Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Η είσοδος του μετρό


Ήταν ο οδηγός της. Αυτός ζούσε σε μία κόλαση. Κάθε μέρα σκεφτόταν πως ήταν νεκρός. Χρόνια, αφού αυτός πέθανε, αυτή τον σκέφτεται να σκοντάφτει μεθυσμένος μέσα στην περιστροφική πόρτα του μετρό. Μόνο οι δυο τους στην πλατφόρμα. Αυτός να της ζητάει χρήματα, πένες για να περάσει την είσοδο.
Στο γηροκομείο, μία παράλυτη γυναίκα φρουρεί την πόρτα.
Ρωτάει: «Θα γυρίσεις πίσω;» Καθένας μέσα ή έξω πρέπει να της απαντήσει.
«Μη με αφήνεις εδώ. Έλα πίσω.»
Η Μπέατρις λέει ψέματα για να περάσει το απλωμένο για χειραψία τρεμάμενο χέρι της.

Ο πατέρας της ξέρει ότι τον παρατάει σήμερα. Αυτός περιμένει.
Το κεφάλι του που πεθαίνει γυρίζει και περιπλανιέται στον αέρα.
Ένα δάκρυ γλιστράει από το δεξί της μάτι, ωμή, ξεκάθαρη μετάνοια.
Τι εννοούσε; Τις κραυγές του στην τηλεόραση που ζητούσαν θάνατο,
τα σκυλιά που είχαν στηθεί σαν κοράκια. Ο δρόμος του για το δάσος
ήταν λεπτός όπου κι αν πατούσε.

Πριν την πάει εκεί, της δείχνει την κουδουνίστρα του φιδιού στο συρτάρι του,
Τεντωμένη σαν δείκτης ρολογιού, φυλαχτό τσέπης για προστασία,
ένα αναμνηστικό από το μεγαλύτερο που είχε σκοτώσει μέχρι τώρα.
Την καλεί στο δάσος, «Πρόσεχε πού βάζεις τα πόδια σου».

Το αγαπημένο της μέρος είναι χαμηλά, ο υγρός κόλπος με τα κλαδιά,
την άμμο που κάνει σχηματισμούς σαν ίχνη φιδιού. Η θέση του είναι ψηλή,
ένα στέκι από πλατύφυλλο πεύκο. Σε αυτόν τον μακρύ διάδρομο,
το φως αναβοσβήνει, καθώς το τσεκούρι του δαγκώνει μέσα στις παραμορφώσεις ενός δέντρου, σάπια σκουλήκια, εκκρίσεις.
Τα γάντια του τρέχουν πάνω κάτω στα φτερά του φλοιού. Το στόμα της γεμίζει βάμμα από νέφτι.
Στο πρόσωπο του δέντρο, δάκρυα κολοφωνίου σκληραίνουν και λάμπουν.
Θυμάται με ποιον τρόπο αντιμετώπισε το κρεβάτι. Ορειβασία δίπλα του.
Χωρίς άγγιγμα, αλλά με ενθουσιασμό.
Σαν να επιβιβάζεσαι σε ένα τρένο και οι ιστορίες να διαδέχονται η μία την άλλη.
Αυτός να ρίχνει λάστιχα σαν πέταλα αλόγων στο Μίσιγκαν, αυτός να παλεύει αλιγάτορες στον βάλτο της Φλόριντα.
Τα λόγια του να κροταλίζουν σαν τροχοί πάνω σε ράγες, μετά να ροχαλίζει.
Αυτή νόμιζε ότι πήγαιναν μαζί. Έμεινε πίσω. Αυτή που περιμένει,
αυτή που δεν πάει πουθενά μέσα στο φορτωμένο δωμάτιο, με τον ιδρώτα του, τα τσιγάρα και το κουταλάκι.
Κανένας τρόπος να διηγηθεί την ιστορία της.
Την μεταφέρει στην πλάτη του απέναντι από το ποτάμι.
Ο ήλιος λάμπει κάτω από τα πόδια της, όπως κι ο τρόμος αυτού που κρύβεται από κάτω. Σκαρφαλώνει για να σταθεί μαζί του στην άκρη, όπου το αμμώδες έδαφος δίνει τη θέση του στο νερό.
Η ερειπωμένη γη πίσω της, τα αποτυχημένα σφραγισμένα στόμια ανθρακωρυχείων,
τα ασημένια δολάρια σαν φεγγάρια στα χέρια ανδρών το βράδυ των εκλογών.

Ξέρει ότι τον αφήνει σήμερα. Αυτή ρωτάει, «Θα πεθάνεις πριν επιστρέψω». Αυτός λέει ότι υποθέτει πως ναι.
Βλέπει τα δάκρυά της, λέει: «Μην το παίρνεις τόσο βαριά.»
Υποσχέθηκε στη μητέρα του ότι θα επέστρεφε. Δεν υποσχέθηκε ποτέ σε αυτήν.
Στο παρελθόν, πατούν την άκρη του ποταμιού και το νερό συγχωρεί.

Δεν της υποσχέθηκε ποτέ να τη συναντήσει στην πόλη, σε οποιαδήποτε από τις πόλεις που πέρασε:
Με τα πόδια στο Λος Άντζελες το 1931, ψάχνοντας για δουλειά.
Άφησε το τρέιλερ την αυγή, περπατώντας. Πουλούσε κομμένα λουλούδια στη γωνία,
πήρε μπάλες του γκολφ από μία έκταση δρόμων, ένα κέρμα ο κουβάς.
Στις κλειδωμένες πύλες του αεροσκάφους ονειρεύτηκε μία πτήση πάνω από την πόλη
σαν ασημένιος άγγελος.
Ζήτησε να δουλέψει στη αυλή ενός σπιτιού. Ο ιδιοκτήτης υπόσχεται για το αύριο.

Αυτός κρατάει τα χέρια του και λέει, σαν να μιλάει σε έναν αδερφό ή μια αδερφή,
«Μη με ξεχνάς».

Αλαμπάμα, ΗΠΑ
(Όχι Μετάφραση από Όχι Ποιήματα)
Minnie Bruce Pratt

Καραντίνα


Στη χειρότερη ώρα στη χειρότερη εποχή
του χειρότερου χρόνου όλης της ανθρωπότητας
ένας άνδρας βγήκε από το πτωχοκομείο με τη γυναίκα του.
Περπατούσε -και οι δύο περπατούσαν- βόρεια.

Αυτή ήταν άρρωστη από πυρετό πείνας και δεν μπορούσε να κρατηθεί.
Τη σήκωσε και την έβαλε στην πλάτη του.
Περπατούσε έτσι δυτικά, δυτικά και βόρεια.
Μέχρι που καθώς έπεφτε η νύχτα, κάτω από παγωμένα αστέρια έφτασαν.

Το πρωί βρέθηκαν και οι δύο νεκροί.
Από κρύο. Από πείνα. Από τις τοξίνες μιας ολόκληρης ιστορίας.
Αλλά τα πόδια της ήταν σφιχτά κολλημένα στο στήθος του.
Η τελευταία θέρμη της σάρκας του ήταν το τελευταίο του δώρο σε αυτήν.

Μην αφήσετε κανένα ποίημα να φτάσει σε αυτό το κατώφλι.
Δεν υπάρχει χώρος εδώ για ανακρίβεια
Εγκωμιάστε τις εύκολες χάρες και την αισθησιακότητα του σώματος.
Υπάρχει μόνο χρόνος για αυτό το ανελέητο απόθεμα.

Ο θάνατός τους μαζί τον χειμώνα του 1847.
Επίσης, ό,τι υπέφεραν. Πώς έζησαν.
Και τι υπάρχει ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα.
Και σε ποιο σκοτάδι αυτό μπορεί καλύτερα να αποδειχθεί.

Δουβλίνο, Ιρλανδία
(Όχι Μετάφραση από Όχι Ποιήματα)
Eavan Boland

Καραντίνα


Επειδή δεν έπρεπε να μυρίσω τον φόβο της αγελάδας
Επειδή δεν έπρεπε να καρφώσω έναν άνδρα, να δω τα μάτια του να αγριεύονται,
επειδή δεν έπρεπε να σύρω τις πέτρες
που σχηματίζονται μέσα στο παιδικό κορμί, επειδή δεν σκοτείνιασαν
τα χέρια μου σε υγρό χώμα, μήτε φούσκωσαν από το χτύπημα της μηχανής,
ούτε οι βελόνες έπλεξαν τη μέση μου, επειδή όταν το εργοστάσιο κατέρρευσε
δεν μύρισα καθόλου καπνό, και κανένας δεν με ανάγκασε να γονατίσω στις μπότες του μπάτσου και να μετρήσω τον χτύπο της καρδιάς μου να μειώνεται καθώς κάθε ήχος
βυθιζόταν, επειδή τα χέρια μου δεν χρειάστηκε ποτέ να αντισταθούν στην παρηγόρια
από τη ζεστασιά του αίματος, επειδή το κρέας ήταν τυλιγμένο σε πλαστικό και επειδή υπάρχουν ποντικοπαγίδες, επειδή η δουλειά μου ήταν να μένω καθαρή και ευγνώμων και κυρίως φανταστική, έχω κλέψει ό,τι λίγο μπορώ:
κρεμμύδια, γυαλόχαρτο, μια χούφτα δέρματος,
το μεταλλικό βογκητό του σκουπιδότοπου, την βεβιασμένη αναπνοή, τα καυτά μαχαίρια.

ΗΠΑ
(Όχι Μετάφραση από Όχι Ποιήματα)
Franny Choi

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Μεγάλη Παρασκευή


Στην καρδιά της Άνοιξης,
φέτος το Πάσχα έπεσε πολύ αργά
και το περιβάλλει η πάσα εμορφιά
της χαρούμενης εποχής.
Χαρά, όταν οι τελετές της ταφής
και της Ανάστασής Σου συμπίπτουν
με τα μειλίχια βραδινά, όπου η δροσιά
είναι μυρωμένη, καθώς ανακατωμένη
με το λιβάνι, την αισθάνομαι να μου έρχεται
στο περίσκεπτο πρόσωπο.

Χαίρομαι, χαιρόμουν δηλαδή στο παρελθόν.
Θυμούμαι και δοκιμάζω τη νοσταλγία εκείνη,
εκείνων των καιρών, όταν τα βραδινά,
– με το ιώδες χρώμα, της ανθισμένης γλυσίνας
κάπως, ή της πασχαλιάς που στρώνεται
πάνω στο επιτάφιο κέντημα,-
τα έμορφα ανοιξιάτικα βραδινά,
πήγαινα ταχτικά ν’ ακούσω την ακολουθία
των Παθών Σου.
Κι άλλοτε το είπα,
πως δεν πηγαίνω πια στην εκκλησία.
Ψες πήγα.

Περάσαμε απ’ το δροσερό πάρκο,
γεμάτο σκιές που φυλάγουν την αμαρτία.
Ποιαν αμαρτία;
Γιατί να είναι αμαρτία
ο έρωτας των ανθρώπων την άνοιξη;
Αμφιβολία. με σκέψεις διπλές
προχώρησα και μπήκα στην εκκλησία Σου.
Μια εκκλησία καινούρια, άσχημη,
με εικόνες κακοβαμμένες.
Ένας χαμηλός ουρανός, το χρώμα στο ταβάνι,
με τα πολλά άστρα, φτηνό.
Δε σε βοηθούσε το περιβάλλον να συγκεντρωθείς
να λησμονηθείς στην ψαλμωδία
κι αυτή καθόλου κατανυκτική.

Μα εγώ, καθώς προσήλθα,
καθώς μπήκα στην εκκλησία Σου
κι αν τα είδα όλα αυτά, στο τι!
Εκείνο που μ’ άρπαξε σα χέρι βαρύ,
που απλώθηκε απάνω μου,
ήταν η αμαρτία που έκανα,
προσερχόμενος σε Σένα,
με την καρδιά μου κενή από Σένα.
Είναι κενή από Σένα η καρδιά μου;

Δεν ξέρω αν οι αναμνήσεις
μιας εποχής περίπαθης πίστης,
δε μ’ αφήνουν ακόμα εμένα
να χαρώ μόνο αισθητικά τη θρησκεία Σου.

Κύριε του Μυστικού Δείπνου, της Σταύρωσης,
της Μεγάλης κι ένδοξης Ανάστασης,
μέσα μου Σ’ αισθάνομαι
κι ας έχω απομακρυνθεί από Σένα.

Εύκολα δάκρυα μου υγραίνουν τα μάτια.
Πόσην ικανοποίηση μπορεί να μας δώσει
και της αθλιότητάς μας η αναγνώριση,
η ομολογία.

Ομολογία σε ποιον;
Στον ευπροσήγορο εαυτό μας;
Μεγαλώνει η αμαρτία.
Τίνος και με τι λογαριάζεται;
Κάνω να την αποτινάξω
και συλλογίζομαι πως ούτε αυτό
θάταν δύσκολο, όταν έχεις κριτή τον εαυτό σου,
που έχει μαζέψει τόση δικαιολογία,
όσα είναι τα λουλούδια της άνοιξης,
οι καρποί του καλοκαιριού Σου,
που παίρνει το βάρος του φθινοπώρου Σου,
ώσπου να φτάσει ο χειμώνας…

Όμως είναι άνοιξη, άνοιξη απόψε,
ακόμα και για κείνους που γνώρισαν
τους βαρείς σου χειμώνες
κι οι γυναίκες αν κλαίνε τον Άδωνι,
θρηνούν με το πάθος της ερωτικής χαράς
που περιμένουν.

Είν’ η πολλή αγάπη για τη ζωή αμαρτία;
Κύριε, καθώς τόσος υπάρχει ο θάνατος,
που Εσύ τον έχεις για τον άνθρωπό Σου δεχτεί,
πώς θα δεχτούμε εμείς οι εφήμεροι,
δίχως Εσέ, τη φοβερή τιμωρία;
Η δική μου ψυχή που την αισθάνομαι
τόσο πολύ να μου δονεί το σώμα,
που την αισθάνομαι ν’ ανθίζει στο σώμα μου,
για μένα έπαψε να είναι αθάνατη.

Έχω φτάσει την παγερή αδιαφορία
για ό,τι αφορά τα μετά θάνατον.
Έχω παραδεχτεί το κενό, το μηδέν
και με κυριεύει της ζωής το πάθος,
πόσο η ψυχή μου υποφέρει το πολύ πάθος
του σώματος την δυναστεύει
και με κυνηγά του αμαρτήματος η σημασία,
πολύμορφη, δίχως να την καταλαβαίνω
ποια είναι.
Διάχυτη μου μολύνει τα μάτια, την όσφρηση,
την ακοή, τη γέψη και την αφή.
Μήπως τόσο πολύ την αισθάνομαι,
γιατί του βαπτίσματος τη στιγμή δέχτηκα
το δικό Σου άγιο Μύρο κι αυτό με χωρίζει
κι αυτό μου θυμίζει τη που σου οφείλω υποταγή.

Άλλοτε προσερχόμουν
στα καθημαγμένα Σου πόδια κι ευλαβικά,
– ποτέ πιο ψηλά δεν τολμούσα ν’ ατενίσω
προς το πρόσωπό Σου και τη δική σου ανθρώπινη υπόσταση
πνοή τόσο εφήμερη,- ευλαβικά έψαυα
με τ’ αμαρτωλά των αισθήσεων χείλη…

Γιατί αμαρτωλά; Πώς τόσο αισθάνομαι
την ανάγκη συγχώρεσης!

Αόριστη συντριβή,
τούτη με συντρίβει η αοριστία,
γιατί δεν γνωρίζω πού ν’ αποθέσω
την αμαρτία μου για να κριθεί.
Μη δεν είναι ανύπαρχτη;
Φαντασία κι εκείνο που λογαριάζεται,
μένει η δύναμη μονάχα κι η αντοχή,
για να λογαριαστεί η ζωή μας.
Γιατί αισθάνομαι έξαφνα τη φθορά
της πλησμονής που με κατέχει,
του δυνατού πόθου που έχω παραδεχτεί,
γιατί δεν μπορεί να βαστάξει η ψυχή μου
την περήφανη ανθρώπινη στάση μου;
Ποια αιώνια στιγμή
έχει απομείνει από Σένα μέσα μου,
Κύριέ μου, και τι μου ζητεί η τυραννισμένη
μορφή Σου, ανθρώπινη;
Όταν Εσύ ήρθες σε μένα τόσο κοντά
κι εγώ φεύγω τώρα
κι έφτασα να μη βλέπω το θάνατό μου
σα συμφορά της ψυχής,
όταν θέλω να συμμαζέψω σε τούτης της γης
την εμορφιά την πάσα μου δύναμη,
όταν η δύναμή μου μ’ αντέχει σκληρά,
τι γυρεύω από Σένα Λόγε;

Της ύπαρξής μου το λόγο
το δέχτηκα λογικά, ακόμα
και την πάσαν ευθύνη.
Όταν μπήκα στην εκκλησιά Σου,
αισθάνθηκα τη μυστική μου φθορά,
ανησυχία βαθιά,
την αγνώριστή μου μετάνοια.

(Από τη συλλογή Αντιθέσεις, 1957)
Ζωή Καρέλλη

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Χάι κου


Σκίτσο ο κόσμος και
ανελέητη ο θάνατος
γομολάστιχα

Αργύρης Χιόνης

Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής


Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια τους στις τσέπες.

Γιώργος Μαρκόπουλος

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ωσαννά


Μαύροι κύκλοι
Κόκκινοι
Πράσινοι κύκλοι
Κίτρινοι γαλάζιοι
Πάνω στο έδαφος
Κι ένα άστρο σχεδόν νεκρό
Με λίγο φως ακόμα
Που του έχει απομείνει
Τίποτ’ άλλο τίποτ’ άλλο
Όλα έχουν χαθεί

Μια κλίμακα μονάχα αιωρούμενη
Μια εξαρθρωμένη μουσική
Και κάποια ίχνη
Από φωνές επουράνιες
Ωσαννά
Εν τοις υψίστοις

Από τη συλλογή Οι δρόμοι του ουρανού (2006)

Τάκης Βαρβιτσιώτης