Η παλιά αγροικία κοιμόταν
και η άμαξα έφυγε
μέσα στη νύχτα, ένας θεός ξέρει για πού.
Το σπιτάκι, μοναχό, έκλεισε,
ο κήπος βούιζε και θρόιζε:
δεν μπορούσε να κοιμηθεί μετά τη βροχή.
Το παλικάρι κοιτούσε τη νύχτα και τους αγρούς,
και πετούσε, δίχως βιασύνη
ανάμεσα μας το σιωπηλό
ημιτελές διήγημα.
Άξαφνα σώπασε: ο ορίζοντας πήρε φωτιά
ακόμη και ο ουρανός καιγόταν…
το παλικάρι σκέφτηκε: δύσκολη που ‘ναι η ζωή.
η σωτηρία γιατί δεν υπάρχει; -
η γη τους ουρανούς κοιτούσε
διψασμένη για απάντηση.
5 Δεκεμβρίου 1900
Rainer Maria Rilke
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου