Ζητώ την χαράν πότε εδώ πότε εκεί!
Που είσαι; ειπέτε μου που κατοικεί;
Δεν είναι εις λόφους ‘ εις όρη υψηλά.
Ειπέτε μοι, που η μορφή της γελά;
Εις βάθη κοιλάδων επήγα ζητών.
Τον ρύακα είδα που πίπτει κροτών,
και παίζει και σύρει νερά καθαρά,
Μαζί των δεν έπαιζε πλην η χαρά.
Εζήτησ’ αύτην εις σκιάς των δασών.
Εγέλων τα φώτα αστέρων χρυσών,
Πτηνόν εκαλάδ’ εις μυρσίνη χλωράν,
Πλην έψαλε θρήνους και όχι χαράν.
Εζήτησ’ αύτην εν ευθύμους χορούς,
Εις δείπνον θαλάμους λαμπρούς και ηχηρούς.
Εις φώτα, εις σκεύη χρυσά κι’ αργυρά,
Πλην ουτ’ εις αυτά δεν ευρέθ’ η χαρά.
Την έφθασα τέλος, την εύρον μακράν,
Μακράν εις χωρίου κοιλάδα μικράν.
Τριγύρω της είχε παιδιά αρκετά,
Κ’ επήδα μ’ εκείνα κ’ εγέλα μ’ αυτά.
Που είστε καλοί παιδικοί μου καιροί!
Εφώναξα τότε με στήθος βαρύ.
Πλην όμως την είδα , πετά η χαρά.
Και αυτ’ ήν είναι η πρώτη κ’ εσχάτη φορά.
(Μετάφραση Αλεξάνδρας Ραγκαβή)
Johann Wolfgang Goethe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου