Όποιος, τώρα, κλαίει κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία καμιά κλαίει στον κόσμο,
κλαίει για μένα.
Όποιος, τώρα, γελά κάπου στην νύχτα,
Δίχως αιτία, γελά μέσα στην νύχτα,
Με περιπαίζει.
Όποιος τώρα, πορεύεται κάπου στον κόσμο,
Δίχως αιτία πορεύεται μέσα στον κόσμο,
Έρχεται σε μένα.
όποιος, τώρα, πεθαίνει κάπου στον κόσμο,
δίχως αιτία πεθαίνει μες στον κόσμο,
με κοιτάζει. Από το Ωρολόγιον Γείτονα θεέ,
αν, σε μακρυάν νυχτιάν, με χτύπους δυνατούς,
κάποτε- κάποτε ,σ’ έχω ταράξει,
ήταν γιατί σπάνια την ανάσα σου ακούγοντας, είχα τρομάξει,
και ξέρω: είσαι ολομόναχος στην κάμαρα.
Αν κάτι χρειάζεσαι, κανείς δεν είναι στο πασπάτεμά σου
Να τρέξει να σου φέρει ένα νερό :
Πάντα ακρουμάζομαι, Δώσε ένα μικρό σημάδι μόνο,
Είμαι πολύ κοντά σου
Μονάχα ένας φτενός μεσότοιχος αναμεσά μας βρίσκεται, κατά τύχη.
Ας στέκει εκεί στη μέση :
Μια κραυγή μόνο από τα στόματά μας και θα πέσει
Δίχως κρότο και δίχως ταραχή .
Έχει από τις εικόνες σου χτιστεί.
Κ’ οι εικόνες σου σάμπως ονόματα στέκουν εμπρός σου
Κι όταν, άξαφνα, ανάβει μέσα μου το φώς σου,
Που μ’ αυτό το βάθος μου αναγνωρίζει,
στα πλαίσιά του σα λάμψη το σκορπίζει .
Κι οι αισθήσεις μου, που γρήγορα έχουν παραλήσει,
Ανέστιες είναι και σ’ έχουν αφήσει .
Αν μόνο μια φορά το πάν απόλυτα σιωπούσε
Αν το τυχαίο και συμπτωματικό βουβαινόταν
Και το γέλιο το γειτονικό,
Αν ο θόρυβος των αισθήσεών μου ηρεμούσε,
Που τόσο μ’ εμποδίζει ν’ αγρυπνήσω
με μια χιλιόμορφη σκέψη θα δυνόμουν ίσως
ως τα πέρατα σου να σε στοχαστώ
και ( μόνο όσο κρατά ένα χαμόγελο) να σε κρατήσω
σε κάθε ζωή για να σε χαρίσω
σαν ένα Ευχαριστώ
Θεέ τι θα κάνεις αν εγώ πεθάνω;
Η στάμνα σου είμαι (αν σπάσω?)
Το πιοτό σου είμαι ( αλλά αν χαλάσω?)
Το ένδυμά σου και το επιτήδευμά σου είμαι
Μαζί με μένα χάνεις το νόημά σου
Αν μείνεις πίσω μου, δε θα ‘χεις πια σπίτι κανένα,
Που με φιλικά, ζεστά λόγια να ‘ρχεται κοντά σου
Από τα πόδια σου πέφτουνε τα κουρασμένα,
Τα βελουδένια, που είμαι, σανδάλια σου.
Ο μεγάλος μανδύας σου σ’ εγκαταλείπει.
Το βλέμμα σου, που εγώ, με τη θερμή παρειά μου,
σαν προσκέφαλο, το έχω δεχτεί
θα ‘ρθει κι ώρες θα με γυρεύει , γιατί θα του λείπει,
κι όταν ο ήλιος στον ορίζοντα θα φτάσει,
πάνω σε ξένες πέτρες θα πλαγιάσει.
Θεέ, τι θα κάνεις ; Φοβούμαι πολύ !
Rainer Maria Rilke
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου