Ακούστε την εξομολόγηση παλαιού της κολάσεως συντρόφου μου:
«Ω Κύριε, Ω Ουράνιε Νυμφίε, μην αποστρέφεσαι την εξομολόγηση της ταπεινότερης δούλης σου. Χαμένη είμαι. Μεθυσμένη. Μιαρή. Τι ζωή!
«Άφεση, Ουράνιε Πατέρα, Άφεση! Α! Άφεση! Τόσα τα δάκρυα! Και πόσα ακόμη, ελπίζω!
«Αργότερα τον Ουράνιο Νυμφίο θ’ απαντήσω! Γεννήθηκα να τον υπηρετώ.
– Ο Άλλος μπορεί να με χτυπήσει τώρα!
«Πόσο πιο χαμηλά να φτάσω από δω, δεν πάει άλλο! Ω φίλοι μου…όχι, όχι φίλοι μου…Πότε βίωσα κάτι παρόμοιο, παραλήρημα, βασανιστήρια, οτιδήποτε…Είναι τόσο ανόητο!
« Υποφέρω, κλαιω! Στ’ αλήθεια υποφέρω. Μ’ ακόμα έχω το δικαίωμα να κάνω ότι θέλω, περιφρονημένη απ’ τις πιο αξιοκαταφρόνητες καρδιές
«Επιτέλους, αφήστε με να ομολογήσω, ακόμα κι αν τούτο σημαίνει είκοσι φορές να τα επαναλάβω…τόσο εξασθενημένη, τόσο τιποτένια!
«Είμαι δούλα του σατανικού νυμφίου, αυτού που ξελόγιασε τις μωρές παρθένες. Μ’ αυτόν μοιάζει ο Διάβολος. Στοιχειό δεν είναι, μήτε φάντασμα. Αλλ’ εγώ που έχασα τα λογικά μου, εγώ καταραμένη και νεκρή στον κόσμο – κανείς πια δεν θα μπορεί να με σκοτώσει! Πώς να σας τον περιγράψω! Δεν μπορώ άλλο να μιλήσω. Πενθώ, κλαιω, φοβάμαι. Κύριε σας ικετεύω, δροσίστε με, εάν δεν σας πειράζει παρακαλώ!
«Στερημένη από σύντροφο – εκ πεποιθήσεως στερημένη…Ω, μάλιστα, κείνο τον καιρό ήμουν πολύ σοβαρή και βέβαια δεν είχα γεννηθεί για να γίνω σκελετός!… -Εκείνος ήταν παιδί – ή σχεδόν παιδί… Οι λεπτοί, μυστηριακοί του τρόποι με γοήτευσαν. Παράτησα τα πάντα προκειμένου να τον ακολουθήσω. Τι ζωή! Την αληθινή ζωή τη χάνουμε. Εξόριστοι του κόσμου. Στην πραγματικότητα πηγαίνω, εκεί που αυτός με οδηγεί. Και συχνά στρέφεται ενάντια μου, σε μένα, μια φτωχή ψυχή. Ο Δαίμονας! (Αληθινός Δαίμονας, ξέρετε, και σίγουρα καθόλου άνθρωπος).
«Λεει: Δεν αγαπώ τις γυναίκες. Ο καθένας μας ξέρει πως την αγάπη εκ νέου πρέπει ν΄ ανακαλύψει. Η σιγουριά είναι το μόνο πράγμα που οι γυναίκες αναζητούν. Μόλις λοιπόν κατακτήσουν τούτο, η αγάπη και η ομορφιά περισσεύουν, και δεν παραμένει τίποτα παρ’ εκτός μιας παγωμένης αποστροφής· τέτοιο μενού σερβίρεται στους γάμους σήμερα. Μερικές φορές διακρίνω γυναίκες που οφείλουν να είναι ευτυχισμένες, έχοντας βρει κάποιον που τους ταιριάζει ως σύντροφος, αλλά ήδη όλα αυτά ξεφτίζουν από κτήνη, που διαθέτουν τόσο συναίσθημα όσο και ένα κούτσουρο.
«Τον ακούω να μετατρέπει το όνειδος σε δόξα, τη σκληρότητα σε γοητεία. Κατάγομαι από φυλή αρχαία: Σκανδιναβοί οι πρόγονοι μου: πετσόκοψαν τις σάρκες τους και γεύτηκαν το ίδιο τους το αίμα. Το σώμα μου ολούθε θα χαράξω, με τατουάζ διάστικτος, σα Μογγόλος αποκρουστικός θα μοιάσω· θα δείτε, θα ουρλιάξω στους δρόμους. Θα τρελαθώ από θυμό. Ποτέ μη μου δείξετε κοσμήματα, στα τέσσερα θα πέσω σφαδάζοντας στο δάπεδο. Θέλω τα πλούτη μου να κολυμπούν στο αίμα. Ποτέ δεν θα δουλέψω…». Αρκετές νύχτες ο δαίμονας του με βούτηξε και κυλιστήκαμε σε πάλη! – με τρομοκράτησε θανάσιμα καρτερώντας με σε δρόμους ή σε σπίτια- «Θα μ΄ αποκεφαλίσουν και αλήθεια τούτο θα’ ναι αηδιαστικό» Ω! πώς τρεκλίζει η αύρα του εγκλήματος τούτες τις μέρες!
Μερικές φορές όταν μιλά, μιλά στη δική του διάλεκτο, συγκίνηση γεμάτος, για το θάνατο, ωθώντας μας να μετανοήσουμε, και πόσοι στ’ αλήθεια τρισάθλιοι άνθρωποι υπάρχουν στον κόσμο, πόσες σκληρές εργασίες, πόσοι αποχαιρετισμοί που σχίζουν τις καρδιές μας. Στα καταγώγια, όπου συνήθως ήμασταν μεθυσμένοι, έκλαιγε συλλογιζόμενος αυτούς που μας περικύκλωναν, όρθια κτήνη. Στους σκοτεινούς δρόμους περιμάζεψε μέθυσους. Είχε τον οίκτο που μια μητέρα μοχθηρή δείχνει στα παιδιά της. Χάνονταν με τη γλυκύτητα ενός κοριτσιού του κατηχητικού. Προσποιήθηκε τον παντογνώστη, στο εμπόριο, στην Τέχνη, στην Ιατρική – και εγώ πάντα τον ακολούθησα παντού. Όφειλα να το κάνω!
«Είδα ξεκάθαρα κάθε παγίδα που έστησε στη φαντασία του· κοστούμια, υφάσματα, έπιπλα: Άγγιξα όσα τον άγγιξαν, ένα άλλο πρόσωπο. Κάθε φορά που μου φαίνονταν μελαγχολικός, τον ακολουθούσα στις παράξενες και πολύπλοκες πράξεις, αδιάκοπα, στο καλό και στο κακό: Μα πάντα ήμουν σίγουρος, ότι δεν θα με παρασύρει στον κόσμο του. Δίπλα στ’ ακριβό του σώμα, πόσες ώρες τις νύχτες δεν ξόδεψα, καιροφυλαχτώντας τον ύπνο του, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψω γιατί λαχταρούσε τόσο πολύ ν’ αποδράσει απ΄ την πραγματικότητα. Πότε άλλοτε άνθρωπος, είχε τόση μεγάλη θέληση; Γνώριζα – χωρίς να φοβάμαι – ότι θα μπορούσε στα σοβαρά να βλάψει την κοινωνία. Ίσως να κατείχε τα μυστικά που θα άλλαζαν το ρουν της ζωής; Όχι μονολόγησα, τους ανθρώπους ερευνούσε μόνο. Φυσικά η φιλανθρωπία του ήταν καλυμμένη με μάγια και έτσι έγινα σκλάβα του. Κανένας άλλος δεν θα’ χε τη δύναμη, -την απελπιστική δύναμη!- για ν΄ αντέξει, – ν΄ αντέξει την προστασία και τον έρωτα του. Επί πλέον, μου είναι αδύνατο να φανταστώ στη θέση του οποιοδήποτε άλλη -ο καθένας μας βλέπει το δικό του Άγγελο και κανείς των άλλων-, τουλάχιστον εγώ αυτό πιστεύω. Έζησα μες στην ψυχή του, σαν σε παλάτι αμόλυντο, έτσι ώστε τα πιο ανάξια άτομα σε αυτό να μπορούσατε να είστε εσείς, τούτο είναι όλο. Αλίμονο! Πόσο πολύ εξαρτημένη ήμουν. Αλλά τι θέλησε από την τιποτένια, δειλή μου ύπαρξη; Δε μπορούσε να με κάνει καλύτερη, εάν δε με σκότωνε! Λυπημένη και απογοητευμένη του είπα μερικές φορές «Σε καταλαβαίνω» κι αυτός αδιαφορώντας ανασήκωνε τους ώμους.
«Έτσι τα βάσανα μου συνέχισαν να μεγαλώνουν, διαλυόμουν όλο και σε περισσότερα κομμάτια και καθένας θα μπορούσε να το δει αυτό, εάν δυστυχώς δεν ήμουν τόσο τρισάθλια, που κανείς δε μου έδινε σημασία! και ακόμα, όλο και περισσότερο ποθούσα την αγάπη του…Τα φιλιά του και τα γερά του μπράτσα καθώς με σφίγγε στην αγκαλιά του, μοιάζανε με παράδεισο – έναν σκοτεινό παράδεισο, στον οποίο εισχωρούσα, και όπου εκεί θέλησα μόνη να αφεθώ – φτωχή, κουφή, άλαλη, και τυφλή. Ήδη ήμουν εξαρτημένη. Και φανταζόμουν, ότι ήμασταν σα δυο μικρά παιδιά, ελεύθερα να περιπλανηθούν στης θλίψης τον Παράδεισο. Πάντα συμφωνούσαμε. Αίσια προχωρήσαμε, συνεργαστήκαμε. Αλλά μετά από ένα δυνατό σφιχταγκάλιασμα, μου είπε: «Πόσο αστεία θα μοιάζουν όλα, όλα όσα πέρασες, όταν δεν θα είμαι πια εδώ. Όταν δε θα νιώθεις τα χέρια μου να σφίγγουν το κορμί σου, ούτε την καρδιά μου να πάλλεται κάτω απ’ τη δική σου, μήτε την ανάσα του στόματός μου στα μάτια σου. Κι αυτό επειδή κάποια μέρα θα πρέπει να φύγω, πολύ μακριά. Έτσι κι αλλιώς τι νόμιζες; Πρέπει να βοηθήσω κι άλλους: Αυτή είναι η αποστολή μου. Αν και μη νομίζεις ότι στ’ αλήθεια το διασκεδάζω…αγάπη μου…» Και κείνη τη στιγμή χάθηκε η γη κάτω απ’ τα πόδια μου, βυθίστηκα στην πιο φρικτή μαυρίλα – ξεψύχησα. Τον έπεισα να μου υποσχεθεί ότι δεν θα μ’ εγκατέλειπε ποτέ. Και μου το υποσχέθηκε, είκοσι φορές· μου το υποσχέθηκε σαν τους όρκους που δίνουν οι εραστές. Κι ήταν τόσο ανόητη η υπόσχεση του, όσο και το «Σε καταλαβαίνω» που εγώ του έλεγα.
«Α! Ποτέ δεν τον ζήλεψα. Δεν θα μ’ άφηνε, το πιστεύω. Τι θα’ κανε; Δεν είχε ούτε ένα γνωστό· ποτέ δε θα δούλευε· Ζούσε σαν υπνοβάτης. Ήταν δυνατό η καλοσύνη του και η ευσπλαχνία του να του δώσει μια θέση στον πραγματικό κόσμο; Υπάρχουν στιγμές που ξεχνώ την αθλιότητα στην οποία περιέπεσα: Θα με κάνει δυνατότερη, θα ταξιδέψουμε, θα κυνηγήσουμε στην έρημο, θα κοιμηθούμε σε πεζοδρόμια αγνώστων πόλεων, ξένοιαστοι κι ευτυχισμένοι. Η αλλιώς κάποια μέρα θα ξυπνήσω και η μαγική του δύναμη θα έχει αλλάξει τους νόμους και τα ήθη, αλλά ο κόσμος θα παραμείνει ανέγγιχτος, αφήνοντας τις χαρές μου, τις επιθυμίες μου και την αδιαφορία μου. Ω! Αυτός ο υπέροχος κόσμος ο γιομάτος περιπέτειες βγαλμένες από παιδικά βιβλία- θα μου δοθεί ποτέ; Τόσο πολύ υπέφερα· Αξίζω μιας ανταμοιβής… Δε μπορεί. Δε γνωρίζω τα ιδανικά του. Λεει ότι έχει ελπίδες και συγχωρέσεις, αλλά τούτα δε μ’ απασχολούν. Μιλά στο Θεό; Ίσως πρέπει να Του μιλήσω αυτοπροσώπως. Είμαι στα βάθη της αβύσσου και σχεδόν έχω ξεχάσει πως προσεύχονται.
«Ας υποθέσω ότι μου εξέφρασε τη θλίψη του -θα την καταλάβαινα καθόλου καλύτερα από τα αστεία και τις χυδαιότητες του; Μου επιτίθεται, σπαταλά ώρες κάνοντας με να ντρέπομαι για όλα όσα τυχόν μ’ αγγίξανε στον κόσμο, και τρελαίνεται εάν κλάψω.
«…Διακρίνεις αυτόν τον κομψό νεαρό μέσα σε τούτο το όμορφο και ήσυχο σπίτι; Ονομάζεται Duval, Dufour, Armad, Maurice, ή όπως εσύ επιθυμείς. Υπάρχει και μία γυναίκα που ξόδεψε τη ζωή της αγαπώντας αυτόν το διεφθαρμένο ηλίθιο· πέθανε. Σίγουρα έχει αγιάσει. Θα με σκοτώσεις με τον τρόπο που αυτός σκότωσε τη γυναίκα; Είναι το γραφτό μας, ευσπλαχνικές καρδιές». Αλίμονο! Υπήρξαν μέρες που όλοι όσοι βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του, έμοιαζαν σα παιχνίδια στα χέρια ενός αλλόκοτου παραληρούντος: για πολύ καιρό ακούγονταν το τρομώδες γέλιο του. -Κατόπιν επέστρεφε για να υποδυθεί μια νεαρή μητέρα, η μια μεγαλύτερη αδερφή…Εάν δεν ήταν τόσο άγριος, θα σωζόμαστε! Μα η γλυκύτητα του επίσης, είναι θνητή… Σκλάβα του είμαι… -Α! Μου σάλεψε!
«Κάποια μέρα ως εκ θαύματος θα εξαφανιστεί, μα είναι ανάγκη να γνωρίζω, εάν θα αναληφθεί σε ουρανό, τότε ίσως μπορέσω να παρακολουθήσω έστω και για ένα λεπτό μόνο, την Ανάληψη του αγαπημένου μου!»
Κολασμένο ζευγάρι!
Arthur Rimbaud
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου