Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Θρίαμβος χρόνου


Φιλοσοφείς τρυφερότητα
χωρίς φιλοσοφία
στέργεις αιωνιότητα
μονάχα με το βλέμμα
είσαι μια ζωντανή βαθειά
σελίδα σώματος
π' αστράφτει σε παρθενικότητα.
Ο χρόνος είν'ακόμη για σένα
θρίαμβος
και σου τον εύχομαι πάντα.

Νίκος Καρούζος

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Ωδή στον Ντούριν


Όταν ο κόσμος ήταν νέος και τα βουνά θαλερά,
κανένα στίγμα δε φαινόταν στο Φεγγάρι,
μήτε λέξεις στο ρυάκι ή στην πέτρα,
όταν ο Ντούριν ξύπνησε κι άρχισε να βαδίζει.
Ονόμασε τους ανώνυμους λόφους και τις κοιλάδες·
ήπιε από πηγάδια που κανείς δεν είχε γευτεί·
σταμάτησε και κοίταξε στο Μίρορμερ,
όπου είδε ένα στέμμα άστρων
–σα να ‘ταν από πετράδια συνυφασμένα μ’ ασημένια κλωστή–,
πάνω απ’ το κεφάλι του στη σκιά.
Ο κόσμος ήταν δίκαιος, τα βουνά ψηλά,
τις Πρεσβύτερες Ημέρες πριν την πτώση
των μεγάλων βασιλέων  της Νάργκοθροντ
και Γκόντολιν, που τώρα έχουν περάσει μακριά,
πέρα απ’ τη Θάλασσα  στη Δύση.
Ο κόσμος ήταν δίκαιος, λοιπόν, την εποχή του Ντούριν.Βασιλέας ήταν σε σκαλισμένο θρόνο,
σε πέτρινες αίθουσες με πολλούς πυλώνες,
μ’ επαργυρωμένα πατώματα κ’ επιχρυσωμένες οροφές,
με ρούνους δύναμης στις πύλες.
Το φως του ήλιου, των άστρων και του φεγγαριού
σε πελεκημένους από κρύσταλλο φανούς έλαμπε,
δίχως να σκιάζεται από σύγνεφο ή της νυκτός σκιές.
Εκεί στεκόταν, πάντα δίκαιο κι ολόλαμπρο.
Εκεί το σφυρί χτυπούσε τ’ αμόνι,
εκεί το κοπίδι έσκιζε κι ο χαράκτης χάραζε·
εκεί σφυρηλατούσαν τη λεπίδα κ’ έδεναν τη λαβή·
ο ανθρακωρύχος έσκαβε κι ο αρχιτέκτων έχτιζε·
εκεί το βηρύλλιο, η πέρλα και τ’ ωχρό οπάλιο
μαζί με τ’ ατσάλι κατεργάζονταν σα να ‘ταν λέπια ψαριού.
Η ασπίδα κι ο θώρακας, το τσεκούρι και το σπαθί,
οι αστραφτερές λόγχες στοιβάζονταν σα θησαυρός.
Ακούραστος τότε ο λαός του Ντούριν·
κάτω απ’ το βουνό η μουσική ξενυχτούσε:
οι αρπιστές άρπιζαν, οι ραψωδοί τραγουδούσαν
και στις πύλες οι τρομπέτες ηχούσαν.

Τώρα, ο κόσμος είναι γκρίζος, τα βουνά γερασμένα,
η φωτιά του σιδηρουργείου σποδός·
μήτε άρπα ηχεί, μήτε κι ο πέλεκυς:
το σκοτάδι εδράζεται στις αίθουσες του Ντούριν·
μια σκιά πάνω απ’ τον τάφο του,
στη Μόρια, στη γέφυρα του Κάζαντ-ντουμ.
Μα ακόμα τα βυθισμένα άστρα εμφανίζονται
στο μαύρο και δίχως θόρυβο Μίρορμερ·
εκεί κείται το στέμμα του, στα βαθειά νερά,
μέχρι ο Ντούριν απ’ τον ύπνο να σηκωθεί ξανά.

J.R.R. Tolkien

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Ο θάνατος ενός εργάτη

Σκουντουφλάνε στον ίσκιο τους
και βράζουν τους καημούς τους
   σε τσουκάλια.
Είναι άνθρωποι, μια πιθαμή κοντύτεροι απ’ την αλήθεια,
έχουν πρησμένη την κοιλιά και τροχισμένη τη γλώσσα.
Το πρωί κλωτσάνε σα σκυλιά,
το βράδυ σκορπίζουν σα βελόνες˙
στρώνουν χάμω τα πετσιά τους,
στοιβάζουν τις συμφορές τους,
τις μετράνε πόντο πόντο,
ύστερα τις λησμονούνε.
Ένα αλφαβητάρι κρύβουν κάτω απ’ το μαξιλάρι
για να μην τους βρει ο θάνατος.

