Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Το να σε σκέφτομαι απόψε



Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ώς τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.

(Αιτία αγάπης, 1936)
Pedro Salinas 

Τη σκιά σου σμιλεύω


Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.

Υστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ' αγκαλιάσω.

Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.

Ετσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.

Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.

(Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα, 1933)
Pedro Salinas

Βιολέτες για μια εποχή

. . .
σ’ ακολούθησα, απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η ευωδία του κήπου (ώ, θα ‘μαστε νεκροί κι η άνοιξη θα ’ρχεται πάλι και πάλι) – σε πλησίασα, με κοίταξες στα μάτια και τότε σε φίλησα, σε φίλησα για όλα τα χρόνια που θα περάσουν, για όλες τις ελπίδες που θα χαθούν, σε φίλησα και σε κράτησα πάνω μου -
. . .

. . .
Θεέ μου, τι ηλίθια που τέλειωσαν όλα
νεανικά όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν και μας ακολουθούν
χρόνια που θα πεθάνουν μαζί μας
κι άλλοτε μια παράξενη αίσθηση ότι έχω ξαναζήσει, θυμάμαι
πράγματα που δεν έγιναν ποτέ, αναγνωρίζω δρόμους που δεν
έχω ξαναπεράσει
είναι περίεργο αλλά οι άνθρωποι έχουν την ακλόνητη βεβαιότητα
πως ο ήλιος θα βγει και τ’ άλλο πρωί
είναι τόσο ωραίο που το συμμεριζόμαστε όλοι μας
. . .

. . .
συχνά κάθομαι στη σκάλα και κοιτάζω το πεπρωμένο
κανείς δεν πιστεύει αυτά που βλέπω, τα γράφω κι εγώ και τα
            ταχυδρομώ στους μεταγενέστερους
μα όταν ένας άνθρωπος στο δρόμο γυρίσει και σε κοιτάξει με πόνο η
            μισή ανθρωπότητα έχει σωθεί
ή νοσταλγώ ένα ρόδο κι είμαι έτοιμος να πεθάνω για να το βρω-
. . .

. . .
  ζούμε σ’ ένα ανεξιχνίαστο όνειρο απ’ όπου δεν θα βγούμε παρά για ν’ αγκαλιάσουμε, σαν μόνη εξήγηση, τη σιωπή...

Όσο για κείνη την ιστορία υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Η καλύτερη όμως είναι πάντα αυτή που κλαις.

Κι, ώ αναμνήσεις, που συγκρατείτε κάτι πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε...

Όμως, εδώ τέλειωσα. Ώρα να φύγω. Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς. Και τα φαντάσματα της ζωής μου θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν. Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο. Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια
   μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική...


Τάσος Λειβαδίτης

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2017

Άτιτλο

Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 1949
Σύντροφε ανακριτά, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν είσαστε πράγματι σύντροφος. Η μάλλον, αρχίζω να πιστεύω πως δεν είσαστε και σας το λέω έξω απ’ τα δόντια, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσω ην οργή σας.  Επιτέλους, ελάτε στη θέση μου, προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση με τα δικά μου μάτια και πέστε μου ύστερα αν έχω δίκιο να λέω ότι το πράγμα καταντάει αφύσικο. Κατέγραψα τόσα γεγονότα, ανέφερα συγκεκριμένα στοιχεία, ονόματα, ημερομηνίες, επανήλθα σε λεπτομέρειες για να διευκρινίσω τα τυχόν σκοτεινά σημεία, ομολόγησα ότι έτυχε να πω σε ορισμένες περιπτώσεις τη μισή αλήθεια κι όμως εσείς εξακολουθείτε να σωπαίνετε. Δεν εννοείτε να παίξετε σωστά τον ρόλο σας, δεν εννοείται να μου υποβάλετε ερωτήσεις, με αφήνετε να εικάζω τι μπορεί να σας ενδιαφέρει – μάντης είμαι;

Άρης Αλεξάνδρου

Ηθική του ύπνου



Τα συρματοπλέγματα είναι απλωμένα τα δεσμά μου επιτελούν το έργο τους
Τα μαλλιά σου να λύνουν τον πιο βαθύ πόνο
Θα ψαλιδίσω τα ερέβη
Του δωματίου μου που στενεύει
Μα θα μπορούσα να διαλύσω το πάτωμα γύρω μου
Να ξαναβρώ τις λεπτομέρειες την κίνηση κάθε βήμα
Την κάτωχρη ή λαμπερή πηγή
Τον ποταμό την περηφάνεια
Την ανάλαφρη γέφυρα
Ένα ρεύμα τον ωκεανό
Τη υπερβολικά φωτεινή σάρκα
Την οθόνη του ουρανού που λάμπει
Τον καρπό την ανάσα την υγεία
Ενός σώματος που δε θα φθαρεί

Καθρέφτης η γαμήλια λίμνη
Καρδιά κι εμφάνιση κοινά
Τα βλέφαρά μου το μέτωπό μου πέπλα επιθυμίας
Φανερώνουν ακόμη την αθωότητά μου

Η χλωρίδα είναι πάνω στο λουλούδι
Είμαι πάνω στο νερό μπαίνω στο νερό
Τακτοποιώ τις έρημες όχθες
Θα έχω νέα σου
Αν μπω βαθιά στον ήλιο.

(1946 – Αδιάκοπη ποίηση)
Paul Eluard

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Ποτέ και τίποτα

Σκέβρωσα από το γράψιμο
και απ’ την αβάσταχτη μελαγχολία
που με καταδιώκει από το ’44
Στα δεκάχρονα από το θάνατό σου
αλησμόνητε Άρη Αλεξάνδρου
σηκώθηκα και πήγα στο Thiais
το μακρινό παριζιάνικο νεκροταφείο
για να προσκυνήσω τον τάφο σου,
Άρη, αξέχαστε φίλε
και δεν είδα μήτε φυλλαράκι
πάνω στην πλάκα που σκεπάζει το φέρετρό σου
γιατί κανείς
κανείς δεν θυμήθηκε την μαύρη ημερομηνία.
Και τώρα πια, αυτά τα κωλόπαιδα
οι φοιτητές μας
δεν ξέρουν ούτε το όνομά σου
ούτε τα βιβλία σου.
Άρη μου, ποιοι σ’ έχουν μισήσει πιο πολύ:
οι κομμουνιστές ή η μπουρζουαρζία;

Ηλίας Πετρόπουλος

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017

Εγκατάλειψη


Έβρεχε,
έβρεχε πολύ
κι είχε βουλιάξει η ψυχή
στην υγρασία.
ακόμη μια χαμένη Κυριακή,
εδώ, στην επαρχία.

Χρίστος Λάσκαρης

Το Ποτάμι


Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει
το ποτάμι, που πηγαίνει μοναχό,
κάποιος στο χορτάρι τραγουδάει
κρεμασμένος απ' τον ουρανό.
Και η νύχτα κάθε τόσο σταματάει
από άξαφνο του ποταμού λυγμό,
χαμηλώνει το φεγγάρι και ρωτάει
τι έχει και στενάζει το νερό.
Και πηγαίνει, όλο πάει το ποτάμι,
στ' ανοιχτού πελάγου το χαμό,
κάποιος μες στη νύχτα τραγουδάει,
για αγάπη και για χωρισμό.

Χρίστος Λάσκαρης