεκρή φύση


Τι υπάρχει σ’ εκείνο το δωμάτιο
έχουν βγάλει το κρεβάτι
λείπει και το ντουλάπι
και εκείνο το μικρό παλιομοδίτικο τραπεζάκι στη μέση
βολικό για να ακουμπάς πάνω του ένα κερί ή
ένα φλιτζάνι τσάι ή γάλα το πρωί
χάθηκαν και οι δύο ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες
που ήταν ακριβώς κάτω από το παράθυρο
και οι κουρτίνες – σαν να τις πήρε ο άνεμος
μέσα από το κλειστό τζάμι
ούτε λάμπα
ούτε κάτι πάνω στους γυμνούς τοίχους
να αποσπά την προσοχή σου
ούτε εγώ πλάι σ’ εσένα
ούτε κι εσύ δίπλα σ’ εμένα
μέσα εγώ είμαι δίπλα σου
εσύ δίπλα σ’ εμένα
η πορσελάνινη κανάτα
ένα κομμάτι φέτα
τα κεράσια
-----------
Σηκώνεσαι πολύ νωρίς ένα πρωί
βγαίνεις έξω και παίρνεις βαθιά ανάσα
για να ανοίξεις τις κυψελίδες των πνευμόνων σου μέχρι τέρμα
να αφήσεις να μπει μέσα σου
η δροσιά του οξυγόνου
να καταλάβεις βαθιά με το σώμα σου
τα πράγματα μόνο φαίνονται μεταβλητά
ενώ στην ουσία μέσα κι έξω
παραμένουν τα ίδια
κάθε φθινόπωρο
χάνεις και κάποιον δικό σου


Sylvia Choleva

Κυριακή 11 Αυγούστου 2019

Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα


Ἂν σοῦ λείψω μιὰ νύχτα μὴν ἀνησυχήσης
ὡς τὸ ἄλλο πρωί, ὡς τὸ ἄλλο βράδυ, ὡς τὴν Κυριακή,
Ἐδῶ κάπου θὰ βρίσκομαι σ᾿ ἕναν ἄρρωστο δίπλα,
μ᾿ ἕνα πικρὸ ραβδὶ θὰ ψάχνω νὰ βρῶ μία πηγή.
πόρτα σὲ πόρτα θὰ γυρνῶ μ᾿ ἕνα ψωμὶ στὴ μασχάλη.
Ἔχε ἀναμμένη τὴ φωτιὰ πάντοτε, γιατὶ πάντοτε
θὰ σοῦ γυρίζω μουσκεμένος- Ἔχω ζεσταμένο
στὰ γόνατά σου ἕνα πουκάμισο κι ἔχε τὸ νοῦ σου
στὴν πόρτα καὶ στὴ δημοσιὰ μὴν ἀκουστῶ, γιατί,
δίχως λειψὸ ἀποφέγγαρο κι ἄστρι, κάθε φορά,
ἀπὸ τὴν ἄκρη θά ῾ρχομαι τὸν κόσμου.

Νικηφόρος Βρεττάκος 

Θέλω να ουρλιάξω


Είναι τόσο «λογικό» το λιντσάρισμα του Ζακ Κωστόπουλου, ως αποτέλεσμα ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ώστε δεν μου φαίνεται παράλογο να αρχίσω να ουρλιάζω. Κι όσο περνούν οι μέρες και η πραγματικότητα δείχνει όλο και περισσότερο τα κοφτερά της δόντια, τόσο πιο πολύ θέλω να ουρλιάξω. Δεν ξέρω προς τα πού πρώτα θέλω ν’ αρχίσω να ουρλιάζω, αδειάζοντας όσο γίνεται το ουρλιαχτό από μέσα μου και μαζί να ουρλιάξω ως επιχείρημα. Για να ακουστώ πάνω από τα επιχειρήματα, πάνω από τον βουβό ορυμαγδό των δικτύων, των Διαδικτύων και των δικτυώσεων. Για ν’ ακουστώ πάνω από τους φονιάδες.

Είναι τόσο «λογικό» «σ’ αυτά τα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα» το λιντσάρισμα ενός παντελώς ανυπεράσπιστου ανθρώπου, ενός homo sacer που μπορείς να τον σκοτώσεις σαν να επιτελείς καθήκον, ως «ήρωας» της καθημερινότητας, που θέλω να ουρλιάξω, όπως ουρλιάζουν όλες οι μάνες όλων των ολοκαυτωμάτων. Ή να σιωπήσω ουρλιάζοντας προς τα μέσα, όπως οι γυναίκες που ψάχνουν σιωπηλές μέσα στην απέραντη σιωπή της ερήμου Ατακάμα τα οστά από το αίμα των παιδιών τους. Να ουρλιάξω, γιατί πώς αλλιώς να πεις στο θηρίο ότι και το αίμα από οστά είναι καμωμένο. Από λέξεις οστών που τις τσακίζεις με κλωτσιές. Τη λέξη μέτωπο, τη λέξη ζυγωματικά, τη λέξη ρινικό οστό, τη λέξη άνω και κάτω σιαγόνα, όλα αυτά τα οστά, που φτιάχνουν το αίμα της ζωής μας. Τα τσακίζεις και θέλω να ουρλιάξω γιατί δεν προλαβαίνω αλλιώς. Όταν τσακίζονται τα οστά δεν υπάρχει άλλη γλώσσα από το ουρλιαχτό, που είναι οργή, πόνος, φόβος θανάτου.

Δεν υπάρχει άλλο επιχείρημα όταν το ίδιο το φονικό γίνεται επιχείρημα, αιτιολογείται, εκδοχολογείται, νομολογείται, μπαίνει ακόμα και σε δημοσκοπική διαδικασία, συμπληρώνοντας την αστυνομική ράβδο. Ένα μπαίγνιο δηλαδή. Πράγμα που σημαίνει ότι το φονικό μετατρέπεται σε υλικό πλεκτάνης και η τυχαιότητα σε φασιστική υποδομή της ταξικής κοινωνίας. Άλλωστε, ο φασισμός αρέσκεται στον μεταβολισμό του φόνου. Στην εξαλλαγή και τη μεταφορά του από την περιοχή της φρίκης στην περιοχή μιας ακατάσχετης δικαιικής αυτοτέλειας του ισχυρού. Οπότε το θύμα δεν υφίσταται. Άρα και ο φασισμός. Γι’ αυτό θέλω να ουρλιάξω. Γι’ αυτό τον φασισμό των περιστατικών που μας κατακλύζει και μας κάνει σαν τα μούτρα του.

Γι’ αυτόν τον φασισμό που μας εμποδίζει να δούμε ότι ο Ζακ Κωστόπουλος υπάρχει πια ως μέγας νεκρός. Όχι γι’ αυτό που ήταν εν ζωή, αλλά γιατί θανατώθηκε επειδή ήταν ανυπεράσπιστος. Ο Ζακ Κωστόπουλος σκοτώθηκε όπως σκοτώνουν τα σκυλιά τις αλεπούδες. Ως πλάσμα «αβίωτο προς άγραν του αβρώτου», όπως θα έλεγε και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Από πεποίθηση τυφλής μανίας δηλαδή, που εκδικείται την ίδια τη δειλία μπροστά στη ζωή. Τη ζωή που κλάπηκε και πήγε στα χαμένα. Εκεί ακριβώς έγινε μέγας νεκρός: στη στιγμή και στον τρόπο θανάτου. Στον κρίσιμο αναβαθμό που η ζωή και ο θάνατος διαμείβονται ως τελικός υπερσυντέλικος των πάντων. Δικάστηκε, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε επιτόπου για πάντα. Ένα στιγμιαίο έγκλημα που έρχεται από παντού και διαρκεί για πάντα. Γι’ αυτό ανήκει στη χωρία των μεγάλων νεκρών. Εκείνων που δεν κλέβουν τίποτα και είναι σαν να «κλέβουν» τα πάντα. Προπαντός εκείνα που δεν ανήκουν σε κανέναν.

Η μετά θάνατον επωνυμία του, ο μετά θάνατον σάλος λόγω αυτής συσκοτίζουν το μέγα έγκλημα: τον θάνατο των ανωνύμων. Τον αφηνιασμένο καλπασμό της άρρητης επιθυμίας για θάνατο των ανυπεράσπιστων (ως μοναδικού πεδίου άσκησης εξουσίας των φοβισμένων) που τριγυρνάει όλο και πιο αγριεμένα ψάχνοντας ευκαιρία να σκοτώσει ατιμώρητα.

Κι εγώ θέλω να ουρλιάξω μ’ ένα ουρλιαχτό πιο βαθύ από την οργή. Και προς τα μέσα, και προς τα έξω. Ακόμα και στον καθρέφτη θέλω να ουρλιάξω, κατάμουτρα στο πρόσωπό μου. Μ’ ένα ουρλιαχτό που πατάει πάνω σε σπασμένα γυαλιά, που έχει σπασμένα γυαλιά στο λαρύγγι. Για ν’ απαντήσω σ’ εκείνους που έχουν ψυχή από σπασμένα γυαλιά, σ’ εκείνους που πεινούν για το επόμενο φονικό που θα ταΐσει το σπασμένο μυαλό τους. Θέλω να ουρλιάξω για να πω ότι φοβάμαι τους φοβισμένους που δεν θέλουν να χάσουν τον φόβο τους. Τη μόνη τους περιουσία.


Κώστας Καναβούρης

Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων


 
Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ’ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.

Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ,
την αίθουσα αναμονής το τρένο
απ’ την Κρακοβία θα περιμένω

Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια’
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.

Γιώργος Ιωάννου

Λουλούδια κίτρινα


στη Μάγδα

Περιστέρια εξόριστα
βάψαν κόκκινη τη στέγη
του σπιτιού
Εξόντωση του Κύκλωπα μέσα
που χρόνια λίμαζε στο σπίτι

Στα παρτέρια έξω μπροστά στην
πόρτα
φύτρωναν κίτρινα λουλούδια.


Μίλτος Σαχτούρη

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2019

Όταν η αναπνοή


Όταν η αναπνοή
φτάσει στην καλύβα της νύχτας
και βγει έξω
να ψάξει την αέρινή της ουράνια κατοικία

και το σώμα
ματωμένος αμπελώνας
γεμίσει τʼ αγγεία της σιωπής,
τα μάτια περάσουν
μες στο φως που βλέπει

όταν καθένας μες στο μυστικό του
χαθεί
και καθετί γίνει διπλή φορά-
κι η Γέννηση, τραγουδώντας, ανέβει
όλες τις κλίμακες του Ιακώβ στʼ όργανο του Θανάτου

τότε
μια όμορφη αστραπή ανάβει
το Χρόνο-

Nelly Sachs

Δεν περιμένει τον αγαπημένο


Σήμερα άπλυτα ποτήρια
κι ατσαλάκωτα σεντόνια
σήμερα βουβά τα γέλια
χορτασμένα και τα χείλια.

Χοντροπάπουτσα στα πόδια
στην καρέκλα: ένα βιβλίο.
Μάλλινο το παντελόνι.
Δε θα ‘ρθει ο αγαπημένος.

Berthold Brecht

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Μπαλάντα του Μπλουά


Πλάι στη βρύση πεθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι τέλεια ξένος
Κοντά στη ‘στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ’ «αβέβαιος» πάντα βρίσκω τ’ «ορισμένος»
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
 Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να ‘βγω
Όταν χαράζει, λέω, -«Καλή νυχτιά!»
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ’ ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ’ όσους μ’ επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν’ της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ’ αγαπά
 Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
 Πρίγκιπα μου μακρόθυμε,
καμμιά γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.

Charles Baudelaire 

Τρίτη 23 Ιουλίου 2019

Η Κυρά μου η τρέλα...


(Τα Νέα Ελληνικά 1 [Ιανουάριος 1952])

Πώς ήταν έτσι, πώς μου εφάνη ως είχεν έμβει
κειο το βαπόρι μες στο λιμάνι με όκια τεφρά,
όπως το τύλιξε στ' αχνά μετάξια της σιγά η ρέμβη
ως το ρυμούλκησε μειλίχιο η νύστα μου εκεί αλαφρά.

Ήρθε και στάθηκε μπερδικλωμένο σ' αχνή τολύπη
κ' ήταν σαν κάτι, κάτι ανείπωτο νάχε να πει,
κι ύστερα, παίρνοντας, σκυφτή επιβάτισσά του τη λύπη
ως ήρθε θάφευγε, με κυβερνήτη του τη σιωπή.

Κι η νύχτα έφτασε. Αχ, το βαπόρι μες στην ασβόλη,
τι τρέλα θάκανε ανεπανόρθωτη και μαγική;
Μη θα κεραύνωνε με μια του λέξη την έρμη πόλη
μη θα ξεμπάρκαρε τη φρίκη αμίλητη οτο μώλο εκεί;

Ή μη—βαρκάκια του—μ' άσπρες κορδέλες σταυροδεμένα
φέρετρα θάστελνε όξω—σαν κύματα και σαν αφροί—
όπου θα κείτονταν της γης τα νήπια μαχαιρωμένα
ή όπου όλοι όσοι αγαπήθηκαν, θάσαν vεκροί;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Τίποτα, τίποτα... Μα πώς έτσ' ήταν, πώς μου εφάνη
αυτό το πλοίο; Στάθηκε αμίλητο μ' όψη φριχτή,
κι έφυγε, ως τόφερε η Κυρά μου η τρέλα μες στο λιμάνι,
αυτή που παίρνοντας με από το χέρι με περπατεί...

Γιάννης Σκαρίμπας

Μαθήματα ζωής χωρίς εσένα


μαθήματα ζωής
χωρίς εσένα

σε άδεια ερημικά πλάνα
στα ίδια παγωμένα νερά

έγινα πέτρα και φως
προσπαθώντας να ακουμπήσω
για λίγο
τη μακρινή απουσία σου

ακόμη λείπεις

Σταύρος Σταυρόπουλος

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

ΙΙΙ.


Κάποτε θα ‘φτασα ψηλα στην ομορφιά·
ακόμη βλέπω το κενό να κατεβάζει
πυρακτωμένο φως, κι ο ύπνος αποστάζει
πυρήνες κόσμου γαληνεύοντας βαθιά.
Μα τόσος κόπος, τόσος θάνατος, παρείλκε:
έτσι κι αλλιώς ο τόπος θα ‘πιανε τραγούδι,
μόλις αμίλητος στα χείλη σαν το χνούδι,
κι αρκούσε λίγος Σολωμός ή λίγος Ρίλκε.

Ό,τι ευτύχησα να πάθω περιττεύει,
ό,τι καρπώθηκα νωρίς με καταργεί·
ένα απόγευμα ζωής να με μαγεύει,

μια καλοσύνη της ακάλεστης κι αργή,
και το τραγούδι ανεπίδοτο θ’ ανέβει
μέσα σε νάρκη φθινοπώρου και σιγή.

Διονύσης Καψάλης 

Πιάνο με ουρά



Στον Αντρέα Μπρετόν


Σαν πιάνο με ουρά αλόγου με κόκκυγα σπονδυλικής στήλης
με αλογοουρά κομητών αστέρων
Πάνω στο μακάβριο στερέωμα
Βαρύ πια από τις θρομβώσεις του αίματος
Στροβιλίζοντας σύννεφα ουράνια τόξα φάλαγγες πλανητών
και πετεινών τ’ ουρανού βλέμματα
Το ανέσπερο ανεξίτηλο πυρ προχωράει
Τα κυπαρίσσια καίνε τους τίγρεις τούς πλανήτες και τα κτήνη
τα ευγενή πυρακτούνται
Η μέριμνα της ροδαυγής εγκαταλείφθηκε ήδη δια παντός
Και η νύχτα ανθοβολεί στης ρημαγμένης γης το χώμα
Η περιοχή των θησαυρών φυλάττει εσαεί τ’ όνομά σου

Cesar Moro

Άτιτλο


Τι θα ‘κανα δίχως αυτό τον κόσμο δίχως πρόσωπο και δίχως απορίες
Όπου το Είναι διαρκεί μόνο για μια στιγμή κι όπου η κάθε μια στιγμή
Χύνει στη λήθη στο κενό το γεγονός ότι υπήρξα
Δίχως αυτό το κύμα όπου στο τέλος
Σώμα και σκιά μαζί καταποντίζονται
Τι θά’κανα δίχως εκείνη τη σιωπή που ψιθυρίζοντας βγαίνει από τα έγκατα
Ασθμαίνοντας και οργισμένη ζητά αγάπη και βοήθεια
Δίχως τον ουρανό εκείνο που υψώνεται
Πάνω από τη σκόνη των ίδιων του των ναυαγίων
τι θά’κανα θα έκανα ό,τι και χθες ό,τι και σήμερα
κοιτώντας από τον φεγγίτη μου μήπως δεν είμαι μόνος
να περιπλανιέμαι νʼ αποστρέφομαι ετούτη τη ζωή
μέσα σε ένα σύμπαν που σπαράζει
μέσα σε όλες τις φωνές δίχως φωνή δική μου
φωνές που εγκλωβίστηκαν μαζί μου.


Samuel Beckett 

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

Το καλοκαίρι δεν θα ’ρχεται για πάντα


Το καλοκαίρι δεν θα ’ρχεται για πάντα
υπάρχουν όρια στις επιστροφές του
όπως κι ο ποταμός που χύνεται μέσα απ’ τα μάτια σου
καταπίνοντας ωκεανούς, υπονομεύοντας θύελλες
κάποτε θα σωπάσει

Το καλοκαίρι δεν θα ’ρχεται για πάντα
ούτε ο πόνος με το κλάμα της ζωής
ούτε το άζωτο στις ρίζες των δένδρων…

Όσο υπάρχουν ακόμα σταγόνες στα πρωινά φύλλα
καλό είναι να συλλέγονται


Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Αναπήρων Πολέμου


Αλίμονο σ’ εμάς με τη σκανδάλη στα μάτια
Γιάννης Βαρβέρης

Έχω πρηστεί απ’ τα ποιήματα
Φύονται εκεί που δεν τα σπέρνει κανείς
Με τη διαδικασία του επείγοντος
One burbon one scotch one beer
Σελιδοδείκτης
Στη ραγδαία επιδείνωση
Της απουσίας σου

Θα χρειαστώ αντιφλεγμονώδη
Εκτός και αν
Οι εξετάσεις αίματος
Δείξουν πάλι εσένα

Σταύρος Σταυρόπουλος

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

Η αγαπημένη του εποχή


Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη του εποχή -
όχι τόσο για τα φρούτα του,
όσο γι' αυτούς
τους μακρινούς περίπατους μέσα στο βράδυ,
εκεί στις φτωχογειτονιές.

με τις καταβρεγμένες τους αυλές,
τα τηγανίσματα.

Χρίστος Λάσκαρης 

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Στην Σ.Χ.


Ετούτες τις λαχτάρες του Μαγιού πώς να τις σβήσω;
Ετούτα τα κλάματα ενός αιθέριου σούρουπου πώς να στερέψουνε;
Θρηνώ όλες τις χαίτες των κοριτσιών που ʽναι ριγμένες
επάνω στα μαξιλάρια του συμβατικού έρωτα.
Θα τους δώσω μες στην ποδιά μου ένα άσπρο τριαντάφυλλο
κι ένα κόκκινο-ίσως τα δούνε, ίσως τα μυρίσουνε.
Θα τους δώσω μια χρυσόμυγα που βρίσκει ξαφνικά τον ήλιο
τραγουδώντας μες στα μαλλιά μου-ίσως τη δούνε, ίσως την ακούσουνε.
Θα τους πω: κοιτάτε τους άντρες τους λεβέντες, τους ελεύθερους,
τον άντρα λιοντάρι, τον άντρα καραβιού κατάρτι, τον άντρα έλασμα
και τόξο και φωνή από κορφοβούνι σε κορφοβούνι-τότε ίσως του δοθούνε,
ναι, ίσως ερωτευθούνε.
Αν είχα την φωνή που ζητάω, μια πολιτεία ολάκερη δε
μουʼφτανε για να την παρασύρω στο ανοιξιάτικο μου διάβα.
Ρωτάω: άνθεξε ποτέ κανένας στα δειλινά που δεν πεθαίνουνε,
και στις ευωδίες που δε χάνουνται αλλά γίνουνται σκιές μας,
και στις πέντε μας αισθήσεις όταν λαχανιάζουνε και κράζουν
την καρδιά μας;
Τα μεταξωτά μου μέλη θε νʼ απλώσω πάνω σε μιάν άμμο δροσερή,
το βλέμμα μου θε να χάσω μες στʼ ανεξάντλητο γαλάζιο της
δικής μου θάλασσας, οι αναπνοές μου κι οι παλμοί μου θε ναʼναι
οι αναπνοές και οι παλμοί του διάχυτού μου έρωτα.
Έρωτα, αγάπη, πόθο, ηδονή
Έρωτα, Έρωτα.

Μάτση Χατζηλαζάρου

Η Σατραπεία

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ' επιτυχία να σε αρνείται·
να σ' εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κ' ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες, και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης 

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος



Στον Π.Σ.

Επειδή με τη δική μου γλώσσα
δεν μπορώ να σ’ αγγίξω μεταγλωττίζω το πάθος μου.
Δεν μπορώ να σε μεταλάβω
και σε μετουσιώνω,
δεν μπορώ να σε ξεντύσω
έτσι σε ντύνω μ’ αλλόφωνη φαντασία.
Στα φτερά σου από κάτω
δεν μπορώ να κουρνιάσω
γι’ αυτό γύρω σου πετάω
και του λεξικού σου γυρνάω τις σελίδες.
Πώς απογυμνώνεσαι θέλω να μάθω
πώς ξανοίγεσαι
γι’ αυτό μες στις γραμμές σου
ψάχνω συνήθειες
τα φρούτα π’ αγαπάς
μυρουδιές που προτιμάς
κορίτσια που ξεφυλλίζεις.
Τα σημάδια σου ποτέ μου δεν θα δω γυμνά
εργάζομαι λοιπόν σκληρά πάνω στα επίθετα σου
για να τ’ απαγγείλω σ’ αλλόθρησκη λαλιά.
Πάλιωσε όμως η δική μου ιστορία
κανένα ράφι δεν στολίζει ο τόμος μου
και τώρα εσένα φαντάζομαι με δέρμα σπάνιο
ολόδετο σε ξένη βιβλιοθήκη.
Επειδή δεν έπρεπε ποτέ
ν’ αφεθώ στην ασυδοσία της νοσταλγίας
και να γράψω αυτό το ποίημα
τον γκρίζο ουρανό διαβάζω
σε ηλιόλουστη μετάφραση.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Όρθιο Γυναικείο Γυμνό




Έξι ώρες στην ίδια στάση για λίγα φράγκα.

Κοιλιά θηλές οπίσθια στο φως του παραθύρου,

κι εκείνος στραγγίζει από πάνω μου το χρώμα. Λίγο πιο δεξιά,

Δεσποινίς. Προσπαθήστε να μείνετε ακίνητη.

Η αναπαράσταση μου θα γίνει με κάθε λεπτομέρεια και θα με κρεμάσουν

στα μεγάλα μουσεία. Οι μπουρζουάδες θα μουρμουρίζουν σκανδαλισμένοι

μπροστά στο είδωλο μιας πόρνης του ποταμού. Αυτό εκείνοι το ονομάζουν Τέχνη.



Ίσως να είναι κι έτσι. Τον απασχολεί ο όγκος, ο χώρος.

Εμένα το επόμενο γεύμα. Αδυνατίσατε,

Δεσποινίς, κι αυτό δεν είναι καλό. Το στήθος μου κρέμασε

ελαφρώς, το στούντιο είναι κρύο. Στα φύλλα του τσαγιού

μπορώ να διακρίνω τη Βασίλισσα της Αγγλίας να καρφώνει το βλέμμα της

στο σχήμα του κορμιού μου. Θεσπέσιο, ψιθυρίζει,

καθώς προχωρά. Αυτό με κάνει να γελώ. Το όνομά του



είναι Georges. Μου λένε είναι μεγαλοφυία.

Υπάρχουν στιγμές που δεν συγκεντρώνεται

και γίνεται σκληρός όταν λεω ότι κρυώνω.

Με κατέχει πάνω στον καμβά καθώς βυθίζει κάθε τόσο

το πινέλο του στο χρώμα. Αγοράκι μου,

τα δικά σου τα λεφτά δε φτάνουν για τις τέχνες που πουλώ.

Και οι δυο μας φτωχοί, τα βολεύουμε κάθε φορά όπως μπορούμε.

Τον ρωτώ Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί

πρέπει. Δεν έχω επιλογή. Μη μιλάτε.

Το χαμόγελό μου τον κάνει να τα χάνει. Αυτοί οι καλλιτέχνες

παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Τη νύχτα γεμίζω τα κενά μου

με κρασί και χορό τριγύρω στα μπαρ. Μόλις το έργο είναι τελειωμένο

μου το δείχνει με καμάρι, ανάβει τσιγάρο. Λεω

Δώδεκα φράγκα και πιάσε το σάλι μου. Αυτό το πράγμα δεν είμαι εγώ.


Carol Ann Duffy

Συνομιλία


Πεθαίνουν τα κλαριά απ’ αγάπη
F.G. Lorca

Ρωτώ την ποίηση
για το σχήμα της λύπης
την ιτιά μου δείχνει
το δέντρο που πονά, αυτή
με γερμένα τα κλαριά
προσκυνά βουβά το χώμα
Νευρωνικό αντίστοιχο
λέει η επιστήμη
γυναίκας κλαίουσας που
με λυτά τα μακριά μαλλιά
θρηνεί ασάλευτη
του έρωτα
το φθαρτό σώμα

Μαρία Λάτσαρη

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Εγωτική προπαγάνδα

(απόσπασμα)

IV
Σαν σε προθάλαμο χειρουργείου,
η φρίκη
βηματίζει νευρικά στον οισοφάγο μου,
τα παιδιά της ανασταίνονται,
που έλεγες, χθες,
είχαν πεθάνει.

Φοβάμαι
και τούτο
είναι όλο.

Γιώργος Φιλιππίδης

Παλαιϊκές συγκινήσεις


Ψωμιού κομμάτι
κι ένα κορμί
απάνω τους τραβούνε την ντροπή μου,
-αυτή το μόνο μου 'μεινε-
το πιο αληθινό.
Και μάτια, σε στιγμές που ξεμακραίνουν, τεντωμένα.

Με τελετή νεκρώσιμη
δίνουν ζωή στους τοίχους
και μαρτυρούν επίσημα οι σκελετοί του πόνου:
τραπέζι και καρέκλα.

Σαν κρεμασμένες γέρικες ψυχές
θα προστατεύουν οι κουρτίνες
το κλάμα που θα γίνετ' εδώ μέσα,
για κάποιο θάνατο,
για πάντα.
Ανάλλαχτα θα μείνουν όλα
γιατ' είν' ο πόνος τους ατέλειωτος.

Ούτ' ένα τρίξιμο πιο ξυπνητής ζωής δε θα ταράξει
το κλάμα του θανάτου της ψυχής μου.


Θεόδωρος Ντόρρος 

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019

Αδιαφορία


΄Ανθησε αυτό το μίσος σαν ένας λαμπρός έρωτας
οδυνηρός, και αναστοχάζεται με λαχτάρα.
Ζητά ένα πρόσωπο και μια σάρκα, σαν να ήταν ένας έρωτας.

Είναι νεκρές η σάρκα του κόσμου και οι φωνές
που ακούγονταν, ένα τρέμουλο άδραξε τα
πράγματα∙ oλόκληρη η ζωή κρεμάστηκε από μια φωνή.
Κάτω από μια πικρή έκσταση περνούν οι ημέρες
στο θλιμμένο χάδι της φωνής που γυρίζει
ξεβάφοντας το πρόσωπο. Όχι χωρίς γλύκα
αυτή η φωνή της θύμησης ακούγεται αλύπητη και τρεμάμενη: κάποτε έτρεμε για μας.

Αλλά η σάρκα δεν τρέμει. Μόνο ένας έρωτας
θα μπορούσε να την ανάψει, και αυτό το μίσος τον γυρεύει.
Όλα μα όλα τα πράγματα και η σάρκα του κόσμου
και οι φωνές, δεν αξίζουν το καυτό χάδι
εκείνου του σώματος και αυτά τα μάτια. Μέσα στην πικρή έκσταση που αυτοκαταστρέφεται, αυτό το μίσος ξαναβρίσκει
κάθε μέρα ένα βλέμμα, μια σπασμένη λέξη,
και γαντζώνεται επάνω τους, αχόρταγο, σαν να ήταν έρωτας.

Cesare Pavese

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Η πόλη


Η πόλη δεν κοιμάται τις νύχτες
κουλουριασμένο φίδι και λουφάζει
όλα τ' ακούει, όλα τα μετράει
και λογαριάζει κέρδη και ζημίες
η πόλη δεν κοιμάται τις νύχτες·
καμιά φορά αναστενάζει.

Αμαλία Τσακνιά

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Κολοσσός


Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε συναρμολογήσω ολοκληρωτικά,
Κάθε κομμάτι, όπως πρέπει κολλημένο και συναρμοσμένο.
Γκαρίσματα, γρυλίσματα  γουρουνιών και αισχρά κακαρίσματα
Εξέρχονται από τα παχιά σου χείλη..
Είναι χειρότερα κι από στάβλο.

Ίσως θεωρείς τον εαυτό σου ένα μαντείο,
Επιστόμιο για τους νεκρούς, ή για κάποια θεότητα.
Τριάντα χρόνια τώρα είναι που μοχθώ
Να στεγνώσω τις λάσπες από το λαιμό σου.
Δεν έγινα σοφότερη.

Αναρριχώμαι σε μικρές σκαλωσιές με τα δοχεία της κόλλας και τους κουβάδες με τη λαζολίνη
Έρπω σαν μυρμήγκι που θρηνεί
Πάνω από τις χορταριασμένες εκτάσεις των φρυδιών σου
Να επισκευάσω τις τεράστιες πλάκες του κρανίου σου
Και να καθαρίσω τους γυμνούς λευκούς τύμβους των ματιών σου.

Ένας γαλάζιος ουρανός βγαλμένος από την Ορέστεια
Ορθώνεται σαν αψίδα από πάνω μας . Ω πατέρα, είσαι από μόνος σου
Ρωμαλέος και ιστορικός σαν Ρωμαϊκή Αρένα.
Στρώνω για το γεύμα μου πάνω σ` ένα λόφο με μαύρα κυπαρίσσια.
Τα διαμπερή σου κόκαλα και ακάνθινα μαλλιά είναι σκορπισμένα
Με την γνωστή  τους αναρχία στην γραμμή του ορίζοντα.
Χρειάζεται κάτι πιο δυνατό από το χτύπημα ενός κεραυνού
Για να δημιουργήσει ένα τέτοιο ερείπιο.
Τις νύχτες, φωλιάζω στο κέρας της Αμάλθειας
Του αριστερού σου αυτιού, μακριά από τον άνεμο,

Μετρώντας τα κόκκινα άστρα κι εκείνα που έχουν το χρώμα του δαμάσκηνου.
Ο ήλιος ανατέλλει από την πύλη της γλώσσας σου.
Οι ώρες μου νυμφεύονται τη σκιά.
Δεν αφουγκράζομαι πια για το τρίξιμο μιας καρίνας
Πάνω στις γυμνές πέτρες της αποβάθρας.

Sylvia Plath

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Η φύση του πράγματος


Πολύ πιο όμορφο απ’ το κανονικό
χωρίς ν’ αφήσει ίχνος πίσω του
ούτε στα χόρτα ούτε στο καμένο χιόνι

έπεφτε απ’ την καμινάδα κι απλωνόταν
τραυλίζοντας ένα μισολιωμένο φως
ακατανόητο και παγωμένο

τίποτα πια δεν έμενε ακίνητο τη νύχτα
και τίποτα πάνω στη γη δεν έμοιαζε με τίποτα
όλοι έχουν προχωρήσει ώρες.

Υπήρχε κι ένας άλλος ήχος
που αντιστάθηκα στον πειρασμό να τον ακούσω·
αρκεί η θέα για τη νοσηρή μου φαντασία
κι ό,τι αχνίζει ως τον βάλτο

να ρίξω ένα ρούχο πάνω σ’ ό,τι έμεινε
μπόρεσα τελικά να μείνω.

"Ρόδινος φόβος", εκδόσεις Στιγμή, 1992
Μαρία Λαϊνά