Στο στήθος μου ψάχνουν για σφαίρες˙
βρίσκουν μία, χτυπάνε τις καμπάνες,
βρίσκουν δύο, λύνονται στα γέλια,
βρίσκουν τρεις, διαπράττουν το τέλειο έγκλημα.
Το σώμα μου ξηλώνουν λες και ψάχνουν για ζεστασιά˙
μ’ αγκαλιάζουν, όχι από αγάπη αλλά από πείνα.
Είναι τόσοι πολλοί! Είναι τόσες πολλές!
Σιωπηλοί ξενυχτάνε τα θεωρητικά τους ερείπια.

Μακάρια η γυναίκα που τα χείλη της έσκασε το κρύο,
γιατί αυτή θα μας πει πώς γεννιέται το φιλί.
Μακάριος ο άντρας που δουλεύει στα ναυπηγεία,
γιατί αυτός θα μας κληροδοτήσει τις θάλασσες,
γιατί αυτός θα μας πει παραμύθια για τις τρικυμίες.
Μακάρια αυτή που δεν κουβαλάει βαλίτσες,
γιατί αυτή θα μας κρατήσει απ’ το χέρι.
Μακάριος αυτός που έπεσε γιατί σκόνταψε σε μια πέτρα,
αυτή που σκουπίζει τα δάκρυά της μέσα στο πλήθος,
αυτός που έκοψε ένα δάχτυλο στη μηχανή,
γιατί αυτές θα μας φέρουν νερό και κρασί.
Μακάριος ο φούρναρης, μακάρια η μαγείρισσα,
γιατί αυτές θα ταΐσουν τα παιδιά μας.
Μακάρια η μοδίστρα, μακάρια η ράφτρα,
γιατί αυτές θα ζεστάνουν τα κορμιά μας.
Μακάρια η κλέφτρα, μακάριος ο ληστής,
γιατί αυτές θα μοιράσουν δίκαια τον χρόνο.
Μακάρια η γυναίκα που κάνει ορθογραφικά λάθη,
γιατί αυτή θα επινοήσει τη νέα γραμματική.
Μακάρια η ποιήτρια που διαβάζει Καίσαρα Βαλιέχο,
γιατί αυτή θα γράψει ανθρωπινά ποιήματα.

Κοίτα με, σκόνταψα ξανά ανάμεσα σε ανθρώπους,
έστυψα τις γροθιές μου στον θάνατο ενός εργάτη.

Γιάζρα Γκρόζνι

Μαύρη πέτρα πάνω σε μια άσπρη πέτρα


           Θα πεθάνω στο Παρίσι με μιά νεροποντή,
μιά μέρα που τηνε θυμάμαι κιόλας τώρα.
Θα πεθάνω στο Παρίσι -και δεν τρέχω να φύγω-
ίσως, σαν σήμερα, μια Πέμπτη φθινοπώρου.

            Ναι, Πέμπτη θα ‘ναι, γιατί Πέμπτη σήμερα που γράφω
αυτούς τους στίχους, φόρεσα τόσο άθελά μου
τις ωμοπλάτες και ποτέ σαν σήμερα δεν είδα,
μόλο το δρόμο μου, τον εαυτό μου τόσο μόνο.

           Ο Καίσαρας Βαλιέχο είναι νεκρός, τονε χτυπούσαν
όλοι χωρίς εκείνος να τους έχει κάμει τίποτα’
τον χτυπούσαν σκληρά μ’ ένα σκληρό ραβδί,

          επίσης και μ’ ένα σκοινί, είναι μάρτυρές μου
οι μέρες Πέμπτες και τα κόκαλα της ράχης,
η μοναξιά, η βροχή, οι δρόμοι…

Caesar Vallejo

H πιο βαριά στιγμή της ζωής


Ένας άνθρωπος είπε:
-H πιό βαριά στιγμή της ζωής μου ήταν στη μάχη του Μάρνη, όταν πληγώθηκα στο στήθος.
Ένας άλλος είπε:
-Η πιό βαριά στιγμή της ζωής μου ήταν σε μια παλλιροϊκή καταστροφή στη Γιοκοχάμα , απ’ όπου γλύτωσα από θαύμα, καταφεύγοντας κάτω από τη σκηνή ενός μαγαζιού με βερνίκια.
Κι ένας άλλος είπε:
-Η πιό βαριά στιγμή της ζωής μου είναι όταν κοιμάμαι την ημέρα.
Κι άλλος είπε:
-Η πιό βαριά στιγμή της ζωής μου ήταν στη μεγαλύτερη μοναξιά μου.
Κι άλλος είπε:
-Η πιό βαριά στιγμή της ζωής μου ήταν όταν μ’ έκλεισαν σε μια φυλακή του Περού.
Κι άλλος είπε:
-Η πιό βαριά στιγμή της ζωής μου ήταν όταν είδα προφίλ τον πατέρα μου.
Κι ο τελευταίος είπε:
-H πιό βαριά στιγμή της ζωής μου δεν έχει φτάσει ακόμα.

Caesar Vallejo

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

Τραγούδι από τον πιο ψηλό πύργο


Θέλω νά ’ρθει τώρα
Του έρωτα η ώρα.

Έκανα τόση υπομονή
Κι η λησμονιά παντοτινή.
Φόβοι, καημοί και θλίψη
Φεύγουν στα ουράνια ύψη.
Από μια δίψα νοσηρή
Το αίμα μου έγινε χολή.

Θέλω νά ’ρθει τώρα
Του έρωτα η ώρα.

Όπως και το λιβάδι
Παρατημένο στη λησμονιά
Φουντώνει και θάλλει
Στα νηρόχορτα και τη λιβανιά
Μέσα στο άγριο βουητό
Από βρομόμυγες σωρό.

Θέλω νά ’ρθει τώρα
Του έρωτα η ώρα.

(Απόσπασμα από την "Αλχημεία του λόγου")
Arthur Rimbaud 

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Τα παγώνια της θάλασσας


Τον άγγελο που ντύθηκες με νύχτα
τον είδα να φυλάει μια σκεπή.
Στα πόδια φώτα και στα χέρια νύχτα,
σημάδευε τα λόγια στη σιωπή,
πουλί μαλαματένιο μες στα δίχτυα.

Της θάλασσας παλεύουν τα παγώνια,
τον ύπνο φαρμακώνουν του ψαρά.
Μετάξι φέρνουν απ’ την Καρχηδόνα
και της παράδεισός μου τα νερά
βουλιάξανε κι ετούτο τον αιώνα.

Ποιος είναι ο φονιάς και ποιος δικάζει,
ποιος λιγοστεύει τ’ άνθος απ’ τη γη;
Ποιος ρήμαξε στου κόσμου το μαράζι
και στα βαθιά τον πήρε η ζωή
να μάθει καθαρά να λογαριάζει;

Στα χέρια σου κεντήσανε καράβι
για να ξεχνάς του πόντου τ’ ανοιχτά.
Σε σκοτεινό σε ρίξανε πηγάδι
μ’ Απρίλη μήνα και με θανατά
να βρεις την πληρωμή μες στο σκοτάδι.

Μάνος Ελευθερίου

Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2017

Η λιτάνευση


Όταν παρέτυχα στη νύχτα που έλεγαν
«ο άγιος θα περάσει απόψε»
δεν το πιστεύετε ίσως
αλλ’ όμως έτρεμαν
τα δάχτυλα της θάνατος
έκρουε τα φύλλα κι ακούονταν
φωνές ακίνητα
και εκκωφαντικά
τα νέα μου βήματα.
Οι άρρωστοι γέμιζαν το χώρο
με στεναγμούς, άλλοι
με υψωμένα μάτια στο ξεχείλισμα των άστρων
άλλοι μου φάνηκαν όρθιο χώμα.
Γυρεύοντας μοναχικός
«εν μέσω των κινδύνων αισθάνεσαι
την τελειότητα της στιγμής»
Θυμήθηκα τα λόγια του φίλου τις ταλαντεύσεις του φύλλου πριν λίγα λεπτά
καθώς
έπεφτε από χέρι αδιάφορο.
Με της βροχής την ευωδιά στο ελληνικό τοπίο
άνθη ο άνεμος κ’ οι ώρες
στο σώμα μου ή στα δέντρα τελειωμένες
αισθήσεις εδώ ψηλά προς τα ουράνια
μαύρες οπώρες οι πιστοί
πεσμένες και το μέλι σπάζοντας
τους φλοιούς έσμιγε χώμα και καρπό.
Είμαστε σαν την πανάρχαια ανακάλυψη της φωτιάς
ωφέλιμοι στο θεό
γιατί είμαστε
αναφαίρετοι καλόγεροι σ’ αυτή την ερημιά
νόμοι μέσα στο θάνατο —
η φωνή του ηλικιωμένου ακούστηκε στις αμυγδαλιές
κ’ ύστερα πάλι:
— Τα μαύρα σου μαλλιά πώς χάνονται
στα βροχερά δωμάτια.
Φως απ’ τις ασετυλίνες των στραγαλάδων
σε αρχέγονα ρούχα
μια γριά βυθισμένη που διάβαζε το συναξάρι
«εν μέσω των κινδύνων…» πλησίασα
γυρεύοντας μοναχικός
έφτυναν πασατέμπο οι ανυπόμονοι
μα δε θυμάμαι πια όταν κάποιος φώναξε:
— Επτά είναι οι φλόγες του στήθους.
Άνθρωπος ο ασυγχώρητος υπό το σεληνόφως
άνθρωπος ωσεί χόρτος υπό το σεληνόφως.

Νίκος Καρούζος