(απόσπασμα)
«Λοιπόν, τι κάνουμε; Ε;»
Ήμασταν εγώ, ο Άλεξ δηλαδή, και οι τρεις ντρούγκηδές μου, που πα να πει ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο χαζο-Ντιμ. Καθόμασταν στο Γαλατομπάρ Κορόβα και στύβαμε τα ρασουντόκια μας ψάχνοντας να βρούμε κάτι να κάνουμε το βράδυ. Ήταν ένα φλιπάτο, σκοτεινό και κρύο χειμωνιάτικο απόβραδο, αν και ευτυχώς δεν έβρεχε. Το Γαλατομπάρ Κορόβα ήταν ένα μέστο από εκείνα που σέρβιραν γάλα-συν. Και μπορεί εσείς, ω αδελφοί μου, να έχετε ξεχάσει πια πώς ήταν εκείνα τα μέστα, μια που τα πράγματα αλλάζουν τόσο σκόρικα σήμερα και όλοι βιάζονται να ξεχάσουν, άσε που ούτε εφημερίδες δε διαβάζουν πια. Τέλος πάντων, αυτό που πουλούσαν εκεί μέσα ήταν γάλα συν κάτι άλλο. Δεν είχαν άδεια για αλκοόλ, αλλά τον καιρό εκείνο κανένας νόμος δεν απαγόρευε να σπρώχνει κανείς μερικά από εκείνα τα καινούρια βέσκια που έβαζαν μέσα στο παλιό, καλό μολόκο. Κι έτσι μπορούσες να πιτάρεις το μολόκο σου με βελοσέτ ή σύνθεμεσκ ή ντρένκρομ ή κάνα δυο άλλα τέτοια βέσκια που θα σου χάριζαν ένα όμορφο, ήσυχο και σκέτο έργο τρόμου δεκαπεντάλεπτο, να βιντάρεις τον Μπογκ και Όλους τους Πανάγιους Αγγέλους Του να κάνουν το κομμάτι τους στο αριστερό σου σαμπόγκι, με φώτα να σκάνε ασταμάτητα μέσα στο μόζγκι σου. Ή, ακόμα, μπορούσες να πιτάρεις γάλα με ξυράφια, που το λέγαμε έτσι επειδή σε έκανε κοφτερό σαν ξυράφι, έτοιμο για λίγο βρόμικο είκοσι-εναντίον-ενός, και αυτό ακριβώς πιτάραμε κι εμείς εκείνο το βράδυ που ξεκινάει η ιστορία μου.
(A Clockwork Orange. Penguin Modern Classics, 1996)
Anthony Burgess
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου