Και που ήσαν τάχα λαίλαπα ή
το φθαρμένο μου γάντι πυγμαχίας
τι μ’ αυτό;
Νύχια της αρκούδας ανηφορίζουνε τη φλέβα μου
Η θεωρία συρματόσχοινο που κόπηκε
ή καυσαέριο πατημασιά κοβάλτιου
ας είναι και σφυρίχτρα
τι μ’ αυτό;
Όρκο παίρνω ήταν μεσάνυχτα που η θάλασσα
παράτησε την ολομέλεια
περνούσε σύρριζα τον τοίχο
πέταξε τα εσώρουχα της
τα κολλημένα πάνω της επίθετα
τον οδοντογιατρό της.
Λαμπάδιζαν οι λεωφόροι
τα κορίτσια κόβανε τις ωοθήκες τους
τις ρίχναν στη φωτιά οι φλόγες κόρωναν
τύλιγαν τον ουρανοξύστη
ε… και τι
μ’ αυτό;
Μάτια μου ετούτος… άκαυτος
Λευκοντυμένες άφηναν τ’ αμφιθέατρα οι πιθανότητες
ρίχνανε τα πτυχία τους στον οχετό της νύχτας
Ιθαγενή αερόστατα ανέβαιναν
απ’ τις θερμοκοιτίδες
Κι εγώ
στις τσέπες μου όσο γίνονταν πιο βαθιά
επώαζα φυσίγγια.
Απόμακρη έξω απ’ τις ράγες επέμενε
αναντίρρητη σε ό,τι αφορά το ουρανί
το μπλάβο
το πορτοκαλί
επέμενε ότι λάμπουσα
αν και παρήλιξ
η γοερή διάνοια των μπολσεβίκων
Από το άπαρτο οδόφραγμα επέμενε
non passaran καμένη στο ιώδιο
η φωνή μου.
Κι αχ πως δίχως τροχούς επέμενε
καταμεσής στην άσφαλτο
μπαταρισμένη εκείνη η Άνοιξη
που το νιογέννητο ατσάλι βάλθηκε να γερνά
μες στη γροθιά μου…
Έκτωρ Κακναβάτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου