Περπατώ ντυμένη, ασημάδευτη απ' αυτό το ταξίδι.
Επειτα μια σχεδόν ακατονόμαστη λαγνεία επιστρέφει.
Ακόμα και τότε δεν είχα τίποτα ενάντια στη ζωή.
Ξέρω καλά τις λεπίδες του γρασιδιού που αναφέρεις,
τα έπιπλα που είχες τοποθετήσει κάτω απ' τον ήλιο.
Αλλά οι αυτοκτονίες έχουν μια ειδική γλώσσα.
Σαν τους ξυλουργούς θέλουν να ξέρουν ποια εργαλεία.
Ποτέ δεν ρωτούν γιατί χτίζουν.
Δυο φορές πολύ απλά έχω αρνηθεί τον εαυτό μου,
έχω πιάσει τον εχθρό, έφαγα τον εχθρό,
έχω καταλάβει την τέχνη του, τη μαγεία του.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, βαριά και σκεπτική,
θερμότερη απ' το λάδι ή το νερό,
έχω ξαποστάσει, βρομοσαλιάζοντας στο στόμα-τρύπα.
Δεν σκέφτηκα το κορμί μου στην άκρη της βελόνας.
Ακόμα και ο κερατοειδής και το περίσσευμα των ούρων μου έχουν φύγει.
Οι αυτοκτονίες έχουν ήδη προδώσει το σώμα.
Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
αλλά ζαλισμένες, δεν μπορούν να ξεχάσουν ένα τόσο γλυκό φάρμακο
που ακόμα κι ένα παιδί θα το κοιτούσε και θα χαμογελούσε.
Να χώνεις όλη αυτή τη ζωή κάτω απ' τη γλώσσα σου! -
αυτό, από μόνο του, γίνεται ένα πάθος.
Ο θάνατος είναι ένα θλιμμένο οστό- με κακώσεις, θα έλεγες,
κι ακόμα αυτή με περιμένει, χρονιά με τη χρονιά,
με τόση αβρότητα να αποκαταστήσει μια παλιά πληγή,
να αδειάσει την ανάσα μου απ' τη σκληρή του φυλακή.
Ισορροπώντας εκεί, οι αυτοκτονίες καμιά φορά συναντούν,
περιγελώντας τον παλαβιάρη, ένα φουσκωμένο φεγγάρι,
αφήνοντας το ψωμί που παρεξήγησαν για ένα φιλί,
αφήνοντας τη σελίδα του βιβλίου απρόσεκτα ανοικτή,
κάτι ανείπωτο, το τηλέφωνο βγαλμένο απ' την πρίζα
και τον έρωτα, ό,τι κι αν ήταν, μια μόλυνση.
Anne Sexton