Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

Άτιτλο

 Κι ύστερα τι

δεν είχε τίποτα να φοβηθεί ή να κρύψει

οι φτωχοί δεν έχουν τίποτα να κρύψουν έλεγε

κι έγραφε με το δάχτυλο ένα κύκλο στο χώμα

και μέσα του στο κέντρο ένα ανθρωπάκι

η παραλία ήταν ήσυχη

κάποιος είχε ρίξει μια πετονιά

και περίμενε χωρίς να τρέμει

στο γυρισμό είχε βραδιάσει

τον βρήκε στην ίδια θέση

και για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια από τότε που

ήτανε μικρό παιδί

του ’ρθε η επιθυμία

εκεί πίσω από τον άνθρωπο

να πάρει ένα χαλίκι και να το πετάξει στη θάλασσα

θαρρώ πως πήρε ένα

το ’σφίξε στη χούφτα του στάθηκε μια στιγμή

ο άνθρωπος εκεί ένα γυρτό μαύρο σημάδι

συνέχισε

το καφενείο ήταν κλειστό οι καρέκλες ανάκατες

κάθησε σε μια δίπλα στο τζιου-μποξ

στ’ αυτιά του ακόμα η πλάκα από τ’ απόγεμα

το φανταράκι απόψε πάλι

η Αλεξανδρούπολη είναι μακριά

ο Αριστείδης αυτή την ώρα θα γράφει γράμματα που δε

θα στείλει

ή θα σκέφτεται σκοπιά

θα μακαρίζει εμάς τους έξω

και θα ονειρεύεται μια βαθιά πολυθρόνα

έναν καφέ που θα πίνει μ’ αργές γουλιές

και τσιγάρα αμέτρητα τσιγάρα

στο μυαλό του ακόμα η πλάκα

έχει μεράκια

βλακείες είπε κι ένιωσε το κρύο

από τη νύχτα και τη θάλασσα

ήθελε να σηκωθεί και να φύγει

κι έμενε εκεί στην καρέκλα δίπλα στο τζιου-μποξ

χωρίς να κοιτάζει τη θάλασσα

και το μικρό πράσινο φωτάκι του φάρου

μια ν’ ανάβει μια να σβήνει

το τραγούδι συνέχιζε μέσα του και τον ενοχλούσε

γιατί έχει μέρες να πάρει γράμμα

μ’ αρέσει να βλέπω τους άντρες να ξυρίζονται

όλους;

ναι όλους

κι ύστερα το λίγο αίμα που έτρεξε

σκατά είπε και πάλι δεν κινήθηκε

ο άνθρωπος’ με την πετονιά σκέφτηκε και κρύωνε πάλι

το τραγούδι ακόμα

απ’ το κορίτσι του

ηλίθιε φώναξε δυνατά και σηκώθηκε ντροπιασμένος

όταν είδε λίγο πιο κάτω αριστερά στον άσπρο τοίχο με

τις διαφημίσεις

δυο νεαρούς να τρέχουνε και να χάνονται στο στενό

πήγε στον τοίχο

το χρώμα έσταζε σαν αίμα κάτω από τα γράμματα

μαλάκα είπε τρόμαξες τα παιδιά

είχε αρχίσει να ξημερώνει


Αγγελική Ελευθερίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου