Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

Έρμαια της φτώχειας και του θανάτου


Φτωχοί δεν είναι

μονάχα στερημένοι βασικών αγαθών

κι αφημένοι στην τύχη, δίχως δύναμη και δίχως θέληση.

Είναι σημαδεμένοι απ’ τη σφραγίδα μιας αγωνίας δίχως όνομα

γυμνωμένοι απ’ όλα, ακόμη κι απ’ το νόημα της φτώχειας τους.

Η σκόνη των πόλεων σηκώνεται ν’ αμαυρίσει τα πρόσωπά τους

κι όλος ο βόρβορος κολλάει πάνω τους.

Θα ξωκείλουν μια μέρα ακυβερνητοι σαν ξεβρασμένα ναυάγια·

προκαλούν το φόβο σαν τους πανουκλιασμένους

μα αν ο κόσμος αισθανόταν το βάρος της οδύνης

θα είχε σαν τους φτωχούς ροδοστέφανο στο μέτωπο.

Γιατί οι φτωχοί έχουν την αγνότητα της πέτρας

και την αθωότητα του νιογέννητου τυφλού ζώου·

και μέσα στην πλέρια από σένα απλότητά τους

δεν ζητούν παρά να μείνουν φτωχοί όπως κι είναι στ’ αλήθεια…

Γιατί η φτώχεια είναι σαν μεγάλο φως στο βάθος της καρδιάς..

Εσύ είσαι ο φτωχός, ο γυμωμένος απ’ όλα,

είσαι η πέτρα που κυλά δίχως αναπαμό,

είσαι ο απεχθής λεπρός που όλοι αποστρέφονται

και που πλανιέται ολόγυρα απ’ τις πόλεις με τα κουδούνια του.Μήτε καν σαν τον άνεμο δεν έχεις χώρο

κι η ομορφιά σου με κόπο κρύβει τη γύμνια σου

κι ακόμη και το ρούχο που τ’ορφανό βάζει τις καθημερινές

είναι λαμπρότερο, γιατί τουλάχιστον του ανήκει…

Είσαι φτωχός σαν την ανάγκη ενός μωρού να γεννηθεί

στα σπλάχνα μιας κόρης ντροπιασμένης που ‘ναι μάνα

και που σφίγγει την κοιλιά της τόσο που να πάει να πνίξει

την άλλη ζωή που φέρνει και σκιρτά μέσα της.

Είσαι φτωχός σαν ανοιξιάτικη βροχή

που σιγανά πέφτει στις στέγες μιας πόλης

και σαν τη μόνη λατρεμένη ευχή ενός φυλακισμένου

στα βάθη του κελιού του για πάντα έξω απ’ τον κόσμο.


Είσαι φτωχός σαν τους αρρώστους που ολονυχτίς

στριφογυρίζουν ολοένα κι είναι σχεδόν ευτυχισμένοι

και σαν τ’ ανθάκια μέσα στις ράγες

τόσο θλιμμένα μες στον άνεμο τον ταραγμένο απ’ το ταξίδι

και σαν το χέρι που έρχεται στα μάτια να κρύψει

δάκρυα μεγάλης θλίψης…


Και τί είναι μπροστά σου τα τρεμάμενα πουλιά;

Τί είναι μπροστά σου, το σκυλί το κοκκαλιάρικο;

Τι είναι για σένα η αιώνια και σιωπηλή θλίψη των ζώων

των εγκαταλειμμένων απ’ όλους στην υποδούλωση;

Και μπροστά σε σένα και τη δυστυχία σου

τι είναι όλοι οι φτωχοί των ασύλων της νύχτας;


Δεν είναι παρά ταπεινά χαλίκια,

κι όμως σαν τη μυλόπετρα του μύλου,

λίγο ψωμί του δίνουν…

Μα εσύ είσαι αληθινά ο φτωχός, ο γυμνωμένος απ’ όλα,

ο επαίτης που κρύβει το πρόσωπο·

είσαι το μεγάλο φως της πενίας

που ο χρυσός δίπλα του ωχρά.


Είσαι εξόριστος, δίχως πατρίδα,

κανένα μέρος εδώ-κάτω δε σου ανήκει.

Το μέγεθός σου μας συνθλίβει, είσαι τεράστιος για εμάς.

Ουρλιάζεις στον άνεμο,

είσαι σαν άρπα που θα την έθραυε όποιο χέρι άγγιζε τις χορδές της.

Εσύ που γνωρίζεις τα πάντα, εσύ που η αστείρευτη γνώση σου,

πηγάζει από την υπεραφθονία της φτώχειας,

κάνε να μην είναι πάντα οι φτωχοί συντριμμένοι,

λευτέρωσέ τους από τη βαρειά καταφρονιά

τη δεμένη στην περπατησιά τους.


(…)


Οι φτωχοί είναι σιωπηλοί σαν πράγματα,

κι αν έρμαια των δρόμων μια εστία τους υποδεχτεί

παίρνουν μια θέση ταπεινά σαν πρόσωπα οικεία

κι ανακατεύονται στις ακαθόριστες σκιές του σκηνικού,

σβήνοντας στη λησμονιά σαν εργαλεία παρατημένα.


Μοιάζουν με κείνους τους φύλακες αγαθών

που δεν τα αντίκρισαν ποτέ με τα μάτια τους·

περιπλανιούνται χαμένες σχεδίες πάνω από βάραθρα

και σε σεντόνια ύφασμα απλωμένα στους κάμπους

κείτονται ανυπεράσπιστοι, εκτεθειμένοι σ’ όλους τους ανέμους.


Πάσχουν από εκείνη τη μοναδική και μεγάλη οδύνη

την οποία ο άνθρωπος μετέτρεψε σε μικρομέριμνες·

κι αποδέχονται την ύπαρξή τους με πολλή αγάπη,

που θε να ‘χε τη γλύκα του χόρτου ή τη σκληράδα της πέτρας.


Και πηγαίνουν στο χώρο που αγκαλιάζει το βλέμμα σου

όπως τα χέρια πάνω στις χορδές της άρπας.

Σώσε τους μόνο από την αμαρτία των μεγάλων πόλεων

όπου το μίσος κι η σύγχυση βαραίνουν πάνω τους.

Οι μεγάλες πόλεις σκέφτονται μονάχα τον εαυτό τους

και παρασέρνουν τα πάντα στην αδηφάγα τους βιάση·

θραύουν τη ζωή των ζώων σαν ξύλο ξερό

αναλώνουν λαούς ολόκληρους στη βάσανό τους.


Κι οι άνθρωποι υποδουλωμένοι σε μιαν επιστήμη κίβδηλη

πλανιούνται, έχοντας χάσει το ρυθμό της ζωής

κι επειδή ρίχνονται σε θορύβους το ίδιο μάταιους

αποκαλούν πρόοδο το χνάρι που αφήνουν σαν το γυμνοσάλιαγκα.

Επιδείχνουν την αναίδεια τους σαν εταίρες

και ζαλίζονται μες στο θόρυβο του μετάλλου και του γυαλιού.


Προχωρούν αδιάκοπα κυριευμένοι από μια πλάνη που τους ωθεί εκτός εαυτού.

Ο χρυσός κυβερνά τυραννικά και φθείρει όλες τις δυνάμεις τους…

Και μόνο με το μαστίγιο του αλκοόλ και άλλα δηλητήρια

εμμένουν στη στείρα ταραχή τους.


Οι φτωχοί υποφέρουν κι αυτοί, υπόδουλοι σε τούτο το ζυγό

κι όλα όσα βλέπουν τους καταπονούν.

Αισθάνονται στο πετσί τους τα ρίγη του πυρετού

και τριγυρνούν τη νύχτα σαν ψυχές κατάδικες·

είναι απόβλητοι μαζί με όλη τη φύρα της πόλης

και γεννούν την απέχθεια σαν το ψοφίμι το αφημένο στον ήλιο.


Έρμαια των δρόμων τα πάντα τους προσβάλλουν και αηδιάζουν:

το κυνικό φτιασίδι των γυναικών

και το θαμβωτικό βροντολόγημα των αυτοκινήτων…


Rainer Maria Rilke

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου