Βραχνή η Περιπέτεια
απ’ το πολύ να λέει
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.
Το πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς το συνεχώς
προσεκτικά και αργά.
Μη και χυθεί σταγόνα
από την αίσθηση πως ζω,
που την πίνω αργά αργά
σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ ρηχό φλιτζάνι
το φως του Οκτωβρίου.
Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την πας πιο δω πιο κει
ανάλογα που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι να γίνει πιο πυκνό.
Έχει η ατμόσφαιρα
αυτό που λέμε λιγοστεύει,
είτε πρόκειται για φως
για θεό
φθινοπώριασμα πίστης
για υπόφωτο έρωτα.
Ειν’ η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο και σπασμένο
το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι απόγινε, τι απόγινες;
Πάει κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά αποκρίνεται
η λακωνική εξαφάνιση.
Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.
Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.
Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες ονοματοφωλιές
σ’ εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα ύψους.
Πεινασμένα φωνήεντα
τσιμπάνε με το ράμφος τους
ψόφια τζάμια.
Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει αργά αργά το χρώμα.
Μια κιτρινίλα στα φυτά,
στα φιλάλληλα,
στα καταφύγια φάρδη.
Μελανίες μελιστάλαχτοι
σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Το κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας που πατάω.
Παντού σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να κουκουλωθείς
να μη βλέπεις άλλο
τι γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν οι χαμοί
ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας
καθυστερούμε να χαθεί
απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.
(Από την ποιητική συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», 1981)
Κική Δημουλά
απ’ το πολύ να λέει
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Μαλακτικό το φως του Οκτωβρίου.
Το πίνω. Αργά αργά.
Ανακατεύοντάς το συνεχώς
προσεκτικά και αργά.
Μη και χυθεί σταγόνα
από την αίσθηση πως ζω,
που την πίνω αργά αργά
σ’ ένα πολύ ρηχό φλιτζάνι.
Πολύ ρηχό φλιτζάνι
το φως του Οκτωβρίου.
Έχει ένα λάσκο η ατμόσφαιρα.
Την πας πιο δω πιο κει
ανάλογα που θέλεις κάτι ν’ αραιώσει,
κάτι να γίνει πιο πυκνό.
Έχει η ατμόσφαιρα
αυτό που λέμε λιγοστεύει,
είτε πρόκειται για φως
για θεό
φθινοπώριασμα πίστης
για υπόφωτο έρωτα.
Ειν’ η ατμόσφαιρα
διασκορπισμένο και σπασμένο
το μακρύ τραγούδι της συνέχειας:
τι απόγινε, τι απόγινες;
Πάει κι αυτό πάει κι αυτό
τραγουδιστά αποκρίνεται
η λακωνική εξαφάνιση.
Αργά αργά μυθιστορίζεσαι.
Έχει ένα άδειασμα η ατμόσφαιρα.
Αραιοκατοικημένη η περιπάθεια.
Εδώ εκεί να φανεί η πλάτη κάποιου φεύγω
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Άδειες ονοματοφωλιές
σ’ εσοχές της φωνής,
ξεπουπουλιάσματα ύψους.
Πεινασμένα φωνήεντα
τσιμπάνε με το ράμφος τους
ψόφια τζάμια.
Μια κιτρινίλα. Όχι λαίμαργη.
Τρώει αργά αργά το χρώμα.
Μια κιτρινίλα στα φυτά,
στα φιλάλληλα,
στα καταφύγια φάρδη.
Μελανίες μελιστάλαχτοι
σέρνουν νεκροφόρες φράσεις:
πάει κι αυτό πάει κι αυτό.
Το κόρο του κίτρινου ψέλνει
τη Θεία Ακολουθία της απογύμνωσης.
Ύφεση πολυφωνική.
Ακολουθώ.
Προσέχοντας που πατάω.
Παντού σπασμένο μάκρος.
Μαλακιά και σκεπαστική η ατμόσφαιρα.
Έτσι σου ‘ρχεται να την τραβήξεις ως επάνω
να κουκουλωθείς
να μη βλέπεις άλλο
τι γρήγορα κι απρόσεχτα
ανακατεύουν οι χαμοί
ό, τι εμείς αργά αργά και προσεκτικά
ανακατεύοντας
καθυστερούμε να χαθεί
απ’ το πολύ πολύ ρηχό φλιτζάνι.
(Από την ποιητική συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», 1981)
Κική Δημουλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου